Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890/Τα βάθη της καρδίας

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1890
Συγγραφέας:
Τὰ βάθη τῆς καρδίας


ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΕΛΙΣ

[Ἀφιεροῦται τῷ ἀγαπητῷ
Δημητρίῳ Κ. Βαρδουνιώτῃ]

Ο φίλος μου εἶχεν ἀληθῶς ὡραίαν καρδίαν, ἀλλ’ ἦτο ἀλλότροπος καὶ περίεργος χαρακτήρ. Περιέπιπτε συνήθως εἰς ὑπερβολάς, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐννοῇ. Σήμερον αἴφνης ἦτο κοσμοπολίτης παθαινόμενος καὶ πονῶν διὰ τὰς γενικὰς τύχας τῆς ἀνθρωπότητος· τὴν ἄλλην ἡμέραν θὰ τὸν ἔβλεπες μισάνθρωπον, σκαιόν, ἀδιάφορον. Ὅ,τι τὸν συνεκίνει χθὲς τῷ ἐνέπνεεν ἀηδίαν τὴν ἐπαύριον. Ἐξηρτᾶτο ἐκ τῶν ἐντυπώσεων τῆς ἡμέρας.

Ἀλλ’ εἰς ὅλας αὐτὰς τὰς ἀλληλοδιαδόχους ψυχικὰς μεταβολὰς ἦτο εἰλικρινὴς πάντοτε. Ἔλεγεν ὅ,τι ᾑσθάνετο ἄνευ ὑστεροβουλίας. Καὶ μολονότι αἱ ἐξωτερικαὶ περιστάσεις ἐπηρέαζον ἀδιαλείπτως καὶ τὰς διαθέσεις καὶ τὰς ἰδέας του, μία δὲ μόνη τοιαύτη ἢ τοιαύτη ἐντύπωσις ἤρκει νὰ τοῦ κλονίσῃ τὰς πρὸ μιᾶς ὥρας πεποιθήσεις, ἐν τούτοις κατὰ βάθος ἔκρυπτε σπάνιον θησαυρὸν αἰσθημάτων.

Πρωΐαν τινὰ φθινοπωρινὴν τὸν συνήντησα παρὰ τὸ σύνηθες καθ’ ὁδόν. Ἐπὶ τῆς συμπαθοῦς του νεανικῆς φυσιογνωμίας διεχέετο προφανὴς ὠχρότης ὡςεὶ διῆλθε τὴν νύκτα ἄγρυπνος ἢ ἀσθενῶν. Εἰς τὸ βλέμμα του, εἰς τὸ πρόσωπον, εἰς τὸ βάδισμά του εἶχέ τι τὸ ἐξηγριωμένον καὶ ἀλλόκοτον. Εἰ καὶ ἐγνώριζον τὸ μεταβλητὸν τοῦ χαρακτῆρός του, οὐχ ἧττον ἡ θέα του μὲ ἀνησύχησε, διότι πρὸ δύο ἡμερῶν μόλις τὸν εἶχον ἀφήσει φαιδρόν, εὔθυμον, φιλοπαίγμονα, ζωηρόν, ῥοδοκόκκινον.

— Αἴ! Τάκη, ὥρα καλή! Γιὰ ποῦ τὤβαλες πρωῒ-πρωΐ;

Ἔστρεψεν ἀδιαφόρως τὴν κεφαλήν, χωρὶς νἀνακόψῃ τὸ βῆμα, μ’ ἐχαιρέτισε δι’ ἀμφιβόλου νεύματος καὶ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του σκυθρωπὸς καὶ ἄφωνος.

— Στάσου, ἀδελφέ, νὰ σὲ ἰδῶ! Τί ἔχεις; Σὰν συννεφιασμένον σὲ βλέπω σήμερα· ἔχεις τίποτε; Μήπως εἶσαι κακοδιάθετος;

— Οὔφ! ἄφησέ με ’ςτὸ θεό σου, δὲν ἔχω τίποτε… εἶμαι πολὺ καλά…

Καὶ διαγκωνίζων με διὰ βιαίας χειρονομίας προςεπάθει νὰ διολισθήσῃ τῶν χειρῶν μου.

Ἀλλὰ τὸ τίποτε ἐκεῖνο ἐλέχθη μετὰ τοιούτου τόνου, ὥςτε ἐμάντευσα ἀσφαλῶς, ὅτι ἐκλυδωνίζετο ὑπὸ σφοδρᾶς ψυχικῆς τρικυμίας.

— Καϋμένε Τάκη, αἰωνίως εἶσαι ὑπερβολικός. Τί διάβολο ἔπαθες πάλιν σήμερον. ’Πές μου τοὐλάχιστον ἀδελφέ, τί ἔχεις; Ξεύρεις πῶς δὲν μοῦ εἶσαι ἀδιάφορος…

Ἐκάρφωσεν ἐπ’ ἐμοῦ τὸ διαυγὲς καὶ διαπεραστικὸν βλέμμα του πλῆρες δυςπιστίας, διέστειλεν εἰς πικρὸν μειδίαμα τὰ μικρά του εὔγραμμα χείλη, ἀνεκίνησεν εἰς εἴρωνα ἔκφρασιν τὴν ὡραίαν καλλίκομον κεφαλὴν καὶ ἐσιώπησε.

