Παλιές Αγάπες
Συγγραφέας:
Ηρώων τέκνα


- Α - απ! καπιτάνι μ’... Βάστα καλά κι τσ φάγαμι!...

Ο Παντελέως Μπάφας ή Ταράνανας ήταν σκάπουλος και καφετζής. Σαν σκάπουλος είχε το δικαίωμα να ψαρεύει ολοχρονικίς στη λίμνη, σε «πάγανα νερά» ή σε «ξεπέζεμα», εδώθε στους Ζάγαρδους ή πέρα στα Λάκκωμα. Και όπως ήθελε: με καμάκι είτε με πρυά είτε και με σταφνοκάρι μπροστά στις Καμάρες. Σαν καφετζής του Καλλιαντέρη, κοιμότανε δεκαπέντε ώρες το ημερονύχτι, ξεφύλλιζε καλάμια κι έπλεκε πήρες τις άλλες πέντε και τις υπόλοιπες κουβαλούσε νερό και φωτιά στους πελάτες του.

Μα έξω απ’ αυτά τα φανερά και νόμιμα επαγγέλ­ματα, ο Ταράνανας είχε, κατά την τοπική συνήθεια, άλλα δυο μυστικά και παράνομα. Πουλούσε καπνό αφορολόγητο και καλλιεργούσε αλυκές άγνωστες στο Δημόσιο. Οπωσδήποτε με τούτα και με τ’ άλλα ήταν σε θέση να καλοκυβερνά το σπίτι του - σπίτι με μια γυναίκα μισότριβη κι ένα σκυλί κοψαφτισμένο και δυο κλώσες με τα κλωσοπούλια τους - και να βάφει κάθε τόσο το προιάρι του. Κατόρθωνε ακόμη, για το καλό, να πηγαίνει ταχτικά φουστανελάς κι ασημοφορτωμένος σαν αρματολός στο πανηγύρι τ’ Αϊ-Σημιού· να δίνει από μια στάμνα μπαρούτη στους τρομπονιέρηδες της Λαμπρής, όταν βγάνουν τα Κονιάματα· και μια φορά το μήνα - όχι περισσότερες - να γλεντά με την αση­μένια φωνή και το λαγούτο του Μπαταριά στα βελούχια.

Σήμερα όμως ούτε ψάρεμα, ούτε καφενέ, ούτε κα­πνό, ούτε την αλυκή συλλογίστηκε. Πλάκωναν βου­λευτικές εκλογές κι όχι τέσσερα μα δεκατέσσερα επαγ­γέλματα να είχε, θα τ’ άφηνε για το κόμμα του ο αγαθός Μεσολογγίτης. Μόλις ξύπνησε την αυγή, ετοι­μάστηκε να έβγει στην Πλατεία να φροντίσει για ψή­φους. Είχε κι αυτός τους φίλους του· κερνούσε τόσον κόσμο και δεν ήταν δύσκολο να παρασύρει δυο τρεις - αν όχι δέκα είκοσι - στο σύστημά του. Πριν όμως έβγει, ηθέλησε και το άφωνο σπιτάκι του - σπιτάκι χαμηλό, ισόγειο, με δυο γαλαζοβαμμένα παράθυρα και πόρτα πρασινοβαμμένη ανάμεσα και τοίχον κάτα­σπρο, με γλάστρες βασιλικού στα κεραμίδια και νερά σάπια εις την αυλή - να φανερώσει το αίσθημά του. Ο καφενές ήταν σε απόκεντρη θέση, σχεδόν ασύχναστη τέτοιες ήμερες και δεν μπορούσε να τον μεταχειριστεί. Αλλά το σπιτάκι του δίπλα στην Πλατεία, στην αγκωνή του στενού, ήταν εύκολο κάθε λεφτό της ώρας να σύρει απάνω του συμπαθητικά τα βλέμματα των φίλων και απειλητικούς τους γρόθους των εχτρών. Επήρε λοιπόν και κρέμασε στην πόρτα του μεγάλη φωτογραφία, με φροντίδα τοποθετημένη μέσα σε χρυ­σοστόλιστη κορνίζα. Και κει που την κρεμούσε, έλεγε στη γυναίκα του.

- Τ’ ακούς, Αλτάνη· αν πιράσ’ του κόμμα να βγεις να το κεράεις μι το γκιγούμ’!... μι του γκιγούμ!...

Κι ήταν τέτοια η φωνή του, που έλεγες πως θα θυσίαζε όλα και το κρασί και το σπίτι του ακόμη για το κόμμα. Τυχερό που η Αλτάνη είχε τα ίδια αισθήματα με τον άντρα της. - Αλλιώς θα χώριζαν τραπέζι και κρεβάτι για να μην πετροκοπούν ως την ημέρα της εκλογής.

- Καλώς να πιράσ’ κι καλώς να ’ρθ’, μάτια μ’, σαν τον καλόν τον χρόνο!... ευχήθηκε πρόθυμα, με την τρυφερή εκείνη φωνή, που νομίζει πως λιγώνεται από συμπάθεια.

Και κοίταζε με γλαρωμένα μάτια τη ζωγραφιά, σαν προσκυνητής θαυματουργό εικόνισμα. Ήταν εκεί ο πατέρας του κομματάρχη τους. Ο λεβέντης αρματολός με τη φέσα ορθή απάνω στα κυματιστά μαλλιά του, με τα χρυσά μεϊτανογέλεκα και τα φλωροκαπνισμένα τ’ άρματα, πρόβαινε ανάμεσ’ από τις χρυσορόδινες λάμψες του γυαλιού, ιχνογράφημα γενεάς ολάκερης, μέσα στο μαρτυρικό στεφάνι της δόξης της. Το δεξί χέρι ακουμπισμένο στο κοντάκι τουρκοφάγας πιστόλας· το αριστερό απολυμένο στην κοκαλένια χούφτα πάλας αιματοβρεμένης· τα δασά στήθη έξω από την τραχηλιά, χορταριασμένα μετερίζα ψυχής ατρόμητης και το κεφάλι ξαφνισμένο πίσω, το βλέμμα φαρμακερό, λες κι άκουε ποδοβολή μάχης και φυγή εχτρών, έδιναν στον παρατηρητή παλικαριά και πάθος. Ο Ταράνανας σύψυχος ενθουσιάστηκε. Την πολεμική ορμή του αγωνιστή, που έπεσε σαν πύρινη κατάρα τ’ ουρανού στους εχτρούς της πατρίδας, την έριχνε εκείνος τώρα στους εχτρούς του κόμματος. Πατέρας αυτός, δεν μπορούσε, βέβαια, παρά να βοηθήσει στην εκλογική ανεμοζάλη το παιδί και τους φίλους του. Όλους θα τους φάει με τη ματιά του!... Ο σκάπουλος έτρεφε στα στήθη του άσβηστη δίψα κομματικού πολέμου και θριάμβου. Με το μήλο της παλάμης σήκωσε ζερβόδεξα το καστανό μουστάκι του και ρίχνοντας ως τα μάτια την κεντητή σκούφια του, φώναξε δυνατά.

