Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890/Γνώμη, αν μη συμβουλή
←Νικόλαος Μάντζαρος: ὁ κερκυραῖος μουσουργός | Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1890 Συγγραφέας: Γνώμη, ἂν μὴ συμβουλή |
Ἰωάννης Ζαμπέλιος→ |
ΟΝ Μάϊον τοῦ 188… διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου τῆς γαλλικῆς ἑταιρίας τῶν Διαπορθμεύσεων ἀπεβιβάζετο εἰς Μασσαλίαν νεαρὸς Ἕλλην, ὁ Πέτρος Λυγαρίδης.
Ἀποπερατώσας τὰ μαθήματα τῆς νομικῆς Σχολῆς τοῦ ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου καὶ καλοῦ διπλώματος τυχών, δὲν ἠθέλησε νὰ ἐξασκήσῃ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου ἐν Ἀθήναις, γινώσκων ὅτι, ὅσην ἐπιμέλειαν καὶ ἂν κατέβαλλε, δυσκόλως θὰ ἐσχημάτιζε πελατείαν, νέος αὐτὸς καὶ πρωτόπειρος ἀπέναντι ἀρχαίων δεδοκιμασμένων συναδέλφων, οὐδ’ ἐνόμισε καλὸν νὰ ἐπιδιώξῃ δημοσίαν τινὰ θέσιν, ἐξ ἧς θὰ ἐξήρχετο πτωχός, ὡς κατὰ τὸ πλεῖστον πάντες, οὓς ἡ τύχη ἢ αἱ περιστάσεις κατεδίκασαν ν’ ἀσπασθῶσι τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δημοσίου λειτουργοῦ. Ἄλλως δέ, ἀνεξαρτήτου χαρακτῆρος ὤν, ἐνόμισεν ὅτι οὐχὶ εὐχερῶς θὰ ὑπεβάλλετο εἰς τὸν ζυγὸν τοῦ ὑφισταμένου. Μετέβαινε λοιπὸν εἰς Μασσαλίαν ζητῶν τύχην. Εἰς τὸ ταξείδιον ὅμως τοῦτο δὲν ἐρρίπτετο ὅλως τυχοδιωκτικῶς καὶ ἄνευ ἐλπίδος ἐκ τῶν προτέρων· τοὐναντίον ἤλπιζε πολύ, ἵνα μὴ εἴπω ὅτι ἦτο βέβαιος, ὅτι ἤθελεν ἐπιτύχῃ. Ἐν Μασσαλίᾳ θὰ συνήντα ἀρχαῖον καὶ δεδοκιμασμένον φίλον τὸν Νικόλαον Κ. διευθύνοντα ἕνα τῶν μεγαλειτέρων ἐμπορικῶν οἴκων τῆς πάλαι Φωκαίας, ὑπὸ τοῦ ὁποίου τὴν προστασίαν καὶ φιλικὴν συνδρομὴν ἐπίστευεν ὅτι ταχέως θὰ ἐτοποθετεῖτό που, ὡς ὑπάλληλος, ἐὰν μὴ πρεσελαμβάνετο ἐν αὐτῷ τῷ καταστήματι τοῦ ἀρχαίου φίλου του.
Ἐν τοῖς βάθροις τῶν σχολείων συνδέονται οὐχὶ σπανίως φιλίαι στενόταται καὶ ἀδιάρρηκτοι, ἡ δὲ τῶν δύο νέων ἐχρονολογεῖτο ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς μαθητείας των ἐν τῷ Βαρβακείῳ, οὗτινος τὰ μαθήματα διήκουσαν, ἐλθόντες ὁ μὲν Νικόλαος Κ. ἐκ Μασσαλίας, ὁ δὲ Πέτρος Λυγαρίδης ἐκ Πατρῶν, ὁπόθεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ εἶχε μετατεθῇ εἰς Ἀθήνας, ὑπάλληλος ὤν.
Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τοῦ Γυμνασίου ὁ πρῶτος, ὅστις εἶχεν ἔλθῃ εἰς τὴν πρωτεύουσαν μόνον χάριν τῆς τελείας ἐκμαθήσεως τῆς γλώσσης, ἀπῆλθεν εἰς Γαλλίαν, ἀνακληθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρός του, ἐπιθυμοῦντας νὰ καταλίπῃ αὐτὸν διάδοχον ἐν τῷ ἐμπορικῷ οἴκῳ του, ὁ δὲ δεύτερος, ὡς ἐσημειώσαμεν ἀνωτέρω, ἐπεδόθη εἰς τὴν σπουδὴν τῆς Νομικῆς.
