Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Δ'. Οι Πρώτοι Μαθητές


Από την έρημο έφυγε ο Ιησούς, και γύρισε στον Ιορδάνη, εκεί που βάπτιζε ο Ιωάννης. Τον είδε ο Ιωάννης που περπατούσε και, καρφώνοντας επάνω του τα μάτια, είπε με αγάπη:

— Να ο αμνός του Θεού.

Δύο νέοι Γαλιλαίοι, μαθητές του Βαπτιστή, που στέκουνταν κοντά, άκουσαν τα λόγια του, και κοίταξαν κι εκείνοι.

Η όψη του Ιησού είχε κάτι ασυνήθιστο και μαγευτικό, που συνέπαιρνε όσους τον έβλεπαν, φίλους και αδιάφορους, παιδιά και γέρους, δυστυχισμένους και θλιμμένους, ακόμα και εχθρούς. Στη μορφή του αντανακλούσε η ψυχή του, και πριν ακόμα τον γνωρίσουν, οι άνθρωποι ασύνειδα ένιωθαν πως είχε μέσα του κάτι ανώτερο και ξεχωριστό. Οι δύο νέοι Γαλιλαίοι αισθάνθηκαν κι αυτοί βαθιά την ίδια συγκίνηση, και μαγεμένοι τον ακολούθησαν.

Άκουσε τα βήματά τους ο Ιησούς, και γύρισε.

— Τι ζητάτε; τους ρώτησε ήμερα.

Εκείνοι του είπαν, δίνοντάς του αμέσως τον τιμητικό τίτλο του δασκάλου:

— Ραββί, πού μένεις;

— Ελάτε να δείτε, τους αποκρίθηκε ο Ιησούς.

Τον ακολούθησαν κι έμειναν μαζί του όλη τη μέρα, ακούοντας την ομιλία του, συνεπαρμένοι με τη γλύκα της διδαχής του.

Αυτοί ήταν οι πρώτοι μαθητές, ο ένας, ο Ιωάννης ο γιός του Ζεβεδαίου, και ο άλλος, ο Ανδρέας γιος του Ιωνά.

Την άλλη μέρα, πάγει ο Ανδρέας και βρίσκει τον αδελφό του τον Σίμωνα και του λέγει:

— Βρήκαμε τον Μεσσία.

Ο Μεσσίας ήταν για τους Εβραίους ο λυτρωτής της φυλής, ο προαγγελμένος από τους προφήτες, ο ιδανικός πολεμιστής βασιλέας της γενιάς του Δαυίδ, ο προσδιορισμένος κι εμπνευσμένος από το Θεό να σώσει τον αγαπημένο του λαό του Ισραήλ από κάθε ξένη τυραννία, και να κατακτήσει τον κόσμο. Τον Μεσσία θα τον έστελνε ο Θεός, σε ώρα όπου ο εκλεκτός του λαός, βασανισμένος και δυστυχής, θα στέναζε κάτω από ξένη τυραννία.

Ο Μεσσίας θα έφερνε στους Εβραίους, μαζί με την ελευθερία, την ουράνια βασιλεία, δηλαδή ευημερία, αγάπη, δικαιοσύνη, αρετή, ευτυχία, που θα βασίλευε σ' όλη τη γη. Επειδή την εποχή του Ηρώδη Αντίπα και του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Τιβερίου, οι Εβραίοι αισθάνουνταν πιο ανυπόφορα παρά ποτέ το βάρος της ξένης κυριαρχίας των Ρωμαίων στον τόπο τους, έστρεφαν περισσότερο παρά ποτέ στον ιδανικό τους Μεσσία, από τον οποίον περίμεναν το λυτρωμό. Και όσο μεγάλωνε η δυστυχία τους, τόσο αύξαναν και οι ελπίδες τους πως θα έφθανε ο Μεσσίας, που θα τους ξελύτρωνε από το μισητό ζυγό, πως θα υπότασσε όλη τη γη στην κυριαρχία του Ισραήλ, και θ' ακολουθούσαν αιώνες υλικής ευπορίας και ηθικής ευτυχίας για τον εκλεκτό λαό του Ισραήλ.

Σαν άκουσε λοιπόν ο Σίμων πως ο αδελφός του βρήκε τον Μεσσία, θέλησε κι εκείνος να πάγει να τον δει. Τον πήρε ο Ανδρέας και τον πήγε στον Ιησού.

Τον κοίταξε ο Ιησούς, και με την πρώτη ματιά γνώρισε την καρδιά του μελλούμενου αποστόλου του. Και του είπε:

— Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά· εσύ θα ονομαστείς Κηφάς · δηλαδή Πέτρος.

Την άλλη μέρα ξεκίνησε ο Ιησούς για τη Γαλιλαία με τους τρεις μαθητές του, που ήταν και οι τρεις από εκείνα τα μέρη.