— Ἔλα ’δῶ ποῦ φεύγεις;

— Ἄφησέ με νὰ ζῇς· ἔχω ὀλίγην δουλειά… κἄπου θὰ ὑπάγω…

— Ὄχι, ὄχι· ἂν δὲν μοῦ εἰπῇς τί ἔχεις, δὲν σὲ ἀφίνω, ἐτελείωσε! Θἄλθω μαζῆ σου. Ἂν ’μπορῇς διῶξέ με.

Καὶ ἀναστραφεὶς παρήλλαξα τὸ βῆμα πρὸς τὸ ἰδικόν του βαδίζων παραπλεύρως καὶ ἐχόμενος αὐτοῦ στερρῶς ἀπὸ τοῦ βραχίονος.

Πράγματι ὁ Τάκης ἐφαίνετο πιεζόμενος ὑπὸ τὸ βάρος μεγάλης ὀδύνης. Ἀνέπνεεν ὡςεὶ ἀσθμαίνων, καὶ τὸ στῆθος του ἀνεπάλλετο ἐξογκούμενον. Οἱ ὀφθαλμοί του ἦσαν ὑγροί, ὡς νὰ εἶχεν κλαύσει, ὡς νὰ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ἐκραγῶσιν εἰς δάκρυα. Ἔβαινεν ἀρρύθμως, κροτῶν τὴν ῥάβδον του ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου ὁτὲ μὲν νεύων χαμαί, ὁτὲ δ’ ἀνεγείρων τὴν κεφαλὴν μεθ’ ὑποκώφου γογγυσμοῦ, ἀπὸ βαθέων ἀναδιδομένου σπλάγχνων.

Ἐνόμισα ὅτι ἔπρεπε νὰ φαιδρύνω τὴν σκυθρωπὴν ἐκείνη σκηνὴν ἐν τῇ ἰδίᾳ του φαντασίᾳ.

— Σὲ βεβαιῶ, Τάκη, τῷ εἶπον, μὲ κάμνεις νὰ γελῶ. Ἔλαβες μίαν τοιαύτην τραγικὴν ἔκφρασιν, ’σὰν νὰ πρόκηται νὰ παίξῃς τὸν Ἁμλέτον ἀπὸ σκηνῆς. Ἔτσι εἶσαι σὺ πάντοτε. Ἢ θὰ γελᾷς ἢ θὰ ἔχῃς ὄψιν σουδαρίου. Μέσος ὅρος δὲν ὑπάρχει.

Ἐπὶ τέλους, εἴτε διότι ἐστενοχωρήθη ἐκ τῆς ἐπιμονῆς μου, εἴτε διότι καὶ αὐτὸς ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ἀνοίξῃ διέξοδον εἰς τὴν ἐκχειλίζουσαν ψυχικήν του ἀγωνίαν:

— Τί θέλεις νἄχω, ἀδελφέ! ἀνεκραύγασε μετὰ φωνῆς πνιγομένης εἰς λυγμοὺς παραπόνου καὶ ἀγανακτήσεως. Τἄχω μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν κοινωνίαν, μὲ τὸν κόσμον, μὲ τὸν Θεόν, μὲ τὸν ἑαυτὸν μου ἀκόμα… νὰ τί ἔχω....

— Σὲ καλό σου, Τάκη, σήμερα. Δὲν σ’ ἐννοῶ διόλου.

— Μήτε θὰ μ’ ἐννοήσῃς! Αὐτὸ μόνον νὰ μάθῃς, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀνεξαιρέτως σήμερα, καὶ αὐτοὶ ἀκόμη ποῦ σοῦ σφίγγουν τὸ χέρι καὶ σοῦ κάμνουν τὸν φίλον καὶ τὸν ἀφωσιωμένον, ὅλοι, ὅλοι εἶνε ψεῦσται, θηρία, ἑρπετά. Τοὺς ἀγαπᾷς, τοὺς εὐεργετεῖς, πιστεύεις εἰς τὰ ὡραῖά των λόγια, συγκινεῖσαι μὲ τὰ τρυφερά των δῆθεν αἰσθήματα, καὶ ἅμα τοὺς δοκιμάσῃς ’λίγο ’στὰ πράγματα, τοὺς εὑρίσκεις ὅλους μικρούς, ἐλεεινούς, γελοίους! Οὔτε φιλία ὑπάρχει σήμερα, οὔτε εὐγνωμοσύνη, οὔτε συνείδησις, οὔτε τίποτε. Συνείδησις· κολοκύθια! Ὅλα εἶνε ἐπιφάνεια. Εἰς τὸ βάθος ἐγωϊσμὸς καὶ ἀναισθησία!…