- Α - απ! καπιτάνι μ’... Βάστα καλά κι τσ’ φάγαμι!...

- Άιντε καπιτάν Δημήτρ’!... τώρα θα ιδούμι τν παλληκριά σ’... ακούστηκε από πίσω του άλλη συρτή φωνή.

Ήταν δυο φίλοι, ο Αποστόλης Βάραγκας ή Κοψα­χείλης κι ο Τάσος Κρίκας ή Τσιρίμπασης. Ο πρώτος ψηλός και ξερακιανός σαν καψαλισμένος ξέρακας, ήταν άλλοτε επιστάτης φάρου σε μιαν απόκρυφη ακρογια­λιά. Μα βρέθηκε καταχραστής υλικού του δημοσίου και παύτηκε από τον αρχηγό της Τηραημόλας. Ο δεύ­τερος κοντός κι ολοστρόγγυλος, από χρόνια ήτανε νοι­κιαστής ενός γιβαριού, χωρίς ποτέ να πληρώνει στο Δημόσιο και τέλος εκηρύχτηκε αφερέγγυος. Και οι δυο είχαν σκοπό να πολεμήσουν με λύσσα το κόμμα, που τους έβλαψε. Διαβάτες τώρα, είδαν τη ζωγραφιά κι ενθουσιάστηκαν με την ηρωική κορμοστασιά που είχε το λάβαρό τους. Τα πρόσωπα έλαμψαν από αγαλ­λίαση και τα κορμιά τους γαρδαμώθηκαν, σαν δέντρ’ ανοιξιάτικα που τα βιάζει στο ψήλωμα και το χόν­τρος ο αψύς χυμός που κουφοδρομεί μέσα τους. Τα χέρια τους σηκώθηκαν και έστριψαν αρειμάνια τα μουστάκια· θυμωμένη έγινε η λάμψη των ματιών τους· τρίξιμο δοντιών ακούστηκε κι οι τρεις φίλοι μονόγνωμοι έλεγαν στον καπετάνο να τραβήξει μπροστά και να τον ακολουθήσουν πρόθυμοι στη σφαγή και τον όλεθρο των αντιθέτων. Με τέτοιο σύμμαχο γίνεται κανείς θεριό!...

Άξαφνα πίσω από την εκκλησιά του Αγίου Σπυ­ρίδωνα τούμπανο ακούστηκε και καραμούζες βραχνόφωνες. Οι φίλοι γυρίσανε ανήσυχοι τα μάτια τους ζερβόδεξα.

- Κλώσα είναι:

- Όχι, Τηραημόλα...

Λύθηκε η απορία τους σύνταχα. Φωνή μελαγχο­λική, γοργή και συγκρατητή σαν πηγής μουρμούρισμα, ακούστηκε να τραγουδεί με μισοκρυμμένη γλυκιά ελπίδα κι ήσυχη χαρά:


Τα λένε τα πουλάκια

στα Κλεισορέματα·

Πώς θα βγει ο Ντεληγιώργης

δεν είναι ψέματα!...


Τα όργανα την άρπαζαν αμέσως, ζηλιάρικα μήπως χαθεί στο άπειρο ή μη την παραλάβει ακούραστ’ η Ηχώ στα μουσικά στέρνα της, και την τίναζαν τραν­ταχτή στα φτερά των άνεμων και τα πλευρώματα των βουνών, απάνω από τα πρόσωπο της λίμνης κι απάνω από τις χορταριασμένες σκεπές της φτωχόπολης, σαν ένα πεφτάστερο. Και η φωνή ανυπόμονη, άρχιζε πάλι το γύρισμα σε άλλους τόνους με νέα δύναμη και περισσότερη τόλμη κι ελπίδα και πάθος:


Κλώσα με τα π’λιά

Πώς τα ’βγαλες χρυσά!...


- Να στην Κλώσα σας ... οξ’ απού τσ’ άγιους!... φώναξε με αγανάχτηση ο Τσιρίμπασης, φασκελώνοντας τον αέρα και πάραυτα κάνοντας το σταυρό του.

- Να στο γιο του χωροφύλακα!... είπε αναψο­κοκκινισμένος ο Καψοχείλης. Μουρ’ ακούς κι ο νιος του σταυρωτή να γυρεύει ψήφς!...

Αμ αν ήταν κόσμους, πρόσθεσε με τη βάναυση φωνή του ο Ταράνανας, ούτε κλώσα ούτε Τηραημόλα θ’ ακγότανε στο Μσολόγγ’... Μονόβουλο θα πέφτανε οι ψήφ’ στην κάλπ’ του καπιτάν Νικόλα. Ποιος μας έδωκε τουν ψήφο παρά ο πατέρας τ’; Αν δεν ήταν λευτεριά, ψήφο δε θα ’χαμι· κι αν δεν ήταν ο καπιτάν Δημήτρ’ς, δε θα να ’χαμι λευτεριά. Δεκα­πέντε χρόνια - τ’ άκσες; - κράτησε λεύτερα τα χω­ριά του Ζυγού και ποτέ δεν έβαλε καλπάκ’ ... Κι στσ’ είκοσ’ τ’ Μάη - που είσαι; - στσ’ είκοσ’ τ’ Μάη πρώτος κατέβκε στα Μσολόγγ’ κι κλείστκε ως τν Έξοδου. Πρώτος ήταν στο γιρούσ’ κι κούρταρος στο φευγιό...

