Ηρωική αυταπάρνησις
Ἡρωϊκὴ αὐταπάρνησις Συγγραφέας: |
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889 του Κωνσταντίνου Σκόκου |
«Ὤ, σὺ κρυφή, μονάκριβή μου ἐλπίδα,
Ἕως πότε τὸ λοιπὸν θὰ μὲ παιδεύῃς;
Ἕως πότε, μαυρομμάτα κλειστοφρύδα,
Εἰς τὰς πληγάς μου ἐπάνω νὰ χορεύῃς;
Ἄχ, φθάνουν πειά, κακούργα, τὰ φαρμάκια σου,
Δός μου νὰ μεθυσθῶ κι’ ἀπ’ τὰ φιλάκια σου.»
«Ἔλα ’ς τὸ νοῦ σου, οὐράνιε σατανᾶ μου,
Θὰ σὲ παιδέψῃ ὁ Θεὸς ἂν βουρλιστῶ·
Χύσε, ἀστραπή μου, φῶς ’ς τὴν σκοτεινιά μου,
Ὤ, μὴ θελήσῃς ν’ αὐτοχειριασθῶ!
Τὰ αἰσθήματα ’ποῦ ἑμπνές, σκληρή, ’ς ἐμένανε
Δὲν φθείρουνε τὴν σήμερο κανένανε…»
«Κλῖνε γλυκὰ ’ς τὴν ἔνωσί μας, φῶς μου,
Γενοῦ βασίλισσά μου καί συμβία μου.
Κι’ ἀπ’ ὅσα κλεῖ ’ς τὴ γῆ ὁ Θεὸς τοῦ κόσμου
Οὔτ’ ἕνα δὲν θὰ σ’ ἀρνηθῇ ἡ καρδία μου.
Ὅλα γιὰ ἐμᾶς κ’ εἰς ὅλα πρῶτοι ἐμεῖς.
Ποτὲ δὲν θὰ ἐρωτῶ περὶ τιμῆς.»
«Δὲν θ’ ἀρνηθῶ ’ς ἐσένα πρᾶξι ἢ πρᾶμμα,
Ὅ,τι νὰ θὲς πρὶν νὰ τὸ λὲς θὰ γένεται·
Λοῦσα, χορούς, ταξείδια ἐν τῷ ἅμα
Θὰ τἄχῃς δίχως νὰ μοῦ κακοφαίνεται.
Καὶ — ’σὰν γυναῖκα — ἂν φταὶς ’κἀμμιὰ φορά,
Ποτὲ δὲν θὰ θυμόνω σοβαρά.»
«’Σὰν θἄρχεσαι ἀφ’ τοὺς μπάλους κουρασμένη
Θὰ τρέχω τὰ σκαρπίνια νὰ σοῦ βγάνω·
Μὲ γλύκα ἂν μὲ προστάζῃς ἢ ὀργισμένη,
«Ναί…» θὰ σοῦ λέω, κι’ ὅτι μοῦ λὲς θὰ κάνω!
’Σὰν ντύνεσαι θὰ σοὖμαι ἡ μοδιστοῦλά σου,
’Σὰν γδύνεσαι δουλίτσά, μαμμοροῦλά σου!»
«Μὲ πόση ὑπομονὴ ’ποῦ θὰ ὑπομένω
Κάθε σου τρέλλα, κάθε ἰδιοτροπία σου·
Καὶ χώρια σου ἂν μοῦ στρόνῃς θὰ πηγαίνω
Νὰ πέφτω μοναχὸς πρὸς ἡσυχία σου·
Κι’ ὅσο γι’ αὐτό, σ’ τὸ λέω, θὰ μαρτυρεύομαι,
Χωρὶς ὅμως γιὰ σὲ καὶ νὰ ὑποπτεύωμαι.»
«’Στὸ νευρικό σου, ἂν ὀργισθῇς μαζῆ μου,
’Σὰν γάτα θὰ μαζεύωμαι ’μπροστά σου·
Μ’ ὅση νὰ κρύφτω ζήλια ’ς τὴν ψυχή μου
Θὰ λέω πῶς σφάλλω ἐγὼ ’ςτὰ σφάλματά σου·
Κι’ ἂν μ’ ἀδικῇς ἀκόμη, ὤ, πίστεψέ μου το,
Φταίω ’γώ, θὲ νὰ σοῦ λέω, συχώρεσέ μου το!»
«Ἄχ, τί χαραῖς, ψυχή μου, ἂν ’γκαστρωθῇς,
Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα θὰ σοῦ φέρνω,
Ὡς ’ποῦ νὰ μοῦ καλολευθερωθῇς
Θὰ ἰδῇς ’σὰν παλαβὸς νὰ παραδέρνω
Γιὰ μυρωδιαῖς, γιὰ ὅ,τι ἐπιθυμᾷς,
Καὶ σὺ ἃς μὲ φτῇς, ἂς κλαῖς κι’ ἂς βλασφημᾶς!»
«Κι’ ἂν ἴσως τὰ μικρά μας δὲν μ’ ὁμοιάζουνε
Παράπονο δὲν θαὔγῃ ἀπ’ τὰ χειλάκια μου·
Δὲν ’μοιάζω ἐγὼ μὲ κάποιους ’ποῦ γκρινιάζουνε…
Ἂς γένουν ὅπως γένουν τὰ παιδάκια μου.
Πές μου, πλὴν θέλω δίκαιη νὰ φανῇς;
Μὲ τόση πίστι ἀγάπησε κανείς;»
«Ἔλα μου, ὡραία καὶ ἁγνὴ περιστεροῦλα,
Ἑνώσου πλειὰ μὲ τὸν περίστερό σου·
Καὶ παρελθὸν καὶ μέλλον κι’ ὅλα κι’ οὖλα
Θὰ σ’ τ’ ἀγαπῶ ’σὰν τίμιος σύζυγός σου.
’Δάκρυσα, ἰδές! Ὤ, μέλια! καὶ ὤ φαρμάκια!…
Ἄχ σ’ ἀγαπῶ, ἀποθνήσκω!…»
Ἐκείνη; — Ἄ, Κερατάκια!