Καὶ μετὰ μικρὰν διακοπήν, καθ’ ἣν ἀνέπνευσε δὶς ἢ τρὶς μετὰ κόπου, καταφαίνοντος ἐνδόμυχον ἠθικὴν ἀγωνίαν:

— Ἀκοῦς ἐκεῖ! ἐξηκολούθησεν. Ἀκοῦς! Νὰ εὑρεθῶ καὶ ἐγὼ χθὲς πρώτη φορὰ εἰς μίαν ἔκτακτον οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, νὰ πρόκηται δι’ ἐμὲ ζήτημα φιλοτιμίας καὶ ὑπάρξεως, ζήτημα ἄρτου, μ’ ἐννοεῖς;…

Καὶ ἡ φωνή του ἐχρωματίσθη διὰ τόνου προδίδοντος σπαραγμὸν ψυχῆς.

— Τί λέγεις, Τάκη; πότε ὅλα αὐτά;

— Νὰ ἔχῃς ἕνα σπητονοικοκύρη ἀλιτήριο, ἕνα θηρίον ἀνήμερον, ὁ ὁποῖος νὰ θέλῃ νὰ σὲ πετάξῃ ’στὸ δρόμο ἐπειδὴ δὲν εὐκολύνθης νὰ τοῦ προπληρώσης τὸ νοῖκι ’στὴ πρώτη τοῦ μηνός· νὰ ἔχῃς ἕνα ξενοδόχο βάναυσο ὅςτις σοῦ ξυνίζει τὰ μοῦτρα, διότι ἔτυχε χθὲς πρώτη φορὰ νὰ τοῦ ζητήσης πίστωσι διὰ τρεῖς-τέσσαρας ἡμέρας· καὶ εἰς τὴν ἀπελπισία σου νὰ καταφεύγῃς εἰς ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀφωσιωμένους ἕως χθὲς φίλους σου, τοὺς ὁποίους ἠγάπησες, ἐπίστευσες. εὐεργέτησες; τοὺς ἐδάνεισες τόσες φορὲς ἀπὸ τὸ ὑστέρημά σου, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς ἐνοχλήσῃς νὰ σοῦ ἐπιστρέψουν τὰ ὀφειλόμενα· νὰ τοὺς ἐξηγῆς τὴν τρομερὰν στενοχωρίαν σου, νὰ τοὺς παρακαλῇς μὲ τὰ δάκρυα νὰ σοῦ ἐπιστρέψουν τὰ χρήματά σου, ἀδελφέ, καταλαμβάνεις; τὰ χρήματά σου, μὲ τὰ ὁποῖα σὺ ἄλλοτε τοὺς ἔσωσες ἀπὸ παρομοίαν δύσκολον θέσιν καὶ αὐτοὶ, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου, νὰ σὲ ἀκούουν μὲ τόσην δυςαρέσκειαν καὶ ψυχρότητα, καὶ νὰ μὴ ἐννοοῦν νὰ σὲ εὐκολύνουν μὲ τὰ ἰδικά σου τοὐλάχιστον χρήματα, τὰ ὁποῖα σοῦ κατακρατοῦν. Ἆ! αὐτὸ εἶνε ἀπελπισία! εἶνε φρίκη! Αὐτὴ ἡ χθεσινὴ δοκιμασία μοῦ ἔδωκε πολλὰ κοινωνικὰ μαθήματα....

— Μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴ εὐκολύνοντο....

— Δὲν τὸ ἠξεύρω, ἐμένα ὅμως μ’ ἐπλήγωσε πρὸ πάντων καὶ μ’ ἐφαρμάκωσε ὁ τρόπος των, ἡ ἀπάθειά των, ἡ ἀδιαφορία των, μὲ ἐννοεῖς;

— Εἰς αὐτὸ βέβαια ἔχεις δίκαιον....