Οι τρεις φίλοι με συρτά βήματα, με τα χέρια πίσω και το σώμα ράθυμο, σαν άνθρωποι, που δεν έχουν τι να κάμουν το διαβάτη χρόνο, τράβηξαν ίσα στην Πλατεία. Συχνά γύριζαν κι έβλεπαν την εικόνα του αγωνιστή, εκεί στην πόρτα κρεμασμένη κι έπειτα εξακολουθούσαν το δρόμο τους και στόλιζαν το γιγαντομάχο είδωλό τους, με σωματικά και ηρωικά χαρί­σματα. Έλεγαν για τη θεόρατη κορμοστασιά, για τον αδούλωτο χαραχτήρα του, για την αυστηρή αγαθοσύνη του προσώπου, για των ματιών του το φοβερό ασπρογάλιασμα. Υμνούσαν τώρα το αστόμωτο σπαθί, που έζωσε τη λυγερή μέση του σ’ όλη, την κλέφτικη ζωή και στου Αγώνα τα χρόνια, αφού έζωσε πριν την αλύγιστη μέση του Σφαλτού και του Τσούτση, πρώτου αρχηγού των Ζυγιωτών· και τώρα ιστορούσαν το χαρόσταλτο ντουφέκι του. Λιάρο τον περίφημο, που ξάπλωνε κουφάρια τα κορμιά κι έντυνε στα μαύρα γονέους κι αδερφούς, παιδιά και στεφανωτικές. Θάμαζαν πότε το θυμό, που ξεσπούσε πύρινος στους αρμα­τωμένους εχτρούς· και πότε τα σπλαχνικά λόγια που παρηγορούσανε θλιμμένους αιχμαλώτους. Μετρούσανε τους αμέτρητους πολέμους και τις φρόνιμες γνώμες του· την περιφρόνησή του στα ταπεινά κέρδη και την αδιαφορία του στις κούφιες τιμές. Έβραζε μέσα τους ο κομματικός φανατισμός και ξεχείλιζε σαρκωμένος σε λόγια βαθιάς ευγνωμοσύνης δούλων, για τον μεγα­λομάρτυρα ελευθερωτή τους. Και κάθε στιγμή, σε κάθε λέξη τους κι οι τρεις έμεναν σύμφωνοι, πως αν ήταν άνθρωποι σωστοί στο Μεσολόγγι, άλλο κόμμα δε θα βρισκότανε κι άλλοι βουλευτές δε θα ψηφίζονταν από τον καπετάν Νικόλα κι άλλος δε θα έβγαινε δήμαρχος από τον καπετάν Γιώργη, ούτε θα δοξαζότανε άλλος από τον κυρ-Στάμο, τα παιδιά του.

- Να κι ο Τηραημόλας· είπε άξαφνα ο Τσιρίμπασης, γυρίζοντας το πρόσωπο αλλού με αηδία, λες κι έβλεπε μπροστά του σερπετό.

- Να ο πατέρας του Τζαλμά· μισοβόγκηξε κι ο Κοψαχείλης.

Ήταν φτασμένοι τώρα στην Πλατεία και στην πόρτα ενός καπνοπωλείου είδαν το εκλογικό σημάδι άλλου κόμματος. Μέσα σε στεφάνι από κλωνάρια ελιάς, στολισμένο με φιογκάκια και κορδέλες κόκκινες, ήταν άλλη ζωγραφιά. Μαύρη καλοκουμπωμένη ρεδιγκότα και φουσκωτός κατάμαυρος λαιμοδέτης και ψηλά κάτασπρα κολάρα, στηρίζανε κεφάλι χοντρό κι ολοστρόγγυλο. Λίγα ψαρά μαλλιά και πλατύ καμαρωτό μέτωπο, έδειχναν του απέραντου νου στενά και καλογραμμένα τα σύνορα. Η μύτη βαθιά χαραγμένη στον ίσκιο, κατέβαινε χοντρή από το μεσόφρυδο στο απάνω χείλο, το στολισμένο με κοντά μουστάκια κατάργυρα. Ζερβόδεξα τα μηλομάγουλα καλοξουρισμένα, με το προγούλι κάτω ξεχειλισμένο από λαχτα­ριστή σάρκα κι απάνω τα φρύδια χαμηλότοξα και τα μάτια ημερωμένα, έχυναν στο σύνολο ασκητού γαλήνη κι απλότη φιλοσοφική. Της ελιάς τα χαλκοπράσινα φυλλαράκια και τ’ άνθη, με την κόκκινη κορδέλα περιπλεγμένα, θυμίζανε το αίμα, που χύθηκε στη γη, για να βλαστοβολήσει το καρπερό εκείνο δέντρο της ειρήνης. Κι ο άντρας, που είχε τέτοια σεβαστά σύμβολα, φαινότανε ανέγγιχτος στου φθόνου τη γλώσσα, όπως οι ξύλινοι εκείνοι σταυροί των χωριών, που διώχνανε από κοντά τους κρύα τα βόλια των Τούρκων. Ήταν και κείνος από τους άντρες του Αγώνα, πατριώτης αψύς κι ακούραστος. Μόλις ακούστηκε το σάλπισμα της ελευθεριάς στη βαρυστέναχτη γη, άφησε τα καλά και τη μελέτη του κι έτρεξε στην κακοπάθεια και το αλληλοφάγωμα και δούλεψε την πατρίδα όχι με το σπαθί, αλλά με του μυαλού τη δύναμη. Οι τρεις φίλοι κοντοστάθηκαν αθέλητα, σαν κάτι να κράτησε τα πόδια τους άξαφνα. Μα ο Ταράνανας σπρώχνοντας τους συντρόφους του:

- Τράβα, μωρέ! Είπε με θυμό· κι αφήστε τον προδότ’ να μην τον γλέπου!...

- Αλήθεια· ομογνώμησαν οι άλλοι, κουνώντας το κεφάλι.

- Αμ’ βούλιαξ’ άλλος το Μσολόγγ’!... ξανάειπε αγαναχτισμένος ο σκάπουλος.

Έκοψε όμως την κουβέντα του, γιατί ένιωσε κάποιον να του πιάνει το χέρι. Γύρισε απότομα πίσω κι είδε με απορία του τον Κώστα Ζάγαρδο ή Τριζώνη. Ήταν αυτός από μικρό παιδί υπερέτης στο σπίτι του κυρ-Αλέξαντρου, του αρχηγού της Τηραημόλας. Νέος έξυπνος, δραστήριος, θαρρετός με τον καιρό είχε καταντήσει από υπερέτης αντιπρόσωπος του γέροντα στην επαρχία και ψυχή στο κόμμα. Αυτός ερχόταν σε συνεννόηση με τις Αρχές, πολιτικές και στρατιωτικές· αυτός ανακοίνωνε στους κομματάρχες τα θελήματα του αρχηγού και τις οδηγίες· αυτός έβγαζε δικαστικές απόφασες· αυτός στρατιωτικές άδειες· αυτός μετάθεσες και πάψες. Συντύχαινε με τον πολύ κόσμο, άκουε παράπονα κι έδινε ελπίδες είτε πραγματοποιούσε όνειρα. Όλης της επαρχίας εκείνης και πολλές φορές του νομού τη χιλιοπρόσωπη κομματική υπηρεσία περιπλε­γμένη την είχε ο Τριζώνης στα δάχτυλά του και σαν τηλεγραφική μηχανή διατηρούσε φαύλη συγκοινωνία, στέλνοντας στην Πρωτεύουσα ανήθικες απαίτησες των φίλων και παίρνοντας αποκεί ανηθικότερες υπόσχεσες.

