Ζουλέϊκα
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΖΟΥΛΕΪΚΑ[1]
[ΕΜΜΕΤΡΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ]

«Ἐπιθυμίαν μὲν διπλασιασθεῖσαν ἔρωτα εἶναι,
Ἔρωτα δὲ διαπλασθέντα, μανίαν γενέσθαι.»

(Πρόδικος).

Κυλοῦν τοῦ Νείλου τὰ νερὰ γοργὰ γοργὰ
Μ’ ὁλόγλυκο καὶ χαϊδευτὸ μουρμούρισμα.
Τῇς χουρμαδιὲς καὶ τὰ καλάμια βρέχουνε
Ὅπου φυτρώνουν γύρῳ καὶ ῥιζοβολοῦν.
Πέφτει ὁ Ἥλιος, γέρνει κατακόκκινος,
Τὰ συννεφάκια τἄσπρα ποὖν’ ’ς τὴ δύσι του
Χρυσίζουνε σὰν νἆν’ χυμένο μάλαμα.
ᾙ πυραμίδαις ὁλοφώτισταις, χρυσαίς,
Τὴ μυτερὴ σκιά τους πίσω ῥίχνουνε.
ᾙ χουρμαδιὲς λυγίζουν ὑπερήφαναις
Καὶ λούζουν τὴ σκιά τους ’ς τὰ χρυσᾶ νερὰ
Ποῦ τρέχουνε σὰν φείδια µέσ’ τὴν Αἴγυπτο.
Φυσᾷ, φυσᾷ τ’ ἀγέρι τὸ θεότρελο
Κι’ ἀρχίζει μὲ τὸν ἄμμο τὰ παιγνίδια του,
Στρυφογυρίζουν, κυνηγιοῦνται, τρέχουνε

Καὶ χάνονται ’ς τὴν ἐρημιὰ παλεύοντας....
Τῆς Μοίριδος ἡ λίμνη ἡ ἀθεώρατη
Κυλάει τὰ νερά της τὰ παρθενικὰ
Καὶ λούζεται ὁ κύκνος ὁ χιονόλαιμος
— Ἄσπρη βαρκοῦλα μὲ πανάκια κάτασπρα —
Ὁ οὐρανὸς γελάει δίχως σύννεφα
Μὲ χίλια μύρια χρώματα φωτίζεται
Χρυσὸς ’ς τὴ δύσι μ’ ἄστρα διαμαντόπετραις
Καὶ γαλανὸς ἀλλοῦ σὰν χύμα τοῦ γιαλοῦ.
Νύχτα διπλῆ ποῦ βλέπομε ’ς τὴν Αἴγυπτο
’Σὰν κατεβαίνῃ ὁ Ἥλιος ἀπ’ τὸ θρόνο του
Κ’ ἡ σκοτεινιὰ σκορπιέται γύρῳ ὁλόμαυρη.

Ἀνάμεσα ’ς τὸ Δέλτα, μέσ’ τὴν Αἴγυπτο
Σὲ χώρα πλούσια καὶ γεμάτη ἐμμορφιαὶς
Σὲ κήπους καὶ σὲ λίμναις γαλαναὶς
Γεμάταις ἀπὸ ἄνθη μυριομύριστα
Κι’ ἀπὸ τριφύλλια καὶ καλάμια ἀψηλὰ
Ποῦ τὰ πουλάκια ἀμέτρητα ὁλημερὶς
Πετοῦν σὰν μαῦρο σύννεφο ’ς τὸν οὐρανό.
Ἀνάμεσα ’ς τὸ Δέλτα, ’ς τὰ πολλὰ νερὰ
Προβάλλουν τὰ παλάτια τὰ βασιλικὰ
Θεώρατα ’ς τὸ ὕψος, ὅλο μάρμαρο,
Μὲ πόρταις σιδερένιαις καὶ παράθυρα,
Μ’ αὐλαὶς μεγάλαις καὶ κολόνναις στρογγυλαὶς
Καὶ μὲ κεφάλια ἀπὸ Σφίγγες ἄγρια.
Ὁ Βασιληὰς ὁ Ἄποφις βασίλευε…
Κλεισμένος ’ς τὸ παλάτι ἐλογάριαζε
Νὰ ξαναρχίσῃ πάλι νέον πόλεμον,
Νὰ χύση αἷμα νὰ ποτίσῃ ὅλη ἡ γῆ,
Τοῦ Νείλου τὰ νερὰ νὰ βάψῃ κόκκινα,
Ἀπὸ τῶν Ὕκσως ἐβαστοῦσε τὴ γενιὰ
Ποῦ πεντακόσια χρόνια ἐβασίλεψαν
’Σ τὴν Αἴγυπτο ἐπάνω καὶ τὴν ῥήμαξαν.
Μὲ τὰ σπαθιὰ ’ς τὸ χέρι ἀπ’ τὴν Ἔρημο
Κι’ ἀπὸ τὴν Ἀραβία μέσα μπήκανε.
Ὁλημερὶς ’ς τὸ αἷμα ἐκυλιόντουσαν
Νικήσανε τὸν Βασιληᾶ ’ς τὸν πόλεμο,
Σκοτῶσαν τοὺς στρατιώταις καὶ τοὺς ἔσφαξαν
Διπλοθεμελιωμένους πύργους ’γκρέμισαν,
Ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ἔβαλαν παντοῦ φωτιὰ