— Δίκαιον; Ἄκουσε! Πηγαίνω χθὲς εἰς ἑνὸς φίλου μου, τὸν ὁποῖον ἀγαποῦσα καλλίτερα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου. Ἐπίστευα πῶς κανεὶς δὲν ἔχει τόσῳ τρυφερὴ καρδιὰ ’σὰν αὐτόν. Ἠμποροῦσα νὰ γείνω θυσία, σοῦ ὁρκίζομαι. Πρὸ ἓξ μηνῶν μοῦ εἶχεν ἐμπιστευθῇ μίαν οἰκογενειακήν του στενοχωρίαν καὶ μοῦ εἶπεν, ὅτι ἂν δὲν μπορέσῃ νὰ οἰκονομήσῃ πενῆντα δραχμάς, ποῦ εἶχεν ἀπόλυτον ἀνάγκην, θὰ τοῦ ἤρχετο νὰ σκοτωθῇ. Ἐγὼ δὲν εἶχα χρήματα ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Χωρὶς νὰ τοῦ εἰπῶ τίποτε, πηγαίνω καὶ βάζω τὸ χρυσό μου τ’ ὡρολόγι ἐνέχυρο, τοῦ οἰκονομῶ τῂς 50 δραχμαὶς καὶ τοῦ τῂς δίδω. Ἀπὸ τότε δὲν τὸν ἠνώχλησα· ἂς εἶνε. Ἔλεγα, ὅτι ἴσως δὲν εὐκολύνεται νὰ μοῦ τὰ ἐπιστρέψῃ. Χθὲς λοιπὸν τὸ πρωῒ ἐπῆγα καὶ τὸν ηὗρα. Τοῦ ἐξηγῶ τὴν θέσιν μου, τὸν καθικετεύω νὰ μοῦ οἰκονομήσῃ ὅ,τι ἠδύνατο ἀπέναντι τοῦ χρέους του, ἔστω καὶ δέκα δραχμάς, πέντε μόνον, ὅ,τι εἶχε, διὰ νὰ προλάβω τὰς ἐπειγούσας τοὐλάχιστον ἀνάγκας τῆς ἡμέρας… Ἀλλ’ αὐτὸς μοῦ ηὗρε χιλίας προφάσεις, μοῦ εἶπε πῶς δὲν ἔχει λεπτό, καὶ μοῦ ὡρκίσθη μάλιστα πῶς ἐκινδύνευε ν’ ἀφήσῃ νηστικὴ τὴν οἰκογένειά του τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Τί νὰ κάμω! Τὸν ἐπίστευσα. Φεύγω ἀπηλπισμένος καὶ ἀπ’ ἐκεῖ. Τὸ ἀπομεσήμερο ἐνῷ ἐβάδιζα ἐκεῖ ἔξω πρὸς τοὺς Στύλους ’σὰν τρελλός, διὰ νὰ πάρω ’λίγο ἀέρα, ἔξαφνα γυρίζω καὶ βλέπω τὸν φίλο μέσα ’ς ἕν’ ἁμάξι μαζῆ μὲ τὴν οἰκογένειάν του καὶ ἐπήγαινε ’ςτὸ Φάληρο νὰ διασκεδάσῃ! Καὶ δὲν εἶχε λεπτὸν! καὶ θὰ ἔμενε νηστικός!…

— Ἄκουσε Τάκη· θέλεις νὰ σοῦ οἰκονομήσω ἐγὼ τὸ μικρὸν αὐτὸ ποσόν;

— Ὄχι, δὲν θέλω τίποτε! Ἀπὸ χθὲς ὡρκίσθην ν’ ἀλλάξω καθ’ ὁλοκληρίαν. Θὰ γείνω ἀπάνθρωπος, ἐγωϊστής. Ὑπέγραψα μὲ τὴν συνείδησίν μου φοβερὸν συμβόλαιον ἀπὸ χθές. Θὰ μισήσω ὅλους, ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους… Ἕως τώρα ἐζοῦσα διὰ τοὺς φίλους μου, διὰ τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τὸν κόσμον. Εἰς τὸ ἐξῆς θὰ ζῶ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Θὰ τακτοποιήσω τὰ οἰκονομικά μου εἰς τρόπον ὥςτε νὰ μὴ φθάσω ποτὲ πλέον νὰ κρούω κλειστὰς καρδίας καὶ θύρας κλειστάς. Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ἔκλεισα ἀπὸ χθὲς τὴν ψυχήν μου δι’ ὅλον τὸν κόσμον! Θὰ γείνω μισάνθρωπος!

— Δὲν εἰξεύρω, ἂν τὰ πιστεύῃς ὅλα αὐτὰ ποῦ λέγεις, εἶμαι ὅμως βέβαιος ὅτι ἡ ἔξαψίς σου αὐτὴ θὰ περάσῃ καὶ αὔριον θὰ ἀγαπᾷς τοὺς φίλους σου, τοὺς ἀνθρώπους, τὸν κόσμον, καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐχθρούς σου.

— Ἐγώ; Σοῦ ὁρκίζομαι λοιπόν, ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς θὰ μὲ ἴδῃς ἐγωϊστήν, σκληρόν, ἄκαρδον. Αὐτὴν ἐδῶ τὴν καρδιὰ τὴν ἐξερρίζωσα ἀπὸ σήμερα καὶ ἔβαλα σ’ τὴ θέσι της ἕνα κομμάτι μάρμαρο. Θὰ ζῶ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Θὰ ἦμαι ἐγωϊστὴς ὡς Ἄγγλος. Αὐτοὶ ’ξεύρουν νὰ ζοῦν· εὖγέ τους! Ὅλος ὁ κόσμος νὰ πεθάνῃ ’μπροστά τους, καρφὶ δὲν τοὺς καίεται. Νὰ ξεψυχᾷ, νὰ σκοτώνεται ὁ ἄλλος ’μπρὸς ’ςτὰ μάτια τους, αὐτοὶ ἐξακολουθοῦν τὸν περίπατό τους. Ὄχι δά, πρέπει τάχα νὰ φροντίζουν καὶ γιὰ τὸν κόσμο τὸν ἀχάριστο!

