Η τιμή και το χρήμα
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Β'



Είχαν περάσει καμπόσες μέρες. Η δουλειά εφαινότουν τελείως ησυχασμένη. Η κυρά Επιστήμη επήγαινε κάθε αυγή στο εργοστάσιο να ράψει σφυρίδες, και κάθε βράδι εξαναρχότουν στο σπίτι, φέρνοντας μερικά κολώβια βούρλα για να τα πλέκει η θυγατέρα της, που έπρεπε κιόλας να επιμελιέται το σπίτι και να στέρνει τ' άλλα μικρότερα αδέρφια της στο σκολείο· ο άντρας της λίγο ή πολύ εμεθούσε κάθε νύχτα.

Είτανε βράδι· και ξαναρχότουν στο σπίτι της. Εκοίταξε ολόγυρά της τη μικρή κάμαρα που εχρησίμευε για μπασιά, για τραπεζαρία και για σαλόνι, ευχαριστήθηκε πού 'χε βρει όλα τα πράματα ταχτικά στον τόπο τους, κι αφού έβγαλε από το κεφάλι της το μαντήλι και τό 'ριξε σε μία καρέκλα, επήγε στο μαγειριό της. Εκεί η Ρήνη ετοίμαζε το δείπνο. «Πού είναι τα παιδιά;» την ερώτησε. «Θα παίζουνε στο δρόμο.» «Πόσο επήρες το μαρίδι;» «Δύο δεκάρες· τό 'φερε ο Παύλος μας, αφού ασκόλασε.»

Η νοικοκυρά εσαπούνιζε τώρα τα χέρια της, θέλοντας να βοηθήσει τη θυγατέρα της, μα αυτήν τη στιγμή κάποιος την έκραζε απ' όξω. «Έρχομαι αμέσως» αποκρίθηκε ενώ εσφουγγιζότουν· κ' επήγε ν' ανοίξει. Και όταν είδε ποιος είτουν, επρόστασε καλότροπα: «Εσύ είσαι, Αντρέα; Καλησπέρα σου· έλα μέσα.»

Ο Αντρέας την άκουσε. Είτανε άντρας τριάντα χρονώ, μεγάλος, με στήθια πλατιά, με μακριά στριμμένα μουστάκια και με πρόσωπο κόκκινο. Εβαστούσε μεγάλο μαλακό καπέλο στο κεφάλι, είταν ζωσμένος μ' ένα πλατύ κόκκινο ζωνάρι, κ' εφορούσε τη ρούχινη γιακέτα του ριχτή απάνου στο νώμο. Ο γελές και το καθαρό ποκάμισό του είταν ξεκούμπωτα, κ' εφαινότουν το στήθι του· οι μανίκες του είταν ανασκουμπωμένες.

«Καλησπέρα, σιόρα Επιστήμη» της είπε μπαίνοντας μέσα. «Κάθισε» του απολογήθηκε δείχνοντάς του μίαν καρέκλα μπροστά στο τραπέζι και κλειώντας την πόρτα. Στο σπίτι εγίνηκε τότες σκοτάδι πες. Αλλά η Επιστήμη άναψε αμέσως μία λάμπα. «Τι απογίνηκε η ζάχαρη;» την ερώτησε με χαμηλή φωνή. «Είναι φυλαμένη» του αποκρίθηκε καθίζοντας απέναντί του. «Τα πράματα ησυχάσανε· απόψε θά 'ρθουμε να την πάρουμε· εξόν α θα τήνε βαστάξεις η αφεντιά σου.» «Μπα, μπα, παιδί μου! Μια δυο λίτρες μοναχά να μου δώσετε γιατί σας εγλύτωσα. Η αρχή δεν παίζει. Μπα, μπα, μπα... Και πάλε, αν εσύφερνε... ειδέ σας τη βγάζω στην πόρτα και τήνε παίρνετε. Πόσο την πουλάτε;» «Μισό φράνκο;» «Μπα, μπα! Πάρτε τήνε! Μισό φράνκο πουλιέται ελεύτερα σ' όλα τα μαγαζιά τσ' εξοχής, κ' έρχονται κάθε στιγμή φορτωμένα τ' αμάξια απ' όξω· τρεις δεκάρες είναι πλερωμένη.» «Ούτε ο ναύλος του καϊκιού! Γι' αγάπη σου ας είναι σαράντα πέντε.» «Δε μου πρέπει να βγάλω κ' εγώ δύο τάλαρα; θα την πάρω στη χώρα, θα την πουλήσω λίγη λίγη· στ' αρχοντικά, εκεί που γνωρίζω· θα κιντυνέψω, θα κοπιάσω, μπορεί και να πάθω. Ωχ! Καλά που κάθομαι και πέλαγα γυρεύω. Όχι, δεν την παίρνω.» «Ας είναι στα σαράντα· βγάζουμε τα έξοδα.» «Πόση είναι;» «Πενήντα πέντε οκάδες, πάει να πει λίτρες εκατόν πενήντα πέντε· το όλο εξήντα δύο φράνκα.» «Έτσι την έζιασα και γω.» Και λέγοντας αυτά εσηκώθηκε, άνοιξε στην άκρη της κάμαρας ένα συρτάρι του κομού της και τού 'φερε το χρήμα. «Με διάφορο» της είπε παίρνοντας τα χαρτονομίσματα. Κ' έπειτα επρόστεσε σκεφτικός: «Θα σου προσφέρω και μίαν άλλη κουβέντα.» «Μάνα» είπε η Ρήνη ερχόμενη από το μαγειριό, «να πας να φέρεις λάδι.» «Να φύγει πρώτα ο ξένος ο άθρωπος· δεν εμπήκε η ώρα στο σακί.»

