Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΝΓ'. Παρασκευή – Ιησούς και Πιλάτος


Τα ξημερώματα, συνάχθηκε πάλι όλη η Γερουσία στου Καϊάφα, και εκεί άρχισε η τρίτη δίκη του Ιησού, η μόνη νόμιμη, γιατί γίνουνταν μέρα. Έφεραν τον Ιησού δεμένο εμπρός στο Συνέδριο, και πάλι του είπαν:

—Αν είσαι συ ο Χριστός, πες μας το.

Μα ο Ιησούς τους αποκρίθηκε:

— Αν σας το πω, δε θα με πιστέψετε, και αν σας ρωτήσω, δε θα μου αποκριθείτε, ούτε θα μ' ελευθερώσετε.

Και όπως τους το είχε πει πρωτύτερα, το επανέλαβε και τώρα:

— Από τώρα όμως θα είναι ο υιός του ανθρώπου καθισμένος δεξιά της Δυνάμεως του Θεού.

Φωνάζοντας όλοι μαζί τον ρώτησαν τότε αυτοί:

— Λοιπόν, εσύ είσαι ο υιός του Θεού;

Κι εκείνος τους είπε:

— Να που το λέγετε πως εγώ είμαι!

Και όπως πρωτύτερα ο Καϊάφας είχε σχίσει τα ρούχα του, φωνάζοντας πως ασέβησε, έτσι και τώρα, όλοι μαζί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να ζητούν το θάνατο του.

— Τι ανάγκη έχομε από μαρτυρίες; έλεγαν. Οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του.

Με μια φωνή, αποφάσισαν όλοι να τον θανατώσουν.

Και έτσι, έγιναν και οι τελευταίες αυτές αναγκαίες δικαστικές διατυπώσεις, για να δικαιολογήσουν την απόφαση που είχαν πάρει από καιρό να τον σκοτώσουν. Σύμφωνοι πια με τους τύπους του νόμου, σήκωσαν το συμβούλιο και το πλήθος ολόκληρο των γερουσιαστών συνόδευσε τον Ιησού, δεμένο πάντα, ως το Πραιτώριο[1], για να πάρουν την επικύρωση της καταδίκης από τον Ρωμαίο Διοικητή της Ιουδαίας, τον Πόντιο Πιλάτο, που βρίσκουνταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ.

Ο Πιλάτος ήταν Διοικητής της Ιουδαίας από έξι χρόνια. Τύπος Ρωμαίου της αυτοκρατορικής εποχής, δηλ. με κάποια απομεινάρια της ρωμαϊκής δικαιοσύνης, αλλά γυρεύοντας πρώτα απ' όλα το συμφέρον και την ευχαρίστηση του, ήταν άνθρωπος δεσποτικός, σκληρός και διεφθαρμένος. Μισούσε τους Εβραίους, και τους περιφρονούσε για το φανατισμό και την αγριότητά τους όταν επρόκειτο για θρησκευτικό ζήτημα και οι Εβραίοι τον μισούσαν και τον κατηγορούσαν πως ήταν τυραννικός, σκληρός και αισχροκερδής.

Στα έξι αυτά χρόνια της διοικήσεως του, διάφορες φορές στασίασαν οι Εβραίοι, πάντα για θρησκευτικούς λόγους, και κάθε φορά ο Πιλάτος έπνιξε τη στάση στο αίμα. Απ' όλες τις πόλεις της Ιουδαίας, περισσότερο μισούσε την Ιερουσαλήμ, τη φωλιά του στενοκέφαλου φαρισαϊσμού, και δεν πατούσε εκεί παρά μόνο σαν ήταν υποχρεωμένος. Έμενε στην Καισάρεια την παραλιμνιακή, αλλά υποχρεωτικά πήγαινε στην Ιερουσαλήμ στις εορτές του Πάσχα, γιατί ήταν πάντα φόβος μην ξεσπάσει σε στάσεις ο θρησκευτικός φανατισμός του μαζεμένου εκεί πλήθους.

Η κατοικία του στην Ιερουσαλήμ ήταν το Πραιτώριο του Ηρώδη, ένα από τα δυο λαμπρά παλάτια που είχε χτίσει ο Ηρώδης ο Μεγάλος, ξοδεύοντας αλογάριαστα. Ψηφιδωτά πατώματα, πολύτιμοι μαρμαρένιοι τοίχοι, στέγες από κέδρου ξύλου, κολόνες αλαβάστρινες, λαζούρι και χρυσάφι παντού, κανένα έξοδο δεν τρόμαζε τον Ηρώδη, όταν ήθελε ν' απολαύσει βασιλικό παλάτι.

