Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890/Δύο αρνήσεις κάνουν... ένα ξυλοκόπημα
←Σύντομος ἱστορία τῆς Ἀθηναίας κόρης | Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1890 Συγγραφέας: Δύο ἀρνήσεις κάνουν... ἕνα ξυλοκόπημα |
Βιογραφικαὶ σημειώσεις→ |
ἥρως μου ὀνομάζεται Πλάτων· εἶνε μαθητὴς γυμνασίου καὶ ἀγαπᾷ, ὡς ὁ φιλόσοφος τοῦ ὁποίου φέρει τὸ ὄνομα, τοὺς διαλόγους — κατὰ τὴν ὥραν τοῦ μαθήματος — καὶ τὴν δεσποινίδα Ἑλένην — κατὰ τὰς ἄλλας ὥρας. Ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ σταδίου του ἔτρεφεν ἄσβεστον ἔρωτα πρὸς τὴν γείτονα αὐτοῦ δεσποινίδα Ἀντιγόνην, ἀλλ’ ἀφ’ ὅτου ὁ καθηγητής του εἶχε τὴν ἀπρονοησίαν νὰ διδάξῃ τὸ ὁμώνυμον δρᾶμα τοῦ Σοφοκλέους, χάριν τοῦ ὁποίου ἔμεινεν εἰς τὴν ἰδίαν τάξιν, ὁ ἔρως μετετράπη εἰς φοβερὸν μῖσος. Ὑπάρχει ὅμως καὶ γνώμη, ὅτι ὁ ἔρως ἐσβέσθη διὰ ραβδισμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς καὶ γενναίας ψυχρολουσίας, ἀλλ’ αὐτὸ δὲν τὸ ἐπιβεβαιοῦσιν οὔτε οἱ γείτονες, οὔτε τὸ ἀστυνομικὸν Δελτίον.
Τὸ ἴνδαλμα τοῦ Πλάτωνος, εἴπομεν, ὀνομάζεται Ἑλένη. Τί ὄνομα πεζὸν δι’ ἕνα ρωμαντικὸν ἐραστήν! Ἀλλ’ ἡ καλλονή της; Ἐκείνη ἠδύνατο νὰ τρώσῃ τὴν καρδίαν καὶ τοῦ μᾶλλον ἀναισθήτου φοιτητοῦ τῆς φιλολογίας. Ἡ Ἑλένη ἦτο μαθήτρια — ἃς εἴπωμεν — τοῦ Ἀρσακείου καὶ οὐδέποτε διενοήθη νὰ ἐκδώσῃ ἐφημερίδα ἢ νὰ γράψη εἰς περιοδικόν· ἁπλῶς ἐσκέπτετο πῶς νὰ λάβῃ τὸ πτυχίον της καὶ ἐπροτίμα ν’ ἀναγινώσκῃ μᾶλλον τὰ διδασκόμενα ἐν τῷ σχολείῳ δράματα ἢ τὰ «Δράματα τῶν Παρισίων» τοῦ Ponson de Terrail, τὰ ὁποῖα ὁ Πλάτων εἶχεν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιόν του, ὡς ὁ μέγας Ἀλέξανδρος τὸν Ὅμηρον.
Ἐννοεῖτε τώρα εὐκόλως, ὁπόσον ἠδύνατο ὁ ἔρως νὰ συμβιβάσῃ τοὺς δύο αὐτοὺς χαρακτῆρας!
Ἡ Ἑλένη εἶχεν ἐπιστρέψει ἐκ τοῦ σχολείου καὶ ἐκάθητο ἐν τῷ δωματίῳ της μελετῶσα πρὸ τοῦ κομψοῦ αὑτῆς γραφείου τὰ μαθήματα τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Καὶ ὁ Πλάτων ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ σχολείου του, ἀλλ’ αὐτὸς ἔρριψε τὰ βιβλία καὶ ἤρχισε νὰ μελετᾷ… σχέδια κατακτήσεως τῆς καρδίας ἐκείνης. Ἐσκέφθη νὰ τὴν ἁρπάσῃ, ὡς ὁ Πάρις τὴν Ἑλένην τοῦ Μενελάου, καὶ ἀποτόμως νὰ τῇ ἐκφράσῃ οὕτω τὸν διακαῆ πόθον του, ἀλλ’ ἐφοβεῖτο δεύτερον Τρωικὸν πόλεμον μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρός της, εἰς τὸν ὁποῖον ἦτο βέβαιος, ὅτι δὲν θὰ ἐξήρχετο νικητής.
Τί νὰ κάμῃ λοιπόν;
Νὰ μαλάξῃ τὴν σκληρὰν καρδίαν της διὰ τῆς πειθοῦς. Τὸ ἀπεφάσισε καὶ ἤρχισε νὰ τὸ πραγματοποιῇ. Εἰσῆλθε συγκεκινημένος εἰς τὸ δωμάτιόν της — εἶχε τὸ δικαίωμα αὐτό, ἀφοῦ ἦσαν πάροικοι αἱ δὲ οἰκογένειαί των συνεδέοντο διὰ στενῆς φιλίας — καὶ δι’ ἐπιδεξίου τρόπου ἀφῆκε νὰ κλεισθῇ ἡ θύρα.