Ὁ μετὰ τετραετῆ διαρκῆ φιλίαν καὶ συνοίκησιν χωρισμὸς δὲν διέκοψε καὶ τὰς στενὰς σχέσεις τῶν δύο νεανιῶν, οἵτινες συχνότατα ἔγραφον πρὸς ἀλλήλους, αἱ δὲ ἐπιστολαί των πᾶσαι ἦσαν πλήρεις ἐκφράσεως στοργῆς καὶ ἀγάπης. Ἐν παρόδῳ ἀναφέρομεν ἐνταῦθα, ὅτι κατὰ τὴν διαρρεύσασαν πενταετίαν ὁ μὲν Νικόλαος Κ. εἶχε νυμφευθῇ, ἀμφότεροι δὲ οἱ φίλοι ἀπώλεσαν τοὺς πατέρας των.
Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῶν νομικῶν σπουδῶν τοῦ Πέτρου Λυγαρίδου, ἐγένετο σκέψις περὶ τοῦ μέλλοντος αὐτοῦ, ὁ δὲ Νικόλαος Κ. ἔγραψεν αὐτῷ ὅτι, ἐὰν ᾐσθάνετο κλίσιν πρὸς τὸ ἐμπόριον, ἠδύνατο μετὰ θάρρους ν’ ἀφοσιωθῇ εἰς αὐτόν, ὅστις ἢ θά τον παρελάμβανε παρ’ αὐτῷ, ἢ θὰ συνίστα τὴν παραδοχὴν του ἐν ἑτέρῳ καταστήματι ἐν Μασσαλίᾳ, γαλλικῷ ἢ ἑλληνικῷ, ἀναλόγως τῶν περιστάσεων. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, κατέληγεν ἐν τῇ ἐπιστολῇ του, δέον νὰ θεωρῇ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, ἐν ᾗ θὰ ἐγίνετο δεκτὸς μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας, ὡς ἰδικήν του, μέχρι τῆς καταλλήλου τοποθετήσεώς του. Ἄλλως δέ, προσέθετο, ἐπιθυμία αὐτοῦ διακαὴς ἦτο νὰ μὴ εὑρεθῆ ταχέως θέσις τοιαύτη, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ χορτάσωσιν ἀλλήλους κατόπιν πενταετοῦς χωρισμοῦ.
Μετὰ τὴν παραλαβὴν τῆς ἐπιστολῆς ταύτης ὁ Πέτρος Λυγαρίδης δὲν εἶχεν ἀνάγκην πολλῶν σκέψεων. Διευθετήσας τὰ κατ’ οἶκον ἐν Ἀθήναις, ἐπέβη τοῦ πρώτου ἀτμοπλοίου κατευθυνόμενος, ὡς εἴδομεν, εἰς Μασσαλίαν. Ἡ γενομένη αὐτῷ ὑποδοχὴ ἦτο ὄντως ἀνταξία τῆς φιλίας τῶν δύο νέων, ὁ Νικόλαος Κ. συνέστησεν αὐτὸν τῇ συζύγῳ του, ἥτις καὶ ἄλλως ἐγίνωσκε τὰς σχέσεις αὐτῶν, ὡς ἀδελφόν.
Ἀληθῶς ὁ βίος, ὃν διῆγεν ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τοῦ φίλου αὐτοῦ ὁ Πέτρος Λυγαρίδης, ἦτο ὡς μέλους αὐτῆς. Συχνότατα, ἀφοῦ εἶδεν ὅ,τι ἀξιοθέατον εἶχεν ἡ Μασσαλία μόνος εἴτε συνοδευόμενος ὑπὸ τοῦ συζυγικοῦ ζεύγους, ὁ ξενιζόμενος ἔμενεν ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἐνῷ ὁ Νικόλαος Κ. κατεγίνετο εἰς τὰς ἐργασίας του, ἢ παραλαμβάνων τὴν νεαρὰν σύζυγον τοῦ φίλου του ἀπήρχετο εἰς ἐκδρομὰς ἢ ἐπισκέψεις γνωρίμων, μεθ’ ὧν εἶχε σχετισθῇ καὶ οὗτος. Ἄδολος τὴν καρδίαν ὁ νέος προσεῖδε τὴν γυναῖκα τοῦ ξενίζοντος αὐτὸν φίλου μετ’ ἀφελείας καὶ ἀληθῶς ὡς ἀδελφήν, ἐπιδοκιμάσας τὸ πολύ, καὶ τοῦτο καθ’ ἑαυτόν, τὴν ἐκλογὴν αὐτοῦ, διότι τῷ ὄντι ἡ Κυρία Κ. ἦτο νεαρωτάτη καὶ χαρίεσσα.
Ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἡ ἐνυπάρχουσα κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς γνωριμίας δειλὴ καὶ φυσικὴ συστολή, πρὸ πάντων μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ἐξηλείφετο, ἀντικαθισταμένη ὑπὸ εἰλικρινῶς οἰκειότητος, τάχιστα δὲ κατηργήθη καὶ ὁ ἐν ταῖς συνδιαλέξεσιν αὐτῶν ἐν χρήσει πληθυντικὸς ἀριθμός.
