Η τιμή και το χρήμα
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Η'



Είχε πιάσει ο χειμώνας. Ένας χειμώνας βρεχάμενος, κρύος, νοτερός, περίλυπος. Η κυρά Επιστήμη επήγαινε κάθε αυγή στο εργοστάσιο, στο σπίτι τες δουλειές της Ρήνης τες έκανε τώρα η δεύτερη θυγατέρα που γι' αυτό την είχε βγάλει από το σκολειό· στην ταβέρνα του Τραγούδη κάθε βράδι εσυναζότουν ο κόσμος κ' έτρωγε κ' έπινε κ' ετραγουδούσε κ' εμεθούσε· τες σπάνιες Κυριακάδες, όταν έβγαινε ο ήλιος, εκαθόνταν ακόμα οι ίδιες νοικοκυρές στη μικρή πλατεία του προάστιου, μόνο η κυρά Επιστήμη, πού 'χε γένει πλιο σοβαρή και που τώρα δεν εγελούσε, δεν επήγαινε μαζί τους, παρά εκαθότουν σπίτι της προσμένοντας τον άντρα της να γυρίσει μεθυσμένος. Μα η κυβέρνηση του Κορφιάτη υπουργού είχε πέσει. Το νησί, όπως όλοι το πρόβλεπαν, τού 'χε δώσει και τους οχτώ βουλευτάδες, μα οι άλλες οι επαρχίες βαρεμένες ν' ακούν από τόσα χρόνια τα ίδια τα ονόματα, εθυμήθηκαν ένα γέροντα παλιό πρωθυπουργό, που πονηρά έταζε λαγούς με πετραχήλια, και το κόμμα τ' άλλο είχε πάθει πανωλεθρία.

Τώρα στο Μαντούκι το λαθρεμπόριο το κυνηγούσαν.

Κ' είταν μία Κυριακή απόγιομα προς τες Αποκριές. Έβρεχε κ' έκανε κρύο. Τυλιγμένος σε δύο παλιές χοντρές γιακέτες, ο Σπύρος, ο μπάρμπας του Αντρέα, είχε πάει να βρει την κυρά Επιστήμη, κ' εμιλούσαν τώρα οι δύο τους στη μικρή κάμαρα που εχρησίμευε για τραπεζαρία και για σαλόνι. «Πότε το στεφάνωμα;» είχε ρωτήσει η νοικοκυρά, αφού έστειλε τα παιδιά της στη γειτόνισσα για να μπορεί να μιλεί ελεύτερα. «Θ' ασπρίσει το μάτι τους, όσο να ιδούνε στεφάνι» της αποκρίθηκε πονηρά, καθίζοντας μπρος στο τραπέζι και χαϊδεύοντας το πυκνό του μουστάκι· «οι δουγειές πάνε κακά, στραβά, κι ανάποδα.» «Και δεν τό 'ταξε; Και δεν είπε πως δε θέλει μήτε προίκα;» «Τό 'πε, συμπεθέρα, μα σκέψου· τι καιροί δυστυχισμένοι. Κλεισούρα, συμπεθέρα, ξαιτίας του καιρού, ξαιτίας τσ' αρχής που κυνηγάει τώρα σα λυσσιασμένη! Η Κυβέρνησή μας έπεσε, το ξέρεις· κ' εστείλανε εδώ, συμπεθέρα, έναν νωματάρχη πόχει όλον το διάολο μέσα του. Θέλει να μας ξεπαστρέψει. Θέλει, λέει, η Κυβέρνηση η τωρινή να το χαλάσει το λαθρεμπόριο, γιατί είναι, λέει, μία μεγάλη πληγή για το έθνος. Ψέματά τους όλα! Αλλού, στην πατρίδα τους, και οι τωρινοί οι υπουργοί θα προστατεύουνε τσ' ανθρώπους τους. Πώς να κάμουνε; Εμείς, συμπεθέρα, είμαστε η ψυχή σε κάθε κόμμα, κ' εδώ και στη χώρα και στα χωριά· ο κόσμος είναι σαν το κοπάδι· όπου το ρίξουμε, εκεί πάει. Εμείς το κάνουμε στσ' εκλογές αυτό που λένε το ρέγμα, πάει να πει το έμπος του νερού, γιατί ο κόσμος είναι σαν το