Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΚΔ'. Σαββατιανή Αργία


Αντιπάθεια, ζούλια, αντιλογία και αντίπραξη είχαν αρχίσει από καιρό να κουφοβράζουν μεταξύ μερικών Ιουδαίων, ακόμα και Γαλιλαίων, εναντίον του Ιησού. Μερικές του πράξεις αντικρούουνταν με τις πατροπαράδοτες συνήθειες, τους ανησυχούσαν και τους θύμωναν. Τον Ιησού τον έβλεπαν αυτοί σαν επικίνδυνο επαναστάτη. Εκείνο που το περισσότερο θύμωνε τους Εβραίους και τους ερέθιζε εναντίον του, ήταν που καταπατούσε το νόμο του Μωυσή και γιάτρευε το Σάββατο. Κατά το νόμο του Μωυσή, η ημέρα αυτή ήταν ιερή και αφιερωμένη στον Κύριο κάθε εργασία, κάθε κόπος απαγορεύουνταν.

Στα χέρια όμως των διαβασμένων και των Φαρισαίων, ο νόμος αυτός είχε γίνει τυραννικότατος. Επειδή θεωρούσαν πως η σαββατιανή αργία τους ξεχώριζε από τους Εθνικούς, Έλληνες και Ρωμαίους, τους μισητούς ειδωλολάτρες, την εφήρμοζαν με τέτοια στενομυαλιά, προσέχοντας στις λεπτομέρειες, και ξεχνώντας τον αρχικό της σκοπό, ώστε η ζωή του ορθοδόξου Εβραίου καταντούσε ανυπόφορη.

Όλη η μάθηση των διαβασμένων Ιουδαίων ήταν η μελέτη της Γραφής, που ο καθένας τους την εξηγούσε όπως ήθελε, συζητώντας κάθε λέξη, δίνοντάς της την έννοια που νόμιζε καλή, παραμερίζοντας το πνεύμα της γραφής και στέκοντας μόνο στις λέξεις. Τη ζωή τους όλη την έτρωγαν στη μελέτη αυτή. Το Ταλμούδ αναφέρει κάποιο Ραββίνο, που για δυόμισι χρόνια μελετούσε ένα από τα 24 κεφάλαια περί σαββατιανής αργίας. Και σαν όλους τους ανθρώπους «ενός βιβλίου», ενόμιζαν πως, επειδή είχαν ξοδέψει χρόνια στην άγονη αυτή μελέτη, τα ήξεραν όλα, και, φουσκωμένοι από υπερηφάνεια και αυταρέσκεια, περιφρονούσανε εκείνους που δεν είχαν φάγει τη ζωή τους λεπτολογώντας και σχίζοντας τρίχες σαν αυτούς, και έμεναν κλειστοί και εχθρικά διατεθειμένοι για κάθε άλλη ιδέα, για κάθε πνεύμα προοδευτικό και ανοιχτό. Ο νόμος λ.χ. έλεγε πως απαγορεύουνταν να θερίσεις· ώστε εκείνη τη μέρα δεν έπρεπε να πατήσεις γρασίδι, μήπως κοπεί κανένα χορταράκι και θεωρηθεί θέρισμα επίσης, δεν έπρεπε να κόψεις κανένα λουλούδι, στάχυ, οπωρικό ή τίποτε άλλο, γιατί και αυτό είχε σχέση με το θέρισμα.

Ο νόμος έλεγε πως απαγορεύουνταν να κοπιάσεις, άρα και να σηκώσεις βάρος· από την Παρασκευή λοιπόν το απόγευμα έπρεπε ο ράφτης να βγάλει τη βελόνα του από πάνω του, μην τύχει και βρεθεί μπηγμένη στα ρούχα του όταν αρχίσει το Σάββατο. Ο γραφέας ν' αφήσει εγκαίρως το καλάμι του, μη γελαστεί και χαράξει άλλο γράμμα μιας και άρχισε η αργία. Δόντι ξένο όποιος φορούσε, έπρεπε το Σάββατο να το βγάλει, μην τύχει και, αν του πέσει, ξεχάσει και το μαζέψει από χάμω. Ούτε κορδέλα δεν επιτρέπουνταν να δέσεις επάνω σου, γιατί ήταν προσθετό βάρος. Ακόμα και στα ζώα πήγαινε η απαγόρευση· το κόκκινο πανάκι, δεμένο στο πόδι του πετεινού για να γνωρίζεται από τον πετεινό του γείτονα, έπρεπε να αφαιρεθεί το Σάββατο, γιατί ήταν και αυτό βάρος που το σήκωνε ο πετεινός.