— Αἰωνίως θὰ διαβάζῃς, Ἑλενίτσα, αὐτὰ τὰ σχολαστικὰ βιβλία; Ἦτο ἡ πρώτη ἐπίθεσις.
— Μὰ δὲν βλέπω τί ἄλλο πρέπει νὰ κάμω. Ἦτο ἡ πρώτη ἄμυνα.
Ἐγένετο ἀνακωχὴ πέντε λεπτῶν. Τὰ χείλη ἐκείνου ἦσαν ἕτοιμα διὰ γενναίαν ἐπίθεσιν· αἱ χεῖρες ἐκείνης προπαρεσκευάζοντο διὰ γενναιοτέραν ἄμυναν, ἥτις ἠδύνατο νὰ φέρῃ καὶ χαρακτῆρα ὑπερβάσεως.
— Λοιπὸν δὲν αἰσθάνεσαι κανένα ζῆλον πρὸς ἄλλα ἀντικείμενα ἐκτὸς τῶν ἀνοήτων αὐτῶν βιβλίων;
— Οὐδένα.
— Καὶ ἐὰν εὑρίσκετο κανεὶς νὰ σοῦ ἔλεγεν ὅτι;…
— Θὰ τὸν ἐθεώρουν ἀνόητον.
— Καὶ ἐὰν ἤμην ἐγώ;
— Θὰ ἐπέμενον εἰς τὴν γνώμην μου.
— Δὲν μὲ ἀγαπᾷς λοιπόν, Ἑλενίτσα μου;
— Ὄχι.
— Ν’ ἀπελπισθῶ· δὲν μὲ ἀγαπᾷς;
— Ὄχι, σᾶς λέγω ἐκ δευτέρου.
Ἡ σιωπηρὰ ἀνακωχὴ ἐπανελήφθη. Ὁ Πλάτων ἐστηρίχθη ἐλαφρῶς ἐπὶ τοῦ γλαφυροῦ γραφείου καὶ παρετήρει μὲ ἀπλανὲς βλέμμα ἐπ’ ἀνοικτοῦ βιβλίου.
— Μὲ ἀγαπᾶς, ἀνεφώνησεν ἔξαλλος ἐκ τῆς χαρᾶς, μὲ ἀγαπᾷς, Ἑλενίτσα…
— Καὶ πῶς τὸ ἀνεκάλυψες; Ἠρώτησεν ἔκπληκτος ἐκείνη.
— Μοῦ τὸ εἶπεν αὐτὸ τὸ βιβλίον. Εἶνε ἡ γραμματικὴ σου, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχεις τυφλὴν ὑπακοήν. Δὶς μοὶ ἠρνήθης, ὅταν σοῦ εἶπον, ὅτι μὲ ἀγαπᾷς· λοιπὸν παρατήρησε τὶ γράφεις ἐδῶ: «Δύο ἀρνήσεις κάνουν μίαν κατάφασιν.»
Εὐθὺς ὡς ἐτελείωσε τὴν τελευταίαν λέξιν ἐπανέλαβε τὴν ἐπίθεσιν ὁ ἀκαταπόνητος ἐραστής, ἀλλὰ τὴν φορὰν ταύτην διὰ χειραψιῶν. Ἡ σκληρὰ κόρη ἀντέταξε τὰ αὐτὰ ὅπλα καὶ ἰσχυρὰς φωνάς.
Ἐπὶ τέλους ἀνοίγεται ἡ θύρα καὶ φαίνεται ἡ αὐστηρὰ φυσιογνωμία τοῦ εὐσώμου πατρὸς τῆς πολιορκηθείσης νεάνιδος.
— Μιὰ ὥρα ἔχω, βρωμόπαιδο, ποῦ σὲ ἀκούω νὰ βασανίζῃς τὸ κορίτσι μου, ἀλλὰ ’περίμενα νὰ ἰδῶ ποῦ θὰ φθάσῃς… εἶπεν ἐξηγριωμένος. Αὐτὴ ἡ γραμματικὴ μὲ τὴν ὁποίαν ἔκαμες τὴν ἀνακάλυψιν εἶνε παλαιὰ ἔκδοσις. Ἡ ἰδική μου λέγει, ὅτι «δύο ἀρνήσεις κάνουν… ἕνα ξυλοκόπημα» καὶ ἰδοὺ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ κανόνος.
Ἠκούσθη μεγάλη ταραχὴ ἐν τῷ δωματίῳ. Ὁ ἐρωτύλος νεανίσκος ἐξῆλθεν αὐτοῦ τρέχων βιαίως καὶ διωκόμενος ὑπὸ τοῦ κακοῦ του δαίμονος. Ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Ἑλένης ἔρρευσαν δύο δάκρυα ὡς μαργαρῖται, ὅταν δὲ ἤρχισε νὰ διευθετῇ τὰ πράγματα καὶ τὰ βιβλία, ἔρριψε τὰ βλέμματά της ἐπὶ τῆς γραμματικῆς καὶ τὸ κατηραμένον αὐτὸ βιβλίον εἰς δύο του σελίδας ἐπεδείκνυε προπετῶς τὸ ρῆμα.... «τύπτω».
Εὐάγγελος Κουσουλάκος