ξέχειλο ποτάμι τον καιρό που πάει και ψηφίζει. Μ' εκατάλαβες, συμπεθέρα; Χωρίς εμάς, το λοιπό, τίποτα κόμμα· κι ας λένε ό,τι θέλουνε οι φημερίδες οι ψεύτρες· κ' οι κουβεντιαστές οι υποκριτάδες: μωρέ καμία κυβέρνηση δεν το κυνηγάει το λαθρεμπόριο. Τσοι λαθρέμποροι που δεν είναι από το κόμμα τση, ναι· το λαθρεμπόριο, όχι. - Δεν είναι αλήθεια, συμπεθέρα;» «Ναι» του αποκρίθηκε αδιάφορη και βαρεμένη ν' ακούει όλην αυτή την πολυλογία· «μα πες μου κάλλιο, πότε τη στεφανώνει;» «Θά 'ρθουμε αγάγια αγάγια και σ' αυτό, συμπεθέρα· μα δε σου τό 'πα; Θ' αργήσει, θ' αργήσει. Είτανε κουτό αυτό το παιδί από την αρχή του. Το λοιπό σού 'λεα, συμπεθέρα, δεν το κυνηάει καένας το λαθρεμπόριο· ψέματά τσου. Εμπόριο είναι κι αυτό, τόσο τίμιο όσο και τ' άλλο. Και να πούμε την άγιαν την αλήθεια, που δεν τήνε λέει κανένας, μούτε και σωστό δεν είναι να κυνηέται. Είναι η ευκολία του κόσμου· τόνε γλυτώνει από τσοι άδικοι τσοι φόροι. Τι πάει να πει κι α φάνε λίγα λιγότερα στην Ανθήνα όλοι εκείνοι οι χάφτηδες; Ως και οι ίδιοι που φωνάζουνε τα μύρια και που κάνουνε ένα στόμα τόσο» κ' έκαμε μία χειρονομία «σα βρούνε ένα είδος φτηνό, δεν τ' αγοράζουνε λες; Καλά είσαι! Παράδειγμα οι κυράδες, που τσου παίρνεις στη χώρα τη ζάχαρη κι όλα τ' άλλα· δε σου λένε σπολάητης; Μα εδώ ο νωματάρχης έχει το διάολο μέσα του. Θέλει, γλέπεις, προϊβασμό. Γαλόνια που λες του τάξανε κι αυτουνού, και μας κυνηάει ανήμερα. Και ο καιρός; βρωμερός, συμπεθέρα· μας απέθανε εφέτος όλον το χειμώνα. Κλεισούρα και νηστεία. Και πάλε είμαστε άξιοι και τσου γελούσαμε: και το νωματάρχη και τον καιρό. Πώς να κάμουμε; Τάλαρα δεν είχαμε, για να στεφανωθεί ο Αντρέας· εδουλεύαμε για κονομικά κι αν πάει καένας· σ' όλον τον κόσμο, και στο Μα'ούκι το ίδιο, θέλουνε έξοδα· δεν είναι έτσι;»

Η κυρά Επιστήμη έκαμε να τον αντισκόψει, μα δεν την άφηκε· «Μωρέ ξέρω τι θα μου πεις» ξακολούθησε· «μα δε μπορούσε, να ζεις, να το κάμει! Ήτε γω δεν τον άφηνα. Να στεφανωθεί μία νύχτα σα μπαντίδος; Αυτό δεν τό 'καμε καένας από το σπίτι μας και ν' αρχινήσουμε εμείς; Κι όβολα δεν είχαμε· το ξέρεις ως και η αφεντιά σου. Τα χρέγια του πατέρα του μας ετρώγανε τσοι κόποι μας. Εμπορευόμαστε με ξένο χρήμα· πλέρωνε διάφορα, πλέρωνε αθρώποι, ζουμιές από δω, ζουμιές από κει, και το θεόψωμο, δεν απόμενε τίποτα. Λέω καλά; Κι ο κούταυλος ο ανιψιός μου όλο εκήρυχνε που δεν ήθελε προικιά· δεν ήθελε, λέει, να κάμει κακή φιγούρα μία φορά που τό 'χε φωνάξει.» «Και τώρα θέλει;» είπε η γυναίκα κουνώντας σοβαρά το κεφάλι, καταλαβαίνοντας πού έμελλε να τελειώσει όλη αυτή η πολυλογία. «Άφησέ με, μωρή χριστιανή, να τεγειώσω· δεν τα ξέρεις ακόμα όλα μας τα βάσανα.» «Δε δίνω.» «Μωρέ μη δώκεις, πάει καλά· κάμε ό,τι σε φωτίσει ο θεός· μη στοχαστείς που θα σε πιάκει καένας από το λαιμό. Το λοιπό, δεν ήθελε να γυρέψει. Επρόσμενε να κερδίσει τα έξοδά του ο κακομοίρης· κι όλο κλεισούρα κι όλο κυνήγι. Έτσι τά 'φερε η αποχή. Τού τά 'χα πει εγώ: Η αγάπη μοναχή της δε θρέφει. Μωρέ, τού 'λεγα, πάρε το προικιό σου. - Όχι. - Μωρέ εσύ πρέπει να πλερώσεις όθε χρωστάς. - Τάν 'πι ταν όχι. Τώρα είναι καλά. Γιατί, συμπεθέρα, εδώ στα μπόργα, όπως και στη χώρα, βλέπεις, αν έχεις ένας χρέγια, ο άλλος τόνε κυνηάει, τόνε αποφασίζει, τόνε χώνει στη φυλακή, του παίρνει το πράμα του, το σπίτι του, αν έχει. Δεν είναι, που λες, σα στα χωριά. Οι χωριάτες εγινήκανε δασκάλοι μας. Εσταθήκανε πονηροί, κ' εσυνενωθήκανε όλοι για να μην πλερώνει καένας, κι ούτε φυλακή πάνε, ούτε αφήνουνε να τσου γένει κατάσκεση. Σ' αυτό φυσικά τσου προστατεύει και κάθε κυβέρνηση, για τσοι ψήφοι! Εδώ αυτός ο καιρός δεν ήρθε ακόμα.» «Μ' εχτίκιασε απόψε» είπε με το νου της η κυρά Επιστήμη. «Τι λίμα είναι αυτή!» Κι ανυπομονώντας «Πες μου, Σπύρο» τού 'πε, «τι λέει η Ρήνη σ' αυτήν τη στενοχώρια;» «Η Ρήνη; τι να πει κι αυτό το φλιμένο! Ο Θεός τση δίνει απομονή. Κλαίει, κάνει, μα τι; Κάθεται κλεισμένη σπίτι· και πού να πάει, συμπεθέρα, η φλίβερη, αστεφάνωτη, καθώς είναι; ντρέπεται κιόλας τον κόσμο. Τι να κάμει; κι όλο λέει για το στεφάνι. Μα τώρα στεφάνι;» «Τι τώρα;» ερώτησε ανήσυχη. «Θά 'ρθουμε και σ' αυτό, συμπεθέρα, απομονή. Ως τώρα κουτσά, στραβά, κάπως επηαίνανε τα πράματα· όπως, να πούμε, πάνε όλα τ' ανθρώπινα τα πράματα. Πάντα κάτι κάτι εβάζαμε στην μπάντα. Στο ύστερο θα το κάναμε το στεφάνωμα. Θα δουλεύαμε μέρα νύχτα για τα χρέγια, σε κάνα δύο χρόνια θά 'πεφτε, ή θα ψόφουνε κι ο παλιογέροντας που μας κυβερνάει· ο υπουργός μας θα μας εδιαφέντευε πάλε, και θα εκερδίζαμε αξέγνοιαστοι όσο ηθέλαμε. Τώρα η Ρήνη σού λέει: Όχι έτσι· όχι μ' ορπίδες μοναχά· δε βγαίνει τίποτα όξω. Ειμάστεμε, λέει, δουλευτάδες; Ναι; - Δεν έχουμε ανάγκη καένανε. Ας τήνε στεφανώσει, λέει, μία νύχτα κι ας τ' αφήκουμε να χαθούνε τα σπίτια που μας τρώνε· κι ας ζήσουμε κ' εμείς σας τσοι φτωχοί τσ' αλλοινοί.» «Και δε λέει καλά;» «Καλά λέει. Μα το έρτζι μας; Να ξεπέσουμε από ανημπόρια για να γελούνε οι οχτροί μας! Α όχι. Αυτό δεν τον αφήνω εγώ τον ανιψιό μου να το κάμει. Κάλλιο ας κάτσει πάντα του αστεφάνωτος. Να πάμε κ' εμείς με τα μυαλά τα γυναίκια! Τι εκάμαμε τότες; - Τίποτας. Ο άντρας, συμπεθέρα, είναι εκείνος που διευτύνει το σπίτι· η γυναίκα κάθεται και κουναρεί τα παιδιά τση. Όχι; Αντίς, έχει άλλες ιδέες η Ρήνη· άλλες εμείς. Λέει να δουλεύει κι αυτή. Μα ποιος βαστάει αυτήν την καταφρόνια! Ούτε αδερφή μου, ούτε η μάνα μου, ούτε η νύφη μου, ούτε οι ανιψιές μου δεν εξενοδουλέψανε· και ν' αρχινήσουμε τώρα;»

