Ἕνας βράχος στὰ βουνὰ
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ῥυάκι ποῦ περνᾷ
κἄτι τραγουδάει ἐμπρός του.
Μιὰ ἀνεμώνη, ποῦ ἀνθεῖ
εἰς τὸν βράχο ’στηριγμένη,
νὰ νοήσῃ προσπαθεῖ
τὸ τραγοῦδι τί σημαίνει.
Κι’ ὅλο σκύφτει πιὸ πολυ,
καὶ ξεχνᾷ τὸ στηριγμά της:
Τί τραγοῦδι νὰ λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;
Τραγουδεῖ γιὰ μιὰ ἀγκαλιά,
ποῦ μὲ πόθον ἀνοιγμένη,
στὴν χρυσὴν ἀκρογιαλιὰ
’μέρα νύχτα τὸν προσμένει.
—Ἄχ, κι’ ἂς ἤμουν, λέγ’, ἐγὼ
’κείνη ποῦ θὰ τ’ ἀγκαλιάσῃ!—
Καὶ τὸ ῥεῦμα τὸ γοργὸ
σκύβ’ ἡ λουλουδιὰ νὰ φθάσῃ.
Μά, σὰν ἔσκυβ’ ἔτσι δά,
τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ,
τὰ κατρακυλᾷ μαζί του!
Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!—
Διατί, ἄχ! διατί
’ξεστηρίχθηκ’ ἀπ’ τὸν βράχο;
|