Ο νόμος απαγόρευε να πάρεις ζωή ώστε, μιας και άρχιζε το Σάββατο, δεν μπορούσες πια να ψάξεις τα ρούχα σου, μην τύχει και βρεθεί κανένας ψύλλος ή άλλο ζωύφιο και το σκοτώσεις· γιατί «είτε ψύλλο σκότωνες είτε καμήλα, η αμαρτία ήταν ίδια».

Ο νόμος είχε γίνει, για ν' αφιερώνεται η ημέρα αυτή στον Κύριο, για να προσεύχονται οι πιστοί και ν' ανυψώνεται η ψυχή τους προς τα θεία. Και όμως, στα 24 κεφάλαια του Ταλμούδ περί σαββατιανής αργίας, ούτε μια φορά δεν αναφέρεται ο Θεός, ούτε γίνεται λόγος για πνευματικές φροντίδες. Όλοι οι κανόνες είναι στενόμυαλες τυραννικές απαγορεύσεις, με στρεψόδικες υπεκφυγές, όπου συμφέρει.

Π.χ. απαγορεύουνταν να κολλήσεις καινούριο τσιρότο σε πληγή, μην τύχει και τη γιατρέψεις, δηλ. ενεργήσεις, που θα ήταν παράβαση της σαββατιανής αργίας. Μα επιτρέπουνταν ν' αφήσεις παλιό τσιρότο κολλημένο, μην τύχει και κακοφορμίσει η πληγή· γιατί ο σκοπός τότε ήταν παθητικός και όχι ενεργητικός. Δεν επιτρέπουνταν σε γιατρό να βοηθήσει άρρωστο το Σάββατο ήταν εμποδισμένο να παρηγορήσεις λυπημένο να τρίψεις κανένα σου πονεμένο μέλος να ξεπλύνεις το στόμα σου με ξίδι, αν είχες πονόδοντο — εκτός αν κατάπινες το ξίδι, γιατί τότε λογαριάζουνταν τροφή, κι εκείνη τη μέρα ο νόμος όχι μόνο επέτρεπε την τροφή, αλλά και πρόσταζε την καλοφαγία ακόμα και ο φτωχότερος χρεωστούσε να φάγει τουλάχιστον τρεις φορές το Σάββατο.

Ο νόμος εμπόδιζε ν' ανάψεις ή να σβήσεις φωτιά ή φως. Αν από το λυχνάρι σου έπεφταν σπίθες, μπορούσες να βάλεις ένα δοχείο ή λαμαρίνα από κάτω, για να πέφτουν μέσα δεν μπορούσες όμως να έχεις νερό στο δοχείο αυτό, γιατί τότε έσβηνες φωτιά, που ήταν εργασία. Αν καίουνταν το σπίτι σου, δε σου επιτρέπουνταν να σβήσεις τη φωτιά.

Αν στέκουσαν σ' ένα περιβόλι κι έκοβες οπωρικό στο πλαγινό περιβόλι, την ώρα που άρχιζε το Σάββατο, χρεωστούσες να το αφήσεις να πέσει γιατί, τραβώντας το χέρι σου, κουβαλούσες από ένα μέρος στο άλλο το οπωρικό, δηλ. φορτίο, που ήταν αμαρτία.

Φορτίο ήταν κάθε πράμα που υπερέβαινε το βάρος ενός ξερού σύκου. Ώστε, μεταξύ των Ραββίνων, γίνουνταν σοβαρή συζήτηση, που βαστούσε γενεές: αν ήταν αμαρτία, ναι ή όχι, να μεταφέρει ο ίδιος άνθρωπος δυο φορές από μισό σύκο!

Δυο μεγάλες σχολές χώριζαν τότε τους ορθόδοξους Εβραίους, του Χιλέλ και του Σαμμάι, που ήταν και οι δυο Ραββίνοι, μεγάλοι μελετητές του νόμου, και που ζούσαν λίγα χρόνια πριν από τον Ιησού. Οι δυο αυτές σχολές διαφωνούσαν σε πολλές ερμηνείες του νόμου, και σοβαρότατα συζητούσαν για χρόνια και χρόνια τ' ακόλουθα σημαντικά ζητήματα.

