Η τιμή και το χρήμα
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Γ'


Κάθε βράδι πολλοί μαστόροι που ασκόλαιναν από το έργο τους ερχόνταν από τη χώρα στο προάστιο: χτιστάδες με τα παλιά ξερά μισοκάπελά τους, τα ρούχα τους, τα ποδήματά τους ασβεστωμένα· μαραγγοί με τες καθημερνές τους φορεσιές· εργάτες από τα διάφορα εργοστάσια σκεφτικοί, λιγνοί, και σαν αλαλιασμένοι από τους κρότους της μηχανής· ξυπόλητοι χαμάληδες, βαρκάρηδες, χωριάτες, κι άλλοι αθρώποι κάθε τέχνης· κ' είχε αυτήν την ώρα ο δρόμος ζωή, γιατί κιόλας επηγαινοερχόνταν πολλά αμάξια και κάρα της εξοχής και της χώρας. Άλλοι επήγαιναν σπίτι τους, άλλοι στην ταβέρνα για να δειπνήσουν και να ξεφαντώσουν με τους συντρόφους τους.

Κ' η πλιο ακουσμένη στο προάστιο, για το καλό της το κρασί, είταν η ταβέρνα του Τραγούδη, ένα μαγαζί στον κεντρικό το δρόμο με τα μάρμαρα της πόρτας και των παραθύρων βαμμένα γαλάζια, που αυτήν την ώρα είταν κιόλας φωτισμένο μέσα και γιομάτο κόσμο. Δίπλα, σιμά στους σοβαντισμένους τοίχους, είταν μεγάλα ξύλινα τραπέζια, και από κάθε μέρος των τραπεζιών μακριοί στενοί ξύλινοι μπάγκοι, όπου σιμά σιμά εκαθόνταν οι αθρώποι. Δεξιά, μία συντροφιά από άντρες νέους και μισόκοπους έπινε κρασί κ' ετραγουδούσε· σ' ένα άλλο τραπέζι μερικοί χωριάτες ήσυχα εδειπνούσαν με οικονομία κ' εκουβέντιαζαν δειλά και σιγανά σα να εφοβούνταν τους αθρώπους της χώρας. Μία βαριά μυρωδιά κρασιού, μαγειριού, σκόρδου ωμού, τσιγάρου και αθρώπινου ίδρου εφούντωνε τον αέρα, και καταχνιά εθάμπωνε το φως που ερίχναν λίγα φωτερά κρεμασμένα στους τοίχους.

«Φέρε μας κρασί, δύο καρτούτσα» φώναξε χοντρόφωνα ένας από τη συντροφιά που ετραγουδούσε, και που τότες είχε τελειώσει ένα τραγούδι, σέρνοντας για πολλή ώρα σε διάφορες φωνές την τελευταία νότα. «Μωρέ εφέτος» έκαμε ένας άλλος «είναι κι αυτό τόσο ακριβό, που δε μεθάει πλιο κανένας σ' όλο το νησί.»

Αυτήν τη στιγμή εμπήκε στην ταβέρνα κι ο Αντρέας με δύο συντρόφους του, κ' εκαλησπέρισαν. Και οι δύο είταν ντυμένοι σαν αυτός με μαλακό μαύρο καπέλο και κόκκινο ζωνάρι, με την γιακέτα ριχτή απάνου στους νώμους. Ο ένας είταν πλιο νέος από τον Αντρέα, ο άλλος πολύ πλιο ηλικιωμένος, χαμηλότερός του λίγο, δυνατός και κόκκινος, και τού 'μοιαζε στα σουσούμια και στο χρώμα. Εκάθισαν και οι τρεις τους σ' ένα μπάγκο που είταν ακόμα άδειος κ' εγύρεψαν του ταβερνιάρη κρασί. Εκείνο το βράδι ο Αντρέας είταν χαρούμενος. Έριξε οπίσω το πλατύ του καπέλο, ανασκούμπωσε τες μανίκες του ποκάμισού του, σα νά 'θελε να δουλέψει, και με τη χοντρή του φωνή, βλέποντας πως όλοι τους εκοίταζαν, είπε: «Μωρέ παιδιά, τώρα που θά 'ρθουνε οι εκλοές, να ψηφίσετε, μωρέ, όλοι τον υπουργό, μωρέ! Αυτός είναι ψωμοδότης για τη φτωχολογιά: μωρέ δρόμους, μωρέ φάμπρικες, μωρέ θέατρα, μωρέ ό,τι πεις σας τα κάνει στσου Κορφούς. Κ' εσάς, μωρέ χωριάτες, θα σας χαρίσει για μία, λέει, το πράμα τσ' αρχόντωνες. Και μη δεν άρχισε; Κόπιασε τώρα, μωρέ άθρωπε, να μην τόνε ψηφίσεις· και όχι μονάχα τον ψήφο, μονέ και τσι 'υναίκες σας δόστε του!»

