Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΝΔ
←ΝΓ'. Παρασκευή – Ιησούς και Πιλάτος | Η ζωή του Χριστού Συγγραφέας: ΝΔ'. Παρασκευή – Η Σταύρωση |
ΝΕ'. Ανάσταση→ |
Αφού εξέδωκε ο Πιλάτος την καταδίκη του Ιησού, τον παρέλαβαν οι στρατιώτες της σπείρας, του έβγαλαν την κόκκινη χλαμύδα, τον ξανάντυσαν με τα ρούχα του, και τον πήραν να τον σταυρώσουν. Μαζί με τον Ιησού πήγαιναν και δυο ληστές, καταδικασμένοι και αυτοί να σταυρωθούν.
Ο κατάδικος ήταν υποχρεωμένος να κουβαλήσει ο ίδιος τα ξύλα του σταυρού του, ως έξω από τη χώρα, όπου εκτελούνταν οι ποινές, και, εμπρός του, προπορεύουνταν ένας με μια σανίδα ασπρισμένη, όπου με μαύρα γράμματα ήταν γραμμένο το όνομά του και ο λόγος της καταδίκης του. Την ώρα της σταυρώσεως εκρέμαζαν τη σανίδα αυτή στο σταυρό, πάνω από το κεφάλι του κατάδικου, για να ξέρουν οι περαστικοί την αιτία της τιμωρίας.
Φόρτωσαν λοιπόν τον Ιησού με το σταυρό του, και τον πήγαιναν μεταξύ στους δυο ληστές, ενώ, πίσω, κόσμος πολύς ακολουθούσε, περίεργος να δει την εκτέλεση και την αγωνία. Στη σανίδα, ο Πιλάτος είχε γράψει σε τρεις γλώσσες —ελληνικά, λατινικά και εβραϊκά— την επιγραφή: «Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων.» Ο ειρωνικός αυτός τίτλος ήταν βαλμένος πολύ περισσότερο με σκοπό να εξευτελίσει τους Εβραίους, παρά τον Ιησού. Θυμωμένος που αναγκάστηκε να ενδώσει και να καταδικάσει αθώο, ο Πιλάτος θέλησε τουλάχιστον, γνωρίζοντας την υπεροψία των Ιουδαίων, να εκδικηθεί, δείχνοντας την περιφρόνηση και το μίσος για τη φυλή που κυβερνούσε, ονομάζοντας βασιλέα τους εκείνον που αυτοί σταύρωναν σαν τον χυδαιότερο κακούργο.
Τραβούσε η συνοδεία κατά το Γολγοθά, που θα πει «Κρανίου τόπος», και που λέγουνταν έτσι γιατί ήταν ύψωμα στρογγυλωπό με σχήμα κρανίου. Μα, αδυνατισμένος από το μαρτύριο της φραγελλώσεως και από την αϋπνία, ο Ιησούς δεν μπόρεσε να βαστάξει το βάρος του σταυρού.
Εκείνη την ώρα, περνούσε ένας χωρικός, ο Σίμων ο Κυρηναίος, δηλαδή από την Κυρήνη, που γύριζε από το χωράφι του· τον αγγάρεψαν λοιπόν οι στρατιώτες, και τον φόρτωσαν με τα ξύλα του σταυρού. Θέλοντας και μη, τα κουβάλησε ο Σίμων, γιατί απαγορεύουνταν σε Εβραίο ν ' αρνηθεί αγγαρία από Ρωμαίο, και τιμωρούνταν με ξύλο. Ο κόσμος που ακολουθούσε τον Ιησού δεν ήταν όλος εχθρικός· ήταν και πιστοί του, και πολλές γυναίκες που έκλαιγαν και δέρνουνταν και μοιρολογούσαν κτυπώντας τα στήθια τους.
Άκουσε ο Ιησούς τα κλάματα, και γυρνώντας τους είπε, προφητεύοντας άλλη μια φορά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ:
— Κόρες της Ιερουσαλήμ, μη με κλαίγετε εμένα, αλλά τον εαυτό σας κλάψετε και τα παιδιά σας. Γιατί ιδού, έρχονται μέρες όπου θα σας πουν, «Καλότυχες όσες δεν έκαναν και δεν έθρεψαν παιδιά».
»Τότε θ' αρχίσουν να λέγουν στα όρη, Πέσετε απάνω μας και στα βουνά, σκεπάσετέ μας.