Η Ρήνη δεν αποκρίθηκε, αλλά εστάθηκε ορθή στην πόρτα για ν' ακούει τι έλεγαν· κι ο Αντρέας τότες ακούμπησε σοβαρά τους αγκώνες του στο τραπέζι και χαμηλόφωνα ξανάρχισε πάλι: «Οι δουγειές, σιόρα Επιστήμη, μου πήγανε ζαβά. Ο πατέρας μου ο κακομοίρης μού άφηκε χρέγια απλέρωτα· εβάλαμε κι άλλα τώρα που παντρέψαμε την αδρεφή μας· το σπίτι μας είναι υποθηκιασμένο· και τα αδρέφια ούτε μου γράφουνε από την ξενητιά· ως φανεί, δε θέλου να ξέρουνε. Και πρέπει έτσι εγώ μοναχός μου να δουλέψω για να κερδέσω κάτι. Θέλω να πάω στη Στεριά, να φέρω καμπόσα κεφάγια βόια λαθραία, μόνε μου λείπονται κάτι λιανά. Η αφεντιά σου ξέρω πως έχεις, δόξοσοθέος! Με τον τόκο σου πάντα, μου δίνεις εκατό τάλαρα για λίγες μέρες.» «Μπα, μπα, μπα! Παιδί μου, και τά 'χω η φλίβερη! Πού να τά 'βρω· ούτε τα μισά, τίποτα, πες· μ' αυτά που σού 'δωκα έμεινα 'πι ξύλου· κι α δεν πουλήσω τη ζάχαρη, δε ντύνω τα παιδιά μου. Τόνε ξέρεις το νοικοκύρη μου, είναι χαλαστής.» «Άφηστα αυτά, σιόρα Επιστήμη μου, είναι πρόφασες.» «Και πάλε... Μα ο νωματάρχης είδες πως σας κυνηγάει. Άναψε, Ρήνη μου, την άλλη τη λάμπα, είναι σκοτάδι Άδης εδώ μέσα. Α σας πιάσει με τα βόια; πάνε τα τάλαρα. Πού να τα βγάλετε και να μη σας δει· και το ξέρετε, τραμπούκο αυτός δε δέχεται. Δεν έχω, παιδί μου, δεν έχω.» «Άκου εδώ, σιόρα Επιστήμη μου» της απάντησε ακόμα πλιο σιγαλά σα για να μην ακούσει κανένας και κουνώνας ρυθμικά το ζερβί του χέρι και το κεφάλι· «εώ τσι δουγειές μου τσι θέλω σάικες! Έπειτα από 'φτο που μας εσυνέβηκε, επήα στσ' Αθάγιας και τσ' είπα: να βγάλετε αυτόν το νωματάρχη αποδώ· δε βοηθάει το κόμμα. Μού 'πε να γράψει τ' αντρός τση στην Ανθήνα. Ίσιαμε να πάει, είπα, νά 'ρθει το γράμμα απόκει θέλουμε καιρό και χασομέρια. Τσ' είπα: τελεγράφησε. Και έτσι επήαμε αμαζί στο τελεγραφείο, και τελεγράφησε τ' αντρός τση του πουργού, και τού 'ρθε αμέσως η μετάθεση. Τώρα έφυγε από το Μαούκι ο νωματάρχης, και για μέρες δε θά 'ναι εδώ ψυχή. Η δουγειά είναι καλή. Ό,τι ασφάγεια θέλεις σου βάζω.

Η Ρήνη έφερε τη λάμπα, την απίθωσε στο τραπέζι κ' εσταμάτησε για ν' ακούσει και κείνη. Η σιόρα Επιστήμη έμεινε όμως σκεφτική. «Μη σκιάζεσαι» της ξανά 'πε. «Καλά τα καταφέρατε» τού 'πε στο τέλος· «μα...» «Ε δος τα, μητέρα, δε θα τα χάσεις» είπε η Ρήνη γλυκά γλυκά, «εσύ κάνεις δουλειές μ' άλλους κι άλλους και από τον Αντρέα να φοβάσαι;» «Η αφεντιά σου να κοπιάσεις να τηγανίσεις και να μη μου ανακατώνεσαι σ' όλα σαν το πετροσέλινο.»

Ο Αντρέας εσήκωσε τότες το κεφάλι, κι άνοιξε όσο μπορούσε τα μάτια του. Πρώτη φορά την έβλεπε τη Ρήνη, γυναίκα καμωμένην. Την ελογάριαζε πάντα κοπέλα μικρή, κι ως τα τότες δεν την είχε προσέξει. Αυτή του χαμογέλασε· και μία φωνή από μέσα του χωρίς να το θέλει τού 'πε: «Καλά θά 'τανε.» Κ' εχαμογέλασε και κείνος. Πρώτα εκατέβασε το βλέφαρο κ' έπειτα το ξανασήκωσε πάλι, και την είδε που εχαμογελούσε ακόμα δροσερά δροσερά, με το καθάριο και τίμιο βλέμμα, παρόμοια σ' ένα κρίνου μπουμπούκι που προσμένει μόνο την αχτίδα του ήλιου για να ανοίξει κατάλευκο και μοσκοβολισμένο. Και ωστόσο απαντώντας στην αθέλητη ιδέα του ερώτησε σκεφτικός τον εαυτό του: «Τι, τι θά 'ταν καλά;»

Κ' εκείνην τη στιγμή η κυρά Επιστήμη τού 'λεγε: «Με συβόλαιο όμως, νοδάρικο, ειδεμή τίποτα.» «Βέβαια, βέβαια» απολογήθηκε· «αμή τι, στα ψέματα;» Και ξακολουθώντας το στοχασμό του, ενώ του εκάστηκε πως η Ρήνη τον εθάρραινε: «Δε φτάνει» έλεγε μέσα του «πως το σπίτι εξέπεσε τόσο; Ο πατέρας είχε αθρώπους στο καΐκι και εδούλευαν εκείνοι, κι αυτός εκοιμότουνε ήσυχα στο κρεβάτι του, και εκέρδιζε όσο ήθελε· και τώρα αντίς δουλεύουμε οι ίδιοι κυνηγημένοι, και δε βγάνουμε παρά ένα ψωμί φαρμακωμένο και κείνο. Τι θα την κάμεις; Τι θα την κάμεις; Θέλεις να ξεπέσεις ακόμα κι ακόμα και να συμπεθερέψεις μ' αθρώπους τόσο πρόστυχους; Κι ωστόσο η νιότη της Ρήνης είταν σιμά του, κι αχτιδοβολούσε φαίνεται, γιατί την εγρικούσε σιμά του ως και χωρίς να την κοιτάζει, και εφανταζότουν αθέλητα πως έπαιρνε η νέα την πνοή της, πως ανεβοκατέβαινε το παρθενικό της το στήθι και πως εχτυπούσε η καρδιά της κάτου από το μαρμαρένιο της τον κόρφο· και αθέλητα πάλι εσήκωσε το βλέμμα· και του κάστηκε αυτήν τη στιγμή ομορφήτερη ακόμα κ' εκατάλαβε πως το καθάριο της το μάτι τον μάγευε.

«Λοιπόν τα δέκα δώδεκα» ξακολουθούσε η κυρά Επιστήμη. «Τό 'παμε» της αποκρίθηκε χαμογελώντας.

Τώρα και η Ρήνη εγελούσε φχαριστημένη, σα νά 'θελε να πεταχτεί στην πλατιά αγκαλιά του για να χαρεί μαζί του τη χαρά που του προξενούσε. Κι αυτή η ιδέα τής εκεντούσε την περιέργεια και της άναφτε το βλέμμα σα νά 'ταν κ' εκείνη μαγεμένη από την παρουσία του.

Κι ο στοχασμός του αυτόματα πάλι τού 'πε: «Ποιος ξέρει;» «Μα πώς;» έδωκε ο ίδιος απόκριση· «και με ποιον τρόπο;» Ω αν είχε τουλάχιστο λίγα χρηματάκια και αν μπορούσε μ' αυτά να διορθώσει τες δουλειές του και να βγει ασπροπρόσωπος στον κόσμο! Μα τι θά 'δινε η καλή κυρά Επιστήμη; Βέβαια όσο μπορούσε λιγότερα για να της μείνει κάτι για τα γεράματά της· είχε κι άλλα παιδιά κ' έπρεπε να διορίσει κάθε κοπελός της ξεχωριστό το προικιό· θά 'δινε λίγα. Κι η παντρειά είταν για τον Αντρέα η στερνή του ελπίδα. Και πάλι όμως η καρδιά του τού 'λεγε πως αλλού δε θα βρισκότουν βέβαια παρόμοιο μπουμπούκι που να επρόσμενε μόνο την αχτίδα της αγάπης για να ανοιχτεί κατάλευκο και μοσκοβολισμένο. Κι ωστόσο η κυρά Επιστήμη ακολουθούσε να παζαριάζει: «Πάει να πει να σου δώσω ογδόντα και να μου φέρεις εκατό οπίσω;» «Ναι» της αποκρίθηκε, «τό 'παμε»· κ' εσηκώθηκε να φύγει.

Από κείνη την ημέρα όμως ο Αντρέας εκοίταζε μ' άλλο βλέμμα τη θυγατέρα της, κι όταν την αντάμωνε την εχαιρετούσε χαρούμενος.