Η κυρά Επιστήμη έβηξε στενοχωρημένη. Όλα αυτά τά 'ξερε· ήξερε και περσότερα· τι την εσκότιζε τώρα αυτός ο πονηρός ο άνθρωπος; Από μακριά εκαταλάβαινε τι τον έκανε να μιλεί και πού έμελλε να τελειώσει. Η Ρήνη κι ο Αντρέας είχανε φτώχεια. Γι' αυτό δεν εστεφανωνόντανε. Έπρεπε αν ήθελε το καλό τους, η ίδια να φροντίσει. Ναι· μα είτανε γελασμένοι! Η κυρά Επιστήμη είχε κι άλλα παιδιά: δύο θεριά που άξαιναν κ' ένα αγόρι· έπρεπε νά 'χει στο νου της το σπίτι της, τα γεράματά της, και τον αδύνατο τον άντρα της το μεθύστακα. Ό,τι είχε να δώκει τό 'ξερε. Α, ούτε λεφτό περσότερα. Α δε τά 'θελε ο Αντρέας τα τρακόσια, τόσο το καλύτερο. Αυτή τα φύλαε κι ας εμένανε αστεφάνωτοι. Λίγο το κακό. Κ' είπε δυνατά: «Τα τρακόσια ας τα πάρει· ούτε λεφτό περσότερο.» «Μη βιάζεσαι, χριστιανή! Ο ανιψιός μου, κι ας είναι άντρας, τό 'παμε, συμπεθέρα, είναι παιδί κουτό, και την έπαθε σα με τα μήλα. Τού 'λεγα εγώ: Μη πειράζεις τη θυατέρα τση Τρινκούλαινας· δεν έχει το χρηματικό που σου χρειάεται· μην το πειράζεις το ξένο το θηλυκό. Δε μ' άκουσε. Πάρε μίαν άλληνε που νά 'χει· εγώ σου τη βρίσκω, σου την έχω στο σκαρί. Τίποτα αυτός· κουτός, τι να του κάμεις! Τώρα όλα του πήανε κακά κι ανάποδα· όλα· θα το ξέρεις. Το καΐκι τό 'πιακε γιομάτο πράμα, αυτός ο νωματάρχης ο διαολεμένος, που ανάθεμα τον πατέρα του. Πάρ' τονε και δέσ' τονε τον Αντρέα. Από κείνη την ημέρα ψωμί γλυκό δεν έφαε. Ήτε τρώει, ήτε πίνει, ήτε κοιμάται· είναι όλος συλλοή κι όλος γκρίνια. Και καλά που δεν τον επιάκανε κι αυτόνε! Ήτε και μας! Ο Ανδρέας εκείνο το βράδι εκοιμόντανε στο κρεββατάκι του· εγώ κι ο Αντώνης τσου φύαμε· μα επήε στο διάολο και πράμα και καΐκι! Έτσι τώρα τα χρέγια αβγατίσανε. Πού όβολα να κάμει άλλο μπατέλο! Τα διάφορα μένουνε απλέρωτα· κι ανησυχίες με το σακί. Και τώρα καθομάστεμε και οι δύο με σταυρωμένα χέρια στην απολπισία. Ο Αντρέας εγίνηκε αγνώριστος, σαν άλλος άθρωπος έπειτα από τη συφορά του· και με το δίκιο του ο καημένος. Πάνε τα λεφτά που εκυκλοφορούσε, και μ' αυτά έβγαζε το καθημερινό του! Κ' έλεε να τ' αβγατίσει. Στο στόμα του τώρα δεν έχει παρά τα τάλαρα τση Σάββαινας, και χτυπάει το κεφάλι του που δε μ' άκουσε. Τι να του κάμω τώρα; Ας μ' άκουε τότες. Έτσι δε θα πείραζε μούτε το σπίτι σου, και θά 'τανε σήμερα αφέντης. Άφησ' τόνε να το χτυπάει.»