Αργά πήγαινε η συνοδεία, και, στο δρόμο, όλο και αύξανε περισσότερο ο κόσμος· ώστε, σαν έφθασαν στο Γολγοθά, πλήθος πολύ είχε μαζευθείγύρω στους κατάδικους, για να δει πως θα υποστούν το βασάνισμά τους. Η σταύρωση ήταν ο μαρτυρικότερος θάνατος που μπόρεσε ποτέ να φαντασθεί ανθρώπινο πνεύμα· ως ταπεινωτική ποινή ήταν κοινή στους Ρωμαίους[1].
Έστηναν στη γη ένα στύλο μεγάλο, όσο που τα πόδια του σταυρωμένου να φθάνουν δυο τρεις σπιθαμές από τη γη. Γυμνό τότε, ξάπλωναν χάμω, ανάσκελα, τον κατάδικο, άπλωναν τα χέρια του σ' ένα οριζόντιο ξύλο, και κάρφωναν τις παλάμες με δυνατά σουβλερά καρφιά· ύστερα, με σχοινιά ανέβαζαν το ξύλο αυτό όσο ψηλά ήθελαν στον όρθιο στύλο, όπου το στερέωναν, και, τελευταία, κάρφωναν και τα πόδια, είτε το ένα από πάνω από το άλλο, μ' ένα μεγάλο καρφί, είτε το καθένα χωριστά, στο κάτω μέρος του στύλου. Ανάμεσα στα σκέλη ή κάτω από τα πόδια έβαζαν ένα κομμάτι ξύλο, που υποστήριζε το σώμα μήπως και από το βάρος σχιστούν τα χέρια, και πέσει ο σταυρωμένος.
Η αφύσικη στάση του σώματος, που κρέμουνταν από τα τρυπημένα χέρια, έφερνε μεγάλη αταξία στην κυκλοφορία του αίματος, προξενούσε πόνους φοβερούς, δυσκολία στην αναπνοή, απερίγραπτη κούραση και ανυπόφορη δίψα, χωρίς όμως και να χάνει ο βασανισμένος τις αισθήσεις του. Κρεμασμένος για δυο και τρεις μέρες, κάποτε και τέσσερις και πέντε, ο βασανισμένος έβλεπε, μιλούσε, σκέπτουνταν, ένιωθε όλη την αγωνία του αργού θανάτου, και τέλος πέθαινε από πείνα και εξάντληση με φοβερούς πόνους ως το τέλος. Ακόμα και αυτοί οι αμείλικτοι και σκληροί Ρωμαίοι σπλαχνίζουνταν το μαρτύριο του σταυρωμένου, και κάποτε επέτρεπαν, μ' ένα δυνατό χτύπημα κάτω από τη μασχάλη, να επιταχύνουν το τέλος· και όποιος είχε τα μέσα, πλήρωνε το δήμιο για να τον σκοτώσει πριν τον σταυρώσει.
Επίσης, από οίκτο, οι πλούσιες κυρίες της Ιερουσαλήμ είχαν συνήθεια να προσφέρουν στους κατάδικους κρασί δυνατό, ανακατωμένο με διάφορα αρωματικά, που νάρκωναν και ζάλιζαν και αφαιρούσαν από το βασανισμένο τη συναίσθηση του πόνου. Από το κρασί αυτό, που ήταν πικρό και ξινό, πρόσφεραν και του Ιησού, καθώς και στους δυο ληστές. Μα ο Ιησούς, αφού το γεύθηκε και κατάλαβε τι ήταν, το αρνήθηκε. Τη ζωή του την πρόσφερε αυτόθελα, για να εξαγοράσει τις αμαρτίες της ανθρωπότητος. Το μαρτυρικό θάνατο που είχε παραδεχθεί ως το τέλος θα τον υπέφερε στην ολοκληρία του. Το πνεύμα του ήθελε σε όλη του τη διαύγεια να το παραδώσει στον πατέρα του, όχι βαρυμένο και σκοτισμένο από την επίδραση του κρασιού και των αρωμάτων.
Τότε έστησαν το σταυρό. Τον έγδυσαν και τον κάρφωσαν και τον κρέμασαν, εκείνον που μόνο καλό είχε κάνει στον κόσμο, εκείνον που άλλο δεν εκήρυξε παρά αγάπη και έλεος και επιείκεια και αυταπάρνηση και αυτοθυσία και συγχώρεση. Και ενώ τον ανέβαζαν στο σταυρό του, μεταξύ στους δυο ληστές, που έβριζαν και βλασφημούσαν, ο Ιησούς παρακαλούσε και έλεγε:
— Πατέρα, συγχώρεσέ τους. Γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν.
