Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Ε'. Γάμος στην Κανά


Τρεις μέρες αργότερα, γίνουνταν γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας, μικρή χώρα που απέχει μια ως μιάμιση ώρα από τη Ναζαρέτ.

Ο γάμος γίνουνταν σε συγγενικό ή σε πολύ φιλικό σπίτι, και η Μαρία βρίσκουνταν εκεί, όταν κάλεσαν τον Ιησού με τους νέους μαθητές του.

Ο γάμος σ' εκείνα τα μέρη γίνουνταν με μεγάλη πομπή, και οι εορτές διαρκούσαν δυο, τρεις, ως επτά μέρες, αναλόγως με την οικονομική θέση του οικοδεσπότη.

Η τελετή άρχιζε το βράδυ. Ο γαμπρός, στεφανωμένος με το στεφάνι του γάμου, που του είχε φορέσει η μητέρα του, πήγαινε στο πατρικό της νύφης, να την πάρει και να τη φέρει στο σπίτι του ή στο σπίτι του πατέρα του. Προχωρούσε αργά, τριγυρισμένος από τους φίλους του, που με όπλα και μουσικές τον εσυνόδευαν, χορεύοντας το χορό του γάμου, ως το σπίτι της νύφης.

Οι παράνυφες τότε παρελάμβαναν τη νύφη, στεφανωμένη με λουλούδια, με τα μαλλιά ξέπλεκα, σκεπασμένη με μακρύ λεπτό πέπλο, και τη συνόδευαν στο σπίτι του γαμπρού. Εμπρός, προπορεύουνταν τότε οι φίλοι του γαμπρού και οι φίλες της νύφης, με μουσικές και χορούς και με αναμμένους δαυλούς ή λύχνους. Πηγαίνοντας, μοίραζαν κρασί και λάδι στο λαό, αμύγδαλα και καρύδια στα παιδιά. Η νύφη, ντροπαλή και σκεπασμένη, προχωρούσε ανάμεσα στις παράνυφές της, που βαστούσαν κλαδιά μυρτιάς και πλεγμένα λουλούδια, και πήγαιναν τραγουδώντας τα καλά της, την ομορφιά και τα προτερήματά της.

Στο σπίτι του γαμπρού γίνουνταν η τελετή του γάμου, τα στεφανώματα με στέφανα από χλωρά λουλούδια, επίσης και το γεύμα του γάμου, που εξαιρετικά μόνο γίνουνταν κάποτε στο πατρικό της νύφης.

Όλα στο σπίτι του γαμπρού ήταν εορτάσιμα, το τραπέζι στρωμένο για όλους τους καλεσμένους, λουλούδια παντού, και, έξω από την αίθουσα του γάμου, στημένα στη σειρά, είχαν πήλινα πιθάρια, γεμάτα νερό, που χρησίμευε για πλύσιμο των χεριών πριν και μετά το γεύμα, σύμφωνα με τα έθιμα των Εβραίων.

Έτσι είχαν γίνει όλα τακτικά και στο γάμο της Κανά, όταν, έξαφνα στο φαγί απάνω έλειψε το κρασί.

Γιατί στα μέρη εκείνα, όπου το κρασί είναι άφθονο και λαμπρό, όπου η φιλοξενία σχεδόν επιβάλλεται από τη θρησκεία και είναι εγκάρδια όσο και απλή, όπου ο νοικοκύρης προσφέρει ό,τι καλύτερο έχει στους καλεσμένους του, η έλλειψη του κρασιού στη μέση του γεύματος ήταν μεγάλη προσβολή για το σπίτι.

Η Μαρία το έμαθε και, κατασυγχισμένη, πήγε στο γιο της ζητώντας βοήθεια.

— Δεν έχουν κρασί, του είπε.

Ο Ιησούς εννόησε τι του ζητούσε, αλλά δε θέλησε εκείνη την ώρα να το κάνει. Της αποκρίθηκε:

— Τι θέλεις από μένα, μητέρα; Δεν ήλθε ακόμα η ώρα μου.

Η Μαρία όμως δε στενοχωρέθηκε με τα λόγια αυτά του γιου της. Το ήξερε πως εκείνο που του ζητούσε θα το έκαμνε, και η καρδιά της ήταν όλο πίστη σ' εκείνον.

Και είπε στους υπηρέτες:

— Ό,τι και αν σας πει κάνετέ το.

Ήταν εκεί έξι μεγάλα πιθάρια πέτρινα, με νερό που χρησίμευε στο πλύσιμο των Εβραίων, πριν και μετά το φαγητό.

Ο Ιησούς είπε στους υπηρέτες:

— Γεμίσετε τα δοχεία με νερό.

Και τα γέμισαν οι υπηρέτες ως απάνω.

Και τους λέγει ο Ιησούς:

— Αντλήσετε τώρα και φέρετέ το στον αρχιτρίκλινο.