Ἐὰν ὁ Πέτρος Λυγαρίδης ἦτο πεπροικισμένος διὰ πλείονος ὀξυδερκείας, ἤ, κάλλιον, ἐὰν εἶχε μείζονα πεῖραν τοῦ κόσμου, θὰ παρετήρει ὅτι ἐνίοτε ἡ νεαρὰ γυνὴ κατείχετο ὑπὸ ἀνεξηγήτου στενοχωρίας, ὅτε ἔμενον μόνοι, θὰ κατελάμβανεν αὐτὴν θεωροῦσαν αὐτὸν παραδόξως, ἐάν, προσέχων ἀλλαχοῦ, ἔστρεφεν αἴφνης πρὸς αὐτὴν τὸ βλέμμα.
Πρωΐαν τινὰ ὁ Νικόλαος Κ. εἶχεν ἐξέλθῃ, ὡς συνήθως, λίαν ἐνωρὶς, μεταβαίνων εἰς τὴν ἐργασίαν του, μεθ’ ὥραν δὲ ὁ Πέτρος καὶ ἡ Κυρία. Κ. συνηντήθησαν ἐν τῷ ἑστιατορίῳ, ὅπου ἐλάμβανον καθ’ ἑκάστην τὸν πρωινὸν μετὰ γάλακτος καφέν.
Κατόπιν ἀνταλλαγῆς ἀδιαφόρων τινῶν φράσεων,
— Παρετήρησες, Πέτρε, ἓν πρᾶγμα χθὲς τὸ βράδυ εἰς τὸ θέατρον; ἠρώτησεν αἴφνης ἡ Κυρία Κ.
— Τί πρᾶγμα, Μαρία; ὑπέλαβεν ὁ Πέτρος.
— Ἔλα δά, μὴ κάμνῃς τὸν ἀνήξερον.
— Σὲ βεβαιῶ, δὲν παρετήρησα τίποτε.
— Σὲ συγχαίρω διὰ τὴν μυστικότητά σου· ἀλλὰ κάμνεις κακὰ νὰ μὴ φέρεσαι μαζύ μου εἰλικρινῶς. Ἐγὼ δὲν σὲ ὁμοιάζω καθόλου, διότι, δὲν εἰξεύρεις.... σὲ ἠγάπησα ὡς ἀδελφόν.
— Δὲν εἶναι ἀνάγκη οὐδὲ νὰ σὲ εὐχαριστήσω διὰ τοῦτο, ὑπέλαβεν ὁ νέος μετά τινος συγκινήσεως, διότι τὸν συνετάραξέ πως ἡ ὑποτρέμουσα φωνὴ τῆς γυναικὸς τοῦ φίλου του. Μήπως καὶ ἐγὼ δὲν συμπεριφέρομαι ἐδῶ, μαζῆ σας, ὡς ἀδελφός; Μήπως δὲν ἀγαπῶ τὸν Νικόλαον ὡς ἀδελφόν μου;
— Τὸν Νικόλαον ναί, ἀλλ’ ἐμέ; Ἐμὲ θεωρεῖς ξένην.
— Ἔχεις λᾶθος, Μαρία, σὲ βεβαιῶ, ἔχεις λᾶθος.
— Λοιπὸν μὲ ἀγαπᾷς καὶ ἐμὲ κομματάκι, αἴ;
— Ὅσον δύναμαι ν’ ἀγαπήσω τὴν σύζυγον προσφιλοῦς φίλου.
— Τότε λοιπὸν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ παρετήρησες τὴν χθεσινὴν ἐν τῷ θεάτρῳ σκηνήν, ἐξηκολούθησεν ἡ νεαρὰ γυνή. Ἐὰν εἶχες ὀλίγον διὰ τὴν ἀδελφήν σου ἐνδιαφέρον, βεβαίως θὰ παρετήρεις, προσέθηκεν ἡ Μαρία μετὰ μείζονος συγκινήσεως.
— Τί συμβαίνει λοιπόν; ἠρώτησεν ὁ Πέτρος, ταραχθεὶς ἐπὶ μᾶλλον καὶ ὑποπτεύων σοβαρόν τι.
— Ὁ Νικόλαος μὲ ἀπατᾷ, Πέτρε μου, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, ἀνέκραξεν ἡ Μαρία, σύρουσα τὸ κάθισμά της πρὸς αὐτόν, καὶ θέτουσα τὸν τρέμοντα βραχίονά της ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ νεανίου.
— Ἀπατᾶσαι, Μαρία, ἀπατᾶσαι, ὐπέλαβεν ὁ Πέτρος. Χθὲς ἀκόμη ὁ Νικόλαος μοὶ ὡμίλει περὶ τοῦ πρὸς σὲ θερμοῦ ἔρωτός του, περὶ τῆς εὐτυχίας του.....