Κάθε σταυρός είχε από τέσσερις στρατιώτες, που ήταν και δήμιοι και φύλακες, και τα ρούχα του κατάδικου τους ανήκαν δικαιωματικά. Πήραν λοιπόν τα ρούχα του Ιησού και τα μοιράστηκαν το μανδύα του, που ήταν καμωμένος από τέσσερα φάρδη, τον χώρισαν στις ραφές και πήρε ο καθένας το μερίδιο του το φόρεμά του όμως ήταν μονοκόμματα υφασμένο, και, για να μην το καταστρέψουν, είπαν μεταξύ τους:
— Μην το σχίσομε, αλλ' ας βάλομε κλήρο σε ποιον θα πέσει.
Πάνω από το κεφάλι του κάρφωσαν τη σανίδα με την επιγραφή, και πολλοί Εβραίοι τη διάβασαν. Γιατί ο Γολγοθάς ήταν κοντά στη χώρα, και πολλοί ήταν οι περαστικοί. Την είδαν και τη διάβασαν οι αρχιερείς και Φαρισαίοι, και στενοχωρέθηκαν πολύ. Κατάλαβαν πως η περιφρονητική ειρωνεία δεν ήταν για τον Ιησού αλλά γι' αυτούς, και αγανακτισμένοι έτρεξαν στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν να μετατρέψει την επιγραφή.
— Μη γράφεις «Ο βασιλεύς των Ιουδαίων», του είπαν, αλλ' ό,τι εκείνος είπε: «Είμαι βασιλεύς των Ιουδαίων».
Μα θυμωμένα τους αποκρίθηκε ο Πιλάτος:
— Ό,τι έγραψα, έγραψα.
Και δεν παραδέχθηκε ούτε ένα γράμμα ν' αλλάξει.
Αποπαρμένοι έφυγαν αρχιερείς και Φαρισαίοι, και γύρισαν πάλι στο Γολγοθά, να μετριάσουν τουλάχιστον όσο μπορούσαν την εντύπωση που θ' άφηνε σε μερικά πνεύματα η επικίνδυνη αυτή επιγραφή. Ο κόσμος γύρω, στέκουνταν και κοίταζε. Άρχισαν λοιπόν οι άρχοντες να περιγελούν τον Ιησού, που κρέμουνταν στο σταυρό γυμνός, έρημος, αιματωμένος, απαρνημένος απ' όλους, φίλους και πιστούς. Κοροϊδευτικά έλεγαν:
— Άλλους έσωσε, ας σώσει τον εαυτό του, αν αυτός είναι ο Χριστός, του Θεού ο εκλεκτός.
Και οι δημογέροντες και οι Φαρισαίοι περιγελούσαν και αυτοί και έλεγαν:
— Αν είναι ο βασιλέας του Ισραήλ, ας κατέβει τώρα από το σταυρό και θα πιστέψομε σ' αυτόν στο Θεό στηρίζεται — ας τον σώσει τώρα ο Θεός· γιατί είπε πως, «Του Θεού υιός είμαι».
Τους άκουσαν οι στρατιώτες, και, προσφέροντάς του ξίδι να πιεί, τον περίπαιζαν και αυτοί και του έλεγαν:
— Αν είσαι ο βασιλέας των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου.
Και οι διαβάτες σταματούσαν και βλασφημούσαν, και, κουνώντας το κεφάλι σαρκαστικά, του φώναζαν:
— Ουαί! Εσύ που θα γκρέμιζες το ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξανάχτιζες! Σώσε τον εαυτό σου και κατέβα από το σταυρό.
Το ίδιο και οι αρχιερείς, περιπαίζοντας, έλεγαν αναμεταξύ τους και με τους νομικούς:
— Άλλους έσωσε και τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει.
