Μαθητὴς ἀκόμη,
καὶ παιδί,
πὤχει μόνο γνώμη
γιὰ σπουδή,
Μὲσ’ στὰ στήθια νοιώθω
μιὰ βραδιὰ
κἄτι τί, σὰν πόθο
στὴν καρδιά.
Κἄτι, ποῦ δὲν λέγει
τί ζητᾷ,
μόνο δός του καίγει
δυνατά!
“Ἄχ! Θεέ, βοήθεια
στὸν καϋμό!
Ἔχω μέσ’ στὰ στήθια
πειρασμό!
’Βγάλ’ τον! Δὲν ἀξίζει
γιὰ παιδί.
Βλέπεις, μ’ ἐμποδίζει
στὴν σπουδή!”
Μ’ ἄκουσ’ ὁ Θεός μου:
Φλογερό,
σὰν λαμπάδ’, ἐμπρός μου
τὸν θωρῶ.
“Χά! π’ ἀνάθεμά σε,
φλογικό!
Σὺ βεβαίως θἆσαι
τὸ κακό!
“Κι’ ἄλλος πρὶν σ’ ἐγγίσῃ
καὶ καῇ,
διές, πῶς θὰ σὲ σβύσῃ
μιὰ πνοή.”
Ἔτσι τοῦ φωνάζω,
καὶ φυσῶ:
Ἔσβυσε κυττάζω
τὸ μισό.
Τὸ φυσῶ καὶ πάλι·
πλὴν ἀλλὰ
φλόγαις τώρα ’βγάλλει
στ’ ἁψηλά!
Φεύγω νὰ τ’ ἀφήσω—
Δὲν ’μπορῶ:
Μὲ τραβᾷ ’πὸ ’πίσω
’να μωρό.
Μὲ ξανθὰ μαλάκια,
μὲ φτερά,
καὶ μὲ δυὸ ματάκια
φλογερά.
“Τὸ ψυχρό σου στόμα
δὲν ’μπορεῖ
νὰ τὸ σβύσ’ ἀκόμα
τὸ κερί;”
Λέγει. Καὶ μὲ χά-χα!
περισσά,
προσποιεῖται τάχα,
πῶς φυσᾷ.
“Μὴ φυσᾷς, κοπέλι,
στὴν πυρά!
Νὰ σοῦ κάψῃ θέλει
τὰ φτερά!”
“Λὲς μὲ τὰ σωστά σου
νὰ καγῶ;
Τὸ φυσοῦμε, στάσου,
σὺ κ’ ἐγώ.”
Σὰν καλὴ μ’ ἐφάνη
συμβουλή.
Κάποιος χρόνο χάνει,
τὸ πολύ,
Μ’ ἀφοῦ μ’ ἔχ’ ἱδρώσει,
ἂς τὸ διῶ,
πῶς θὰ τὴν γλυτώσῃ
μὲ τοὺς δυό.
Πότε πότ’ ἐκεῖνο
πολεμᾷ,
πότ’ ὁ ἴδιος σβύνω—
Mά, μά, μά,
Φύσα ’γώ, καὶ φύσα
τὸ παιδί,
ἄναψε σὰν πίσσα,
σὰν δᾳδί!
“Φθάνει πλέον, εἶπα.
Τὸ θωρῶ,
’κάμαμε μιὰ τρύπα
στὸ νερό!”
“Ἄλλη μιά, φωνάζει,
καὶ μ’ ἀρκεῖ!”
Καὶ μιὰ φλόγα ’βγάζει,
μιὰ κακή.
Ἄφοβο τὴν παίρνει
καὶ ταχὺ
καὶ μοῦ τήνε σπέρνει
στὴν ψυχή!
“Ἄχ! σκληρό, τοῦ λέγω,
ἂχ, πονῶ!
Δὲν σὲ μέλ’ ἂν κλαίγω
καὶ θρηνῶ;”
’Κεῖνο ’χε πετάξει
χαρωπό,
κ’ ἔψαλλε μὲ τάξη
καὶ σκοπό:
“Δὲν μὲ μέλει δράμι!
Κι’ ἂν κλαῖς, τί;
Τοῦτο θὰ σὲ κάμῃ
ποιητή!”
|