Κκαὶ βασιλεύουν τώρα ὑπερήφανα
Σ’ ὁλόκλειστα παλάτια καὶ μαρμάρινα.
’Σὰν ἔπαψε ὁ Ἄποφις τὸν πόλεμο
Ἐμάζεψε μαχαίρια χίλια καὶ σπαθιὰ
Παρμένα ἀπ’ τοῦ ἐχθροῦ τὰ χέρια τ’ ἄτιμα,
Ἐπρόσταξε καὶ ’ς τὴ φωτιὰ τὰ λυώσανε
Καὶ τἄβαλε μονάχος μὲ τὰ χέρια του
Σὲ λάκκο μαρμαρένιο γιὰ θεμέλιο
’Σ τὸν ξακουσμένο καὶ περίφημο βωμὸ
Ποῦ μὲ κολόνναις καὶ μὲ Σφίγγες ἔκτισε
Κ’ ἐβάφτισε μὲ τοῦ Σουλτὲκ τὸ ὄνομα.
Ἡ Τάνις ἡ ὡραία ἡ μυριόπλουτη
Γεμάτη ἀπὸ παλάτια κι’ ἀπὸ ἐμμορφιαὶς
Καμάρωνε σὰν νύφη Ἀνατολίτικη
Μὲ βασιληᾶ μεγάλο καὶ ’περήφανο
Πρώτη ’ς τὰ κάλλη, πρώτη ’ς τὰ μαλάματα.
Δίπλα ἀπ’ τὸ παλάτι τὸ βασιλικὸ
Ὁ Πετεφρῆς καθόταν πρῶτος ἄρχοντας
Ἀγαπημένος καὶ πιστὸς τοῦ Βασιληᾶ·
Γεμάτος δόξα καὶ τιμαὶς καὶ δύναµι,
Τὴν Αἴγυπτο κρατάει μέσ’ τὰ χέρια του.
Οἱ σχλάβοι προσκυνᾶνε καὶ τὸν τρέμουνε
Κι’ ὁ Βασιληᾶς τὴν τύχη του ἐζήλευε
Γιατ’ ἔχει γιὰ γυναῖκα μιὰ πεντάμορφη
Τὴν μυριοζηλεμένην, τὴ Ζουλέϊκα
Ποῦ ὅλοι τήνε βλέπουνε ’ς τὴν Αἴγυπτο
Καὶ κλείνουνε τὰ μάτια καὶ ζαλίζονται
Σὰν βγαίνη μὲ τ’ ἁμάξια τὰ βασιλικὰ
Ἀρχόντισσα ἀπ’ τῇς πρώταις ’ς τὸν περίπατο
Μὲ μαῦρα μαῦρα τῆς Ἀσίας ἄλογα,
Μὲ τῇς οὐραὶς ποῦ σύρνουνται καμαρωταίς,
Μ’ ὁλόχρυσα καὶ κεντημένα χάμουρα,
Καὶ μ’ ἀσημένια καὶ μεγάλα πέταλα
Ποῦ βγάζουν σπίθαις καὶ φωτιαὶς ’ς τὸ τρέξιμο·
Ὁ Ἥλιος γέρνει, γέρνει κατακόκκινος
Καὶ ῥίχνει χρυσωμέναις τῇς ἀχτίδαις του
Μέσ’ τὸ παλάτι τ’ ἀψηλὸ ποῦ κάθεται
’Σ τοὺς κεντημένους καναπέδες ξαπλωτὴ
Ἡ μυριοστολισμένη ἡ Ζουλέϊκα.
Τριγύρω ’ς τὸ παλάτι μέσ’ τῆς χουρμαδιαὶς
Ποῦ ἔχουνε τὰ φύλλα τ’ θεώρατα