Το κεφάλι του σταυρωμένου έμενε ελεύθερο. Ο Ιησούς δεν είχε παρά να σκύψει λίγο, για να δει την ανθρωποθάλασσα που κυμάτιζε, μοχθηρή και άσπλαχνη, στα πόδια του, ν' αντικρίσει την ασχημιά όλη και την προστυχιά, τη χυδαία κακία της ανθρωπότητος, που γι' αυτήν έζησε και πόνεσε και μόχθησε. Ανάμεσα σε όλην αυτήν την οχλοβοή, ο Ιησούς σιωπούσε. Παραδομένος στη σκέψη του Θεού, άκουε γαλήνια τις προσβολές εκείνων που είχε σώσει και διδάξει και βοηθήσει και γιατρέψει, και, ανεβάζοντας την ψυχή του πάνω από τόσην ασχημιά, παρακαλούσε σιωπηλά για κείνους που τον βασάνιζαν.
Οι δυο κακούργοι, σταυρωμένοι ο ένας δεξιά του και ο άλλος αριστερά, τον έβριζαν κι αυτοί. Όσο όμως περνούσε η ώρα και οι πόνοι αύξαναν, μαζί και το βάσανο της δίψας, ο ένας ληστής, βλέποντας την καρτερική υπομονή του Ιησού και την υπερήφανη σιωπή του, άρχισε ν' απορεί και να συγκινείται. Και όταν ο άλλος κακούργος, βρίζοντας και βλασφημώντας, φώναξε: «Αν είσαι συ ο Χριστός, σώσε τον εαυτό σου και μας», τον αποστόμωσε εκείνος λέγοντάς του:
— Δε φοβάσαι το Θεό, εσύ που παιδεύεσαι με τον ίδιο τρόπο; Και εμείς, ωστόσο δίκαια τιμωρούμεθα, γιατί κατά τις πράξεις μας απολαβαίνουμε. Ετούτος όμως τίποτα κακό δεν έκανε.
Και γυρνώντας στον Ιησού, παρακάλεσε:
— Θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη Βασιλεία σου.
Και ο Ιησούς, που σε τέτοιες προσβολές και βλασφημίες δεν είχε αποκριθεί λέξη, είπε τότε στο ληστή:
— Αλήθεια σου λέγω, σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο.
Ήταν μια στάλα δροσιάς στη λαύρα της ψυχής του η ομολογία αυτή, που την ώρα του θανάτου λύτρωνε τον κακούργο απ' όλες τις περασμένες του αμαρτίες. Και δεν ήταν η μόνη.
Ανάμεσα στο μοχθηρό ανθρωπομάζωμα γύρω του, είχαν χωθεί και μερικές γυναίκες πιστές, εκείνες που από τη Γαλιλαία τον είχαν ακολουθήσει στην Ιερουσαλήμ, και τον συνόδευσαν ως το μαρτύριο του. Από φόβο των Ιουδαίων, που καταδίωκαν κάθε φίλο ή μαθητή του Ιησού, και τρομοκρατούσαν τον κόσμο, δεν τολμούσαν να κηρύξουν φανερά την πίστη τους, αλλά μαζεμένες από μακριά, κοίταζαν το σταυρό. Μεταξύ τους ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Σαλώμη, και η άλλη Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, και άλλες, που περιτριγύριζαν τη μητέρα του Ιησού και θρηνούσαν μυστικά. Στα πόδια του σταυρού, στέκουνταν και ένας μαθητής του Ιησού, ο Ιωάννης.
Γύρισε ο Ιησούς το κεφάλι, και αντάμωσε το βλέμμα της μητέρας του. Από μακριά είχε ακολουθήσει η Μαρία τη θλιβερή συνοδεία του σταυρού, και τώρα, με τα μάτια καμένα από τα πολλά κλάματα, τον κοίταζε το μοναχογιό της, καρφωμένο στο ξύλο της ατιμίας, γυμνό, χέρια και πόδια τρυπημένα, το μέτωπο αιματωμένο, στεφανωμένο με αγκάθια, το σώμα κατασχισμένο, συσπασμένο από τα μαρτύρια. Την είδε ο Ιησούς, και η καρδιά του φούσκωσε από αγάπη και θλίψη για κείνην. Μ' ένα βλέμμα, δείχνοντάς της τον Ιωάννη είπε:
— Γυναίκα, ιδού ο γιος σου!
Και σκύβοντας το κεφάλι προς το μαθητή του:
— Να η μητέρα σου! του είπε.