Αρχιτρίκλινος ονομάζουνταν ο επιστάτης, που, κατά το έθιμο των Ρωμαίων, επιστατούσε στα επίσημα γεύματα, κι εφρόντιζε να έρχουνται με τακτική σειρά τα φαγητά και τα ποτά.

Οι Εβραίοι, που άλλοτε εκάθουνταν χάμω για να φάγουν, γύρω σ' ένα σκαμνί όπου ήταν ακουμπισμένος ένας δίσκος, είχαν πάρει από καιρό τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων να τρώγουν ξαπλωμένοι· γύρω σ' ένα χαμηλό τραπέζι ήταν αραδιασμένοι «τρίκλινοι», δηλ. χαμηλοί σοφάδες ή φαρδιά μαξιλάρια σα στρώματα, το καθένα για τρία πρόσωπα. Έτρωγαν ξαπλωμένοι στον αριστερό άγκωνα, για να έχουν ελεύθερο το δεξί χέρι, και βουτούσαν όλοι στο κοινό πιάτο, πιάνοντας το φαγί με το ψωμί ή με τα δάχτυλα, αναλόγως που ήταν στερεό ή νερουλό.

Ο μεσαίος τρίκλινος ήταν η πρώτη θέση. Την έδιναν στο γεροντότερο καλεσμένο ή στον αρχηγό της οικογένειας ή στο πρόσωπο που ήθελαν το περισσότερο να τιμήσουν. Την ώρα του φαγητού, αυτός ευλογούσε το ψωμί, το έκοβε και το μοίραζε σ' όλους που συνέτρωγαν, ύστερα ευλογούσε και μοίραζε το κρασί, και έδινε το σημείο ν' αρχίσουν να τρώγουν, βουτώντας πρώτος το ψωμί του στο γενικό πιάτο.

Στον αρχιτρίκλινο πήγαν οι υπηρέτες το νερό που έβγαλαν από τα πιθάρια και που είχε γίνει κρασί, και, καθως το γεύθηκε αυτός, φώναξε το γαμπρό και του είπε: — Όλος ο κόσμος δίνει πρώτα το καλό κρασί, και όταν μεθύσουν, τότε βγάζει το χειρότερο. Εσύ εκράτησες το καλό κρασί ως τώρα.

Ο αρχιτρίκλινος δεν ήξερε πού είχε βρεθεί το κρασί· οι μαθητές όμως το ήξεραν και, βλέποντας το πρώτο αυτό θαύμα που φανέρωνε τη δόξα του Ιησού, πίστεψαν σ' αυτόν. Από την Κανά πήγε ο Ιησούς με τη μητέρα του και τ' αδέλφια του στην Καπερναούμ, που βρίσκουνταν μια μέρα μακριά, βόρεια της λίμνης Γενησαρέτ ή της Τιβεριάδος. Η λίμνη αυτή, γεμάτη ψάρια, έχει σχήμα άρπας, και είναι τόσο όμορφη με τα γαλάζια της νερά και την πλούσια πρασινάδα ολόγυρα, που την ονόμαζαν οι κάτοικοι «Γενησαρέτ», δηλαδή «Πριγκίπων περιβόλι».

Η πιο όμορφη χώρα, γύρω στην ωραιότατη αυτή λίμνη, ήταν η Καπερναούμ, χτισμένη χαμηλά στις μαλακές κατωφέρειες του βουνού, πλάγι στα διάφανα νερά της λίμνης, που αντανακλούσε τους μαρμαρένιους της ναούς και τ' άσπρα της σπιτάκια. Ο ταξιδιώτης τα έβλεπε από μακριά σα βότσαλα γυαλιστερά σκορπισμένα στη χνουδωτή πρασινάδα. Τα περιβόλια της ήταν τα ωραιότερα της Παλαιστίνης, τα λουλούδια της τα πιο μυρωδάτα, οι καρποί της μεγαλύτεροι και πλουσιότεροι από τους καρπούς όλης της περιφέρειας.

Αυτή τη γωνίτσα, μια από τις πιο όμορφες της γης, διάλεξε ο Ιησούς για διαμονή, την έκανε φωλιά του, όπου ξαναγύριζε για ξεκούραση και παρηγοριά ύστερα από κάθε ταξίδι ανάμεσα στους ανθρώπους, όπου συγκρούουνταν με την υποκρισία τους, την κακία τους και την έχθρα τους.

Στην Καπερναούμ κάθουνταν ο Σίμων ο Πέτρος, που ήταν παντρεμένος και κατοικούσε με την πεθερά του. Στο σπίτι του πήγαινε ο Ιησούς, κάθε φορά που γύριζε στην όμορφη μικρή χώρα της ακρολιμνιάς.

Αυτή τη φορά όμως έμεινε λίγες μόνο μέρες. Πλησίαζαν οι εορτές του Πάσχα των Εβραίων, όταν απ' όλα τα μέρη της Παλαιστίνης μαζεύουνταν οι Εβραίοι στην Ιερουσαλήμ, για να τις εορτάσουν στον περιβόητο ναό του Σολομώντος.