Ποῦ ὁλημερὶς χαϊδεύουν τὰ παράθυρα
Κ’ ἐρωτευμένα μὲ ὁλόδροσα φιλιὰ
Φιλοῦν γλυκὰ τοὺς τοίχους καὶ τοὺς γλείφουνε,
Πηδοῦν συντριβανάκια μὲ χρυσᾶ νερὰ
Καὶ τὰ πουλάκια κελαϊδοῦν περίχαρα
’Σ τοὺς ἀνθισμένους κῄπους, μέσ’ τῇς μυρωδιαίς.
ᾙ στρογγυλαὶς κολόνναις ποῦνε ’ς τὴν αὐλὴ
Κρατοῦν ’ψηλαὶς καμάραις, θόλους κρεμαστούς,
Διπλοτριγυρισμένους, καταπράσινους,
Ἀπ’ τοῦ κισσοῦ τὰ φύλλα τὰ ἀμάραντα.
’Σ τοὺς πουπουλένιους καναπέδες κάθεται
Μέσ’ τὰ μετάξια τὰ ξανθά, τὰ πράσινα
Σὲ ἅλικα σειρήτια καὶ κεντήματα
Μὲ πέτραις διαμαντένιαις κι’ ὁλογάλαναις
Ῥαμμέναις μία μία μὲ χρυσῆ κλωστή.
Τὰ μαῦρα τὰ μαλλιά της τὰ κατάμαυρα,
Πυκνότερα ἀπ’ τὰ δάση ποὖν’ ’ς τὴν Ἔρημο,
Σὰν τὸ ποτάμι πέφτανε ’ς τὴ πλάτη της·
Τὰ φωτερά της μάτια τ’ ἀμυγδαλωτὰ
Κομμένα, μαῦρα καὶ γεμᾶτα ἔρωτα,
τὰ μαργαριταρένια κι’ ἄσπρα δόντια της,
Τὸ στόμα μὲ τὰ χείλη τὰ κοράλλινα,
Τὸ πρόσωπό της τὸ γλυκύ, τ’ ἀγγελικὸ
Μ’ ἕνα μικρὸ καὶ πονηρὸ χαμόγελο
Ἐθάμπωνε σὰν Ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὰ μαλλιὰ τὰ ξέπλεκα
Ἐσκόρπιζαν τὴν νύχτα τὴν ὁλόμαυρη.
Ντυμένη, σὲ γαλάζιο φόρεμα ἀνοικτὸ
Χίλιων εἰδῶνε δακτυλίδια ’φόραγε
Δεμένα μὲ διαμάντια ὁλοτρόγυρα
Χίλιων εἰδῶνε σκουλαρίκια ἄλλαζε
Ἀπὸ σμαράγδια καὶ ῥουμπίνια ἀτίμητα.
Τὴν μέση της μιὰ ζώνη ὅλο μάλαμα
Γλυκά, γλυκὰ σὰν ἀγκαλιὰ τὴν ἔσφιγγε·
Τὰ πόδια της πατοῦσαν σὲ βαρυὰ χαλιὰ
Σὲ δέρματα ἀπὸ τίγρεις τρισθεόραταις
Σὲ κροκοδείλους καὶ λεοντάρια ἄγρια
Μὲ στόματα μεγάλα καὶ ὁλάνοιχτα,
Καὶ τὸ μικρό τῆς πόδι τὸ καμαρωτὸ
’Σ τὸ στόμα μέσα ἔμπαινε τοῦ λεονταριοῦ
Κ’ ἐνόμιζες πῶς τὰ θηρία ἔπαιζαν

Καὶ γύρω ξαπλωμένα τὴν ἐφύλαγαν
Σὰν δράκοι στοιχιασμένοι καὶ ἀκοίμητοι.
Οἱ τοῖχοι μὲ χρυσάφι καὶ μὲ χρώματα
Μὲ ζωγραφιαὶς μεγάλαις καταστόλιστοι
Μὲ ἀψηλοὺς καθρέφτες ἀπὸ μέταλλα
Ἀστράφταν γύρῳ γύρῳ καὶ γυαλίζανε.
Χρυσᾶ σπαθιὰ ’σ τὴ μέση ἐκρεμόντουσαν,
Κοντάρια, ποὔχανε ’ς τὴν ἄκρη κόκκαλο
Διαμαντοκολλημένα ξύλινα σπαθιά,
Μαχαίρια καὶ στιλέτα γιὰ τὸν πόλεμο.
Τοῦ Βασιληᾶ τοῦ Ὕκσου δῶρα ἀτίμητα
Βαμμένα ’ς τὸ φαρμάκι καὶ ’ς τὰ αἵματα
Ἀράπισσαις παρθέναις ὁλοτρόγυρα
Χρυσᾶ ντυμέναις ῥοῦχα καὶ μετάξινα
Μὲ τὰ μαλιὰ τὰ μαῦρα, τὰ κατάμαυρα
Δεμένα μὲ καρφίτσαις ἀπὸ μάλαμα,
— Τῆς Νύχτας ἀδερφάδες ὠμμορφώτεραις —
Κρατοῦν ἀπὸ παγόνια πράσινα φτερὰ
Καὶ τραγουδῶντας μὲ φωνή ὁλόγλυκη
Σιγὰ σιγὰ ἀερίζουν τὴν Ζουλέϊκα
Ποῦ κάθεται σ’ τοὺς καναπέδες ξαπλωτὴ
Καὶ μὲ καμάρι γύρῳ καθρεφτίζεται
Κλεισμένη ’ς τὸ παλάτι καταμόναχη
Μ’ ἀράπισσαις παρθέναις ὁλοτρόγυρα
Μὲ σκλάβαις πουλημέναις καὶ ἀφίληταις
’Ποὔχουν κλεισμένη τὴν καρδιὰ κι’ ἀπείραχτη.
Ἀναστενάζει μὲ καϋμὸ τὸ στῆθός της
Κι’ ὁ λογισμός της φεύγει, φεύγει καὶ πετᾷ.
Τί νἄχης τάχα, ἔμμορφη Ζουλέϊκα
Ποῦ συλλογιέσαι τόσο μὲ παράπονο
Τῇς νύχταις καὶ τῇς ’μέραις καταμόναχη
Κι’ ἀναστενάζεις εἰς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς;
Γιατὶ θλιμμένη γέρνεις τὸ κεφάλι σου
Καὶ δὲν ἀκοῦς τῇς σκλάβαις ποῦ σοῦ τραγουδοῦν;
Τί τάχα νὰ σοῦ λείπη, ἐσένα Ἀρχόντισσα;
Πρώτη ’ς τὰ πλούτη, πρώτη καὶ ’ς τὴν ἐμμορφιὰ
Μήτε καμμιὰ εἶνε ἄλλη ὠμμορφώτερη
Μήτε καὶ πλούτη ἔχει περισσότερα

