Σὰν ἀδέρφια μ’ εἶναι ὅλ’ οἱ χωριανοὶ
οἱ καλοί·
ἡ καρδιὰ μ’ εἰς κάθε τί τους συμπονεῖ,
καὶ πολύ.
Μὰ σὰν ἔλθῃ στὴν ἀράδα τὸ Μαριώ—
Τί νὰ ’πῶ;
Περισσότερο κι’ ἀπ’ ὅλο τὸ χωριὸ
τ’ ἀγαπῶ!
Κράζουν ’ξάφνου: “Κλέφταις! Κλέφταις εἶν’ ἐδώ,
γιὰ κλοπή!”
Τρέχω πρῶτα πρῶτα στὸ Μαριώ, νὰ ἰδῶ
μὴν κλαπῇ.
Κι’ ’ως νὰ σώσῃ τὴν γλυκειά της συντυχιά,
—Ἀκοῦς αὐτέ;—
μοῦ ἁρπάζουν τὰ κριάρια τὰ παχιὰ
οἱ λῃσταί!
Κράζουνε: “Φωτιά! Φωτιά!” μέσ’ στ’ ἀδειανὸ
τό χωριό,
τρέχω πρῶτα ’γὼ βοήθεια νὰ γενῶ
στὸ Μαριώ.
Κι’ ’ως ν’ ἀφήσω τὴν καλή της συντροφιὰ
πεταχτός,
ἀπ’ τὸ σπίτι μ’ ἀπομένουν τὰ καρφιὰ
κι’ ὁ σταχτός!..
Ἄχ! σὰν κράξουν: “Κάποιος μέσ’ στὸ χειμαδιὸ
ξεψυχᾷ!”
Τότε πλέον θ’ ἀποθάνω πρὶν τὴν διῶ
μοναχά.
Γιατί, ’ως νὰ πᾶ νὰ μάθω πῶς περνᾷ
κι’ εὐτυχεῖ,
θὲ νὰ μ’ ἔβγῃ μέσ’ στοὺς δρόμους πουθενὰ
ἡ ψυχή!