Και από κείνη την ώρα, ο Ιωάννης παρέλαβε τη Μαρία, την πήρε σπίτι του και την αγάπησε σα να ήταν αληθινή μητέρα του. Ήταν περίπου μεσημέρι[2]. Τρεις ώρες βασανίζουνταν ο Ιησούς στο σταυρό, μες στον καυτερό ανοιξιάτικο ήλιο της Ιουδαίας. Μα έξαφνα σκοτάδι σκέπασε όλη τη γη, ο ήλιος κρύφθηκε, ο ουρανός, μαύρος και χαμηλός, φαίνουνταν να θέλει να πλακώσει τη γη. Ανησυχία έπιασε τον κόσμο, προπάντων που όσο περνούσε η ώρα το σκοτάδι όλο και πύκνωνε. Φοβισμένα κοίταζαν τα πλήθη μια τον ουρανό, μια τον Ιησού, με κάποιο ανομολόγητο δισταγμό, μήπως και εκείνος που σταύρωσαν δεν ήταν απλός άνθρωπος. Αποτραβηγμένος από τον τριγυρινό κόσμο, ο Ιησούς είχε παραδοθεί στη σκέψη του.
Για άλλες τρεις ώρες, σιωπηλός κρέμουνταν κάτω από τη μαυρίλα του ουρανού.
Τι να έγινε τότε στην ψυχή του μέσα; Σε ποια βάθη να κατέβηκε; Σε τι κόσμους πόνου και ερημιάς και απελπισίας και σπαραγμού να πλανήθηκε άραγε το πνεύμα του; Κι εκεί, από τα βασανισμένα χείλη του, μια φωνή ξέσπασε, φωνή αγωνίας και πόνου απέραντου:
— Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί[3]; δηλαδή: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μ' εγκατέλειψες; Τον άκουσαν οι τριγυρινοί του, μα είτε που η τρομάρα τους σύγχυζε την αντίληψη, είτε που ο Ιησούς στην αγωνία και τη σωματική του εξάντληση δεν πρόφερε πια καθαρά, είτε που οι στρατιώτες που τον φύλαγαν δεν ήξεραν αραμαϊκά, ανακάτωσαν το Ηλί με Ηλία, και είπαν:
— Τον Ηλία φωνάζει τούτος!
Το βάσανο της δίψας έκαιε τον Ιησού.
— Διψώ... γόγγυσε.
Στα πόδια του σταυρού, βρίσκουνταν η στάμνα με «πόσκα», ξινωπό κρασί που έπινε ο λαός, και που οι Ρωμαίοι στρατιώτες έπαιρναν μαζί τους σαν πήγαιναν σε καμιά πολύωρη αγγαριά.
Ένας στρατιώτης πήρε το σφουγγάρι που τάπωνε τη στάμνα, το πότισε κρασί, και σκαλώνοντάς το σ' ένα κλαδί υσσώπου[4], το σήκωσε ως τα χείλια του Ιησού. Οι άλλοι στρατιώτες έλεγαν:
— Άφησε να δούμε αν έρχεται ο Ηλίας να τον σώσει.
Πήρε ο Ιησούς το ξίδι από το σφουγγάρι, και, βγάζοντας φωνή μεγάλη, είπε:
— Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου.
Ήταν πια το τέλος. Μουρμούρισε:
— Τελείωσε...
Και γέρνοντας το κεφάλι ξεψύχησε.
Την ίδια ώρα, σεισμός μεγάλος τράνταξε τη γη, και το καταπέτασμα[5] του ναού σχίστηκε από πάνω ως κάτω· οι βράχοι ξεκόλλησαν, τα μνήματα άνοιξαν και ξεσκέπασαν σώματα αγίων ανδρών, που, ύστερα από την ανάσταση του Ιησού μπήκαν στην Ιερή Χώρα και εμφανίστηκαν σε πολλούς. Τρομάρα κατέλαβε όλους που παραβρέθηκαν στο θάνατο του Ιησού.
Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος, που στέκουνταν εκείνη την ώρα αντίκρυ από το σταυρό και είδε πως με τη φωνή που έβγαλε ξεψύχησε ο Ιησούς, τρόμαξε με τα σημεία που ακολούθησαν, και, δοξάζοντας το Θεό είπε:
—Αλήθεια, ο άνθρωπος τούτος είναι υιός του Θεού!