Στο δρόμο απάντησαν ένα νέον ψαρά, και του λέγει ο Ιησούς:

— Ακολούθησέ με.

Δεύτερος λόγος δε χρειάστηκε συνεπαρμένος και αυτός από την εξαίσια χάρη του Ιησού, ευθύς τον αγάπησε και τον ακολούθησε.

Ήταν και αυτός Γαλιλαίος, από τη Βηθσαι'δά σαν τον Πέτρο και τον Ανδρέα, και λέγουνταν Φίλιππος. Στη χώρα του βρίσκουνταν πολλοί Έλληνες εθνικοί, που ζούσαν αδελφωμένοι με τους εκεί φιλήσυχους Εβραίους, και αυτό εξηγεί το ελληνικό του όνομα, το μόνο μέσα σ' όλους τους γνωστούς μαθητές του Ιησού.

Ο Φίλιππος είχε ένα φίλο, τον Ναθαναήλ, που τον έλεγαν και Βαρθολομαίο, νέο θεοσεβούμενο και ευσεβή.

Στην Παλαιστίνη όπου η συκιά φθάνει σε ύψος μεγάλο, και το πυκνό της φύλλωμα ρίχνει ίσκιο πλατύ και βαθύ, οι Ραββίνοι και οι ευσεβείς Εβραίοι συνήθιζαν να μελετούν το νόμο του Μωυσή καθισμένοι στη δροσερή της σκιά. Τη συνήθεια αυτή την παραδέχουνταν και το Ταλμούδ[1].

Ένα πρωί, ο Ναθαναήλ διάβαζε και μελετούσε το νόμο κάτω από το φύλλωμα μιας συκιάς.

Είναι στη ζωή ώρες σκέψεως και σιωπής, όπου η ψυχή ανυψώνεται σε ακράτητη λαχτάρα για κάτι ανώτερο, όπου ξεκολλά από τις ανθρώπινες μικρότητες, και ανεβαίνει καθαρή και εξαγνισμένη προς τον Πλάστη.

Σε κάποια τέτοια ώρα βρίσκουνταν ο Ναθαναήλ, και, σιωπηλός και μόνος, κάθουνταν κάτω από τη συκιά παραδομένος στη μελέτη και στην προσευχή όταν πέρασε ο Ιησούς. Τον σίμωσε ο Φίλιππος και του είπε:

— Εβρήκαμε εκείνον, που γι' αυτόν έγραψε ο Μωυσής στο Νόμο και ύστερα οι Προφήτες. Είναι ο Ιησούς ο γιός του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ.

Ο Ναθαναήλ δυσπίστησε. Από όλη την περιφρονημένη Γαλιλαία, πιο περιφρονημένη και ασήμαντη χώρα ήταν η Ναζαρέτ.

— Από τη Ναζαρέτ μπορεί τίποτε καλό να προέλθει; είπε.

— Έλα να δεις, του αποκρίθηκε ο Φίλιππος.

Μαζί πήγαν στον Ιησού.

Τους είδε ο Ιησούς που ήρχουνταν, και, κοιτάζοντας τον Ναθαναήλ, είπε στους άλλους:

— Να αληθινός Ισραηλίτης, που δεν έχει δόλο μέσα του.

Τον άκουσε ο Ναθαναήλ και απόρησε.

— Από πού με γνωρίζεις; ρώτησε.

Και ο Ιησούς αποκρίθηκε και του είπε:

— Πριν σε φωνάξει ο Φίλιππος, ενώ ήσουν κάτω από τη συκιά, σε είδα.

Ο Ναθαναήλ συνταράχθηκε:

— Ραββί! αναφώνησε. Εσύ είσαι ο υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλέας του Ισραήλ!

Τωόντι, ανθρώπινο μάτι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι γίνουνταν στην καρδιά του εκείνη τη στιγμή. Μα ο Ιησούς, που διάβαζε στις ψυχές, το είδε και το εγνώρισε πριν τον φωνάξει ο Φίλιππος.

Η αποκάλυψη της ιδιότητος του Ιησού, να γνωρίζει τα κρυφότερα της ανθρώπινης καρδιάς, αναστάτωσε τον Ναθαναήλ, τον έπεισε, τον έριξε στα πόδια του νέου προφήτη. Ήρεμα του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά πιστεύεις; Μεγαλύτερα απ' αυτά θα δεις.

Και πρόσθεσε:

— Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, από τώρα και εις το εξής θα δείτε τον ουρανό ανοιχτό και τους αγγέλους του Θεού να ανεβοκατεβαίνουν απάνω στον υιό του ανθρώπου.

Και τον ακολούθησε ο Ναθαναήλ, και αυτός ένας από τους πρώτους μαθητές του.


  1. Ταλμούδ είναι η συλλογή των «προφορικών» νόμων των Εβραίων, δηλ. τα πατροπαράδοτα που συμπληρώνουν το «γραπτό» τους νόμο, το Νόμο που τους άφησε ο Μωυσής.