Κ' εσώπασε κοιτάζοντας τι εντύπωση είχαν κάμει στη γυναίκα τα τελευταία του λόγια. Μα η Τρινκούλαινα έμενε αδιάφορη.

«Το κακό είναι» ξακολούθησε «που κ' η Ρήνη εκατάλαβε πόκαμε κακό νεότσιο. Κι όλο κλαίει αντίς να τόνε παρηγοράει. Μωρέ ξέρεις που καμία φορά ένα φαρμάκι αμπώνει τον άθρωπο και στην ατιμία και του κάνει την καρδιά του σίδερο; Έτσι κι ο Αντρέας. Απ' ότις τού 'λαχε αυτό, ούτε συλλογιέται τη Ρήνη· πιάνεται μοναχά απ' τσου καθρέφτες για να ζήσει και να μην ξεπέσει, κι αγωνίζεται χωρίς να γνοιάζεται για καέναν άλλονε. Κακό αυτό· και του το λέω ο κακομοίρης. Τό 'καμες; τό 'καμες. Μα δε μ' ακούει. Και τού 'πα κι όλις: - Μωρέ ανιψιέ, ό,τι εγίνηκε εγίνηκε· δε διορθώνεται· εφτώχυνες τώρα, και πρέπει να ζήσεις και να ζήσεις και τη γυναίκα σου, για να μην τήνε βάλεις, μωρέ, να ξενοδουλεύει. Άμε πάρε, μωρέ, το προικιό τση Τρινκούλαινας για να αρχίσεις ένα έργος. «Όχι» λέει, «τσή 'πα που προικιά δε θέλω.» Και έμενε στο πείσμα του, σαν ο αναθεματισμένος ο Οβριός στην πίστη του. «Μωρέ, η Τρινκούλαινα τσί 'χει, τού 'πα, μωρέ μπορεί να σε βοηθήσει, α θέλει.» Του κάκου. «Τι θα σου κάμουνε, λέει, τα τρακόσια τάλαρά τση; Κάλλιο ας ψοφήσουμε όλοι τση πείνας.» «Μωρέ, αν τση χαλέψεις κάτι παραπάνω θα στο δώκει.» ««Όχι» λέει· «ο λόγος είναι λόγος.» «Ο λόγος ναι, μα τον έδωκες μίαν ώρα πού 'χες δικό σου καΐκι και που οι ξένοι νοικοκυρέοι σου μπιστευόντανε το χρήμα τσου και το κυκλοφορούσες, κ' έβγαζες το ψωμί σου.» «Όχικα» λέει. Ζμωρέ, με παίρνεις και μένανε στο λαιμό σου, γιατί έμεινα άνεργος, κι όταν είμαι νηστικός, το λιοπύρι δε με χορταίνει.» «Όχι» λέει, «όχι!» - «Καλά όχι· ας ιδούμε πού θα τα βγάλει η άκρη. Κάμε πάλε του κεφαλιού σου και μη μ' αφοκραστείς, μωρέ. Είδες τι καλά που εβρέθηκες; Τι προσμένεις, μωρέ; Νά 'βρεις κάνα ήβρεμα; Α! Αυτήν την τύχη θα σου φέρει, λες, μωρέ, η Ρήνη; μα δεν είδες το μπάχτι τση; Αφόντις ήρθε αυτό το θηλυκό στα χέρια σου, δεν έχασες, μωρέ, τα πάντα;» Σ' αυτό μου πείθηκε. «Να πάω τση Τρινκούλαινας; «Όχι» μού 'πε. - «Καλά».