— Ἄφησέ τα τώρα αὐτά, Τάκη· τὰ λέγεις, ἀλλὰ κατὰ βάθος δὲν τὰ πιστεύεις. Ὁ ἐγωϊστὴς δὲν εἶνε ποτὲ εὐτυχής....

— Δὲν τὰ πιστεύω; Καλό! Θὰ τὸ ἰδῇς! Σοῦ ὁρκίζομαι λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ βλέπω ἄνθρωπον ν’ ἀποθνήσκῃ τῆς πείνης δι’ ἕνα κομμάτι ψωμί, σοῦ ὁρκίζομαι, ὅτι θὰ προτιμήσω νὰ τὸ πετάξω ’ςτοὺς σκύλους καλλίτερα, παρὰ νὰ τοῦ τὸ δώσω. Μὰ θὰ πεθάνῃ! Ἅς ψοφήσῃ! τόσῳ τὸ καλλίτερον!

Ἡ ὁμιλία τοῦ Τάκη μὲ συνεκίνει καὶ μ’ ἐβύθιζεν εἰς πολλὰς σκέψεις. Προφανῶς εἶχε δίκαιον. Ἐδοκίμαζε τὴν κρίσιν ἐκείνην τῆς ἀπογοητεύσεως, τὴν ὁποίαν ὑφίσταται πᾶς εὐγενὴς ὀνειροπόλος, ὅςτις ἐνῷ φαντάζεται τὸν βίον πλήρη ῥόδων καὶ μαγείας, αἴφνης ἀφυπνίζεται ἐν τῇ πραγματικότητι ἐν μέσῳ ἀκανθῶν καὶ φρίκης. Ὅλος ὁ ὡραῖος κόσμος τῶν ἰδανικῶν καὶ τῶν εὐγενῶν ἐμπνεύσεων εἰς τὸν ὁποῖον ἐπίστευεν ἕως χθὲς μέχρι αὐτοθυσίας, κατέρρευσε διὰ μιᾶς ἐν τῇ φαντασίᾳ του. Μία ἀπρόοπτος στιγμὴ δοκιμασίας ἐν τῇ πραγματικότητι, μιὰ πτυχὴ ἀποκαλυφθεῖσα ἐκ τῆς μεγάλης αὐλαίας τοῦ κοινωνικοῦ θεάτρου, τοῦ κατέδειξεν ὅλην τὴν περὶ ἑαυτὸν κοινωνικὴν ἐρημίαν. Αὐτὸς ὅςτις χαίρων θὰ ἐπροτίμα νὰ διέλθῃ νῆστις μίαν ὅλην ἡμέραν διὰ νὰ δώσῃ τὴν μοναδικήν του αἴφνης δραχμῂν εἰς ἕνα πτωχὸν πάσχοντα, εὑρίσκετο παρ’ ἐλπίδα μόνος, ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος ἐν μέσῳ τόσου κόσμου, τὸν ὁποῖον ἐπίστευε καὶ ἠγάπα ἕως χθές.

Ὑπελόγισα τὴν ἠθικὴν ἄβυσσον, ἥτις ἠνοίγετο ἐν τῇ ψυχῇ του κατὰ τὰς ἐπισήμους ἐκείνας στιγμὰς καὶ ἐσιώπησα.

Διηνύομεν ἤδη τὴν ὁδὸν Πειραιῶς καὶ εἴχομεν φθάσει λεληθότες κάμψαντες τὴν πρὸς τὸν Βοτανικὸν Κῆπον ἄγουσαν. Ἡ πρωΐα ἦτο ἐξαισίως ὡραία. Ἀπὸ τῆς προτεραίας βροχὴ ῥαγδαία εἶχε λούσει τὴν γῆν, καὶ ἡ διαφάνεια τῆς ἀτμοσφαίρας προςέδιδε τὰς γλυκυτέρας ἀποχρώσεις εἰς τὴν πρὸ ἡμῶν χλοάζουσαν ἔκτασιν.

— Θέλεις νὰ κάμωμεν ἕνα περίπατον ἕως τὸ Χασεκῆ; τὸν ἠρώτησα. Ὁ καιρὸς εἶνε ὡραῖος. Ἀφοῦ ἤλθαμεν ἕως ἐδῶ;

— Πᾶμε· καλλίτερα ’στὴν ἐρημιά, νὰ μὴ βλέπω ἀνθρώπους.

Ἐξήγαγον τὴν καπνοθήκην μου, ἡτοίμασα σιγάρον, καὶ ἔστην πρὸ τῆς θύρας μικροῦ παροδίου καπηλείου διὰ νὰ τὸ ἀνάψω. Ὁ Τάκης ἐπροχώρησε. Μετά τινας στιγμὰς ἐστράφην διὰ νὰ ἐξακολουθήσω τὸν δρόμον, ἀλλὰ δὲν εἶδον τὸν Τάκην. Σπεύδω τὸ βῆμα καὶ τὸν βλέπω εἰςελθόντα ἐν τῷ μεταξὺ ἐντὸς μικροῦ ἀτοιχίστου προαυλίου πενιχρᾶς καλύβης, κειμένης εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων βημάτων παραλλήλως τῆς ὁδοῦ. Ἐσταμάτησα τὸ βῆμα καὶ τὸν ἀνέμενον, ὅτε ἀκούω αἴφνης συγκεχυμένως γόους καὶ οἰμωγὰς ἀπὸ τοῦ βάθους τῆς καλύβης. Σχεδὸν ἐμάντευσα, πρὶν ἢ τὴν ἴδω ἐκτυλισσομένην ὑπὸ τὰ ὄμματά μου, ὁποία σκηνὴ διεδραματίζετο ἐκεῖ καὶ ὁποία ἔμελλε νὰ ᾖ ἡ λύσις. Ταχεῖα, ὡς ἀστραπὴ διῆλθε τὸν νοῦν μου ἢ ἰδέα, ὅτι κατὰ μοιραίαν σύμπτωσιν ἐξ ἐκείνων μὲ τὰς ὁποίας ἡ τύχη πλέκει συνήθως τὰ τρομερά της παίγνια, εἵλκυεν ἐκεῖ ἀκράτητον τὸν Τάκην ἡ εἰκὼν καὶ πάλιν τῆς ἀνθρωπίνης δυςτυχίας, καθ’ ἣν ἀκριβῶς στιγμὴν ὡρκίζετο νὰ γίνῃ μισάνθρωπος.

Ἡ περιέργεια καὶ τὸ ἐνδιαφέρον μου ἐξεκαύθη. Ἀνέμενον νὰ ἴδω τὸν Τάκην ἄν θὰ εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἐφαρμόσῃ ὅσα ἔλεγε πρὸ ὀλίγων στιγμῶν. Καὶ προςποιούμενος ἀδιαφορίαν ἔστρεψα τὸ βλέμμα ἀντιθέτως, ἐξήγαγον ἐφημερίδα παλαιὰν ἐκ τοῦ κόλπου μου, τὴν ἐξεδίπλωσα καὶ καθήσας ἐπί τινος ἐκεῖ που προςτυχόντος λίθου, ἐφάνην βυθιζόμενος εἰς τὴν ἀνάγνωσιν, ἐνῷ τουναντίον ἐνέτεινον τὴν ἀκοὴν καὶ προςήλουν ὑπόδρα, τὸ βλέμμα, ὅπως συλλάβω καὶ τὴν τελευταίαν γραμμὴν τῆς ἀπροόπτου ἐκείνης εἰκόνος, ὅπως μὴ μοῦ διαφύγῃ οὐδ’ ἡ τελευταία λεπτομέρεια τοῦ διαλόγου, ὃν εἶχεν ἤδη ἀρχίσει ὁ Τάκης κατὰ τὸ βραχὺ τοῦτο διάστημα.

Ἐντὸς τῆς ῥυπαρᾶς, σκοτεινῆς καὶ ὑγρᾶς ἐκείνης πλινθοκτίστου καλύβης, δι’ ἑνὸς μόνον βλέμματος ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τις τὸ ἐλεεινότερον θέαμα τῆς ἀνθρωπίνης ἀθλιότητος, ἥτις περιεκλείετο ἐκεῖ ἐντὸς τεσσάρων πνιγηρῶν τοίχων ἀπεξεσμένων καὶ μελανῶν ἐκ τοῦ καπνοῦ τῆς ἑστίας. Ἡ θύρα ἦτο ἀνοικτή. Εἰς τὴν γωνίαν τοῦ ἀπέναντι τοίχου ἐπὶ στρώματος ἐξ ἀχύρου καὶ ῥακῶν ἔκειτο ὕπτιος κατὰ γῆς ἐκπέμπων ῥόγχους θανάτου τεσσαρακοντούτης ἀνήρ, ἓν πτῶμα μᾶλλον ἀναπνέον εἰςέτι, τοῦ ὁποῖου ἡ σκελετώδης μορφὴ εἶχέ τι τὸ ἀπαίσιον. Παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐκάθητο μικρὰ δεκατετραέτις παιδίσκη ὠχρά, ἀναιμική, λιπόσαρκος, ὀλολύζουσα καὶ ῥίπτουσα βλέμμα στυγνὸν καὶ ἀπεγνωσμένον ἐπὶ τοῦ ἀσθενοῦς. Ἦτο πατήρ της.