Σελλώνουν κάτω τἄλογα τ’ ἀράπικα
Καὶ χλημηντρίζουν ’ς τὴν αὐλὴ περήφανα

Μὲ πέταλλ’ ἀσημένια καὶ χρυσᾶ καρφιὰ
Μὲ σέλλαις κεντημέναις καὶ ὁλόχρυσαις·
Ὁ Βασιληᾶς ὁ Ἄποφις ἐμήνυσε
’Σ τὸν Πετεφρῆ τὸν ἄντρα τῆς Ζουλέϊκας
Νὰ βγοῦν ἁρματωμένοι μ’ ἄλογα πολλὰ
Θεριὰ νὰ κυνηγήσουν κ μέσ’ τὴν Ἔρημο
’Σ τῆς νύχτας τὴν λαμπράδα ’ς τὴν ἀστροφεγγιά.
Ἡ πόρτα ἀνοίγει ξάφνω κ’ ἡ Ζουλέϊκα
Τὸν Ἱωσὴφ γυρνᾷ καὶ βλέπει ποῦ ’μπαινε
Παιδὶ εἴκοσι χρόνων μυριοστόλιστο
Μὲ φορεσιὰ σὰν περιστέρι κάτασπρη
Μεταξοκεντημένη, χρυσογάζωτη.
Τὸ πρόσωπό του τὸ γλυκὸ τὴν ’θάμπωσε
Τὸν εἶδε κ’ ἐσηκώθη μὲ τρελή χαρὰ
Μέσ’ τὴν καρδιά της ἔπνιξε ἕνα στεναγμὸ
’Σ τῆς σκλάβαις τῇς παρθέναις γύρῳ ἔγνεψε
Κ’ ἐπάψαν τὰ τραγούδια καὶ σωπάσανε.
— Ἀρχόντισσα, κυρά μου, ἦρθα νὰ σοῦ ’πῶ
Πῶς φεύγουμε τὴν νύχτα, τὰ μεσάνυχτα,
Καβάλλα, ἀρματωμένοι, μὲ τὸν βασιληᾶ,
Θεριὰ ’ς τῇς λαγκαδιαὶς νὰ κυνηγήσουμε
Ὡς ποῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος τὰ χαράμματα
— Μὲ τὸ καλὸ ἂς πᾶνε κι’ ἂς γυρίσουνε,
Μιὰ χάρι θέλω ἀπὸ σένα καὶ ζητῶ
Μονάχη μή μ’ ἀφήσης, δίχως σύντροφο.
Μεῖνε μαζί μ’ ἀπόψε, μεῖνε, κάθησε
Ὡς ποῦ νὰ ἔρθῃ πάλι πίσω ὁ ἄνδρας μου.
Φοβᾶμαι, μὲ τῆς σκλάβαις,, ὁλομόναχη
Τὴ νύχτα νὰ περάσω τὴν ἀτέλειωτη.
Ἔλα κοντά μου, ὤμμορφο, γλυκὸ παιδὶ
Μὲ τὰ γλυκύτερά σου μάτια, ἀστέρινα,
’Σ τοὺς κεντημένους καναπέδες κάθησε
Τὰ κερασένια χείλη καὶ τὸ στόμα σου
Τὸ μικροκαμωμένο, τὸ ἀφίλητο
Ποῦ ’μοιάζει μὲ τὸ ῥόδο τὸ ἀπάρθενο
Μὲ τὴ δροσιὰ ποῦ στάζει τὰ χαράμματα
Μὴν ντρέπεσαι μπροστά μου, μόνε ἄνοιχτο·
Ἔλα κοντά μου, ὤμορφο γλυκὸ παιδί,
Καὶ ’πές μου ποιὰ εἶνε ἡ μάννα ποῦ σ’ ἐγέννησε;
Ποιὸς ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά της σ’ ἔκλεψε μικρὸ
Καὶ σ’ ἔφερε ’δῶ πέρα καὶ σ’ ἐπούλησε;