«Ακόμα δεν ετέλειωσες;» τού 'πε η κυρά Επιστήμη συγχυσμένη· «έχω να κάμω και το θέλημά μου.» «Μας διώχνεις, ε, συμπεθέρα;» της απάντησε μ' ένα γέλιο πονηρό· «δεν πειράζει· ακόμα μία στιγμή και τεγειώνω. Η κακόμπαχτη η Ρήνη πού να ιδεί στεφάνι! Είναι κάνας μήνας που ζιούμε χώρις δουγειά. Τα όβολα πάει, εσωθήκανε. Τώρα μας στέρνουνε δικαστικά χαρτιά στο σπίτι. Εχαθήκαμε. Κι ο Αντρέας έχασε το νου του τέγεια. Θα του το πάρουνε το σπίτι, και να τόνε ιδείς, είναι καμωμένος σκυλί. Αυτό το ντρέπεται! Κι όλο λέει τώρα που θα μισέψει και που θα μας απαρατήσει όλους, και η Ρήνη σου όλο κλαίει. Και η αφεντιά του είναι και κακότροπος. Ας χτυπάει το κεφάλι του. Ώρα του καλή!» «Και τι θα γένει η Ρήνη, η δυστυχισμένη η θυγατέρα μου;» είπε με μιας η Επιστήμη ανταριασμένη, καταλαβαίνοντας πως της έλεγε την αλήθεια. «Ξέρω και γω! Αυτή είτανε τση καημένης η τύχη τση» αποκρίθηκε με κρουφή ευχαριστία κάνοντας το λυπημένον, «να μείνει άναντρη, η καψούλα, χωρίς να φταίει. Και νά 'ξερες τι τον αγαπάει! Τι να κάμει; Θά 'ρθει πάλε σπίτι τση.» «Σπίτι της» είπε ανατριχιάζοντας η μάνα· και εσηκώθηκε ν' ανάξει τη λάμπα γιατί ωστόσο είχε νυχτώσει· «σπίτι της» ξανάπε. Κ' εσυλλογίστηκε πως ο πονηρός ο μπάρμπας δεν έλεγε ψέμα. Ο Αντρέας θα τό 'κανε· θα μίσευε. Αναγκασμένος τώρα ν' αγωνιστεί για τη συντήρησή του, για τη θέση του, θα πολεμούσε, αυτός ένας, μ' όλα τα πλάσματα που υπήρχαν, πριν κραχτεί νικημένος, και θ' άφηνε τη θυγατέρα της στην καταφρόνια. Θα εντροπιαζότουν έτσι περσότερο το σπίτι της. Κ' η δυστυχισμένη η κόρη δεν είχε φταίξει, γιατί μία δύναμη ανώτερη, η μοίρα, την είχε ρίξει στα χέρια του, καθώς ο αέρας παίρνει από τα δέντρα τα φύλλα και φουσκώνει τα αφρισμένα τα κύματα.

Κι ωστόσο ο άλλος της έλεγε: «Μωρέ, τού 'πα, 'πρι φύγεις, μωρέ, άφησέ με να πάω στση Τρινκούλαινας να τση τα πω όλα'. - Δε μού 'δωκε απάντηση. - 'Μωρέ καλέ, μωρέ κακέ, μωρέ άφησέ με'. 'Πού να πας, μπάρμπα' μού 'πε, 'δε θα τα ξέρει όλα λογιάζεις η Τρινκούλαινα; αν ήθελε να βοηθήσει, δε θα μηνούσε η ίδια;' - 'Μωρέ τση πήρες το παιδί τση και την τιμή τση και να μηνύσει; τι λες!' 'Έχει στο νου τση' μού 'πε 'να γένω δούλος. Ξέρεις, μωρέ μπάρμπα, τι τσή 'πρεπες; Να τση στείλω οπίσω τη Ρήνη και να πάρω την άλληνε τση Σάββαινας. Τι λες; μου τήνε δίνει ακόμα;' 'Για να στη δίνει, τη δίνει' τού 'πα· μα αυτήν την ατιμία δεν την κάνεις· κάλλιο μίσεψε'. 