— Εἶναι ὑποκριτής! ὦ Θεέ μου! φοβερὸς ὑποκριτής! Δὲν παρετήρησες εἰς τὸ γειτονικὸν μας θεωρεῖον μίαν ξανθήν, δὲν εἶδες τὴν διαρκῆ ἀνταλλαγὴν βλεμμάτων, μειδιαμάτων;.... Εἶσαι πολὺ ἀγαθός, φίλε μου, ἐάν τον πιστεύῃς.
— Περίεργον νὰ μὴ ἴδω τίποτε ἐγώ, εἶπεν ὁ Πέτρος ἀπορῶν.
— Δὲν εἶδες βέβαια, δὲν εἶδες, διότι ἐσὲ δέν σε τρώγει τὸ σκουλῆκι, ἀλλ’ ἐρώτησε ἐμέ… Ἐνόμιζα ὅτι ἐκαθήμην στ’ ἀγκάθια. Πιθανὸν καὶ νὰ εἶδες, καὶ νὰ μή μού το λέγῃς, διὰ νὰ μὴ λυπηθῶ.
— Νά, πάλιν τὰ ἴδια, δὲν εἶδα τίποτε σοῦ λέγω.
— Δὲν εἶδες διότι ἕχεις καλὴν ἰδέαν περὶ τοῦ φίλου σου, τὸν ὁποῖον δὲν ἐγνώρισες καλὰ μ’ ὅλην τὴν φιλίαν σας. Μήπως εἶναι μόνον ἐκείνη ἡ ξανθή;… Πόσαι ἄλλαι ἆρά γε γυναῖκες τῆς ἐσχάτης τάξεως ἀφαιροῦσι τὴν ἀγάπην του ἀπ’ ἐμέ;
— Μαρία, μὲ συγχωρεῖς, δὲν εἰξεύρεις τί λέγεις!
— Καὶ μὲ ἐνυμφεύθη μὲ ἔρωτα, καὶ λέγει ὅτι μὲ ἀγαπᾷ, ὁ ψεύστης, ὁ ἀπατεών! ἐξηκολούθησεν ἡ Μαρία μετὰ λυγμῶν. Σῶσέ με. Πέτρε μου, σῶσέ με! προσέθηκε στηρίζουσα τὴν κεφαλήν της ἐπὶ τοῦ στῆθους του.
— Ἔλα, ἡσύχασε, φίλη μου, ἡσύχασε. Δὲν εἴξευρα ὅτι εἶσαι τόσον ζηλότυπος, εἶπεν ὁ νέος, ἀπομακρύνων αὐτήν.
— Ζηλότυπος! καὶ βέβαια, ἀφοῦ ἔχω ἕνα ἄνδρα γυναικᾶν πρώτης τάξεως.
— Τί! ὁ Νικόλαος γυναικᾶς! ἀνέκραξεν ὁ Πέτρος μετὰ θορυβώδους γέλωτος. Αὐτός, τὸν ὁποῖον πάντες οἱ φίλοι ἐν Ἀθήναις ἐγνωρίσαμεν ἔχοντα χαρακτῆρα ὅλως ἐναντίον! Ἴσως ἡ Μασσαλία τὸν μετέβαλε… Πιθανόν… ἐψιθύρισεν ὁ Πέτρος μετά τινος δισταγμοῦ.
— Βλέπεις; ἤρχισες νὰ πείθεσαι.
— Ὄχι δά, μὴ βιάζεσαι τόσον.
— Βέβαια θὰ παρετήρησες καὶ σὺ καθ’ ὁδόν, ὃταν τυχὸν τὸν συνοδεύῃς, μετὰ ποίας προσοχῆς, ποίου θερμοῦ βλέμματος παρατηρεῖ τὰς γυναῖκας. Τίς οἵδε, τί κάμνει, ὅταν πηγαίνετε εἰς ᾠδικόν τι καφενεῖον. Νά, δὲν εἶσαι καὶ σὺ ἄνδρας, καὶ μάλιστα ἀνύπανδρος, διατὶ δὲν κάμνεις σὰν καὶ αὐτὸν καὶ ἔχεις τὸ βλέμμα γλυκὺ καὶ ἤρεμον.
— Μὰ οὔτε καὶ εἰς τὸν Νικόλαον παρετήρησά τι τὸ ἀσύνηθες, σὲ βεβαιῶ.
— Μὲ εἶπες πρὸ ὀλίγου ὅτι μὲ ἀγαπᾷς ὡς ἀδελφήν. Ὅσον καὶ ἂν εἶσαι φίλος τοῦ συζύγου μου, ὅσον καὶ ἂν τὸν ἀγαπᾷς, ἐμὲ πρέπει νὰ ἀγαπᾷς περισσότερον, ἀφοῦ μὲ ὀνομάζεις ἀδελφήν. Ἀνάλαβε λοιπὸν καθήκοντα ἀδελφοῦ πλησίον μου, ὑπερασπίσου με…
— Ἀλλὰ κατὰ τίνος, πρὸς Θεοῦ;
— Κατὰ τοῦ προδίδοντός με συζύγου μου.