Ίδιος φόβος έπιασε και τον όχλο, και, με τρεμουλιαστή καρδιά, σκορπίστηκαν όλοι. Τράβηξαν κατά τη χώρα, και, κοιτάζοντας το μαύρο ουρανό χτυπούσαν τα στήθια τους για την αμαρτία που είχαν κάνει. Εμπρός στο σταυρό δεν έμειναν πια παρά οι πιστές γυναίκες, και οι στρατιώτες που ήταν υποχρεωμένοι να φυλάγουν τους σταυρωμένους ώσπου να πεθάνουν. Η ώρα περνούσε, και ο ήλιος έστρεφε κατά τη δύση. Οι ιερείς και προεστοί, που χωρίς δισταγμό σκότωσαν τον αθώο Ιησού, άρχισαν ν' ανησυχούν τώρα μην τύχει και μολυνθεί η αγιότης του Πάσχα, αν βασίλευε ο ήλιος και άρχιζε το Σάββατο, πριν ξεκρεμαστούν από το σταυρό τα σώματα των τριών βασανισμένων. Πήγαν λοιπόν στον Πιλάτο, και του ζήτησαν την άδεια να σπάσουν τα πόδια των σταυρωμένων, για να πεθάνουν μιαν ώρα αρχύτερα και να κατεβάσουν τα σώματα πριν βραδιάσει.
Στους άγριους εκείνους καιρούς, ακόμα και η ευσπλαχνία ήταν σκληρή και απάνθρωπη. Για να λιγοστέψουν τις μαρτυρικές ώρες των σταυρωμένων, κάποτε δίνουνταν η χάρη να τους σκοτώσουν αμέσως· αλλά για να μην τύχει και λιγοστέψει έτσι η τιμωρία υπέβαλλαν το σταυρωμένο σε ένα άλλο μαρτύριο, την ποινή της «σκελοκοπίας». Του σπούσαν τα πόδια, χτυπώντας τα με βαρύ ρόπαλο ή σφυρί, και ύστερα τον αποτελείωναν τρυπώντας τον με σπαθί ή λόγχη, ή δίνοντάς του ένα θανάσιμο χτύπημα.
Ο Πιλάτος έδωσε την άδεια που ζητούσαν οι Εβραίοι, και ευθύς οι στρατιώτες έσπασαν τα πόδια των δυο ληστών. Όταν όμως ήλθαν και στον Ιησού, είδαν πως, αλήθεια, με την τελευταία μεγάλη φωνή είχε ξεψυχήσει, ώστε θεώρησαν περιττό να του σπάσουν τα πόδια. Για καλό όμως και για κακό, από φόβο μην τύχει και είναι μόνο λιγοθυμισμένος και συνέλθει σαν τον κατεβάσουν από το σταυρό, όπως είχε συμβεί κάποτε, ένας στρατιώτης με τη λόγχη του τρύπησε το πλευρό.
Το σίδερο πέρασε την καρδιακή χώρα, και, ευθύς, από την πληγή έτρεξε αίμα και νερό.
Ήταν απόγεμα, αργά.
Ο εβραίικος νόμος πρόσταζε, πριν βασιλέψει ο ήλιος και αρχίσει με το σκοτάδι η μέρα του Σαββάτου, τα κρεμασμένα σώματα των σκοτωμένων να ξεκρεμάζονται. Για την ταφή όμως δεν ήταν λόγος. Οι σταυρωμένοι δούλοι των Ρωμαίων έμεναν χωρίς ταφή, βορά για τους σκύλους και τα όρνια. Τους δύο ληστές τους είχαν κατεβάσει κιόλα από τους σταυρούς. Μόνος ο Ιησούς κρέμουνταν ακόμα, γιατί είχε έλθει διαταγή να μη τον αγγίξουν, και κανένας δεν τόλμησε να παραβεί την παραγγελία αυτή. Μεταξύ στους προεστούς του Συνέδριου ήταν και ένας άνθρωπος δίκαιος και σεβαστός, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Ήταν πλούσιος και ευγενής, με ακέραιο χαρακτήρα. Είχε ακούσει τη διδαχή του Ιησού και πίστεψε σ' εκείνον και έγινε μαθητής του. Από φόβο των Ιουδαίων, δεν είχε ομολογήσει ανοιχτά την πίστη του αλλά στην τελευταία δίκη του Ιησού αρνήθηκε να συμφωνήσει με το συμβούλιο και να ψηφίσει το θάνατο. Βλέποντας πως δεν μπορούσε τίποτα απέναντι της αποφάσεως των άλλων, και μη θέλοντας να συγκατανεύσει, είχε αποσυρθεί. Είτε παραβρέθηκε στη σταύρωση και στην αγωνία του Ιησού, είτε έμαθε από άλλους το τέλος του, η αγανάκτηση και η λύπη ξύπνησαν μέσα του την τόλμη που του είχε λείψει ως τότε. Σηκώθηκε ο ίδιος και πήγε στον Πιλάτο, και παρατώντας κάθε κρυφή ενέργεια, με θάρρος τού ζήτησε να του δοθεί το σώμα του Ιησού για να το θάψει κατά τα έθιμα των Εβραίων.