— Μικρότερος σὰν ἤμουνα τ’ ἀδέλφια μου
Ἀντὶ νὰ μ’ ἀγαπᾶνε, μὲ ζηλεύανε,
Μὲ πιάσανε μιὰ ’μέρα καὶ μὲ δέσανε,
Πραμματευτάδες ἔτυχε κ’ ἐδιάβαιναν
Καὶ μ’ ἔδοσαν νὰ πάρουν ’λίγα χρήματα…
Ἐσώπασε, τὰ μάτια του ’χαμήλωσε
Θυμήθηκε, τὴ μάννα, τὸν πατέρα του,
Κ’ ἕνα μεγάλο δάκρυ, διαμαντόπετρα
’Σ τὰ κρινομάγουλά του ’κύλισε γλυκά·
Τὸν κύτταζε μὲ πάθος ἡ Ζουλέϊκα,
Τρελὴ ἀγάπη ’ς τὴν καρδιά της ’κόλλησε
Κι’ ὁ λογισμός της ἔφευγε κ’ ἐπέταγε·
Σ’ τῇς σκλάβαις τῇς παρθέναις γύρῳ ἔγνεψε
Καὶ ν’ ἀερίζουν ἔπαψαν μὲ τὰ φτερὰ

Ἡ Νύχτα ἡ ζηλιάρα μὲ τ’ ἀστέρια της
’Σ τὸν οὐρανὸ σκορπιέται σὰν βασίλισσα
Μὲ πέτραις καὶ διαμάντια ’ς τὸ κεφάλι της.
Τὴν ἀδερφή της διώχνει τὴν ξανθόμαλλη,
Σκοτεινιασμένη κρύβει τῇς ἀγάπαις της,
Σκεπάζει μὲ σκοτάδι τῇς πεντάμορφαις
Καὶ τριγυρνᾶ σὰν μάγισσα θεόστραβη,
Σφαλᾷ τὰ μάτια τὰ γλυκὰ τὰ φωτερά,
Καὶ τὴν μιλιὰ ἀπ’ τὰ χείλη πέρνει ’ς τὰ κρυφά,
Ναρκώνει μὲ τὸν Ὕπνο, ὥρηα παρθενιὰ
Καὶ τὴν ψυχὴ κυλάει σὲ ὀνείρατα
Μὲ μάγια κλέβει τῆς καρδιᾶς τὰ μυστικὰ
Καὶ χάνεται σὰν φέξῃ τὰ χαράμματα,
Μάγισσα στίγγλα, τ’ οὐρανοῦ βασίλισσα.
’Σ τὴν σιγαλιὰ τῆς νύχτας τὴν ἀτέλειωτη
Κλεισμένη ’ς τὸ παλάτι τ’ ἀθεώρατο
Σὲ κεντηµένους καναπέδες ξαπλωτὴ
Ἡ μυριοστολισμένη, ἡ Ζουλέϊκα
Τὰ μάτια της καρφώνει μέσ’ τὸ πρόσωπο
Τοῦ Ἰωσὴφ ποῦ κάθεται ’ς τὸ πλάϊ της.
Φυσᾷ τ’ ἀγέρι τὸ γλυκό, τ’ ὁλόδροσο
Κ ᾑ χουρμαδιαὶς κουνιοῦνται καὶ λυγίζονται.
Τ’ ἀχνὸ φεγγάρι ῥίχνει τὸ θαμπό του φῶς
Κ’ ᾑ πυραμίδες ξεχωρίζουν φωτεραὶς,
Κυλοῦν τοῦ Νείλου τὰ νερὰ γοργὰ γοργὰ
Καὶ σὰν καθρέφτης κακωμένος θρύμματα

