Η τιμή και το χρήμα
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Ζ'



Και δεν είχαν περάσει παρά λίγα λεφτά της ώρας, απ' όταν οι δύο νέοι είχαν φύγει, που η σιόρα Επιστήμη εγύριζε σαν κάθε βράδι βιαστική στο σπίτι της. Μα απόψε στην άκρη του καντουνιού, κάτου από ένα φανάρι η γειτόνισσά της την εσταμάτησε.

«Ερχόμουνα να σ' έβρω στο εργοστάσιο» της είπε η Κωνσταντίνα χωρίς να την καλησπερίσει· «σου την εσήκωσε, τώρα, τώρα.» «Ποιάνε; τι;» ερώτησε αχνίζοντας. «Τη Ρήνη σου, ο Αντρέας, καημένη Επιστήμη!»

Το μυαλό της εταράχτηκε, άκουσε στ' αυτιά της μία βουή σα να επετούσαν τριγύρου της χιλιάδες μέλισσες, τα σπίτια, ο δρόμος, τα αστέρια της εφανήκαν πως γυρίζουν· θολούρα και σκοτούρα εκυρίεψε το λογικό της. Έμεινε καμπόσες στιγμές σαν καρφωμένη στον τόπο της, και η καρδιά της ωστόσο δυνατά εχτυπούσε, και της εφάνηκε τέλος πως όλα τα πάντα εβυθιζόνταν κάτου από τα πόδια της στο χάος, και πως αμέσως τότες έπρεπε να πεθάνει.

«Κουράγιο» της είπε ο γειτόνισσα πονεμένη βλέποντας την ταραχή της. «Τη Ρήνη μου;» είπε με αδύνατη φωνή και με αχνότατο χείλι. «Ναι.» Τώρα η κυρά Επιστήμη άξαφνα ερεθίστηκε: «Πάλε» είπε «αυτός ο μεθύστακας τα φταίει! Μ' έτρωε το φίδι, και του τό 'πα να προσέχει. Μα του κάκου! Τώρα το κακό εγίνηκε!» «Ω θα μας γδάρει!» Μα ολομεμιάς μία αχτίδα ελπίδας έφεξε στο μυαλό της: «Τώρα, τώρα, είπες.» «Δεν είναι δύο λεφτά· αν ένας τρέξει τους βρίσκει στο δρόμο.»

Ανάσανε βαθιά. Όλο το είναι της της έλεγε να τρέξει, να τους προφτάσει, να την πάρει οπίσω, πριν την κάμει γυναίκα του, να του την αρπάξει, όχι για να μην του τη δώσει πια, μα για να γλυτώσει το σπίτι της, το καημένο το χρήμα που τό 'χε συνάξει φράγκο φράγκο, δεκάρα δεκάρα, δουλεύοντας όλην της τη ζωή με τα τίμια της τα χέρια· το καταλάβαινε τώρα, τα πάντα εκιντύνευαν, γιατί ο Αντρέας δε θα στεφάνωνε τη θυγατέρα της, α δεν τού 'δινε πρώτα όσα της είχε ζητήσει, ή και περσότερα ακόμα· γι' αυτό της την είχε κλέψει.

Κι όλοι τούτοι οι στοχασμοί είχαν περάσει από το μυαλό της, με τη γληγοράδα της αστραπής, όπως μας έρχονται πάντα οι ιδέες, κατακλυσμός, στες μεγάλες στιγμές της ζωής μας. Και χωρίς να συλλογιστεί αποφάσισε να τρέξει.