Για να έχει όμως αυτή την δύναμη, που έκανε τους φίλους να τον περιτριγυρίζουν και να τον γλυκοθωρούν σαν είδωλο τύχης τυφλής, οι αντίθετοι τον απόφευ­γαν σαν μόλυσμα. Ο Ταράνανας, άμα τον είδε, γύρισε άλλου το πρόσωπο και ηθέλησε να τραβήξει το χέρι του. Μα ο Τριζώνης τον κράτησε σφιχτά και πάντα γελα­στός του είπε:

- Ρε αδρφέ σμπέθερε, χάλασα τουν κόσμου γυ­ρεύοντάς σε. Που ήσνα κρυμμένος!

- Να, με τσι φίλς· απάντησε αυτός αδιάφορος, σαν να του έλεγε: άσε με και μη με σκοτίζεις.

- Σε θέλω· έλα να σ’ που ένα λόγο για καλό σ’…

- Τι θα μ’ πεις; δεν έχω κβέντα μι σε.

Ο Τριζώνης χαμογέλασε με το πείσμα του συμπέθερου και φρόντιζε να τον αντικρίσει στα μάτια.

- Μουρ’ έλα κι δε θα σ’ φάου!... φώναξε πει­σμωμένος τάχα. Έλα κι δε θα σε φάου!...

- Δεν έρχουμι σ’ λέου!... δεν έρχουμι!... επέμεινε εκείνος, προβάλλοντας το κορμί μπροστά και ανοίγοντας τα μάτια.

-Έλα σ’ λέου για καλό σ’. . . Αν δεν έρθς, θα μετανιώσεις! ξανάειπε ο Τριζώνης.

Μίλησε τόσο σοβαρά τα τελευταία λόγια του, που ο αγαθός σκάπουλος χολοταράχτηκε. Τα θάρρος κι η κομματική αποστροφή έφυγαν από πάνω του. Αντί να μακρύνει πλησίασε περισσότερο στον Τριζώνη, πρό­σωπο με πρόσωπο και τον κοίταζε κατάματα, θέλον­τας να μαντέψει τους σκοπούς του. Μα εκείνος κρύος, ατάραχος, με το χαμόγελο μαρμαρωμένο στα χείλη, γύρισε και του σφύριξε στ’ αφτί:

- Σε θέλει ο κυρ-Αλέξαντρος πάμε σπίτ’.

Ο Ταράνανας πισωπάτησε σπασμωδικά, σαν να αισθάνθηκε βέλος πύρινο μέσα στα μυαλό του και φώ­ναξε με οργή·

- Τ’ έκαμε λέει; Ιγώ να πάου σπιτ’ τ’!... Ιγώ ν’ ανεβού τ’ σκάλα τ’!... Κάλλιο να μου κόψνε τα ποδάρι απ’ το γόνα! Όχι, δεν πάου, δεν πάου!... δεν πάου πθενά!...

Κι ηθέλησε να φύγει, να πλησιάσει στους συντρόφους του, να εύρει αγγελική ασπίδα στη διαβολική εκείνη φωνή, που τον έσερνε ν’ αρνηθεί τη θρησκεία του. Τόσα χρόνια το δούλευε το κόμμα του· πάππου προς πάππου! Τόσα χρόνια δεν πάτησε ποτέ στην πόρτα της Τηραημόλας! Ούτε σε χαρά ούτε σε λύπη. Ούτε για καλό, ούτε για κακό. Όχι να πάει τώρα παραμονές εκλογών! Αφήν’ Τούρκος το τζαμί χωρίς ν’ αλλαξοπιστήσει;

Μα ο μαυλιστής του, αδράζοντας πάλι το μπράτσο του σφιχτά και κοιτάζοντάς τον με γέλιο στα χείλη και με χολή στα μάτια·

- Παλάβωσες; λέει. Μουρ’ είσαι χαμένος σμπέθερε· έλα να σ’ που...

Και τον έσυρε έρριζα στον τοίχο κι άρχισε να του κρυφομιλεί. Ο σκάπουλος στην αρχή απαιτούσε να του μιλεί δυνατά, να τον ακούει ο κόσμος, να μη βάλουν υποψία πως παζαρεύει τον ψήφο του. Α! όλα κι όλα! Το κόμμα είναι θρησκεία δεν τ’ άλλαζε: Ό,τι και να γίνει. Δεν δίνει αλλού τον ψήφο του για όλο τον κόσμο! Μυστικά μαζί δεν έχουν οι αντίθετοι. Και μάλιστα τέτοιες ημέρες. Ό,τι έχει να του ειπεί, να το ειπεί φόρα και γρήγορα... Κι όλο ήθελε να φύγει από κοντά του. Μα όσο τον άκουε, λίγο λίγο μαλάκωνε. Χαμήλωνε τα μάτια και πλησίαζε ολοένα στο συμπέθερο, δείχνοντας πόσο σπουδαία και σοβαρά ήταν τα λόγια του.

Αληθινά ο Τριζώνης έλεγε σπουδαία πράματα. Εξ εφτά μήνες πριν ο Ταράνανας είχε σοβαρή δουλειά με τον Οικονομικό Έφορο της επαρχίας. Αφορμή έδωκε ένα προιάρι αλάτι. Με τον σύντροφό του το Γιάννη Κρούστα ή Μπούφο το φέρνανε νύχτα στην πόλη από το Λούρο. Οι χωροφύλακες, που περιπολού­σαν, στη λίμνη, τους απάντησαν και τους διάταξαν να σταθούν. Εκείνοι εξακολούθησαν το δρόμο τους, σπρώχνοντας μπροστά με τα σταλίκια τα προιάρι κι αφήνοντας πίσω γαλάζια γραμμή από φώσφορο στη σκοτεινή απλωσιά. Οι χωροφύλακες ντουφεκίσανε τότε στον αέρα να τους φοβίσουν· μα εκείνοι έριξαν στα τυφλά και πλήγωσαν ένα από δαύτους. Οι περίπουλοι θύμωσαν τους βάλανε στο σημάδι και τους ανάγκα­σαν ν’ αφήκουν το προιάρι και να ριχτούν στη λίμνη. Οι χωροφύλακες πιάσανε το προιάρι, πέρασαν την αυγή στο Λούρο, χαλάσανε τα τηγάνια της αλυκής κι από διάφορα πράματα τους κατάγγειλαν στην Αρχή το Μπούφο και τον Ταράνανα.