Γυαλίζουν ’ς τ’ ἀσημένιο φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
Μονάχοι τους κλεισμένοι, δίχως σύντροφο,
Ἡ νύχτα τοὺς φυλάει ’ς τὸ σκοτάδι της,
Κοιμοῦνται ᾑ παρθέναις ᾑ ἀράπισσαις
Μὲ πόθους, μὲ λαχτάρα καὶ ὀνείρατα
Μὲ τὴν καρδιὰ κλεισμένη καὶ ἀπείραχτη·
Τρελὴ ἀπ’ τὴν ἀγάπη, ἡ Ζουλέϊκα,
Μὲ μάτια λιγωμένα καὶ ὁλόφωτα
Δὲν κράτησε, μόν’ ἄνοιξε τὸ στόμα της
Καὶ τοῦ ’πε σὰν τ’ ἀηδόνι τὸ γλυκόστοµο:
— Ἔλα κοντά μου, Ἰωσὴφ, καὶ κάθησε,
Ἀπ’ τὸν καιρὸ ποῦ ἦρθες ’ς τὸ παλάτι μου
Ἀναστενάζω μέρα νύχτα μὲ καϋμό,
Σὲ βλέπω κ’ ἡ καρδιά μου χάνεται τρελή.
Ὅ λογισμός μου σὰν πουλὶ πετάμενο
Κοντά σου φτερουγίζει ὅπου καὶ νὰ πᾶς
Ἡ ὠμμορφιά σου μ’ ἔκανε κ’ ἐξέχασα
Τὸν ἄντρα μου ποῦ μ’ ἔχει ’ς τὰ μαλάματα
’Σ τὴ δόξα καὶ ’ς τὰ πλούτη τ’ ἀλογάριαστα.
Ἀρχόντισσα ἀπ’ τῇς πρώταις μέσ’ τὴν Αἴγυπτο
Ποτέ, κανένα, δὲν ἐκύτταξα γλυκά·
Ὁ Βασιληᾶς ὁ ἴδιος μὲ ἀγάπησε
Καὶ νά τον ’δῶ ποτέ μου δὲν ἐγύρισα.
Μὰ σὺ μοῦ ’πῆρες τὴν καρδιά μου ὁλάκερη
Καὶ σ’ ἀγαπῶ μ’ ἀγάπη ποῦ τρελαίνομαι.
Ἔλα κοντά μου, κύτταξε ’ς τὸν οὐρανὸ
Πῶς τρέμουνε τστέρια καὶ φεγγοβολοῦν
Σὰν τὴν καρδιὰ ποῦ ἐρωτεύεται κρυφὰ
Καὶ λαχταρᾷ μ’ ἐλπίδες χρυσοφτέρωτες
’Σ τὸ δάκρυ ποτισμένη, τὸ χαμόγελο!…
Τ’ ἀχνὸ φεγγάρι τρέχει μέσ’ τὰ σύννεφα
Χλωμὸ κ ἐρωτευμένο δίχως σύντροφο.
Τ’ ἀγέρι τὸ δροσᾶτο, τὸ χαδιάρικο
’Σ τῆς μυρωδιαὶς λουσμένο καὶ ’ς τὰ λούλουδα
’Σ την ἀγκαλιὰ τῆς Νύχτας τὴν ἀπάρθενη
Κυλιέται μυρωμένο καί τηνε φιλεῖ
Μὲ φίλημα ποῦ στάζει πρωϊνὴ δροσιά.
Ἔλα καὶ σύ, γλυκειά μου ἀγάπη, ἄνοιξε
Τὸ στόμα τὸ γλυκό σου, τὸ ἀφίλητο,
’Σ τὴν ἀγκαλιά μου γεῖρε τὸ κεφάλι σου,
Χίλια φιλάκια δός μου ἀπ’ τὰ χείλη σου

Ἡ νύχτα μᾶς φυλάει ’ς τὸ σκοτάδι της
Καὶ τ’ ἄστρα μόνο βλέπουν καὶ ζηλεύουνε.
Μονάχοι ’ς τὸ παλάτι, καταμόναχοι.
Μὲ χάδια καὶ παιγνίδια ἀτέλειωτα γλυκὰ
’Σ τοὺς πουπουλένιους καναπέδες ἀγκαλιὰ
Τὴν νύχτα ὅλη, ζευγαράκι ταιριαστὸ
Μαζὶ ἐρωτευμένοι θὰ περάσωμε.
Κράτησε Νύχτα, τὴν μαυρίλα, κράτησε,
Μὴν ξημερώνῃς καὶ μιὰ μέρα τὸ πρωΐ,
Σβυστῆτε ἀστέρια, Ἥλιε κρύψου ’ς τὰ βουνά,
Γιατὶ ὁ κλέφτης τῆς καρδιᾶς μου ’ντρέπεται
Νὰ μοῦ χαρίσῃ δυὸ φιλιὰ ἀπ’ τὰ χείλη του.
Εἶπε καὶ ’ς τὸ γλυκό του κρινομάγουλο
Μὲ στόμα φλογισμένο τὸν ἐφίλησε·
Ταράχθηκε ὁ νιὸς κι’ ἀνασηκώθηκε,
Κοκκίνισε, τὰ μάτια του χαμήλωσε
Καὶ μὲ φωνὴ ποῦ ἔτρεμε τῆς ’μίλησε:
— Ἀρχόντισσα, κυρά μου, εἶμαι σκλάβος σου
Καὶ τὴν ζωή μου τὴν κρατεῖς ’ς τὰ χέρια σου
Νὰ σοῦ ’μιλήσω ντρέπομαι καὶ νά σε ’δῶ....
Παιδὶ ὀρφανεμμένο, εἴκοσι χρονῶν,
Χωρὶς πατέρα καὶ μητέρα, δύστυχο,
Δὲν ἔχω ἄλλον παρὰ τὸν ἀφέντη μου.
Αὐτὸς μικρὸν μ’ ἐπῆρε σὰν μ’ ἐπούλησαν
καὶ κεντημένη φορεσιὰ μοῦ ’φόρεσε.
Αὐτὸς μέσ’ τὸ παλάτι μ’ ἔκανε τρανὸν
Καὶ τ’ ἀργυρᾶ κλειδιὰ τῆς κάσσας μοὔδωσε.
— Ἂν κεντημένη φορεσιὰ σοῦ ’φόρεσε
Καὶ ’ς τὸ παλάτι σ ἔκανε τρανὸν αὐτὸς
Καὶ τ’ ἀργυρᾶ κλειδιὰ τῆς κάσσας σοὔδωσε,
Περισσότερα, ἀπ’ αὐτόνε σοὔδωσα ἐγὼ,
Ποῦ σἔχω ’ς τὴν καρδιά μου καὶ σ’ ἀγάπησα.
Γιατί, γιατί δὲν θέλεις τὴν ἀγάπη μου;
Γιατὶ τὸ κοραλλένιο στόμα σου ποτὲ
Δὲν τὸ ἀνοίγεις μὲ φιλιὰ ὁλόδροσα;
Γιατὶ δὲν γέρνεις ἀγκαλιὰ ’ς τὸ πλάϊ μου
Τὴν νύχτα νὰ περάσῃς τὴν ἀτέλειωτη;
Ποιὸν βλέπεις τέτοια ὥρα καὶ τὸν σκιάζεσαι;
Ἔλα, κοιμήσου ’ς τὰ χρυσᾶ τὰ πούπουλα
Καὶ τὸ πρωῒ σὰν ἔρθη τὰ χαράμματα
Καβάλλα ἀπ τὸ κυνῆγι καὶ ὁ ἄντρας μου