Μπορούσε, χωρίς αμαρτία, ένας πατέρας να σηκώσει το παιδί του στην αγκαλιά του, μέρα Σάββατο;

Αν ένα παιδάκι, παίζοντας στο δρόμο, μάζευε καμιά πέτρα από χάμω, θεωρούνταν αυτό αμαρτία;

Το ζήτημα ήταν σοβαρό, γιατί αν οι πράξεις αυτές ήταν απαγορεμένες, χρειάζουνταν ολόκληρη ιεροτελεστία για να ξεπλυθεί ο δράστης από την αμαρτία του. Ήταν και παραδείγματα τραγικά στην ιστορία τους, όπου ο δράστης τιμωρούνταν με θάνατο.

Απαγορεύουνταν, εκτός σε ορισμένες περιστάσεις, ν' ανάψεις ή να σβήσεις φωτιά ή φως το Σάββατο· αν, λοιπόν, φυσώντας τη φλόγα για να σβήσει ένα κερί, άναβες το πλαγινό, ήταν άραγε μονή ή διπλή η αμαρτία σου;

Αν χυθεί νερό στο φόρεμά σου, επιτρέπεται να το τινάξεις, λέγει μία σχολή, όχι όμως να το στραγγίσεις. Να το στραγγίσεις, απεναντίας, λέγει η άλλη σχολή, αλλ' όχι να το τινάξεις.

Μεγάλο πρόβλημα, που απασχολούσε τις δυο σχολές, που έμενε άλυτο, ήταν, αν κανένα κορδόνι σανδαλιού σπάσει το Σάββατο, τι πρέπει να γίνει;

Η ζωή του πιστού ήταν αφόρητη· την εβδομάδα ολόκληρη την περνούσε με τη συλλογή της ετοιμασίας του Σαββάτου, μην τύχει και, χωρίς να το καταλάβει, καταπατήσει τον ηθικό αυτό λαβύρινθο του νόμου του Μωυσή. Ήταν εμποδισμένο να σκαρφαλώσεις σε δένδρο, να καβαλικέψεις, να σκεπάσεις το γάιδαρο σου, να κολυμπήσεις, να χειροκροτήσεις, να ψάξεις το σώμα σου, να χορέψεις, να γράψεις, να πάρεις γράμμα, να τραβήξεις το λυχνάρι κοντά σου, να φορείς παπούτσια με καρφιά. Απαγορεύουνταν τόσα πράματα, που, ενώ σκοπός της σαββατιανής αργίας ήταν η αφιέρωση της μέρας αυτής στον Κύριο, ο θεοσεβούμενος Εβραίος, από την πολλή φροντίδα, δεν έβρισκε πια καιρό ούτε να σκεφθεί καν το Θεό.

Σε τέτοιο περιβάλλον βρέθηκε ο Ιησούς. Το διάπλατο πνεύμα του δεν μπορούσε να χωρέσει στα στενόχωρα τυραννικά καλούπια της μικρομυαλιάς αυτής· η υποκρισία των συντοπιτών του τον αναστάτωνε· και, παίρνοντας το πνεύμα του νόμου, καταπατούσε με περιφρόνηση το γράμμα.

Γι' αυτό, περισσότερο από κάθε άλλη τάξη, τον μισούσαν οι Ραββίνοι, Σαδδουκαίοι και Φαρισαίοι, και τον κατέτρεχαν σαν επικίνδυνο επαναστάτη.

Έτυχε, ένα Σάββατο, να περνά ο Ιησούς με τους μαθητές του σ' ένα χωράφι σπαρμένο, ανάμεσα στα γινομένα στάχυα, και, επειδή πεινούσαν και τροφή άλλη δεν είχαν μαζί τους, οι μαθητές μάδησαν στάχυα, έτριψαν τους σπόρους στις φούχτες τους, για να φύγει η φλούδα, και τους έφαγαν.

Μερικοί Φαρισαίοι που τους ακολουθούσαν, σκανδαλίσθηκαν φοβερά. Οι μαθητές είχαν κάνει, με την απλή αυτή πράξη, τρεις μεγάλες αμαρτίες: είχαν θερίσει, αλωνίσει και αλέσει, μέρα Σάββατο!

Σταμάτησαν οι Φαρισαίοι τον Ιησού και του είπαν:

— Κοίτα, οι μαθητές σου κάνουν εκείνο που δεν επιτρέπεται το Σάββατο.