Ὅταν ὁ Τάκης ἀκούσας τὰς οἰμωγὰς ἔδραμε πρὸς τὴν θύραν τῆς καλύβης, εἶχεν ἤδη ἐμφανισθῇ ἐπὶ τῆς φλιᾶς γυνὴ καχεκτικὴ καὶ κάτισχνος, νέα ἀκόμη, ἀλλ’ ἐρρυτιδωμένη ὑπὸ προώρου γήρατος, μὲ φυσιογνωμίαν οἰκτρὰν καὶ ἐσβεσμένην, ἣν καθίστων στυγνοτέραν τὰ ἐπὶ τοῦ ὀστεώδους σώματος της συγκεκολλημένα ῥάκη. Εἶχε λυτὴν τὴν κόμην, βραγχνὴν τὴν φωνήν, θολὰ τὰ ὄμματα ἐκ τῆς ἀγρυπνίας καὶ τῆς πείνης, καὶ συμπλέκουσα τὰς καλαμώδεις αὑτῆς χεῖρας ἐπὶ τοῦ ἀπεξηραμμένου στήθους της διεξετραγῴδει εἰς τὸν Τάκην ἐπὶ ὅλων τῶν τόνων τῆς ἀνθρωπίνης συμφορᾶς τὸ φοβερόν της μαρτυρολόγιον.

Ἔξωθι τῆς θύρας, διὰ τὴν ἀντίθεσιν τῆς εἰκόνος, δύο παιδία ἡλικίας δύο ἢ τριῶν ἐτῶν, ἡμίγυμνα, κατερρυπωμένα, ἔπαιζον κυλιόμενα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους χειρονομοῦντα πρός τινα ἐκεῖ που νυσταλέως ὀκλάζουσαν γαλῆν μὴ δυνάμενα νὰ ἐννοήσωσιν ἀκόμη ὁποίαν μελανὴν σφραγῖδα ἐνεχάραττεν ἡ μοῖρα ἐπὶ τοῦ ἀθώου μετώπου των.

Ἐνέτεινα τὸ οὖς καὶ ἠκροώμην.

— Καὶ εἶνε πολλαὶς ἡμέραις ἄρρωστος, κυρά, ὁ ἄνδρας σου, ἔτσι εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν; ἠρώτα ὁ Τάκης μετὰ φωνῆς συγκεκινημένης,

— Εἶνε δύο ἑβδομάδες τώρα ὅπου τὸν δέρνει ὁ πυρετός.

— Καὶ δὲν ἦλθεν κανένας γιατρὸς, νὰ τὸν κυττάξῃ; ἔτσι μένει τόσον καιρὸν, χωρὶς γιατρικά, χωρὶς τίποτε;

— Ἄχ ποιὸς νἄλθῃ σ’ ἐμᾶς ἐδῶ τοὺς ἄμοιρους ποῦ ζοῦμε κρυφὰ ἀπ’ τὸν θεό. Ποιὸς ἔρχεται σήμερα χωρὶς νὰ πληρωθῇ; Ὁ δυςτυχισμένος ὁ ἄνδρας μου ἔχει δεκαπέντε μέραις νὰ πιάσῃ δουλιά, ἐγὼ ξενόπλενα καὶ ἔβγαζα κανένα λεφτὸ γιὰ νὰ προφθάνω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν μου. Ἀλλὰ τώρα μ’ αὐτὸ τὸ κακὸ ποῦ μᾶς ηὗρε οὔτε ἡσυχία ἔχω οὔτε μυαλὸ ’στὸ κεφάλι νὰ δουλέψω. Ἔπειτα ποιὸς νὰ κυττάξῃ τὸν ἄρρωστο μου ποῦ κοντεύει νὰ μοῦ πεθάνῃ;

Ὁ Τάκης ἔκλινε τὴν κεφαλὴν καὶ ἤκουεν.

Ἡ δύστηνος γυνὴ ἐξηκολούθησεν:

— Προχθὲς ἔτυχε κ’ ἐπερνοῦσεν ἀπ’ ἐδῶ ἕνας γιατρός· ’πήγαινε περίπατο μὲ δύο τρεῖς ἄλλους ’στὸ Χασεκῆ. ’Σὰν τὸν ἀγνάντεψα ἀπὸ τὸ καλύβι μέσα τὸν ’γνώρισα εὐθὺς ἐπειδὴ τῂς προάλλαις εἶχε βγάλῃ κάλπη γιὰ δημοτικὸς σύμβουλος καὶ ἦλθε δύο-τρεῖς φοραῖς ’στὸ φτωχικό μας γιὰ τὴν ψῆφο τοῦ ἀραχνιασμένου τοῦ ἄνδρα μου. ’Πετάχτηκα ἔξω ’ςτὴ στιγμή. Τὸν φωνάζω ἀλλ’ αὐτὸς μὲ εἶδε κ’ ἐτράβηξε τὸν δρόμο του, χωρὶς νὰ στρέψῃ. Ἔτρεξα καὶ τὸν ’πρόκαμα. Πέφτω ’ςτὰ πόδια του, τὸν ’ξορκίζω ’ςτὰ παιδιά του μὲ τὰ κλάματα. ’Στὸ τέλος ἀποφασίζει καὶ ’μπαίνει μέσα, ῥίχνει μιὰ ματιὰ ’ςτὸν ἄρρωστο, τοῦ γράφει μιὰ ῥετσέτα, καὶ μοῦ δίνει διαταγὴ νὰ τοῦ δίνω δυνατὸ ζουμὶ καὶ κρασί, καὶ νὰ τοῦ βάζω καὶ πάγο ’ςτὸ κεφάλι. Ἀπὸ τότε δὲν ξαναῆλθε, οὔτε τὸν ’ματάειδα. Ἀλλὰ τί νἄλθῃ νὰ κάμῃ! Ποῦ ναὕρω ν’ἀγοράσω ἐγὼ ὅλα αὐτά, ποῦ ἤμαστε ἀπὸ χθὲς τὸ πρωί δίχως ψωμί; Ἄχ! Θεέ μου, Θεέ μου! τί νὰ γίνω! θὰ τρελαθῶ, Παναγία μου!