Εκεί λοιπόν, πρωί πρωί, το Συνέδριο των γερουσιαστών έσυρε τον Ιησού.

Πέρασαν από τα λουλουδοστρωμένα σκιερά περιβόλια, και έφθασαν· στην ψηφιδωτή αυλή, εμπρός στο παλάτι. Εκεί όμως, οι ιερείς και οι σύντροφοι τους σταμάτησαν για να μη μολυνθούν. Γιατί κατά το Λεβιτικό νόμο, όποιος πατούσε σ' εθνικού σπίτι θεωρούνταν μολυσμένος ως το βράδυ, οπόταν τελείωνε εκείνη η ημέρα και άρχιζε η άλλη, ώστε δεν μπορούσε ούτε να φάγει το Πάσχα, ούτε να θυσιάσει στο θυσιαστήριο.

Το Πάσχα, αυτό καθ' εαυτό, άρχιζε από την Πέμπτη βράδυ εκείνον το χρόνο, δηλ. έπρεπε να εορταστεί την Παρασκευή επειδή όμως οι Εβραίοι δεν ήθελαν να εορτάζουν μεγάλη εορτή την παραμονή του Σαββάτου, όταν τύχαινε να πέσει Παρασκευή, την ανέβαλλαν συχνά ως την επομένη, και την εόρταζαν τότε με διπλή επισημότητα, ένεκα της διπλής εορτής. Έτσι έγινε κι εκείνον το χρόνο, και αντί να φάγουν το Πάσχα την Πέμπτη βράδυ, όπως το είχε κάνει ο Ιησούς με τους μαθητές του, το ανέβαλαν ως την Παρασκευή βράδυ.

Αν και ήταν πολύ πρωί ακόμα, έμπασαν αμέσως τον Ιησού στο Πραιτώριο.

Η Ρωμαϊκή Δικαιοσύνη δεν είχε ορισμένες ώρες. Σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας μπορούσε να γίνει δίκη και να δοθεί καταδίκη.

Αν και τόσο νωρίς, γνωρίζοντας πως η φρουρά φέρνει τον Ιησού στο Πραιτώριο, ο Πιλάτος ήταν έτοιμος και τον περίμενε. Τον δέχθηκε στην αίθουσα του Δικαστήριου όπου τον άφησε, και βγήκε στην αυλή να μάθει ποια ήταν η κατηγορία.

Εκεί βρήκε συναγμένα τα μέλη όλα του Συνέδριου, μαζί και πολύν όχλο, φανατισμένο από τους αρχιερείς και Φαρισαίους, που τον είχαν δασκαλέψει και τον είχαν αγριέψει εναντίον του «ψευτομεσσία» και «λαοπλάνου ψευτοπροφήτη».

Τους απέτεινε το λόγο ο Πιλάτος και τους ρώτησε:

— Τι κατηγορία φέρνετε εναντίον τούτου του ανθρώπου;

Το ρώτημα αυτό δυσαρέστησε τους αρχηγούς· είχαν λογαριάσει πως ο Πιλάτος, παίρνοντας το ζήτημα ως θρησκευτικό, θα υπέγραφε την καταδίκη χωρίς να εξετάσει τη δίκη. Ζήτησαν ν' αποφύγουν εξηγήσεις.

— Αν δεν ήταν κακούργος, του αποκρίθηκαν, δε θα σου τον παραδίδαμε.

Ο Πιλάτος όμως, είτε που είχε ακούσει για τον Ιησού, και η διδαχή του είχε ξυπνήσει την περιέργεια του Ρωμαίου, είτε που, όταν τον είδε στο Πραιτώριο, κατάλαβε ότι δεν έχει να κάμει με συνηθισμένο κατηγορούμενο, είτε γιατί λυπήθηκε την κούραση και τον πόνο του ανθρώπου που του έφερναν δεμένο σαν κακούργο, και που είχε διατηρήσει τόση υπερηφάνεια στην θλίψη του, ο Πιλάτος δεν εννοούσε στα τυφλά να γίνει όργανο της εκδικήσεως μερικών φανατικών.