Ο Ιησούς τους είπε:

— Δε διαβάσατε ποτέ τι έκανε ο Δαυίδ, όταν πείνασε, και πείνασαν κι εκείνοι που ήταν μαζί του; Πως μπήκε στο Οίκο του Θεού, τον καιρό που αρχιερέας ήταν ο Αβιάθαρ, και τους άρτους της προσφοράς έφαγε, που δεν επιτρέπουνταν να τους φάγει άλλος από τους ιερείς, και έδωσε,και σ' εκείνους που ήταν μαζί του; Και δε διαβάσατε στο νόμο πως το Σάββατο οι ιερείς στο ιερό παραβαίνουν το Σάββατο χωρίς αμαρτία;

Αφού σκοπός της αργίας του Σαββάτου ήταν η εκτέλεση των ιερών καθηκόντων, οι ιερείς, φυσικά, παρέβαιναν το νόμο και εργάζουνταν τη μέρα εκείνη στο ναό, όπου μαζεύουνταν οι πιστοί την ώρα της ακολουθίας. Έκοβαν ξύλα, άναβαν φωτιές, τοποθετούσαν στο ιερό, ζεστούς ακόμα, τους δώδεκα άρτους της προσφοράς, που ξανανέωναν κάθε Σάββατο, έσφαζαν τα θύματα της θυσίας. Και είπε ο Ιησούς, τονίζοντας και πάλι την ιδέα που ήταν η βάση της θρησκείας του:

— Αν ξέρατε τι θα πει, «Έλεος θέλω και όχι θυσία», δε θα καταδικάζατε τους αθώους. Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο· ώστε και του Σαββάτου κύριος είναι ο υιός του ανθρώπου.

Τους άφησε και μπήκε στη συναγωγή του χωριού εκείνου.

Ήταν εκεί ένας άνθρωπος με το δεξί του χέρι ξεραμένο, δηλαδή ατροφιασμένο. Το είδαν οι Φαρισαίοι, και πλησίασαν με μερικούς Ηρωδιανούς, παραμονεύοντας τον Ιησού, να δουν αν θα παραβίαζε πάλι τη σαββατιανή αργία, και αν θα γιάτρευε τον σημαδεμένο, για να βγουν ύστερα να τον κατηγορήσουν.

Δυνατά, έτσι που ν' ακουστούν, έλεγαν αναμεταξύ τους:

— Μπορεί κανείς να γιατρεύει Σάββατο;

Τους άκουσε ο Ιησούς, και φώναξε τον άνθρωπο με το ξερό χέρι:

— Σήκω, στάσου στη μέση! είπε.

Και γυρνώντας στους Φαρισαίους ρώτησε:

— Ποιος θα είναι από σας που θα έχει ένα μόνο πρόβατο, και, αν πέσει αυτό σε λάκκο, μέρα Σάββατο, δε θα το πιάσει να το σηκώσει; Κατά τι λοιπόν διαφέρει ο άνθρωπος από το πρόβατο; Ρωτώ εσάς: Τι επιτρέπεται το Σάββατο, να κάνεις το καλό ή το κακό, να σώσεις ή να σκοτώσεις;

Και κοιτάζοντας ολόγυρα με θυμό, για τη σκληρότητα της καρδιάς τους, πρόσταξε το σημαδεμένο:

— Άπλωσε το χέρι σου!

Και το άπλωσε ο άνθρωπος, και ήταν το χέρι του γερό σαν το άλλο.

Τότε βγήκαν έξω οι Φαρισαίοι, μαζί και οι Ηρωδιανοί, και μαζεύθηκαν σε συμβούλιο, να σκεφθούν με τι τρόπο να πιάσουν και να εξοντώσουν τον Ιησού. Εκείνος όμως το έμαθε και έφυγε.

Έφυγε και τράβηξε κατά τη λίμνη, κι εκεί τους εδίδασκε και σκορπούσε ολόγυρα παρηγοριά και αγάπη, αλογάριαστα.

Και ήλθαν άνθρωποι από την Ιουδαία, και άλλοι από την Ιερουσαλήμ, και ήλθαν και από τον Ιορδάνη, ακόμα και από την Τύρο την παραθαλάσσια, και τη Σιδώνα την εθνική, διψασμένοι ν' ακούσουν από το στόμα του τα σοφά λόγια, που η φήμη, με τα φτερά της, είχε φέρει ως πέρα στη θάλασσά τους.

Ήλθαν και άρρωστοι, και ήλθαν λυπημένοι, ήλθαν και τρελοί που έπεφταν στα πόδια του, και φώναζαν κι έλεγαν:

— Εσύ είσαι ο υιός του Θεού. Κι εκείνος τους έλεγε λόγια γλυκά, έβαζε απάνω τους τα χέρια του, και όλους τους γιάτρευε και τους παρηγορούσε, και, φεύγοντας, τους παράγγελλε μόνο να μην το μεταπούν και ακουστεί τ' όνομά του.