— Μὰ αὐτὸ καταντᾷ μονομανία!
— Κάμε μου τὴν χάριν, Πέτρε μου… δὲν θ’ ἀναλάβῃς δύσκολον ἔργον… ἐπιτήρει τον… καὶ ὅταν τὸν συλλάβῃς ἐπ’ αὐτοφώρῳ, ἐπίπληξέ τον καθὼς τοῦ πρέπει. Αἴ Πέτρε μου, θὰ τὸ κάμῃς δι’ ἀγάπην τῆς ἀδελφούλας σου;
— Ὅσον δι’ αὐτό, ἔσο ἥσυχος, θὰ τὸ κάμω μὲ ὅλην μου τὴν προθυμίαν.
— Ὤ, σ’ εὐχαριστῶ! εἶπεν ἡ νεαρὰ γυνή, λαμβάνουσα αὐτὸν τῶν χειρῶν, καὶ ἀτενίζουσα διὰ βλέμματος ὑγροῦ καὶ ἐκπέμποντος φλόγα ἀσυνήθη, ἣν προσεπάθησε νὰ περιστείλη διὰ συχνοῦ κλεισίματος τῶν βλεφάρων.
Εὐνόητον ὅτι τὸ κατηγορητήριον τοῦτο τῆς Μαρίας ἐνεποίησεν ἐντύπωσιν, οὐχὶ λίαν εὐάρεστον, τῷ Πέτρῳ. Εἶναι πράγματά τινα, ἅτινα δὲν πρέπει νὰ ἐξέρχωνται τοῦ συζυγικοῦ θαλάμου, ὅσον ὁ πρὸς ὃν ἀνακοινοῦνται τυγχάνει στενῶς συνδεδεμένος. Ἀλλ’ ἀπέδωκε τὴν ἐξομολόγησιν ταύτην τὸ μὲν εἰς τὸ ζηλότυπον τῆς γυναικός, τὸ δὲ καὶ εἰς τὴν μεγάλην μετ’ αὐτοῦ οἰκειότητα αὐτῆς.
Οὐχ ἧττον ἀπὸ τῆς ἐπιούσης ἤρξατο παρατηρῶν μετὰ προσοχῆς καὶ τὰ ἑλάχιστα κινήματα τοῦ Νικολάου, ὅστις οὐδὲ τὴν παραμικρὰν παρέσχεν αὐτῷ ἀφορμήν. Μεθ’ ἡμέρας τινας μόνος ἐπανέφερε τὴν ὁμιλίαν ἐπὶ τοῦ ἐπασχολήσαντος αὐτοὺς πρό τινος θέματος. Εἶπε τῇ Μαρίᾳ, ὅτι οὐδὲν τὸ ὕποπτον παρετήρησεν ἐν τῷ φίλῳ του, ἐπιμένων ὅτι τὸν ἀδικεῖ.
— Μὴ βιάζεσαι, μὴ βιάζεσαι… τόσον γρήγορα ἀπηλπίσθης; Εἶμαι βεβαία ὅτι θὰ τὸν συλλάβῃς, καὶ τότε… ὑπέλαβεν ἡ Μαρία. Τοιοῦτοι εἷσθε σεῖς οἱ ἄνδρες, ἐξηκολούθησε μετά τινος δισταγμοῦ, θέλετε πίστιν ἀπὸ τὰς γυναῖκας, ἐνῷ σεῖς οὐδὲ τὰς λογαριάζετε.
Καὶ προσεῖδεν αὐτὸν μετὰ βλέμματος θαρραλεωτέρου ἢ τὸ πρῶτον.
Ὁ Πέτρος μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἐθεώρει τὴν γυναῖκα ταύτην ἀδιαφόρως· οὐδὲ σκιὰ ἐνόχου ἰδέας εἶχε διέλθῃ τοῦ νοῦ του. Καὶ ἦτο τοῦτο δυνατόν; Ἀλλὰ κατόπιν τῆς ἀνωτέρω συνδιαλέξεως στάσεις τινὲς οὐχὶ πολὺ ἀπέχουσαι τοῦ προκλητικοῦ, κλίσεις ἐπὶ τῶν ἑδρῶν σκανδαλώδεις πως, ἀνάσυρσις τῆς ἐσθῆτος τοιαύτη, ὥστε νὰ διαφαίνηται ὑπ’ αὐτὴν πλέον ἢ ὅσον ἐπιτρέπεται νὰ ἰδῇ τις εἰς γυναῖκα ἀλλοτρίαν, βλέμματα ἀόριστα καὶ ῥεμβώδη, οὐ μόνον ἐκέντησαν τὴν περιεργίαν του, ἀλλ’ ἐκίνησαν καὶ τὸ ἐνδιαφέρον. Ἤρξατο προσέχων εἰς τὴν παράδοξον ταύτην γυναῖκα. Ὁ νοῦς αὐτοῦ ἤρξατο δημιουργῶν ὑποθέσεις ἐπὶ ὑποθέσεων. Συλλογιζόμενος ἐπὶ πολλὰς ὥρας, σταθμίζων τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ κατά, ἐπείθετο ὅτι ἔχει ἄδικον ὑποπτεύων τὴν σύζυγον τοῦ φίλου του.