'Λογιάζεις θα σκιαζόμουνα τον Τρίνκουλο;' μού 'πε. «Α εβρήκατε αδυναμία» είπε η Επιστήμη θυμωμένη και φοβισμένη, «σύμφωνοι είσαστε και οι δυο σας. Ο μασκαράς! Τι ιδέες που γεννάει ο νους του. Σε θιαμάζομαι πόρχεσαι και μου λες αυτά τα λόγια. Μα έτσι το συνηθάτε εσείς. Το σόι σας από την αρχή του είναι τέτοιο!» «Μη μας βρίζεις, συμπεθέρα, να ζεις, μη με πάρει και μένανε ο θυμός» της απάντησε ανάβοντας ένα τσιγάρο· «αυτό δεν το κάνει· μούτε τον αφήνουμε. Η αφεντιά σου βρίζεις, κι αντίς εγώ ήρθα για καλό. Θέλω να προλάβεις. Κ' ήρθα να στα πω αυτά, χωρίς να το ξέρει, πίστεψε, χωρίς να ξέρει τίποτα. Το σπίτι του είναι βαρεμένο με εξακόσια τάλαρα, σου τό 'χε μιλήσει. Αν του τά 'χες δώκει, όλα θά 'τανε καλά. Και για την αφεντιά σου, δεν είτανε και πολλά. Τώρα η Ρήνη θά 'τανε στεφανωμένη, νοικοκυρά μέσα στο αρχαίο νοικοκυρεμένο σπίτι του Ξη, κι απόφτου ήσυχη. Δεν τού 'πρεπε του Αντρέα και κάτι περσότερο; Τι είναι εξακόσια βρωμοτάλαρα; Ένα τίποτα! Τση Σάββαινας έχει απάνου από χιγιάδα.» «Και τη στεφανώνει τη Ρήνη» ερώτησε η νοικοκυρά αναποφάσιστη και αναστενάζοντας. «Μη βιάεσαι, έτσι με μιας» της απάντησε βάζοντας ένα δάχτυλο στο μέτωπό του· «αν τά 'χε τα εξακόσια, ελευτέρωνε το σπίτι του. Μα να τόνε ρωτήσω. Σού 'πα δεν ξέρει ακόμα τίποτα που ήρθα να σ' έβρω. Ένα κεραμίδι σίγουρο, για να αποσκεπάζει κανείς το κεφάλι του, καλό είναι, δε σου λέω, μα δε φτάνει. Ο άθρωπος θέλει και να τρώει. Θα μισέψει, λέει. Εδώ δε μπορεί να ξενοδουλεύει. Καΐκι δεν έχει· κ' ένα καΐκι σαν αυτό πόχασε στοιχίζει τετρακόσια τάλαρα.» «Θέλει λοιπόν χίλια!» είπε με θυμό η γυναίκα. «Κόπιασε στο καλό, και κάμετε ό,τι θέλετε. Ήρθες εδώ να παζαρέψεις. Δε ντρεπόσουνε!» «Καλά, καλά» της αποκρίθηκε σα φοβερίζοντας κ' εσηκώθηκε για να φύγει. «Κόπιασε στο καλό και μη σου πού αλλού! Τρεις εκατοστές είναι η μερίδα της, α θέλει ας τσι πάρει, είδε μη πνίχτε τήνε κιόλας. Εγώ δε με γνοιάζει. Ούτε λεφτό περσότερο.»

Κ' εκείνην τη στιγμή εξαναρχότουν στο σπίτι ο Τρίνκουλος, κρασισμένος, γερασμένος, αδύνατος, σκυφτός και καλανταρίζοντας. Τα θολωμένα του τα μάτια είταν βασιλεμένα από τη μέθη και το χρώμα του λιγνού προσώπου του κόκκινο. Είχε ακούσει κ' εκείνος τα τελευταία τα λόγια· και τώρα της είπε: «Δος τα τα εξακόσια, καημένη, εγώ σου τό 'πα από την αρχή· είδες που εκαταρθήκαμε;» «Θέλουνε χίλια, μεθύστακα» τού 'πε άγρια η γυναίκα του· εσύ τά 'φταιξες· τι να δώσω; τα μάτια μου;» «Τά 'χεις» της ξανάπε κουνώντας κουτά το κεφάλι του ο μεθυσμένος· «τά 'χεις· δος του τα.» «Χίλια είναι όλα όλα! Θέλεις να μας πάρει και το ποκάμισο και να διακονήσουμε;» «Θα δουλέψουμε» της αποκρίθηκε, «δος τα.»

Κ' έτσι λέγοντας επήγαινε καλανταρίζοντας στην κρεβατοκάμαρα για να κοιμηθεί, ενώ, την ίδια στιγμή, ο μπάρμπας του Αντρέα έβγαινε στο δρόμο.