Μ’ ἕνα μαχαῖρι κρύψου ’ς τὴν ὠξόπορτα
Μέσ’ τὴν καρδιὰ νά τον κτυπήσῃς ἄξαφνα
’Σ τὸ αἷμά του νὰ βάψῃς τ’ ἄσπρα ῥοῦχά σου
Νὰ γείνουν σὰν πορφύρα κατακκόκινα.
Εἶπε κ’ ἕνα μαχαῖρι ἀπὸ μάλαμα
Ἀπ’ τὴ χρυσή της ζώνη ἔβγαλε μικρὸ
Μὲ πέτραις καρφωμένο, ὅπου ἄστραφτε.
— Πάρ’ το, καὶ τὴν καρδιά του πέρα τρύπησε,
Κ’ ἔτσι δική σου θἄχης τὴν Ζουλέϊκα.
’Σ τὰ πόδια του σκυμμένη σὰν θεότρελη
Τόνε τραβᾷ καὶ χύνει δάκρυ μὲ χαρά.
Τἀχνὸ φεγγάρι ῥίχνει ἀσημένιο φῶς
Καὶ τὸ παλάτι μονομιᾶς φωτίζεται
Λάμπουν τὰ ὅπλα, κ’ ᾑ καθρέφτες λάμπουνε.
— Μὰ τὴν Χαθώρ, σὲ βλέπω καὶ τρελλαίνομαι
Μονάχη ’ς τὸ παλάτι, καταμόναχη,
Γονατιστὴ μπροστά σου σὲ κρατῶ σφιχτά,
Καὶ σὺ δὲν ’νοιώθεις τὴν τρελὴ ἀγάπη μου;
Ἡ νύχτα φεύγει καὶ τ’ ἀστέρια σβύνονται,
Ἔλα, ψυχή μου, ξημερώνει… ἀλλοίμονον…
Γονατιστὴ ’μπροστά του ἡ Ζουλέϊκα
Μισόγυμνη, ’ς τὰ μάτια τὸν ἐκύτταζε,
Μὲ δύναμι μεγάλη τὸν ἐτράβηξε,
Κ’ ἡ φορεσιά του σχίστηκε ἀνάμεσα....
’Σ τὴν ἀγκαλιά του ἔπεσε νὰ κρεμασθῇ,
Κ’ ἐκεῖνος φοβισμένος ἐτραβήχτηκε.

Σὰν τὰ θερία ποῦ ἀγριεύουν ’ς τὰ βουνὰ
Σὰν τίγρις τῆς ἐρήμου, ἡ Ζουλέϊκα
Σηκώθηκε πάνω καὶ τὸν κύτταξε
Μὲ μάτια ἀγριεμμένα ὅπου ἄστραφταν.
— Ἀλλοίμονο σὲ σένα, ἄπονη καρδιά,
Ἀρχόντισσα ἀπ’ τῇς πρώταις μέσ’ τὴν Αἴγυπτο
’Σ τὰ πόδια σου σκυμμένη ἐσερνόμουνα
Γιατ’ εἶχα φλόγα ’ς τὴν καρδιὰ ποῦ ἄναβε,
Γιατί σὲ ἀγαποῦσα, ἄπονη καρδιά.
Μὰ τώρα ἀλλοίμονό σου, δὲν θὰ ζήσῃς πιά.
Πεινοῦν τοῦ Νείλου οἱ κροκόδειλοι, πεινοῦν
Κ’ ᾑ φυλακαὶς ᾑ μαύραις σὲ προσμένουνε.