— Ἐπὶ τέλους τί ἐπιλήψιμον εἶδον εἰς τὴν γυναῖκα αὐτὴν καὶ τὴν ἀδικῶ τόσον; ἔλεγε καθ’ ἑαυτόν. Ἀφελής, καθὼς εἶναι, ἐπιδεικνύει πλέον τοῦ δέοντος πρὸς ἐμὲ οἰκειότητα.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνωτέρω σκέψις δὲν τὸν ἔπειθε, καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἐξιχνιάσῃ τὰ μύχια τῆς καρδίας τῆς γυναικὸς ἐκείνης, νὰ ζητήσῃ παρ’ αὐτῆς τῆς Σφιγγὸς τὴν λύσιν τοῦ αἰνίγματος. Παρετήρει, ἐξήταζεν, ἀλλ’ ἡ Μαρία ἐτήρει στάσιν ἀγάλματος.
— Εἶχον ἄδικον, ἐψιθύριζεν ὁ Πέτρος, εἶχον ἄδικον. Τὴν παρεξήγησα τὴν ἀτυχῆ.
Ἀλλ’ ἤδη οὗτος ἐστενοχωρεῖτο ἐντὸς τῆς οἰκίας ἐκείνης· ἠγείρετο πρωὶ καὶ ὑπὸ διαφόρους προφάσεις ἐξήρχετο ἐνωρίς, ἀποφεύγων νὰ λαμβάνῃ τὸν τακτικὸν κύαθον τοῦ καφέ. Κατήρχετο εἰς τὴν ἀγοράν, διέτρεχε τὰς ὁδούς, εἰσήρχετο εἰς τὰ καφενεῖα, ἀλλ’ ἀκαταμάχητός τις δύναμις εἵλκυεν αὐτὸν εἰς τὴν οἰκίαν, ὅπου ἐπανήρχετο. Εὕρισκε τὴν Μαρίαν καταγινομένην εἰς ἐργόχειρόν τι καὶ μόνον μετὰ τῆς συνήθους εὐπροσηγορίας εὖ ἠγμένης δεσποίνης ἐρωτώσης αὐτόν:
— Διατὶ Πέτρε, δὲν ἔμενες νὰ πάρῃς μαζῆ μου τὸν καφέ;
Ὁ νέος ἐτραύλιζε δικαιολογίαν τινά, ἠρυθρία, ἐταπείνου τοὺς ὀφθαλμούς, ἐνῷ ἡ Μαρία ἐτονθόρυζεν ᾆσμά τι.
Ἑσπέραν τινὰ ἐπανήρχετο ἀργὰ εἰς τὴν οἰκίαν μετὰ τοῦ φίλου του. Ἡ Μαρία, ἀκούσασα κρότον βημάτων ἐπὶ τῆς κλίμακος, ἔδραμε πρὸς προϋπάντησίν των. Ὁ Νικόλαος εἰσῆλθε πρῶτος εἰς τὸν διάδρομον, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τοῦ Πέτρου, ὅστις αἴφνης ᾐσθάνθη περιβαλλομένην τὴν ὀσφύν του ὑπὸ βραχίονος. Ἦτο ἡ Μαρία, ἥτις εἶχε μείνῃ τελευταία, ὑποκρινομένη ὅτι κλείει τὴν θύραν. Ὁ νέος δι’ ἐπιτηδείου στροφῆς ἀπηλλάγη τῆς τολμηρᾶς ἐκείνης περιπτύξεως, περιβρεχόμενος ὑπὸ ψυχροῦ ἱδρῶτος. Εὐτυχῶς ὁ φωτισμὸς τοῦ διαδρόμου ἦτο ἀνεπαρκής, καὶ οὐδεὶς εἶδε τὴν ταραχήν του. Ἔδραμεν εἰς τὸ δωμάτιόν του, ὅπως δῆθεν ἀποβάλῃ τὸν ἐπενδύτην του, πράγματι δὲ ὅπως συνέλθῃ.