Ο Πιλάτος δεν έκανε καμιά δυσκολία· απόρησε όμως πως να πεθάνει ο Ιησούς τόσο γρήγορα. Έστειλε και φώναξε τον εκατόνταρχο που είχε παραβρεθεί στην ποινή, και τον ρώτησε αν αλήθεια απέθανε ο σταυρωμένος, ή μήπως ήταν μονάχα λιγοθυμισμένος. Μα σαν έμαθε τα καθέκαστα, εχάρισε το σώμα στον Ιωσήφ, και έδωσε διαταγή να τον αφήσουν να πάρει το λείψανο. Έτρεξε ευθύς ο Ιωσήφ και αγόρασε ένα σεντόνι από ψιλό λινό, γιατί πλησίαζε πια να βασιλέψει ο ήλιος, και η ώρα ήταν μετρημένη· ύστερα, βιαστικά γύρισε στο Γολγοθά, και, με τους δούλους του, σήκωσαν και πλάγιασαν χάμω το σταυρό, ξεκάρφωσαν τον Ιησού και τον τύλιξαν στο λινό σεντόνι. Μαζί του ήταν και ο Νικόδημος, ο άλλος κρυφός μαθητής του Ιησού, και αυτός μέλος του Συνεδρίου, άνθρωπος αγαθός και τίμιος, μυριόπλουτος, αλλά που, σαν τον Ιωσήφ, δεν μπόρεσε ή δεν τόλμησε να σώσει τον Ιησού την ώρα που τον καταδίκαζαν σε θάνατο τα άλλα μέλη του Συνέδριου. Τώρα όμως, με την καρδιά γεμάτη λύπη και μετάνοια για τη δειλία του, ομολογώντας φανερά την πίστη του, ήλθε και αυτός στο Γολγοθά, με τον Ιωσήφ, και έφερε μαζί του εκατό λίτρα μύρα πολύτιμα, σμύρνα ανακατωμένη με αλόη, δώρο βασιλικό, που ούτε σε ταφή βασιλέα δε σκορπούνταν τέτοιο ποσό. Μαζί τον σήκωσαν και τον πήγαν σ' ένα περιβόλι εκεί κοντά, που ανήκε στον Ιωσήφ, και τον έβαλαν σ' έναν τάφο σκαμμένο μες στο βράχο, που είχε ετοιμάσει ο Ιωσήφ για τον εαυτό του, και όπου κανένας ακόμα δεν είχε ταφεί.
Από το Γολγοθά είχε φύγει όλος ο κόσμος, οι τελευταίοι φίλοι του Ιησού, ακόμα και ο μαθητής του ο Ιωάννης. Μόνο μερικές από τις γυναίκες έμειναν ως το τέλος, και παραβρέθηκαν στο κατέβασμα του σταυρού, και ύστερα ακολούθησαν το σώμα ως τον τάφο. Ήταν εκείνες που από τη Γαλιλαία τον είχαν ακολουθήσει, και του είχαν μείνει πιστές ως πέρα από το θάνατο. Η Μαρία η Μαγδαληνή μαζί με τη Μαρία τη μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, κάθισαν αντίκρυ στον τάφο, και κοίταζαν τους δύο γερουσιαστές που σαβάνωναν βιαστικά τον Ιησού, για να προφθάσουν να κλείσουν τον τάφο πριν βασιλέψει ο ήλιος. Και σαν είδαν πως ο καιρός έλειπε και πως πρόχειρα μόνο τον σαβάνωναν, έφυγαν βιαστικές και αυτές, και πήγαν στα σπίτια τους να ετοιμάσουν αρώματα, και μετά τη σαββατιανή αργία να γυρίσουν, Κυριακή πρωί, να μοιρολογήσουν και να κάνουν για το λείψανο του Ιησού τα τελευταία καθήκοντα που πρόσταζε η θρησκεία τους και τα πατροπαράδοτα.
Ο Ιωσήφ ωστόσο με τον Νικόδημο τύλιξαν το κεφάλι του Ιησού με το σουδάρι[6], άλειψαν με μύρα και τύλιξαν τα μέλη του σε λουρίδες που έσχισαν από το λινό σεντόνι, ύστερα άλειψαν το σώμα του ολόκληρο με παχύ στρώμα από το πλούσιο μύρο· και αφού τον ξάπλωσαν στον τάφο, κύλησαν στην είσοδο μια βαριά πέτρα, που την έκλειε όλη, και έφυγαν.
Είχε βασιλέψει ο ήλιος, και άρχιζε το Σάββατο, μαζί και η μεγάλη εορτή του Πάσχα, που είχε αναβληθεί από την παραμονή. Ο κόσμος χαρούμενος έτρεχε εκείνη την ώρα στην τελετή όπου πανηγυρίζουνταν το κόψιμο των σπαρτών. Κατά το νόμο, την ημέρα του Πάσχα, ο καθένας επρόσφερε στο ναό ένα δεμάτι δημητριακούς καρπούς, και το πρώτο δεμάτι το έκοβαν, με πομπή και τελετή, μερικά μέλη του Συνέδριου. Μόλις βασίλευε ο ήλιος της παραμονής και άρχιζε το Πάσχα, τα προσδιορισμένα μέλη της Γερουσίας ξεκινούσαν, και ο κόσμος χαρούμενος έτρεχε να δει την τελετή, που ποτέ δεν αναβάλλουνταν, έστω και αν το Πάσχα έπεφτε ή εορτάζουνταν Σάββατο, όπως αυτή τη χρονιά. Ο νόμος της σαββατιανής αργίας απαγόρευε το κόψιμο οτιδήποτε καρπού, αλλά στην περίσταση αυτή γίνουνταν εξαίρεση.
Από την παραμονή πήγαινε ο κόσμος κι έδενε δεμάτια δεμάτια τα όρθια στάχυα που ήταν έτοιμα για θέρισμα. Στο ηλιοβασίλεμα λοιπόν, τρία μέλη του Συνέδριου, βαστώντας ο καθένας από ένα δρεπάνι και ένα πανεράκι, ξεκινούσαν για την κοιλάδα, πέρα από το χείμαρρο των Κέδρων, όπου είχε επικρατήσει η παράδοση να κόβεται το πρώτο δεμάτι.
Αυτή την τελετή έτρεχαν τα πλήθη να δουν, την ώρα που, από την αντίθετη κατεύθυνση, κατέβαιναν, με συντριμμένη την καρδιά, οι τελευταίοι δυο πιστοί φίλοι, γυρίζοντας από τον τάφο όπου είχαν πλαγιάσει τον πεθαμένο Κύριό τους.
- ↑ Η ποινή του σταυρού καταργήθηκε στον τέταρτο αιώνα μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο το Μεγάλο, Αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, όταν η μητέρα του η Αγία Ελένη,πήγε στην Ιερουσαλήμ, και βρήκε το σταυρό του Ιησού.
- ↑ Η έκτη ώρα. Οι Εβραίοι λογάριαζαν τις ώρες από την ανατολή. Αν λοιπόν ανέτελλε ο ήλιος στις έξι το πρωί, η έκτη ώρα ήταν μεσημέρι.
- ↑ Τα λόγια αυτά είναι αραμαϊκά, η γλώσσα που συνήθως μιλούσε ο Ιησούς.
- ↑ Η ύσσωπος είναι αρωματικό φυτό, είδος μαντζουράνας.
- ↑ Καταπέτασμα: Η κουρτίνα η μεγάλη και βαριά που ξεχώριζε το Ιερό από το Άγιο των Αγίων, όπου άλλοτε φύλαγαν οι Εβραίοι τις πλάκες με τις δέκα εντολές του Θεού. Το καταπέτασμα αυτό είχε 20 μέτρα μάκρος με 15 πλάτος. Ήταν παχύ σαν τη παλάμη του χεριού, και. καμωμένο με 72 τετράγωνα, ραμμένα το ένα με το άλλο, κεντημένο από πάνω ως κάτω με αγγέλους και πουλιά. Τέτοιο ήταν το βάρος του που χρειάζουνταν 300 ιερείς για να το μετακινήσουν.
- ↑ Σουδάριον: Πεσέτα που έδεναν γύρω στο πρόσωπο του νεκρού για να βαστά το στόμα κλειστό.