Της Νύχτας τὸ σκοτάδι τὸ κατάµαυρο

Σκορπιέται ἀραχνιασμένο ’μπρὸς ’ς τὴν χαραυγή.
Ὁ ζηλεμμένος ἄντρας τῆς Ζουλέϊκας
Γυρνᾷ ἀπὸ τὸ κυνῆγι τὰ χαράμματα,
Τὴν βλέπει ποῦ καθόταν κ’ ἔκλαιγε πικρά.
Χίλια φιλιὰ τῆς δίνει καὶ τὴν ἐρωτᾷ:
— Γιατί, γλυκειά μου ἀγάπη, κλαῖν’ τὰ μάτια σου;
— Ἐκδίκησι ζητάω ἀπὸ σένανε.
Ὁ Ἰωσὴφ τὴν νύχτα ποῦ κοιμώμουνα
Κρυφὰ κοντά μου νὰ πλαγιάσῃ ἔπεσε,
Πετάχθηκα μὲ τρόμο ἀπ’ τὸ κρεββάτι μου,
Ἐπῆρα τὸ μαχαῖρι ποῦ μοῦ χάρισες
Κ’ ἐσώθηκα μονάχη δίχως σύντροφο.
— ’Σ τὴ φυλακή προστάζω νὰ τὸν ρίξουνε
Με σίδερα δεμένο, σιδερόκλειστο.
Εἶπε κ’ οἱ σκλάβοι τὸν ἐδέσανε σφιχτὰ
’Σ τὴ φυλακὴ τὸν πᾶνε τὴν κατάμαυρη
Μέσα ’ς τὰ φείδια μές’ τὴν κρύα σκοτεινιά.

Τρέμει σὰν φύλλο δένδρου ἡ Ζουλέϊκα
Καὶ τὴν καρδιά της τυραννεῖ τὸ ἄδικο,
Τὴν μοῖρά του τὴν μαύρη ἐλυπήθηκε
Γιατί τὸν ἀγαποῦσε σὰν θεότρελη
Καὶ μετανιώνει κλαίοντας ἀνώφελα.
Θέλει ἡ καρδιά της νὰ σωθῇ ὁ ἄμοιρος
Καὶ ντρέπονται τὰ χείλη καὶ τὸ στόμα της.
Παλεύει μ’ ἀγωνία καὶ μαρτύριο,
Τὸ λογικό της φεύγει καὶ σκοτίζεται
Γυρνᾷ καὶ τόνε βλέπει, ὑστερνὴ φορά,
Χίλια φιλιὰ τοῦ στέλνει μὲ γλυκαὶς ’ματιαὶς
Καὶ ’μπήγει ’ς τὴν καρδιά της μ’ ἀναστεναγμὸ
Τὀλόχρυσο μαχαῖρι ὅπου κράταγε.
Ἀθήνησι μηνὶ Αὐγούστῳ 1888.

Στεφ. Ι. Στεφανου


  1. ΣΗΜ. — Τὸ ποίημα τοῦτο, ὅπερ, ἀνέκδοτον τέως, καταχωρίζομεν ἐνταῦθα, εἶχεν ὑποβάλει ὁ ἡμέτερος συμπαθὴς φίλος καὶ συνεργάτης κ. Στέφ. Ι. Στεφάνου εἰς τὸν τελευταῖον Φιλαδέλφειον ποιητικὸν διαγωνισμόν, ὁ εἰσηγητὴς τοῦ ὁποίου κ. Ν. Πολίτης ἀποφαίνεται ὡς ἑξῆς περὶ αὐτοῦ: — «Ὁ εὐφυέστατος ποιητὴς τοῦ ἐπικολυρικοῦ τούτου (τῆς Ζουλέικας) εἰς ἰαμβικοὺς στίχους ποιήματος περιγράφει μυθωδῶς τὰ κάλλη τῆς γῆς Αἰγύπτου καὶ τὰ θαυμάσια τοῦ βασιλείου τῶν Φαραὼ γραφικώτατα καὶ παρενείρει τὸ συμβὰν τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς γυναικὸς τοῦ Πετιφρῆ. Ἡ περιγραφὴ ἱστορικῶς εἶνε ἄπταιστος, ἡ ἐκτέλεσις βαίνει τεχνικῶς καὶ ἡ λύσις εἶνε καλῶς ἐξευρημένη. Ὁ ποιητὴς διακρίνεται διὰ τὴν γοργότητα τῆς φαντασίας καὶ διὰ τὴν φιλοκαλίαν του ὡς καὶ διὰ τὴν μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας φιλοτέχνησιν τῶν στίχων του.»