— Πάρετέ τον λοιπόν, τους είπε, και κατά το νόμο σας κρίνετέ τον.

Μα δεν μπορούσαν αυτοί να βγάλουν καταδίκη θανάτου· από καιρό είχαν χάσει το δικαίωμα αυτό, και τους χρειάζουνταν η επικύρωση του Ρωμαίου άρχοντα.

Του αποκρίθηκαν:

— Εμάς δε μας επιτρέπεται να σκοτώσομε κανέναν.

Και παραμερίζοντας την κατηγορία της ασέβειας που, στα μάτια του εθνικού Πιλάτου, δε θα βάραινε πολύ, ξέσπασαν σε πλήθος κατηγορίες πολιτικής σημασίας, με την ελπίδα πως αυτές θα ερέθιζαν το Ρωμαίο.

— Τον βρήκαμε που γύρευε να διαφθείρει το έθνος μας! φώναξαν.

Και τόσο ήταν το μίσος τους εναντίον του Ιησού, που ακόμα και κόλακες γίνουνταν των Ρωμαίων, για να τον καταστρέψουν ασφαλέστερα.

— Εμποδίζει το λαό μας να πληρώνει το φόρο στον Καίσαρα!

— Λέγει πως είναι ο Χριστός, ο Βασιλέας!

Απ' όλην αυτή την οχλαγωγία, μία μόνη κατηγορία καταδέχθηκε ν' ακούσει ο Πιλάτος, την τελευταία.

Μπήκε πάλι στο Πραιτώριο όπου στέκουνταν ο Ιησούς, ντυμένος στα φτωχικά του ρούχα, λερωμένα και λεκιασμένα από τους εξευτελισμούς που του έκαναν οι δούλοι και κλητήρες του Καϊάφα, με τα χέρια δεμένα και το σκοινί της καταδίκης στο λαιμό.

Τον κοίταξε ο Πιλάτος εκεί που έστεκε στην ολόχρυση αίθουσα με την κόκκινη οροφή, χλωμός, αποσταμένος από τόσην αγωνία, αγρυπνία και κακομεταχείριση, σαν τυλιγμένος όμως σε κάποιο μεγαλείο, που καμιά κακοπάθεια, κανένας εξευτελισμός δεν μπορούσε να το ξεκάνει.

Με οίκτο του είπε:

— Εσύ είσαι ο βασιλέας των Ιουδαίων;

Τον ρώτησε ο Ιησούς:

— Μονάχος σου το λες αυτό, ή άλλοι σου το είπαν για μένα;

Περιφρονητικά του είπε ο Πιλάτος:

— Μήπως είμαι εγώ Ιουδαίος; Το δικό σου έθνος και οι αρχιερείς σε παρέδωκαν σε μένα. Τι έκανες;

Παραδομένος όλος στη σκέψη του, είπε ο Ιησούς:

— Η Βασιλεία η δική μου δεν είναι τούτου του κόσμου.

Και, βλέποντας την απορία που ζωγραφίζουνταν στο πρόσωπο του Πιλάτου, είπε:

— Αν ήταν από τούτο τον κόσμο η Βασιλεία, μου, οι υπηρέτες μου θ' αγωνίζουνταν να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους. Τώρα όμως η Βασιλεία μου δεν είναι εδώ. Το τώρα αυτό έμεινε σκοτεινό για τον Πιλάτο, όσο και τ' άλλα λόγια του Ιησού· εθνικός αυτός, ίσως να μην είχε ακούσει καν για τη Δευτέρα Παρουσία, όταν θα παρουσιάζουνταν ο υιός του Θεού στη δόξα του.

Με περιέργεια, και κάποια ειρωνεία, του είπε:

— Λοιπόν είσαι βασιλέας;

Του απεκρίθηκε ο Ιησούς:

— Εσύ το λες ότι είμαι βασιλέας εγώ. Εγώ για τούτο γεννήθηκα και για τούτο ήλθα στον κόσμο, για να μαρτυρήσω την αλήθεια. Όποιος είναι από την αλήθεια ακούει τη φωνή μου.