Ο Μπούφος ήταν φανατικός φίλος της Τηραημόλας και με δυο λόγια, που σφύριξε ο Τριζώνης του έφορου, απαλλάχτηκε αμέσως. Τα πράματα, που κατάσκεσαν οι χωροφύλακες, μπορούσε να ήταν δικά του, χωρίς να ενέχεται. Ο Ταράνανας όμως δεν ήταν φίλος και δεν είχε ανάγκη να φροντίσει γι’ αυτόν ο συμπέθερος. Έπειτα το προιάρι είχε γραμμένο στην πρύμη τ’ όνομά του. Κι είχε ακόμη κοντά, με κόκ­κινη βαφή κι ένα εκλογικό δίστιχο, που βάραινε φοβερά τη θέση του. Το θυμάται: Αν δεν το θυμάται, να του το ειπεί αυτός, που δεν το ξέχασε, ούτε θα το ξεχάσει ποτέ στον αιώνα!


Ξεκίνησε με φλόγες ο καπετάν Γιωργής.

Τα Γιάννινα να πάρει ο καπετάν Μακρής.


Φυσικά ο έφορος έβγαλε την απόφασή του. Οχτα­κόσιες δραχμές είχε πρόστιμο ο Ταράνανας και το Νομικό Συμβούλιο ήταν έτοιμο με μια μονοκοντυλιά να διατάξει την προσωπική του κράτηση. Και να μη λέμε την καταγγελία για την αντίσταση, που έκαμε στην Αρχή! Τι τα θες. Ήταν τόσο κακά τα πράματα, που μια να έμπαινε στη φυλακή, δε θα ’βγαινε παρά νεκρός.

- Μουρ’ τι λες, σμπέθερε; ρώτησε ο σκάπουλος.

- Μα τα ούλα τα κονίσματα δε γλιτώνεις είπε ο Τριζώνης με απάθεια.

Ο Ταράνανας τα έχασε. Κοίταζε το σύντροφό του στα μάτια κι έπειτ’ ακούμπησε το κεφάλι στον τοίχο συλλογισμένος.

- Τι να κάμω; μουρμούρισε.

Ο Τριζώνης δεν απάντησε αμέσως. Άφηκε το σκάπουλο στην απελπισία του κάμποση ώρα. Άξαφνα με φωνή δυνατή κι απαιτητική του είπε, πιάνοντάς τον αλαφρά από το γελέκο:

- Μ’ ακούς εμένα; δε μ’ ακούς!... Πάμε σπίτ’ σ’ λέου· είναι καιρός ακόμα… Του ξέρ’ ο κυρ-Αλέξαντρος. Του μίλησα ιγώ...

Και τράβηξε να φύγει. Ο σκάπουλος ηθέλησε ν’ αντισταθεί, να μην ακολουθήσει. Μα έξαφνα με δυο τρία δραμπαλίσματα του κορμιού, έσκυψε το κεφάλι και όρμησε σαν μεθυσμένος κατόπιν του.

Ήταν οι δυο φίλοι, ο Αποστόλης Βάραγκας ή Κο­ψαχείλης κι ο Τάσος Κρίκας ή Τσιρίμπασης, είδαν τον Ταράνανα ν’ ακολουθεί τον Τριζώνη, κοίταξε ένας τον άλλον και χαμογέλασαν πονηρά.

- Πάει πίσου σαν το ψάρ’ στην τράενα· είπε ο ένας.

- Τσίμπ’σι· πρόσθεσε ο άλλος.

- Λες:

- Ω βέβαια· κάτι παλούκι τ’ χώσανε και πάει ναν τ’ του βγάλν’...

Και εκάθισαν απ’ έξω σ’ έναν καφενέ, αντίκρυ στο καπνοπωλείο. Κόσμος πολύς πηγαινορχότανε μπροστά τους. Πολύ σπάνια τ’ Αϊ-Σημιού ή του Λαζάρου, που γιορτάζεται η Έξοδος, φαίνεται κάποια κίνηση εκεί. Μα για να καταντήσει αληθινό πανηγύρι, πρέπει δυο σημαντικά πράματα να συμβούν. Ή να κατεβεί κανέ­νας ντόπιος πολιτικός από την πρωτεύουσα ή να είναι παραμονές εκλογών. Τότε καταντά αγνώριστη η κοι­μισμένη Πλατεία. Επιστήμονες, υπάλληλοι και στρα­τιωτικοί· γιβαράδες και καραβοκυραίοι· χοντρονοικοκυραίοι κι έμποροι· χωριάτες και γεωργοί και γύφτοι· δήμαρχοι και υποψήφιοι βουλευτές της επαρχίας, του Νομού όλου ανάκατα, ήταν τώρα εκεί και γλυκομιλού­σαν και κρυφογελούσανε ίσοι προς ίσους όλοι, όπως σε κανένα εμπορικό πανηγύρι, όταν το κρασί ανάβει τα καύκαλα και το μεθύσι της κερδοσκοπίας παρασέρνει τη ντροπή και λύνει άκριτη τη γλώσσα. Και δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά πανηγύρι και παζάρεμα ψήφων. Ήθελαν όλοι να φαίνονται πως είναι κομματάρχες πως δίχως αυτούς τίποτα δε γίνεται. Άνθρωποι ση­μαντικοί κι άνθρωποι που δεν όριζαν όχι τον ψήφο μα ούτε το παπούτσι τους, έτρεχαν απάνω κάτω κι ήθελαν να παραπείσει ένας τον άλλον, να του ξεκολλήσει ένα λόγο, να μαντέψει τι κρύβει μέσα του και να τον αναγκάσει να τ’ αλλάξει. Οι χαραχτήρες, οι κοινωνικές σχέσες, η πολιτική μάθηση, τα σχέδια και τα όνειρα των αρχηγών, ήταν όλα στο στόμα τους και ή τα τρίβανε και τα σκορπίζανε στους τέσσερους ανέμους ντροπιασμένα κι ανάξια προσοχής ή τα σύναζαν και τα στρογγυλόκοβαν βάθρο ακλόνητο στα χρυσελεφαντένιο άγαλμά τους. Εκλογικός ανεμοστρό­βιλος σάρωνε το μακρύστενο σοκάκι και καθότανε απάνω στα κρανία, έμπαινε στα μυαλά του πλήθους και το έκανε να βρίσκει χίλια δυο τερτίπια θαυμαστά, λες και δεν είχε στη ζωή του άλλη φροντίδα, από κείνη της εκλογικής ενεργείας και του κομματικού πυρετού.