Καὶ συγκαλύψασα διὰ τῶν χειρῶν τὸ πρόσωπον ἀνελύθη εἰς κοπετούς.

Ὁ Τάκης, ὡςεὶ ἀποκαθηλωθεὶς ἐκεῖ ἀκίνητος ὑπὸ τῆς φρίκης, ἣν ἀπέπνεεν ἡ ζῶσα ἐκείνη εἰκὼν τῆς δυςτυχίας, ἔμεινεν ἐπὶ μικρὸν ἄναυδος, περιέβαλε διὰ βλέμματος οἴκτου καὶ συντριβῆς τὴν δύςμοιρον γυναῖκα καὶ ἐξέπεμψε βαθὺν στεναγμόν.

— Ἄχ! κυρά μου, τί νὰ σοῦ κάμω! ἐψιθύρισεν.

Ἔφερε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ μετώπου, καὶ παρεδόθη ἐν σιγῇ εἰς μικρὰν σκέψιν. Ἔπειτα, ὡςεὶ ἡλεκτρισθεὶς ἐξ αἰφνιδίας ἐμπνεύσεως, σπεύδει πρός με, ἐξακολουθοῦντα τὴν ἀνάγνωσιν τῆς ἐφημερίδος, καὶ μετὰ τοῦ γλυκυτέρου ἱκετευτικοῦ τόνου:

— Κάμε μου τὴ χάρι σὲ παρακαλῶ, μοὶ λέγει, καὶ δάνεισέ μου αὐτὰ τὰ ὀλίγα χρήματα ποῦ κρατεῖς ἐπάνω σου. Αὔριον θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω.

Ἐξήγαγον τὸ χαρτοθυλάκιον καὶ τῷ ἐνεχείρισα τὸ ζητηθὲν ποσόν.

Αἴγλη χαρᾶς ἀγγελικῆς ἠκτινοβόλησεν ἐπὶ τῆς ὠχρᾶς καὶ δεδακρυσμένης μορφῆς του.

Ἔδραμεν εἰς τὴν δυςτυχῆ γυναῖκα·

— Νά, κυρά, πάρε αὐτὰ τὰ ὀλίγα χρήματα σὲ παρακαλῶ νὰ οἰκονομήσῃς ὅ,τι σοῦ χρειάζεται. Κύτταξε νὰ κάμῃς ὅ,τι σοῦ εἶπεν ὁ γιατρός. Μεθαύριον ἴσως ξαναπεράσω πάλιν ἀπ’ ἐδῶ.

Καὶ πρὶν ἢ δώσῃ καιρὸν εἰς τὴν ἔκθαμβον μητέρα νὰ διαχυθῇ εἰς εὐλογίας καὶ εὐγνώμονας ἀναφωνήσεις, ἔφυγε βιαίως, διεσκέλισε τὴν μικρὰν χάνδακα, ἥτις διεχώριζε τὴν ὁδὸν ἀπὸ τῆς σκηνῆς ἐκείνης, καὶ δραμών πρός με:

— Σήκω, νὰ πηγαίνωμεν! μοὶ λέγει καὶ σπεύδει ἐμπρός.

Ἠγέρθην καὶ ἐξηκολουθήσαμεν σιωπηλοὶ τὸν περίπατον.

Ὁ Τάκης ἐδάκρυε. Σχεδὸν ἔκλαιε. Δὲν διετάραξα τὸ ἐπίσημον τῆς σιγῆς. ᾘσθανόμην διὰ τῶν παλμῶν τῆς ἰδίας μου καρδίας, ὅτι τὰς στιγμὰς ἐκείνας συνεκρούετο θύελλα αἰσθημάτων εἰς τὰ ἄδυτα τῆς ὡραίας του ψυχῆς.

Ἀθήνησιν, Ἰούλιος 1888.

Κωνστ. Φ. Σκόκος