Τα λόγια αυτά του Ιησού ξάφνισαν τον Πιλάτο. Συλλογισμένος είπε ένα βαθύ λόγο:

— Τι είναι αλήθεια;

Απόρησε, πως να βρεθεί στην περιφρονημένη στενοκέφαλη προληπτική φυλή των Ιουδαίων, ο νέος αυτός φτωχοντυμένος χωρικός, που μ' ένα του λόγο τον έριχνε σε σκέψη βαθιά, αυτόν το λεπτομαθημένο Ρωμαίο, μεγαλωμένο με την επιρροή της Ελληνικής φιλοσοφίας και του Ελληνικού πολιτισμού!

Βγήκε έξω και στους ανυπόμονους αρχιερείς και στο φανατισμένον όχλο είπε:

— Εγώ κανένα φταίξιμο δε βρίσκω σε τούτο τον άνθρωπο.

Μα από την αυλή, θυμωμένα ξεφωνήματα ξέσπασαν και ανέβηκαν ως τον Πιλάτο, ανακατωμένα με καινούριες κατηγορίες και με φοβέρες.

Μπήκε πάλι μέσα ο Πιλάτος και είπε του Ιησού:

— Δεν απαντάς τίποτα; Κοίταξε πόσα σε κατηγορούν!

Μα ο Ιησούς δεν αποκρίθηκε.

Και θαύμασε ο Πιλάτος, πως να προτιμά ο Ιησούς το θάνατο παρά να ξεπέσει σε άσκοπες δικαιολογίες και συζητήσεις μ' εκείνους που τον κατηγορούσαν και τον έβριζαν! Ο Πιλάτος βρίσκουνταν σε μεγάλη στενοχώρια φοβούνταν τον θρησκευτικό φανατισμό των Εβραίων, και ήξερε, από δική του πείρα, πόσο εύκολα ξεχαλινόνουνταν και ξεσπούσε σε στάσεις· μα απ' την άλλη μεριά, με αποστροφή αντίκριζε το φόνο που του ζητούσαν. Η σιωπή του Ιησού εμπρός στο ξέσπασμα του λαϊκού μίσους, που ακούουνταν στα πρόθυρα όπου στέκουνταν, η υπερήφανη στάση του με όλα τα δεμένα του χέρια και τα λεκιασμένα του ρούχα, το χλωμό αλλά ήρεμο πρόσωπο του, συγκινούσαν και τάραζαν τον Πιλάτο.

Αναποφάσιστος άκουε τις φωνές των Ιουδαίων, όταν η λέξη «Γαλιλαία» έφθασε στα αυτιά του.

—Αναστατώνει το λαό, φώναζαν οργισμένοι από την αυλή, διδάσκοντας σε όλη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία ως εδώ.

Ο Πιλάτος βγήκε αμέσως· μια λύση ανέλπιστη του παρουσιάζουνταν. Ρώτησε:

— Γαλιλαίος είναι ο άνθρωπος;

Και σαν του είπαν ναι, και βεβαιώθηκε πως ήταν της δικαιοδοσίας του Ηρώδη, του Τετράρχη της Γαλιλαίας, έστειλε αμέσως τον Ιησού να δικαστεί εμπρός στον Εβραίο ηγεμόνα.

Και έτσι, μεμιάς έβγαινε ο Πιλάτος από τη δυσκολία, απέφευγε την ευθύνη της καταδίκης, και, συνάμα, έκαμνε μιαν ευγένεια του Εβραίου Τετράρχη, που φυσικά αντιπαθούσε και εχθρεύουνταν τον Ρωμαίο Διοικητή.

Ο Ηρώδης βρίσκουνταν και αυτός στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε έλθει να κάμει το Πάσχα, και καταχαρούμενος δέχτηκε τον Ιησού. Από καιρό γύρευε αφορμή να τον γνωρίσει, γιατί είχε ακούσει πως έκαμνε πολλά θαύματα και ήλπιζε να κάνει και μπροστά του κανένα παρόμοιο σημάδι· γιατί ο παραλυμένος αυτός άρχοντας, που είχε παραδεχθεί για το κέφι μιας χορεύτριας ν' αποκεφαλίσει τον προφήτη που σέβουνταν, δεν έβλεπε άλλο στον Ιησού παρά έναν επιτήδειο θαυματοποιό, που θα τον διασκέδαζε αυτόν και την αυλή του, με καμιά ασυνήθιστη παράσταση.

Άρχισε λοιπόν να ρωτά και να εξετάζει τον Ιησού με πολλά λόγια· αλλά ο Ιησούς τίποτα δεν αποκρίνουνταν.

Είχαν έλθει και οι αρχιερείς και γραμματισμένοι, και στάθηκαν εμπρός στον Ηρώδη κατηγορώντας τον Ιησού μ' επιμονή, και γυρεύοντας να του αποσπάσουν την καταδίκη του. Αυτός όμως δε θέλησε και τον κορόιδεψε και τον εξευτέλισε εμπρός στο στρατό του, και ύστερα τον έντυσε με μεγαλόπρεπη και λαμπρή στολή, για να τον διαπομπεύσει ως δήθεν βασιλέα των Ιουδαίων, και τον ξανάστειλε πίσω στον Πιλάτο.

Αυτό στάθηκε αιτία ν' αγαπήσουν οι δύο ηγεμόνες που ως τότε ήταν μαλωμένοι.

Έφεραν τον Ιησού πίσω στον Πιλάτο, και πάλι, βρέθηκε ο Ρωμαίος στο ίδιο δίλημμα, ή να σκοτώσει άνθρωπο αθώο ή να προκαλέσει ταραχές.

Συγκάλεσε λοιπόν τους προεστούς και τους ιερείς, και, βγαίνοντας από το Πραιτώριο, πήγε και κάθισε στο βήμα του, ένα υψωμένο λιθόστρωτο που λέγουνταν Γαββαθά[2].

Λαός πολύς είχε μαζευθεί εμπρός στο Πραιτώριο, όχι μόνο από περιέργεια να δει το τέλος της δίκης του Ιησού, αλλά και επειδή ήταν συνήθεια για την εορτή του Πάσχα να ελευθερώνει ο Διοικητής έναν κατάδικο, εκείνον που θα διάλεγε ο λαός.

Ανέβαινε λοιπόν ο όχλος κατά το Πραιτώριο, φωνάζοντας να του δοθεί ο κατάδικος, όπως ήταν συνήθεια.

Από το βήμα του, τους έκραξε τότε ο Πιλάτος καθώς και τους προεστούς και τους ιερείς, και τους ρώτησε:

— Θέλετε να σας ελευθερώσω τον βασιλέα των Ιουδαίων;

Περιφρόνηση και ειρωνεία για τον φαντασιόπληκτο, όπως τον θεωρούσε, Ιησού, είχαν τα λόγια του Πιλάτου, όχι όμως έχθρα. Το ήξερε πως από φθόνο τον είχαν παραδώσει οι ιερείς, όχι για κανένα έγκλημα, και ζητούσε με αυτό τον τρόπο να τον σώσει, αφού δεν είχε το θάρρος να τον κηρύξει αθώο και να τον ελευθερώσει.

Οι ιερείς όμως είχαν αρμηνέψει το λαό να ζητήσει από τον Πιλάτο τον Βαρραβά, που ήταν κακούργος καταδικασμένος σε θάνατο από τις Ρωμαϊκές αρχές για στάση και ταραχές, επίσης και για φόνο και ληστεία. Και αυτόν ζήτησε ο όχλος.

Στο μεταξύ όμως, συνέβηκε και κάτι άλλο, που ακόμα περισσότερο δυνάμωσε την επιθυμία του Πιλάτου να σώσει τον Ιησού.

Η γυναίκα του η Πρόκλα, που βρίσκουνταν και αυτή μαζί του στην Ιερουσαλήμ, του έστειλε βιαστικό μήνυμα, έξω που κάθουνταν στο βήμα, λέγοντας:

— Μην ανακατωθείς στην υπόθεση αυτού του αθώου, γιατί έπαθα πολλά γι' αυτόν σήμερα στο όνειρο μου.

Ταράχθηκε ο Πιλάτος με το μήνυμα αυτό, και στο λαό ξαναέκανε την ίδια πρόταση:

— Ποιον θέλετε να σας παραδώσω; Τον Βαρραβά, ή τον Ιησού τον λεγόμενο Χριστό;

Δασκαλεμένος από τους αρχιερείς, ο λαός ξεφώνισε:

— Τον Βαρραβά!

Ο Πιλάτος προσπάθησε ακόμα να σώσει τον Ιησού. Στους προεστούς και αρχιερείς, μαζεμένους εμπρός στο Πραιτώριο, αποτείνοντας το λόγο, είπε:

— Μου φέρατε τον άνθρωπο αυτόν με την κατηγορία πως πλανά το λαό και να, που εγώ τον ανέκρινα μπροστά σας και δεν του βρήκα κανένα φταίξιμο απ' όσα τον κατηγορείτε. Αλλά ούτε ο Ηρώδης δεν του βρήκε, ενώ σας έστειλα και σ' εκείνον. Λοιπόν, ιδού που αυτός δεν έκανε κακό άξιο θανάτου. Θα τον παιδέψω και θα σας τον ελευθερώσω.

Αλλά το πλήθος ερεθισμένο φώναξε:

— Όχι ετούτον, αλλά τον Βαρραβά!

Τους λέγει ο Πιλάτος:

— Τι θέλετε λοιπόν να κάνω τον Ιησού τον λεγόμενο Χριστό;

Το πλήθος ολόκληρο, ουρλιάζοντας, του αποκρίθηκε:

— Σταύρωσέ τον!

Το σταύρωμα ήταν ατιμωτική τιμωρία των Ρωμαίων. Οι Εβραίοι, κατά το νόμο τους, δεν τυραννούσαν τον κατάδικο· τον έπνιγαν ή τον λιθοβολούσαν. Το σταύρωμα το μισούσαν και το απεχθάνουνταν.

Τέτοιο όμως ήταν το μίσος των ιερέων και Φαρισαίων εναντίον του Ιησού, που οι ίδιοι το ζήτησαν από τον Ρωμαίο Διοικητή. Και ο φανατισμένος από τους αρχηγούς του όχλος, που την προηγούμενη Κυριακή είχε συνοδεύσει τον Ιησού από την Ιεριχώ στην Ιερουσαλήμ, και είχε βγει από την Ιερή Χώρα για να τον υποδεχθεί, και που τον είχε αποθεώσει με βάγια και ωσαννά, ο ίδιος αυτός λαός ζητούσε τώρα για τον Ιησού την ατιμωτική και μαρτυρική ποινή των κακούργων, φωνάζοντας:

— Σταύρωσε, σταύρωσέ τον! Ο Πιλάτος και πάλι τους ρώτησε:

— Γιατί; Τι κακό έκανε; Μα ο λαός ακόμα περισσότερο φώναζε:

— Σταύρωσέ τον!

Και οι φωνές όλο και μεγάλωναν και αγρίευαν, σκεπάζοντας τις φωνές των αρχιερέων.

Μάταια επέμενε ο Πιλάτος, αηδιασμένος, αγανακτισμένος για τη λύσσα τους· οι αρχιερείς και αρχηγοί όλο και περισσότερο έσπρωχναν το λαό να ζητήσει τη σταύρωση, και αυτός όλο και περισσότερο ούρλιαζε:

— Σταύρωσέ τον! Σταύρωσέ τον!

Ταραχή μεγάλη γίνουνταν, φοβέρες ακούουνταν ανάμεσα στα θυμωμένα ξεφωνητά, και ο Πιλάτος πάνω απ' όλα φοβούνταν στάση. Γιατί το ήξερε πως αν γίνουνταν παράπονα στη Ρώμη, μια ανάκριση θα έφερνε στο φως τις καταπιέσεις, τη σκληρότητα και την κακή του διοίκηση· και τότε ήταν χαμένος.

Δείλιασε ο Πιλάτος, και, θέλοντας να ικανοποιήσει τον όχλο, του έκανε μια παραχώρηση· ελευθέρωσε τον Βαρραβά, και παρέδωσε τον Ιησού να φραγελλωθεί.

Η φραγέλλωση ήταν δάρσιμο με το «φραγέλλιον», εργαλείο φοβερό, καμτσίκι με πολλές λουρίδες πέτσινες, που η κάθε μια είχε στην άκρη από ένα κοκαλάκι ή ένα κομμάτι μολύβι.

Έκλιναν τον κατάδικο επάνω σ' έναν πάσσαλο, τον έδεναν από τα χέρια, και, με κάθε χτύπημα, το φραγέλλιο κουρέλιαζε τη γυμνή του ράχη.

Ο Πιλάτος ήλπιζε πως, τιμωρώντας τον Ιησού με το σκληρό αυτό μαρτύριο, θα συγκινούσε τους εχθρούς του και θα τον έσωζε τουλάχιστον από το μαρτύριο του σταυρώματος. Οι στρατιώτες που τον παρέλαβαν ήταν από το κατώτερο είδος του Ρωμαϊκού στρατού. Δεν ήταν καν Ρωμαίοι, αλλά, επαρχιακά σώματα, έτσι και η φρουρά της Ιουδαίας ήταν σχηματισμένη από εντόπια στοιχεία, οι περισσότεροι Σύριοι που ιδιαιτέρως μισούσαν τους Εβραίους.

Πήραν τον Ιησού σε μια δική τους αυλή όπου, αφού τον έγδυσαν ως τη μέση και τον έδεσαν στον πάσσαλο, τον εφραγέλλωσαν. Μα σα να μην αρκούσε για την έχθρα τους το τρομερό αυτό βασανιστήριο, μάζεψαν γύρω του ολόκληρη τη σπείρα, και άρχισαν πάλι καινούριο παιχνίδι για να τον εξευτελίσουν.

Άρπαξαν από το αιματωμένο του κορμί τη μεγαλόπρεπη στολή που του είχε φορέσει ο Ηρώδης, και τον τύλιξαν σε μια κόκκινη χλαμύδα ύστερα έπλεξαν με αγκαθωτά κλαδιά ένα στεφάνι, του το έβαλαν στο κεφάλι, σχίζοντας το μέτωπο του με τα σουβλερά αγκάθια, και στα δεμένα χέρια του πέρασαν ένα καλάμι, δήθεν σκήπτρο ύστερα, ένας ένας, περνώντας από μπροστά του γονάτιζε και, περιπαίζοντάς τον, έλεγε:

— Χαίρε, ο Βασιλέας των Ιουδαίων!

Και, φτύνοντάς τον στο πρόσωπο, έπαιρναν το καλάμι από τα χέρια του και τον χτυπούσαν στο κεφάλι.

Ο Ιησούς ούτε μιλούσε ούτε αντιστέκουνταν όρθιος, καρτερικός, υπερήφανος, κοίταζε τη θάλασσα της ανθρώπινης προστυχιάς, που άφριζε και σπούσε στα πόδια του, ανίκανη να τον φθάσει και να τον λερώσει.

Όταν βαρέθηκαν το παιχνίδι τους, τον πήραν οι στρατιώτες και τον ανέβασαν πάλι στο Πραιτώριο, όπου τον παρέδωσαν πίσω στον Πιλάτο.

Τον παρέλαβε ο Πιλάτος, και, βγαίνοντας έξω, είπε στα πλήθη που ανυπόμονα περίμεναν:

— Σας τον φέρνω έξω, να παραδεχθείτε πως δεν του βρίσκω καμιάν αμαρτία.

Βγήκε τότε ο Ιησούς, φορώντας το στεφάνι από αγκάθια, ντυμένος με την κόκκινη χλαμύδα, βαστώντας το καλάμι στα δεμένα του χέρια, αιματωμένος, βασανισμένος, χλωμός, αποσταμένος.

Τον είδε ο Πιλάτος, και σπλαχνίστηκε την απέραντή του ερημιά. Γυρνώντας στους αρχιερείς είπε:

— Ιδού ο άνθρωπος!

Αυτός ήταν ο επικίνδυνος κατάδικος, που τόσο τρόμαζε τους ιερείς και Φαρισαίους, και που ήταν κίνδυνος για το έθνος των Ιουδαίων! Μα αντί να τους ησυχάσει και να τους συγκινήσει, η παρουσία του Ιησού αγρίεψε ακόμα περισσότερο τα πλήθη. Με μια φωνή τού αποκρίθηκαν, αρχηγοί, κλητήρες, και όχλος:

— Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!

Αηδιασμένος τους είπε ο Πιλάτος:

— Πάρετέ τον εσείς και σταυρώσετέ τον γιατί εγώ δεν του βρίσκω κανένα κρίμα!

Από την αυλή του φώναξαν οι Ιουδαίοι:

— Εμείς νόμο έχομε, και κατά το νόμο μας πρέπει να θανατωθεί γιατί έκανε τον εαυτό του υιό του Θεού.

Ο λόγος αυτός τρόμαξε τον Πιλάτο.

Τι ήταν ο κατηγορούμενος αυτός που υπέφερε όλες τις προσβολές, όλα τα μαρτύρια, με τόση σιωπηλή υπερηφάνεια; Στην εθνική του ψυχή, κάποια αμφιβολία γεννιούνταν, μήπως και αλήθεια ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απλώς άνθρωπος!

Φεύγοντας από την οχλοβοή, μπήκε στο Πραιτώριο, και πήρε μέσα τον Ιησού.

Και τον ρώτησε:

— Από πού είσαι συ;

Μα ο Ιησούς δεν του αποκρίθηκε.

Τότε ξέσπασε ο Πιλάτος.

— Εμένα δε μιλάς; του είπε. Δεν ξέρεις πως εξουσία έχω να σε σταυρώσω και εξουσία έχω να σε αφήσω;

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Δε θα είχες εξουσία καμιά εναντίον μου, αν δε σου είχε δοθεί από πάνω — από το Θεό. Γι' αυτό, εκείνος που με παρέδωσε σε σένα —δηλαδή ο Ιούδας— έχει μεγαλύτερη αμαρτία από σένα.

Ο λόγος αυτός συγκίνησε ακόμα περισσότερο τον Πιλάτο. Βγήκε πάλι έξω και ζήτησε να τον ελευθερώσει μα ο όχλος ξεφώνιζε και έλεγε:

— Αν τον ελευθερώσεις, θα πει πως δεν αγαπάς τον Καίσαρα γιατί όποιος λέγει τον εαυτό του βασιλέα, αντιλέγει τον Καίσαρα!

Τα λόγια στενοχώρεσαν και ανησύχησαν τον Πιλάτο. Έφερε πάλι έξω τον Ιησού, και, γυρεύοντας, τελευταία φορά, να τον σώσει, κάθισε στο βήμα του απάνω στο Γαββαθά, και από κει τον παρουσίασε στους Ιουδαίους λέγοντας:

— Ιδού ο βασιλέας σας!

Ο όχλος όμως ανυπόμονος ούρλιαζε:

— Πάρε τον, πάρε τον, σταύρωσέ τον!

Τρεις ώρες ήταν οι Ιουδαίοι μαζεμένοι εκεί ξεφωνίζοντας, περιμένοντας να τους παραδοθεί το θύμα τους. Βλέποντας το δισταγμό του Πιλάτου και την αργοπορία του, άρχισαν ν' ανυπομονούν και να φοβερίζουν.

Μα ο Πιλάτος άρχισε κι εκείνος να θυμώνει.

Βάζοντας στα λόγια του όλην την περιφρόνηση και το μίσος του για τη φυλή τους, τους φώναξε:

— Το βασιλέα σας να σταυρώσω;

Του απεκρίθησαν οι αρχιερείς:

— Δεν έχομε βασιλέα άλλον από τον Καίσαρα.

Ήταν φοβέρα ο λόγος αυτός, και το ένιωσε ο Πιλάτος. Ή έπρεπε να ενδώσει και να παραδώσει τον Ιησού στο μίσος τους, ή να εξασκήσει την εξουσία του και να σώσει τον αθώο, κινδυνεύοντας, αν γίνουνταν παράπονα στη Ρώμη, να πέσει στη δυσμένεια του Καίσαρα και να χάσει τη θέση του, ίσως και τη ζωή του. Ο Πιλάτος δεν ήταν ήρωας. Προτίμησε την ασφάλειά του. Όχι όμως και χωρίς μια τελευταία διαμαρτυρία.

Διέταξε και του έφεραν μια λεκάνη και νερό, και αγανακτισμένος, εμπρός σε όλο το πλήθος, πλένοντας τα χέρια του είπε:

— Αθώος είμαι από το αίμα τούτου του δικαίου! Σεις όψεσθε!

Του αποκρίθηκε ουρλιάζοντας ο όχλος:

— Το αίμα του απάνω μας και απάνω στα παιδιά μας! Ο Πιλάτος δεν επέμεινε πια.

Με αποστροφή όσο και με θυμό και αηδία, εξέδωσε την απόφαση, και παρέδωσε τον Ιησού να σταυρωθεί. Ήταν Παρασκευή, παραμονή του Πάσχα, περίπου η έκτη ώρα της μέρας, δηλ. εννέα το πρωί.


  1. Πραιτώριο: Διοικητήριο, παλάτι του Πραίτωρος.
  2. Γαββαθά: εβραίικα, θα πει «Λιθόστρωτο».