— Ὦ Θεέ μου! ἐψιθύρισε, ῥίπτων τὸν πῖλον ἐπὶ τῆς κλίνης του. Ὡραία, τῇ ἀληθείᾳ, ἀδελφή!… Τί ἐζήτουν, ἐδῶ, εἰς Μασσαλίαν;..
Διῆλθε νύκτα ἀνήσυχον καὶ πυρετώδη. Ὁ νοῦς αὐτοῦ περιεπλανᾶτο ἀπὸ συλλογισμοῦ εἰς συλλογισμόν, ἀπὸ γνώμης εἰς γνώμην περὶ τοῦ πρακτέου. Φωνή τις ἐνδόμυχος ὑπηγόρευεν αὐτῷ ὅτι τὸ ἀπόλυτον καθῆκον ἀπῄτει νὰ καταλίπῃ πάραυτα τὴν οἰκίαν ἐκείνην, νὰ καταλίπῃ τὴν Μασσαλίαν. Καθ’ ἣν ὅμως στιγμὴν διελογίζετο ν’ ἀποφασίσῃ τοῦτο ὁριστικῶς, ἐν τῷ ἀμυδρῷ σκιόφωτι τῆς νυκτερινῆς λυχνίας διέκρινε χάριεν ἴνδαλμα κομψῆς γυναικός, προσμειδιώσης αὐτῷ γοητευτικῶς, περιβεβλημένης εὐρὺν κοιτωνίτην ἐκ μουσσελίνης, ὑπὸ τὰς καλλιτεχνικὰς καὶ πλήρεις ἁρμονίας πτυχὰς τοῦ ὁποίου ἐμαντεύοντο σάρκες λευκαὶ καὶ τορευταί. Καὶ ἐν τῇ ἡμιεγρηγόρσει, ἐν ᾗ διετέλει, ὅτε ὁ νοῦς δὲν λειτουργεῖ διαυγής, ἐγέλα μὲ τὴν ἰδέαν τῆς ἀναχωρήσεως, ψιθυρίζων: — Τί κακὸν τάχα θὰ συμβῇ, ἐὰν μείνω; Γνωρίζω τὸν χαρακτῆρά μου… Δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ διαπράξω ἄτοπόν τι.
Μὲ τὴν ἀνεμοζάλην ταύτην ἐν τῷ κρανίῳ εὗρεν αὐτὸν ἡ πρωΐα. Ἠγέρθη μὲ ἐρυθροὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ σχεδὸν κλονούμενος. Ἔβρεξε τὸ πρόσωπον καὶ τὴν κεφαλὴν διὰ ψυχροῦ ὕδατος καὶ ἐνεδύθη, ἀλλ’ ἐπὶ πολλὴν ὥραν δὲν ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ τοῦ δωματίου. Ἐπὶ τέλους ὅμως εἶδεν ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ πράξῃ ἄλλως. Εὐτυχῶς ὁ Νικόλαος εἶχεν ἀναχωρήσῃ, τοῦτο δὲ ἀπέδωκεν αὐτῷ ὀλίγον θάρρος. Εἶδε τὴν Μαρίαν ἀπαθῆ καὶ περιποιουμένην αὐτὸν μετὰ τῆς συνήθους εὐπρεπείας. Ἐπρογευμάτισαν σχεδὸν σιωπηλοί, ἐνίοτε μόνον ἀτενίζοντες ἀλλήλους. Ἀντήλλαξαν μόνον κοινάς τινας καὶ τετριμμένας φράσεις, ἀμφότεροι δὲ ἀπέφυγον ν’ ἀναφέρωσι περὶ τοῦ ἑσπερινοῦ ἐναγκαλίσματος, ὅπερ ἦτο ἀπόρροια τοῦ θάρρους, ὅπερ παρέχει συνηθέστατα τὸ σκότος.
Ὅτε ὁ Πέτρος ἐπανῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν περὶ τὴν μεσημβρίαν, δὲν εἶδε τὴν Μαρίαν, εὗρε δὲ τὴν ὑπηρέτριαν.
— Κύριε, τῷ εἶπεν αὕτη, ἡ κυρία μὲ διέταξε νὰ μεταφέρω τὸ κρεββάτι σας εἰς ἄλλο δωμάτιον.
— Διατί; ἠρώτησε περίεργος ὁ Πέτρος.
— Διότι τῆς εἴπατε, λέγει, ὅτι αὐτὸ ποῦ ἐκοιμᾶσθε ἔχει κοριούς, οἱ ὁποῖοι σᾶς ἐνοχλοῦν, ὑπέλαβεν ἡ ὑπηρέτρια.
— Ἄ, ναί· ἀλλὰ, δὲν ἔπρεπε ν’ ἀνησυχήσῃ διὰ τόσον μικρὸν πρᾶγμα, εἶπεν ὁ Πέτρος, μὴ ἐννοῶν τίποτε ἐκ τῆς μεταβολῆς ταύτης, ἀλλ’ ὑποθέτων ὅτι κἄτι ὑπεκρύπτετο ἐν αὐτῇ. Εὐχαριστῶ διὰ τὴν φροντίδα.