Κ' έτρεχε τώρα το μεγάλο το δρόμο του προαστίου, σπρώχνοντας τους αθρώπους, ρίχνοντας τα παιδιά που εβρισκόνταν μπροστά της, αδιάφορη που την εκοίταζαν με περιέργεια από τα μαγαζιά οι μαγαζάτορες κι ο κόσμος στο δρόμο. Να προφτάσει. Κ' έτρεχε. Κι όσο οι στιγμές περνούσαν, περσότερο εβιαζότουν. Ω τώρα ο Αντρέας θα την ανέβαζε σπίτι του· δε θα πρόφτανε. Ίδρος κρύος της έβρεχε τις παλάμες και το μέτωπο· η αναπνοή της είταν κοντή και γλήγορη· η καρδιά της επάσκιζε να της σπάσει τα στήθια. Κάθε στιγμή άξιζε περσότερο από ένα χρόνο. Ω δε θα πρόφτανε! Κ' έτρεχε. Δύο αμάξια που ανταμωθήκαν της έφραξαν μία στιγμή το διάβα, κ' εχρειάστηκε να προσμείνει. Η στεναχώρια της επέρσεψε, κ' επέρσεψε, κ' επέρσεψε. Κάτι της έσφιξε την καρδιά. «Μωρέ χάνεται άθρωπος» εφώναξε στους αμαξάδες που δεν την άκουσαν, και μη ξέροντας τι να κάμει εκινούσε πάντα τα πόδια της, σα να μπορούσε να προχωρέσει με τον ψεύτικο βηματισμό! Ω! Εχάνονταν στιγμές. Και τι στιγμές! Και το κορίτσι εκιντύνευε. Ίσως τώρα τό 'βαζε στο κρεβάτι. Ω, ω! «Μωρέ τραβάτε, μωρέ!» ξαναφώναξε.

Τώρα ο δρόμος είχε ελευτερωθεί, και γλήγορα όσο εδυνότουν, σα για να κερδίσει το χαμένον καιρό, εβάλθηκε πάλε να τρέχει. Μα η καρδιά της απελπισμένα της έλεγε πως δε θα πρόφτανε. «Γλήγορα! Γλήγορα!» εσυλλογιζότουν.

Τέλος έφτασε στο σπίτι του Αντρέα· ένα μικρό καλοσυγυρισμένο σπίτι μ' ένα πάτωμα σ' ένα στενό του προαστίου προς τη θάλασσα. Στο καντούνι καμία ταραχή, καμία ανησυχία· το σπίτι του Αντρέα κατάκλειστο. «Ω δε θά 'ναι εδώ» είπε αγκουσεμένη, παρέτοιμη να δειλιάσει και σταματαίνοντας χωρίς να ξέρει τι να κάμει. Εκοίταξε ολόγυρά της. Στο δίπλα το σπίτι είδε το μπάρμπα του Αντρέα, που εκαθότουν στο κατώφλι του κ' εκάπνιζε αδιάφορα, και του φώναξε: «Σπύρο, πού είναι ο ανιψιός σου;»

Η στεναχώρια της δεν είχε όρια· εχτύπησε το κεφάλι της με τους γρόθους· «Πού είναι;» εξαναρώτησε. Ο άλλος χωρίς να βιαστεί ήρθε σιμά της και την εκαλησπέρισε ήσυχα. «Ω πού είναι;» τού 'πε άγρια. «Τι έχεις, σιόρα Επιστήμη» της αποκρίθηκε μ' ένα χαμόγελο· «θά 'σαι άρρωστη απόψε.» «Πού είναι, λέγε γλήγορα!» «Να σκεφτώ μία στιγμή.» «Απάνθρωπε, χάνεται άνθρωπος!» Ο άλλος έτριψε τα χέρια του. «Θά 'ναι» της είπε αδιάφορος «στση θειάς του, πέρα στσου Αληάδες. Μα, κυρά Επιστήμη, για το καλό που σου θέλω, άμε κάλλιο σπίτι σου». Και πονηρά έκλεισε το ένα μάτι.