Ζερβόδεξα τα μαγαζιά, οι ταβέρνες και τα ρακοπουλειά, τα μπακάλικα κι οι καφενέδες ήταν στολισμένοι με των κομμάτων τα σημάδια. Σημαίες και φλάμπουρα· εικόνες και κορδέλες ελιές ολόκορμες και δάφνες και πορτοκαλιές, έστεκαν ορθές σε κάθε πόρτα, σκαλώνανε σε κάθε παράθυρο στεφάνωναν κεραμίδια, αγκωνάρια, μπαλκόνια και μπαλκονόπορτες στόλιζαν κρασοβάρελα και τυράσκια, ψαρόψαθες και φαρμα­κείων ακόμη βιτρίνες, με φανατισμό αλληλοφαγωμού. Και μέσα βροντούσε άλλη ζωή, φωνές κεραστών και τραγούδια μεθυσμένων και «βίβα» και «ζήτω»! «Κλώσα» και «Τηραημόλα» ανθρώπων που δεν είχαν άλλη συνείδηση, από κείνη του φαγοποτιού και της ανέξοδης σπατάλης.

Ο Κοψαχείλης κι ο Τσιρίμπασης εξακολουθούσαν ν’ αναθεματίζουν τη ζωγραφιά που έστεκε αντίκρυ τους σκεπτική, λες και ταλάνιζε τη μοίρα των απογόνων. Με το ίδιο ξάναμμα που παίνευαν πριν τον αρματολό κατηγορούσαν τώρα το διπλωμάτη. Έλεγαν πως για ν’ αναγνωριστεί στον τόπο του αρχηγός, έφερε τους Σουλιώτες κι έδερναν τον κόσμο κι έγδυναν τα σπίτια και σκότωναν τους νοικοκυραίους. Τον ύβριζαν πως με πλαστά γράμματα ραδιούργησε τους ντόπιους καπε­ταναίους στα παλικάρια τους· πως ερέθιζε το λαό με τους άρχοντες, χαραχτηρίζοντάς τους προδότες. Έλεγαν πως αυτός στ’ Ανάπλι εμπόδιζε να στέλνουν τρο­φές στην πολιορκημένη πόλη κι έγινε αιτία της φριχτής πείνας· πως πρόδωσε στους Τούρκους τη νύχτα της Εξόδου και συμβούλεψε τη θέση για να στήσουν τον Κάη, το κανόνι που τόσους σάρωσε διαλεχτούς στην πρώτη ορμή. Αυτός έγινε αιτία να πελεκηθεί το σώμα του Μακρή από τους Αρβανίτες στ’ Αμπέλια του Ριζικότσικα. Αυτός εμπόδισε τον Κώστα Μπότσαρη να βοηθήσει χτυπώντας τις πλάτες του εχτρού. Κι ακόμη όταν έφτασαν τ’ απομεινάρια της ηρωικής καταστροφής στ’ Ανάπλι, αυτός δεν ηθέλησε να τα δεχτεί κι εμπόδισε την Κυβέρνηση να τους δώκει ψωμί και ρούχα και βαθμούς, ο φθονερός!...

Οι δυο φίλοι δεν ήταν οι μόνοι που έλεγαν και πίστευαν αυτά. Ήταν σχεδόν όλοι οι πολιτικοί αντίπαλοι του σημερινού αρχηγού της Τηραημόλας, όσοι δεν ψωμίστηκαν από τα χέρια του ή και ψωμίστηκαν λιγότερο απ’ ό,τι έλπιζαν. Και δε μετρήθηκαν μόνον εδώ οι υπερεσίες των αγωνιστών κατά τις συμπάθειες και αντιπάθειες του λαού στους συγγενείς τους. Παντού έγιναν τα ίδια, σε κάθε μέρος της ελεύθερης Ελ­λάδας, όπου τα τέκνα των ηρώων ανακατεύτηκαν στην πολιτική. Αλλά στο Μεσολόγγι, που έγινε έδρα της Δυτικής Ελλάδας από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, η ασέβεια κι η παραγνώριση έφτασαν στο φοβερότερο σημείον. Άρχισε αμέσως το αλληλοφάγωμα των στρατιωτικών με τους πολιτικούς, των ξένων με τους ντόπιους, των προυχόντων και του λαού. Οι δημοκόποι ήβραν ευκαιρία να οργιάσουν. Συχνά τα χαλάσματα εκείνα των σπιτιών και τα μολυβοφανωμένα κάστρα σταθήκανε μάρτυρες βουβοί, έχτρας τρομερότερης από τα τρελά γιουρούσια των Τούρκων. Συχνά λησμονηθήκανε οι πολύτιμες υπερεσίες του προύχοντα εμπρός στα λογοκοπήματα πρόστυχου καλαμαρά. Πολλές φορές είδαν να καεί σαν το Γιούδα τα αντρείκελο φρόνιμου και αγνού στρατη­γού και να κηρυχτεί εθνοσωτήρας αηδέστατος δημοκόπος. Και το κακό δεν έμεινε ως εδώ. Εξακολού­θησε με πείσμα περισσότερο και έπειτ’ από τον Αγώνα. Τα παιδιά των αγωνιστών, αφού δεν είχαν δική τους ιστορία, ηθέλησαν να εκμεταλλευθούν την ιστορία εκείνων, να θυμίσουν στον όχλο τις υπερεσίες τους και τις εικόνες τους να στήσουν εκλογικά λάβαρα. Τότε όμως εκείνος παράφορος, βαρυποτισμένος από ελευθερία, πάππου προς πάππου ασεβέστατος, δεν εδίστασε ν’ αρνηθεί και στους πατέρες τη δόξα, να πλαστογραφήσει την ιστορία τους, μόνον και μόνον για να εκδικηθεί τους απογόνους.

Τώρα στη συνείδηση των δυο φίλων κανένα δεν εύρισκεν έλεος ο σοφός διπλωμάτης. Όλες τις κατα­στροφές, τ’ ατυχήματα όσα υπόφερεν ο τόπος τους κατά τον πικρόν αγώνα, η μισητή εκείνη και απάν­θρωπη ψυχή τα είχε φέρει όλα. Δεν ελογάριαζαν πως ήταν νεκρός, πως ανήκει σε περασμένη γενεά, πως είχε γίνει σκόνη μέσα στον τάφον του. Επίστευαν πως τον είχαν μπροστά τους, πως τον έβλεπαν σύψυχον, πως τους άκουε κι ήθελαν να τον πικράνουν, να τον βασα­νίσουν, να τον ιδούν να κλάψει για να χαροκοπήσουν.

- Προδότης που να μην είχε κλήρα... εσυμπέρανε ο Κοψαχείλης με αγανάχτηση.

Μα εκείνη την ώρα, όλων η προσοχή ήταν ριγμένη στην άκρη της Πλατείας, πίσω από τ’ αγκωνάρι γει­τονικού στενού κι οι φίλοι αναγκάστηκαν να κόψουν την κουβέντα τους. Τούμπανα και καραμούζες έφεραν στ’ αφτιά τους το τραγούδι της Τηραημόλας με τους βροντηχτούς, κομμένους κι αυστηρούς σαν ξαφνιστκά παραγγέλματα τόνους της. Μα δεν τους ανησύχησε τόσο το τραγούδι όσο τα πονηρά βλέμματα μερι­κών αντιθέτων που κολλούσαν απάνω τους με σαρ­κασμό.

- Ο Ταράνανας! ψιθυρίσανε συνατοί τους.

Και μονόγνωμοι σηκώθηκαν και βάδισαν εκεί. Ήταν αληθινά το κόμμα της Τηραημόλας: Ψαράδες με τα πλατιά βρακιά και τα κόκκινα ζωνάρια και τα μάλ­λινα πουκάμισα τους κι οξωμάχοι με τις φουστανέλες τους, αναμαλλιασμένοι όλοι, κοκκινοπρόσωποι, με τα χέρια ψηλά, χοροπηδούσανε κι αντιπατούσαν τη γη. Κι εμπρός απ’ όλους περισσότερο ξαναμμένος, αγριοπρόσωπος, με το φανατισμό νεοφώτιστου, κλωτσοχόρευε ο Ταρανανάς κι εγκάριζε ανακινώντας ψηλά μια εικόνα, το λάβαρο που είχε το νέο κόμμα του.

Ο σκάπουλος μόλις ανέβηκε στη σκάλα και βρέθηκε μπροστά στον αρχηγό, κατάλαβε πως ο ψήφος ήταν η μόνη σωτηρία του. Είναι αλήθεια πως ο σεβα­στός γέροντας καθόλου δεν του είπε τέτοιο λόγο. Τον ρώτησε τι κάνει, η γυναίκα του, το σκυλάκι, τα κλωσοπούλια του· πώς πηγαίνει το ψάρεμα, ο καπνός, τ’ αλάτι. Α, τ’ αλάτι!... Τι διάβολο, τόσο απρο­φύλαχτα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι τις δουλειές τους και φανερώνονται στην εξουσία! Κι επί τέλους, αφού δεν έχουν την καπατσοσύνη να κρυφτούν, δεν φροντίζουν τουλάχιστον να έχουν έναν καλό φίλο, που θα μπορεί να τους βρεθεί στην ανάγκη τους!... Ά πολύ κακά τα καταφέρνουν! πολύ κακά!... Και τα έλεγε με ήσυχη φωνή, κοιτάζοντας πότε τον Τριζώνη, πότε τα έπιπλά του, πότε τους άλλους ανθρώπους που περνοδιάβαιναν· καθόλου όμως τον Ταράνανα. Δεν μίλαγε γι’ αυτόν. Ο αρχηγός εξέταζε γενικότερα το πράμα. Ελυπόταν να υποφέρουν οι άνθρωποι από λειψομυαλιά τους. Και όμως δεν πρέπει να τους αφήκει να χαθούν. Σήμερα που μπορεί να κάμει το καλό, θα το κάμει κι ας πάει στα χαμένα!

- Φρόντισε· είπε στον Τριζώνη· τελείωσε τη δου­λειά του παιδιού από δω.

Κι έπειτα δίνοντας το χέρι στον Ταράνανα και κοι­τάζοντας τον με χαμόγελο:

- Μείνε ήσυχος, του ψιθύρισε· η δουλειά του τελειωμένη.

Ο σκάπουλος στην τόση καλοσύνη του κομματάρχη αισθάνθηκε ταπείνωση. Η συγκίνηση τον έπνιγε. Δεν ήταν μικρό πράμα να γλιτώσει και πρόστιμο και φυλακή μ’ ένα λόγο. Τάχα τι κέρδισε τόσα χρόνια που δούλευε με αφοσίωση το κόμμα τους Μονάχα όταν ήταν στην εξουσία - πολύ σπάνια κι αυτό - τον άφηναν να ψαρεύει στη λίμνη, χωρίς να πληρώνει το δωδεκάδραχμο επιτήδευμα και να πουλεί εμπρός στα μάτια της Αρχής τον καπνό και τ’ αλάτι του. Από τέτοιον όμως κίντυνο, σαν το σημερινό, μπόρεσε ποτέ να τον σώσει; Καθόλου. Κι ενθουσιασμένος για τη σωτηρία του, αποφάσισε αμέσως να σηκώσει τοίχο στο κομματικό του παρελθόν. Κατάλαβε πως, αν η αξιοπρέπεια του γέροντα δεν τον άφηνε να ζητήσει ψήφο, μόνος του έπρεπε να τον προσφέρει. Έσφιξε δυνατά το απλωμένο χέρι και φώναξε τινάζοντας τη σκούφια του στη ζωγραφισμένη οροφή:

- Ζήτω η Τηραημόλα, ζήτω!...

Όταν σε λίγη ώρα ο Ταράνανας, ζαλισμένος ακόμη, άφηνε τον ναό της νέας του θρησκείας, τον άρπαζε το πλήθος που γλεντοκοπούσε με τα τούμπανα στην αυλή. Ήταν κι αυτό εκλογικό τερτίπι. Ο σκάπουλος βρέθηκε στην ανάγκη να γίνει φίλος της Τηραημόλας. Μα δεν ήταν βέβαιο αν θα κρατούσε το λόγο του. Σε τέτοιους ανθρώπους δεν μπορεί κανείς να ’χει εμπιστοσύνη. Μόλις έβγαιν’ έξω οι παλιοί φίλοι θα τρέχανε από πίσω του. Ο αρχηγός θα του έταζε λαγούς με πετραχήλια· θα του έκαναν όλοι παρατή­ρηση για το κάμωμά του το προδοτικό· θα τον έβρι­ζαν, θα τον παρακαλούσαν, αλλαξοκορδέλλα θα τον έκραζαν κι ίσως τον έκαναν να μετανιώσει. Έπειτα κι αν κρατούσε το λόγο του, αν έριχνε τον ψήφο του στην κάλπη της Τηραημόλας, τι μ’ αυτό: Ένας περισσότερος ένας λιγότερος δεν έχει και μεγάλη ση­μασία. Ο σκοπός ήταν να δειχτεί έξω στο δρόμο, να μάθουν όλοι τα γύρισμα του να λαληθεί πως το κόμμα έχει δύναμη, αφού κατορθώνει και παίρνει από τ’ άλλα τους φανατικότερους φίλους. Αυτό κάνει εντύπωση και παρασέρνει κι άλλους. Άμα τσακίσει ένα κόμμα, δε βαστιέται...