Στην ταβέρνα εγέλασαν όλοι. Φανερά άρεσε η κουβέντα του Αντρέα. Κ' ένας από τους χωριάτες, ένας αδύνατος αξούριστος γεροντούλης, από τους σπάνιους που εφορούσαν ακόμα τη βράκα, αποκρίθηκε: «Εγώ εγνώρισα κυβέρνησες και κυβέρνησες· και την Αγγλία· άφησε εκείνον τον καιρό· οι αρχόντοι εκάνανε ό,τι ηθέλανε. Ε, ο Κωτσαντάς, ο θεός σ'χωρές τονε, κάτι, κάτι· ποιος το αρνιέται· μα καληώρα του, ο τωρινός! Τούτος είναι για τη φτωχολογιά..»

Μα ο ένας από τους συντρόφους του Αντρέα, ο πλιο νέος, τον εσκούντησε με τον αγκώνα, και χαμηλόφωνα τού 'πε: «Ο πεθερός σου!» «Ποιος» ερώτησε ο Αντρέας γελώντας και κοιτάζοντας την πόρτα, όπου τώρα έμπαινε ένας γέροντας, λιγνός, μικρόσωμος, κακοντυμένος, με λίγα γένια στο πρόσωπο και με αχνά βασιλεμένα μάτια. «Μα ο Τρίνκουλος» του αποκρίθηκε ο άλλος· «ο άντρας τση σιόρα-Επιστήμης.» «Άφησε, Αντώνη, να σε χαρώ, τα αστεία» του ξανάπε παίρνοντας σοβαρό ύφος· και εφώναξε του νιόφερτου: «Έλα, έλα, μπάρμπα-Θανάση, έλα να σε κεράσουμε.» Ο τρίτος ο σύντροφος έδειξε πως εστεναχωριότουν και ο Αντρέας τον εκοίταξε χαμογελώντας.

«Καλησπέρα, παιδιά» είπε ο γέροντας σιμώνοντας. «Αχ, η σιόρα Επιστήμη, αν αργήσω, θα με φωνάζει όλην τη νύχτα. Έχει καρδιά να μην κλείσει μάτι. Και τώρα που αξιώσανε και τα παιδιά, τση δίνουνε ξωπίσω και κείνα.»

Ωστόσο ο Αντώνης τού 'χε γιομίσει το ποτήρι και με το χέρι τον εκαλούσε να πιει. «Ως κ' η Ρήνη;» ερώτησε ο Αντρέας. Ο πλιο γέρος από τους συντρόφους τού 'ριξε μία ματιά και εκούνησε πικρά το κεφάλι. «Στην υγειά σας, παιδιά» είπε ο Τρίνκουλος πιάνοντας το ποτήρι· και αφού το κένωσε, αποκρίθηκε: «Α! Η Ρήνη μου δε λέει λόγο. Μα η σιόρα Επιστήμη όλο τη Ρήνη και τη Ρήνη φέρνει μπροστά, γιατί, λέει, αυτή είναι τώρα, λέει, το μεγαλύτερο θεριό! λέει. Είναι σε ώρα γάμου, και θέλει έξοδα και προικιά και βάσανα. Κ' εγώ, λέει, δε φέρνω τίποτα στο σπίτι. Με αδικοβάνει όμως, γιατί το λίγο που κερδίζω αυτή το φυλάει με τ' άλλα μέσα στον κομό. Κι ο κομός δεν έχει παρά ένα κλειδί και τό 'χει η ίδια το κλειδί. Κ' είναι ωστόσο, μωρέ παιδιά, όλο γκρίνια και παράπονα, πως δεν έχει, πως είναι φτωχειά· κι αντίς, εγώ το ξέρω, τση κάθονται τάλαρα... καμπόσα.» Κ' εγέλασε. «Πολλά, αλήθεια;» ερώτησε ο Αντρέας με περιέργεια. «Μα παιδί μου, δεν τα είδα, δεν ξέρω μήτε το χρώμα τους! Θα ξέρεις καλύτερά μου εσύ. Τσι προάλλες που σου δάνεισε τα εκατό τάλαρα έκαμα εγώ το συβόλαιο, γιατί έτσι, λέει, το θέλει ο νόμος· μα ούτε τά 'πιακα, ουδέ τα είδα. Τά 'δωκες πίσω, το ξέρω, μα... Και πώς επήε η δουλειά, Αντρέα;» «Με δική μας Κυβέρνηση, ρωτάς; Όπως ήθελε ο Θεός. Εβγάλαμε και μεις το διάφορό μας. Καλά περίκαλα. Πιε κι άλλο, μπαρμπα-Θανάση.» «Ε, ας το πιούμε, γι' αγάπη σας... και να φύγω!» Και σα να εθυμότουν κάτι που να τό 'χε λησμονήσει, είπε έπειτα από μία στιγμή χαμηλώνοντας τη φωνή: ««Μα είναι τόσο άξια νοικοκυρά! Ευλογία στο σπίτι· τίποτα, δόξα νά 'χει ο Θεός, δε μας λείπει. Με το διάφορο που της έδωκες αποτέλειωσε τα προικιά τση Ρήνης και τση τά 'χει τώρα όλα χαζίρι, ίσιαμε το βελόνι. Τι άλλο να σου κάμει η γυναίκα; Και τσή 'χει και τα τάλαρα που θα πάρει.» «Σαν πόσα» ξαναρώτησε με περιέργεια ο Αντρέας. «Μωρέ είσαι φόρτωμα, μωρέ Αντρέα» του είπε ο πλιο γέρος από τους συντρόφους του· «έτσι, μωρέ, ρωτάνε για τ' αλλουνού το θηλυκό; Τι σε γνοιάζει, μωρέ, ήθελα νά 'ξερα.» «Άφησέ τονε να ρωτάει, μωρέ Σπύρο» είπε ο γέρος· «οι κοπέλες είναι για παντρειά· και είναι καλό πράμα, λέω, ν' ακούεται που η μία έχει κάτι, γιατί δεν έχουνε κι όλες τάλαρα. Σπάνιες μοναχά. Μα έλα που η σιόρα Επιστήμη δε μου λέει σαν πόσα θα τση δώκει. Α, καλονυχτήστε... Όποιος θα πάρει, λέει, τη θυγατέρα μας, πρέπει να διαλέξει άθρωπο, κι όχι να προτιμήσει τα όβολα. Καλή σας νύχτα, παιδιά... Μα λογιάζω τση δίνει τρεις εκατοστές... Καλή νύχτα.»

Λέγοντας τα τελευταία λόγια ο γέρος είχε σηκωθεί τέλος και σα φοβισμένος απ' όλα τα σφάλματα πού 'χε κάμει ήθελε τώρα να φύγει. Και στη γέρικη κουρασμένη μορφή του είταν ζωγραφισμένη η δυσαρέσκεια, γιατί έπρεπε τόσο ενωρίς να τραβηχτεί από την ταβέρνα που την αγαπούσε περσότερο από το σπίτι του.

«Λίγα» είπε ο Αντρέας, ενώ ο γέρος έφευγε. «Τι θα τση δώκει, μωρέ; Τα μάτια τση;» είπε ο Σπύρος σαν πειραγμένος. Τώρα ο Αντρέας εβάλθηκε να τραγουδάει:

Ανάρια ανάρια να βρεθεί, κάπου και κάπου α λάχει,
Κοπέλα με ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια νά 'χει.

Οι δύο συντρόφοι τού 'καναν ο ένας σιγόντο, ο άλλος αμπάσσο· και στες τελευταίες νότες όλη η ταβέρνα τον εσυνόδεψε σε διάφορες φωνές, βαστώντας στα τελευταία για πολλήν ώρα το ίσιο.

Αλλά σαν ετέλειωσε το τραγούδι ο Αντώνης τού 'πε χαμογελώντας: «Δε στά 'λεγα εγώ, που τήνε θέλεις τη Ρήνη! Και μού 'κανες τον Ιντιάνο, ε; Γιατί ρωτούσες για τα προικιά; Μα μην ακούς το μεθύστακα. Η Τρινκούλαινα είναι γιομάτη τάλαρα· όλο το Μαντούκι το ξέρει και με τέχνη, μπορείς να τση βγάλεις, α θέλεις, πολλά πιλιότερα. Εστάθηκε νοικοκυρά τετραπέρατη. Άλλα τόσα ίσως. Και τι κοπέλα μια φορά! Στο μπόργο, λογαριάζω, άλλη δεν είναι.» «Και πάλε είναι λίγα» αποκρίθηκε ο Αντρέας κακοφανισμένος. «Ακούστε μωρέ παιδιά» είπε με σοβαρό ύφος ο Σπύρος, «μη μελετάτε τα ξένα θηλυκά στην ταβέρνα, μωρέ. Τραουδήστε, αστειευτείτε, μιλήστε πολιτικά, κάμετε ό,τι άλλο θέλετε. Μα αυτά τα πράματα στην μπάντα! Μωρέ, καλή παράκαλη είναι η θυατέρα του Τρίνκουλου, μα είναι, μωρέ, για μας; Για σκεφτείτε το! Από τι σόι κατεβαίνει αυτή και πού εμείς; Και χίγια, μωρέ, να τσή 'δινε και πάλε κακά. Πρέπει, α θα παντρευτείς, Αντρέα, να πάρεις από οικοένεια, μωρέ, και να το σηκώσεις απ' όλες τσι μεριές το σπίτι μας. Εγώ τού 'πα, μωρέ Αντώνη, μία κουβέντα, κι α μ' ακούσει εγλύτωσε. Ας μην αφοκράεται τον κόσμο, μωρέ, εγώ του θέλω το καλό του.» «Λες για τη θυγατέρα τση Σάββαινας, μπάρμπα» είπε ο Αντρέας πειραγμένος· «ούτε να...» «Χωριό κι όχι όνομα» απάντησε σοβαρά πάλε ο Σπύρος· «είπαμε στην ταβέρνα, μωρέ, δε γένονται τέτοιες κουβέντες. Τραουδήστε, μιλήστε, κάμετε ό,τι άλλο θέλετε, είπαμε. Και τά 'χει, μωρέ, αυτή τα χίγια που χρειάονται· κ' είναι από σπίτι. Τι μπαίνει, μωρέ, που ο κόσμος τηνε κακολοάει. Ας λέει. Δεν πάει να λέει; Σαν τήνε πάρεις, μωρέ, τα φράζεις όλα τα στόματα. Η ζήγεια τόνε κάνει, μωρέ, να μιλεί τον κόσμο. Πώς λέει ο μύθος; Η ζήγεια νά 'τανε ψώρα....» «Θα την είχεν όλη η χώρα» αποτέλειωσε γελώντας ο Αντώνης κ' εβάλθηκε να τραγουδάει:

Κακά τα χίλια πέρπερα κ' η κακοειδή γυναίκα,
Τα χίλια πέρπερα πετούν κ' η κακοειδή απομένει.

Όλη η ταβέρνα εγέλασε ανοιχτόκαρδα.

«Μα, μπάρμπα» είπε ο Αντρέας απαντώντας· «λογιάζω δε θα γένει τίποτα· και θα ψοφήσω σαν έρθει η ώρα μου, ανύπαντρος κι άκλερος.» «Ακόμα είσαι παιδί, μωρέ· τι ξέρεις τι θα σου πιτύχει» του αποκρίθηκε ο Σπύρος. «Μα ξέρω τι έχω να κάμω» είπε ο Αντρέας. «Τώρα πόβρηκα την αποχή και το καταβόδιο, θα δουλέψω στα γερά, μα τον Άγιο. Κι αν πάμε έτσι μπροστά, σε κά 'να δύο χρόνια ξεχρεώνω και διορθώνω τα πράματά μου. Πού να καρτερώ από προίκες! Μόνο να μην πέσει η κυβέρνηση και μας βγούνε όλα ξυνά!» Κ' εφώναξε: «Ε μωρέ παιδιά, δε θα τονέ ψηφίσετε τον υπουργό;» «Και εδώ να τόνε ψηφίσουμε» είπε ένας μάστορας που έπινε ορθός ένα κρασί, «τίποτα δεν κάνει. Για πες μου, τι θα κάμουνε οι άλλες οι επαρχίες. Εδώ ας τσου πάρει και τσ' οχτώ· η χωριατιά είναι μαζί του· αμή αλλού; Σας το δίνω γραφτό, η Κυβέρνηση είναι πεσμένη.» «Το ξέρουμε» του αποκρίθηκε ο Αντρέας «που δεν ανήκεις στο κόμμα, γιατί δεν έφαες όσα ήθελες από την εργολαβία του θεάτρου· μα το χατήρι δε θα σου γένει.»

Ο άλλος εκοίταξε ολόγυρά του, και αφού εκατάλαβε πως κανένας δεν είταν με το μέρος του δεν απάντησε. «Τι να σας πω» ξακολούθησε ο Αντρέας, μιλώντας χαμηλόφωνα στους συντρόφους του, «α γένει αυτό που κράζει τούτος ο κόρακας, τότες βέβαια δε μένει άλλο παρά η παντρειά. Σε δύο μήνες τα χρέγια δε βγαίνουνε. Ε μπάρμπα, τά 'χει τα χίλια αυτή που λές;» «Και περσότερα» του αποκρίθηκε χαρούμενος. «Εγώ, μωρέ, σου τα καταφέρνω όπως θέλει ο Θεός· και θα με συγχωράς μια μέρα, μωρέ παιδί.» «Μα έχει κάτι μάτια η άλλη!» είπε πάλε ο Αντρέας κουνώντας το κεφάλι του. «Α! Η Ρήνη του Τρίνκουλου, ε;» είπε ο Αντώνης πίνοντας μια γουλιά κρασί και χτυπώντας τα χείλη του. «Μες στην καρδιά μπήγεται το βλέμμα τση. Και ανάκουστη, και αμελέτητη και δουλεύτρα. Ω νά 'μουνα ελεύτερος!» «Θα την έπαιρνα, μα τον Άγιο» είπε ο Αντρέας σηκώνοντας το καπέλο του, «μα τι να σου κάμω. Είναι βλέπεις τα όβολα. Για την οικοένεια τόσο τόσο δε θα μ' έγνοιαζε. Ως και οι αρχόντοι παίρνουνε τσι δούλες τσου και χειρότερες. Κάποιος δεν επήρε μία δημόσια από το δρόμο, και τώρα κάνει και βίζιτες μαζί τση, κι αυτή πάει σ' όλα τ' αρχοντικά, και την έχει στα μεταξωτά ντυμένηνε; Εμέ, μπάρμπα, η Ρήνη, να ζεις, ντροπή δε θα μού 'φερνε.» «Πάρτηνε Αντρέα» είπε ο Αντώνης· «αυτή είναι γυναίκα για το σπίτι σου.» «Τι του λες, μωρέ» είπε ο μπάρμπας· «αυτή για εμάς δεν είναι δεν έχει παράδες! Εγώ τού 'πα τι έχει να κάμει.» «Να τσή 'δινε μοναχά η Επιστήμη τα χίλια, κ' ήβλεπες!» είπε ο Αντώνης. «Α δεν είτανε» είπε ο Αντρέας «το σπίτι μου σ' αυτή την περίληψη, και τίποτα να μην είχε, παρά μονάχα ό,τι φορεί στην καθημερινή, την έπαιρνα, γιατί έχει ξανθά μαλλιά και κάτι μάτια!... και κοιτάζει τόσο αθώα, τόσο γλυκά! Τώρα το κατάλαβα πού 'ναι όμορφη. Έγινε μία κοπελιάρα! Εξεσπούρδισε με μίας. Ούτε η χώρα δεν έχει μίαν όμοιανε. Μα τι κάνουνε τα τάλαρα, ανάθεμά τα κι όπου τα ανάδειξε!» «Το λες γιατί δεν έχεις» τού 'πε πονηρά ο μπάρρμπας σουφρώνοντας το μέτωπο. «Πάρε, μωρέ, αυτήνε που σου λέω εγώ, και βλέπεις α δεν τα βλοήσεις. Ζωή χαρισάμενη, μωρέ. Τάλαρα, μου λες; Αυτά είναι οι θεοί σε τούτην τη γης! Φάε αγάπη, μωρέ!» Κ' έκαμε με το χέρι του το βιολί απάνου στην κοιλιά του. «Μα ψηλά τη γούνα σου, Αντρέα, κοίταξε μη σου την κολλήσουνε, μωρέ, και δεν έχεις ξεμπερδεμούς. Μην παραπερνάς το καντούνι τση. Μου λένε πως τση μιλείς κιόλας.» «Παιδοπούλα την εγνώρισα και να μην τση μιλώ; Γιατί;» «Γιατί εγίνηκε γυναίκα», του αποκρίθηκε ο μπάρμπας με σοβαρό ύφος.

Στην ταβέρνα τώρα οι χωριάτες είχαν φύγει. Κι από να άλλο τραπέζι αντήχησε από πολλά στόματα ένα άλλο τραγούδι:

Σαν απεθάνω θάψε με δω μέσα στην ταβέρνα
να με πατεί η ταβερναριά κ' η κόρη που μ' εκέρνα.

Στο τέλος του τραγουδιού όλη η ταβέρνα εγέλασε. Ο κόσμος είχε πληθύνει. Ο μικρός ξυπόλητος δούλος δεν επρόφτανε να πλένει τα ποτήρια, κάποιοι κρασισμένοι εφώναζαν περσότερο. Και η κουβέντα είταν γενικιά. Εμιλούσαν για τα καράβια, για τα παπόρια που ερχόνταν φορτωμένα κάρβουνα και που εφόρτωναν τα λάδια του νησιού· εμιλούσαν για τα παζάρια του λαδιού που εκείνην τη χρονιά είχαν βασταχτεί ακριβά πολύ, για τα χρήματα που έμπαιναν στον τόπο· εμιλούσαν για τους φόρους που έβαζε η Κυβέρνηση, κάθε Κυβέρνηση, ετοιμάζοντας πόλεμο, για να στέρνει του τόπου τα πλούτη, τον ίδρο του εργάτη, σε ξένα πουγγιά, των πλουσίων της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας, και κάπου κάπου αντίσκοφτε την ομιλία ένα αρμονικό τραγούδι, σαν τούτο:

Κορίτσι δεν αγάπησε ποτέ με τον παρά μου
παρά με το τραγούδι μου και με τον ταμπουρά μου.