Η γυναίκα εκατάλαβε πως την εγελούσε· και την εκυρίεψε εκείνην τη στιγμή ένας θυμός αψύς. Την επεργελούσε κιόλας η άτιμη η φάρα, και ωστόσο η θυγατέρα της η κακομοίρα εκιντύνευε, ή κιόλας, αχ! είταν χαντακωμένη! Η οργή την έσπρωχνε να χυμήσει απάνου του, να του ξεσκίσει με τα γράτσουνα το πρόσωπο, να τόνε δαγκάσει, να τόνε πνίξει, σα μανιωμένη λιοντάρισσα όταν της αρπάζουν τα παιδιά της. Μα θά 'χανε ώρα με τον ψεύτη. Και σα λάμψη της απέρασε από το νου η ιδέα πως ο Αντρέας είχε φέρει εκεί, στο σπίτι του, τη θυγατέρα της, και πως όλα είταν ετοιμασμένα και μελετημένα για να τη γελάσουν. Κι όλη της η μάνητα, ο θυμός, η ενέργεια εστράφηκαν τώρα στην πόρτα. Ερίχτηκε μ' όλη τη δύναμή της για να τη χαλάσει, και τη χτυπούσε με τα πόδια, με τα γόνατα, με τους γρόθους, με το κεφάλι, όπως ημπόρειε. Κ' εφώναζε μ' όλη της τη δύναμη: - «Ανοίχτε! είσαστε απάνου, σκυλιά, το ξέρω!»

Μα η πόρτα δεν άνοιγε. Και η κυρά Επιστήμη εφανταζότουν , τό 'βλεπε ξάστερα, σα νά 'ταν οι τοίχοι του σπιτιού διάφανοι και σα νά 'ταν ψηλή τόσο ώστε να φτάνουν τα μάτια της στο πάτωμα τ' άλλο, τι γενότουν μέσα. Και δεν άνοιγε.

Και τώρα την έβλεπαν απ' όλα τα παράθυρα, απ' όλες τις πόρτες, ο κόσμος βαρύθυμος, πώς εδερνότουν απελπισμένα, αδύνατη, μπροστά στην κλεισμένη την πόρτα που είταν πάρα στέρεη, και συχνά οι αθρώποι ελέγαν αναμεταξύ τους: «Η καημένη η μάνα!» Τέλος από το σπίτι του Αντρέα άνοιξε, πάνου από το κεφάλι της, ένα παράθυρο. Κι ολομεμιάς η οργή της έπεσε. Την είχαν ακούσει.

«Έλα, μωρή σκύλα, σπίτι μας» είπε με βραχνή φωνή, αδυνατίζοντας έπειτα απ' όλον τον πόλεμο· «δε σου κάνω τίποτα.»

Η Ρήνη έκλαιγε πικρά στο παράθυρο και δεν της απάντησε. Μα αντίς ο Αντρέας αχνός και ταραγμένος της είπε με τρεμάμενη φωνή, φοβισμένος σα νά 'πρεπε να κάμει εκείνην τη στιγμή φονικό: «Είναι γυναίκα μου! Θα τη στεφανώσω!» «Αχ!» έκαμε η μάνα κ' εσωριάστηκε στο κατώφλι.

Όλος ο κόσμος εσώπαινε υποφέρνοντας της γυναικός τη λύπη, σα να μην είχε όλος παρά μίαν καρδιά που να χτυπούσε στη μέση της δημιουργίας. Όλοι επρόσμεναν το τέλος.

Η κυρά Επιστήμη εσηκωνότουν τώρα ντροπιασμένη· εσκέπασε με το μαντήλι του κεφαλιού της όλο το πρόσωπο και καλανταρίζοντας έπαιρνε πάλι το δρόμο του σπιτιού της. Μία στιγμή εσταμάτησε και χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, είπε αναστενάζοντας: «Δε σας δίνω κατάρα· μα ξέρε το, Αντρέα· έχει τρακόσια τάλαρα, ούτε ένα λεφτό περσότερο· κάμε ό,τι θέλεις. «Δε θέλω τίποτα» της απάντησε από το παράθυρο ο νέος που εκείνην τη στιγμή η καρδιά του άνοιξε, χορταμένη αγάπη κ' έτοιμη να συμπονέσει τη θλίψη κάθε πλασμάτου. «Δε θέλω τίποτα» είπε.

Η μάνα έφευγε· και τώρα μέσα στα δάκρυά της η Ρήνη εχαμογελούσε παρηγορημένη και τον αγκάλιασε με πάθος και τού 'πε: «Ω Αντρέα! Δουλευτάδες είμαστε, ποιον έχουμε ανάγκη;»