Ἀληθῶς δὲ μόλις ἀντηλλάγησαν αἱ ἀνωτέρω λέξεις, ἡ κυρία ἐπεφάνη ἐξερχομένη τοῦ δωματίου της. Ὁ Πέτρος ἡτοιμάζετο νὰ τὴν ἐρωτήσῃ τί ἐσήμαινεν ἡ μετακόμισις αὕτη, ὅτε ἠκούσθησαν τὰ βήματα τοῦ συζύγου ἐρχομένου διὰ τὸ γεῦμα.
Διαρκοῦντος αὐτοῦ, ὁ Νικόλαος Κ. ἦτο εὐθυμότατος, διότι, καθ’ ἃ ἔλεγεν, εὑρίσκοντο εἰς τὰς παραμονὰς τῆς τοποθετήσεως τοῦ Πέτρου ἐν ἐπικερδεστάτῃ θέσει. Ὀλίγαι μόνον ὑπελείποντο δυσκολίαι, αἵτινες ταχέως ἤλπιζε νὰ ἀρθῶσι, μετὰ ταῦτα δὲ θὰ ἔζων ἥσυχοι πλέον ἐντελῶς, πάντοτε δὲ ὁμοῦ, διότι κατ’ οὐδένα λόγον ἐνόει νὰ κατοικήσῃ ὁ Πέτρος ἀλλαχοῦ. Ὁ νέος ἐξέφρασε τὰς εὐχαριστίας αὐτοῦ, ἐνῷ ἀκτῖνας χαρᾶς ἐξέπεμπον οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Μαρίας. Μετὰ τ’ ἀνωτέρω καὶ κατόπιν μικρᾶς ἀναπαύσεως, ὁ Νικόλαός Κ. ἀπῆλθεν εἰς τὸ γραφεῖόν του, ἐνῷ ὁ Πέτρος ἀπεσύρετο εἰς τὸ νέον αὐτοῦ δωμάτιον, ὅπως ἡσυχάσῃ. Κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ἀγρυπνίας τῆς προηγουμένης νυκτός, ἐρρίφθη ἐπὶ τῆς κλίνης, ἀλλὰ μάτην. Ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ἀγωνία του ἐξηκολούθουν αἱ αὐταί.
Ἡ φρόνησις καὶ τὸ καθῆκον καὶ πάλιν ὑπηγόρευσαν αὐτῷ νὰ καταλίπῃ τὴν οἰκίαν ἐκείνην, ἐν ᾗ, καίτοι ἀκουσίως, ἐκινδύνευε νὰ ἐμβάλῃ ἢ μᾶλλον ἐνέβαλε τὸν ἀπελπισμὸν καὶ τὴν θλῖψιν· ἀλλ’ ὁ πειρασμὸς ἦτο μέγας. Ἐνόμιζεν ὅτι δὲν ὤφειλε νὰ θυσιάσῃ τὸ μέλλον του, τὴν προαγωγήν του ἕνεκεν ἀνοήτων φόβων, διότι ἐφαντάζετο ὅτι εἶχεν ἰσχυρὸν χαρακτῆρα, ὅτι θὰ ἠδύνατο νὰ κατανικήσῃ τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ του ἀρξάμενον νὰ βλαστάνῃ αἴσθημα, ὅτι δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ πράξῃ τι ἀντικείμενον πρὸς τὴν τιμὴν καὶ τὴν φιλοξενίαν. Διὰ τῆς λογικῆς καὶ τῶν συμβουλῶν τὸ πρῶτον, ἐν ἀποτυχίᾳ δὲ διὰ τῆς δῆθεν συμμετοχῆς τοῦ αἰσθήματος ἐπείθετό ὅτι θὰ ἠδύνατο νὰ καταπραΰνῃ τὴν φλόγα, ἥτις κατέκαιε τὴν Μαρίαν. Οὐδόλως ἐσυλλογίζετο ὅτι ἡ λογικὴ ἤρξατο ἐγκαταλείπουσα αὐτόν, καὶ ὅτι ὁ ἴδιος εἶχεν ἀνάγκην συμβουλῶν. Οὕτω διστάζων καὶ ἀμφιβάλλων, κατέλιπε τὴν κλίνην, νομίζων δὲ ὅτι, ἐὰν ἐπεδίδετο εἰς οἱονεὶ παρασκευὰς πρὸς ἀναχώρησιν, καθησύχαζε τὴν ἐξανισταμένην συνείδησίν του, ἔσυρε πρὸς ἑαυτὸν τὸ μικρὸν ἐκ βύρσης ὁδοιπορικὸν κιβώτιόν του, καὶ ἀνοίξας αὐτὸ ