Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΚΕ'. Καθαρισμοί


Άλλο παράπονο μεγάλο των Φαρισαίων εναντίον του Ιησού ήταν η αδιαφορία του για το πατροπαράδοτο νίψιμο των χεριών. Το πλύσιμο των χεριών πριν φάγουν, που βάση είχε την ανάγκη να είναι καθαρά τα δάχτυλα που βουτούσαν στο κοινό πιάτο, ήταν, για τους Εβραίους, κανόνας από τους σημαντικότερους. Αν και η παράδοση αυτή δεν είχε καμιά σχέση με το νόμο του Μωυσή, εν τούτοις, οι διαβασμένοι την επέβαλλαν στο λαό με θρησκευτική αυστηρότητα και η συνήθεια είχε ριζωθεί στα έθιμά τους τόσο βαθιά, ώστε η παραβίαση της θεωρούνταν αμαρτία μεγάλη. Στα χέρια των Φαρισαίων, η παράδοση αυτή είχε γίνει νόμος τυραννικός, όσο και η αργία του Σαββάτου.

Όχι μόνο τα χέρια του έπρεπε ο Φαρισαίος να πλύνει πριν καθίσει να φάγει, αλλά και κάθε πράμα που θα χρησίμευε στο φαγί του, πιάτα, γαβάθα, ποτήρι, μαχαίρι ή πινάκα, ακόμα και τα «τρικλίνια», δηλ. οι σοφάδες όπου ξαπλώνουνταν για να φάγουν, έπρεπε να πλυθούν, περνώντας από ολόκληρη ιεροτελεστία.

Οι Ραββίνοι δίδασκαν πως ψωμί, που τρώγεται με άπλυτα χέρια, μεταβάλλεται σε ακαθαρσία, πως η παράλειψή του χερονιψίματος πήγαινε τον άνθρωπο στη φτώχεια, ακόμα και στην τέλεια καταστροφή.

Εκείνος που έτρωγε άπλυτος, έκαμνε αμάρτημα ίσο με φόνο, και παραιτούνταν από την αιώνια ζωή.

Τέτοια υπερβολική σημασία έδιναν οι Εβραίοι στα πλυσίματα αυτά, που τα καταντούσαν τελετουργία με κανόνες και προσευχές, ιδιαίτερες για κάθε περίσταση και κάθε αντικείμενο.

Έτυχε, μια μέρα, να καθίσουν να φάγουν οι μαθητές του Ιησού χωρίς να πλύνουν τα χέρια τους.

Τους είδαν μερικοί Φαρισαίοι και διαβασμένοι από την Ιερουσαλήμ, και, πηγαίνοντας στον Ιησού, τον ρώτησαν:

— Γιατί δε βαδίζουν οι μαθητές σου σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα, παρά με άπλυτα χέρια τρώγουν το ψωμί;

Πνεύμα διάπλατο και φωτεινό, ο Ιησούς δεν μπορούσε να υποφέρει τη σκλαβιά που επέβαλλαν οι στενοκέφαλες προλήψεις των Φαρισαίων, και, προπάντων, δεν υπέφερε την υποκρισία τους, που σκεπάζουνταν με όλες αυτές τις εξωτερικές θρησκευτικές επιδείξεις.

Ξέσπασε πρώτη φορά, σε λέξεις τραχιές και θυμωμένες.

— Υποκριτές, τους είπε, καλά προφήτεψε για σας ο Ησαΐας, λέγοντας: «Ο λαός αυτός με τα χείλια με τιμά, αλλά η καρδιά του είναι μακριά από μένα. Και μάταια με προσκυνούν, διδάσκοντας παραγγέλματα ανθρώπινα.» Γιατί, αφήνοντας την εντολή του Θεού, βαστάτε τις παραδόσεις των ανθρώπων πλυσίματα ποτηριών και δοχείων, και άλλα τέτοια πολλά κάνετε· ωραία όμως παραβαίνετε την εντολή του Θεού, για να φυλάξετε τις παραδόσεις σας! Γιατί σας είπε ο Μωυσής, «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», και «Όποιος κακολογεί πατέρα ή μητέρα να θανατώνεται». Εσείς όμως λέτε: «Αν ένας άνθρωπος πει στη μητέρα του ή στον πατέρα του: Κορβάν[1] είναι εκείνο που πρόκειται να πάρεις από μένα, του επιτρέπεται να μην κάνει τίποτα πια γι' αυτούς», — ακυρώνοντας το λόγο του Θεού για τα πατροπαράδοτά σας.

Ο ραββινικός αυτός θεσμός του «κορβάν», ήταν ένα από τα πατροπαράδοτα που το περισσότερο αναστάτωναν τον Ιησού.

Κορβάν, εβραίικα, θα πει, «Δοσμένο στο Θεό». Όταν λοιπόν ένας Εβραίος αφιέρωνε τίποτα στο Θεό με τη λέξη κορβάν, το πράμα αυτό ήταν πια ιερό, ανήκε στο ναό· ο Εβραίος, που με τη λέξη αυτή αφιέρωνε την περιουσία του στο ναό, έχανε τα πάντα ο όρκος ήταν μεγάλος και δε λύνουνταν πια ποτέ.

Με τη συνηθισμένη τους όμως πονηρία και στρεψοδικία, οι Φαρισαίοι είχαν διαστρέψει τον όρκο αυτό, και τον εκμεταλλεύουνταν για ωφέλειά τους.

Η λέξη κορβάν κατ' αυτούς δεν αφιέρωνε τη δωρεά αποκλειστικά στο Θεό εσήμαινε μεν «Δοσμένο στο Θεό», αλλά ερμηνεύουνταν, «σα να ήταν δοσμένο στο Θεό». Ένας λοιπόν που έπαιρνε τον όρκο, μπορούσε, ένα πράμα δικό του να το βγάλει από την ιδιοκτησία του, κάνοντάς το ιερό αλλά, επίσης καλά, μπορούσε ένα πράμα δικό του να το εξασφαλίσει από κάθε διεκδίκηση άλλου, δηλώνοντάς το κορβάν, «σα να ήταν ιερό».

Κι έτσι, αρκούσε να πάγει ένας γιος να καταθέσει στο θυσιαστήρι χρήματα προορισμένα στη συντήρηση των γονέων του, και να έλεγε στον πατέρα ή στη μητέρα του, «κορβάν ό,τι σου χρεωστώ», για να είναι πια λυμένος από την υποχρέωση να τους συντηρεί στο μέλλον, και να μην έχουν πια δικαίωμα αυτοί να του ζητήσουν τίποτα. Ο νόμος του Μωυσή ήταν ρητός, ως προς την υποχρέωση που είχαν τα παιδιά να τιμούν και να συντηρούν τους γονείς· αλλά το πατροπαράδοτο τάξιμο περνούσε πάνω από το νόμο και τον εξουδετέρωνε.

Αυτά και άλλα έβλεπε ο Ιησούς, και επαναστατούσε εναντίον της στενής αντιλήψεως των διαβασμένων, για τους νόμους και τις παραδόσεις.

Γυρνώντας λοιπόν στα πλήθη, τα φώναξε γύρω του και είπε:

— Ακούσετέ με όλοι σας και καταλάβετε. Τίποτα που μπαίνει στο στόμα του ανθρώπου δεν μπορεί να το λερώσει αλλά εκείνο που βγαίνει από το στόμα, αυτό λερώνει τον άνθρωπο.

Σαν πήγαν σπίτι και βρέθηκαν πάλι μόνοι, μακριά από τον όχλο, οι μαθητές είπαν του Ιησού:

— Ξέρεις πως οι Φαρισαίοι αγανάκτησαν με τα λόγια σου;

Με αδιαφορία τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Ό,τι φυτό δε φυτεύθηκε από τον ουράνιο μου Πατέρα, θα ξεριζωθεί. Έτσι θα ξεριζωθούν και οι ξηρές παραδόσεις των Φαρισαίων που δεν φυτεύθηκαν από τον Πατέρα μου. Αφήσετέ τους! Είναι τυφλοί, οδηγοί τυφλών και όταν τυφλός οδηγεί τυφλό, θα πέσουν και οι δυο στο λάκκο.

Ο Πέτρος τότε του είπε:

— Εξήγησέ μας την παραβολή.

— Ακόμα και σεις ανόητοι είστε; του αποκρίθηκε ο Ιησούς.

Και του εξήγησε πως το φαγί που μπαίνει στο στόμα περνά από το στομάχι και χωνεύεται. Μα εκείνα που βγαίνουν από το στόμα, από την καρδιά έρχονται, κι εκείνα λερώνουν τον άνθρωπο.

— Γιατί από την καρδιά βγαίνουν οι κακές σκέψεις, οι φόνοι, οι κλοπές, οι ψευδομαρτυρίες, οι βλασφημίες, η πλεονεξία, η πονηριά, η αναισχυντία, η αλαζονεία, η ανοησία. Αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο· το να φάγει όμως με άπλυτα χέρια, δεν τον λερώνει.


  1. «Κορβάν», δηλαδή δώρο ταμένο στο Θεό.