Ο Ταράνανας στην αρχή δυσκολεύτηκε. Ήθελε να εύρει χίλιες δυο αφορμές για ν’ αποφύγει. Είχε ακόμη συνείδηση πως το κάμωμά του δεν ήταν καλό. Ντρεπότανε να βγει στον κόσμο έτσι απότομα με τη νέα του σημαία. Ο Τριζώνης όμως ήταν κοντά και τον κοίταζε αμίλητος, με τα χολερικά μάτια του αυστηρά, με τα χείλη σφιγμέν’ από την αγανάχτηση. Αν δεν ακολουθούσε, βέβαια πως ήταν χαμένος ο Ταράνανας. Κι όχι μόνον ν’ ακολουθήσει έπρεπε, μα και να φανεί λυπημένος, που τώρα μόλις άνοιξε τα μάτια του στο φως το αληθινό, να ξελαρυγγιαστεί μάλιστα ζητωκραυγάζοντας.

- Έλα μπροστά, μπροστά, κμπαρε... είπε ο αρχηγός του πλήθους, ένας πρισκοκοίλης γιβαράς· πάρε στο σπίτ’ κι το γέροντά μας.

Και του έδωκε στο χέρι την εικόνα του διπλωμάτη. Ο σκάπουλος αναγκάστηκε ν’ ακολουθήσει. Και λίγο λίγο, όσο άκουε γύρω του τις κραυγές των συντρόφων, έδιωχνε το δισταγμό και τη ντροπή του. Το εκλογικό τραγούδι, που δεν μπορούσε άλλοτε ν ακούσει χωρίς φρίκη, τώρα τον ενθουσίαζε και τον έσερνε στον ανε­μοστρόβιλο της τρελής χαράς και του κομματικού μίσους.

- Αλτάνη, μώρ’ Αλτάν’!... έβγα όξου να μας κιράεις· φώναξε κλωτσώντας την πόρτα του με μανία. Μι το γκιγούμ’ του θέλου μι το γκιγούμ!...

Η γυναίκα του, καθώς άκουσε πως διάβαινε η Τηραημόλα από το σπίτι της, έβγαλε τα σαρίδια έξω και τα σκόρπισε για να δείξει την περιφρόνησή της. Έπειτα μπήκε και μαντάλωσε την πόρτα με πάταγο. Όταν όμως με τις άλλες αγριοφωνές άκουσε και τη φωνή του αντρός της, απόρησε. Ήταν δυνατόν ο Παντελέως να βρίσκεται με το πλήθος εκείνο; Με τρε­μουλιαστά χέρια άνοιξε και καθώς είδε την αλήθεια, εξωφρενών άρχισε να μουντζώνει τον άντρα της και να καταριέται.

- Τ’ είναι που κάνεις μαρέ, κτουραμά, μαρέ μπούφο! Αμ δε σ’ έκοβε καλύτερα! Τ’ έπαθες κι αλλαξοπίστ’σες, κολασμένε!...

Μα εκείνο; με αγριότερες φωνές απάντησε τραγουδιστά στα λόγια της γυναίκας του:


Χαρίλαε Τρικούπη,

του πρέσβη μας παιδί,

ο Βασιλιάς σε θέλει

ν’ ανοίξεις τη Βουλή!...


Άξαφνα είδε μέσα στο λαό τους δυο συντρόφους του. Έστεκαν παράμερα και τον κοιτάζανε χλωμοί, άφωνοι, με τρεμάμενο πηγούνι από το θυμό. Ο σκά­πουλος θύμωσε. Γιατί να τον κοιτάζουν έτσι; Τ’ ήθε­λαν; Τι ανάγκη τους είχε; Έτσι τ’ αρέσει, έτσι φέρ­νεται. Δεν έχει να δώσει λόγο σε κανένα! Όχι σε κανένα!...

Και για να δείξει την περιφρόνηση του σε κείνους και το κόμμα τους, σήκωσε ψηλά τη ζωγραφιά και χτύπησε βαριά την άλλη, που είχε απάνω από την πόρτα του. Με τον νέο του θεό, τον πανίσχυρο, σύν­τριβε τώρα τον παλιό, που δεν ήταν ικανός να τον προστατέψει. Τάχα τι μας έκαμε κι αυτός που φου­σκώνει τόσο! Ήταν παλικάρι· πολέμησε· ματώθηκε.

Και τι με τούτο; Μόνος του ελευθέρωσε την πατρίδα; Αν δεν ήταν αυτός, θα ήταν άλλοι, μύριοι! Ή νομίζει πως δεν το ξέρουν όλοι, πως στην Έξοδο βγήκε με γυναίκια φορέματα κατά το Νιοχώρι, ενώ οι άλλοι κομματιάζονταν από τα βόλια των Τούρκων στον Αϊ-Θανάση. Να συχωράει την τύχη και τ’ όνομά του, είτ’ αλλιώς δε θα τον λογάριαζε ο Ταράνανας ούτε στο παλιό του παπούτσι...

Και κει που κλωτσοπατούσε και θρυμμάτιζε τα γυαλιά και τη χρυσή κορνίζα, στη θέση της αναστύλωνε την άλλη και την χαιρέτιζε με τρελές ζητω­κραυγές και γυρίσματα:


Τηραημόλα! Τηραημόλα!

Τρικουπάκια είμαστ’ όλα!...


Η κατασπαραγμένη ζωγραφιά σερνότανε στη γη τώρα, μπαίγνιο του ανέμου και της σκόνης. Η άλλη χρυσολαμπύριζε ψηλά, υγρή ακόμη από τα φιλήματα των πιστών της. Και κει που το κεφάλι του αρματολού με την πολεμική του έξαψη φαινότανε πως θέλει να κατασφάξει τον υβριστή, ο διπλωμάτης με ήρεμη μελαγχολία έγνεφε στο συναγωνιστή του, να ησυχάσει. Έτσι είν’ ο κόσμος. Πάντα τέτοιος θα είναι ο κόσμος.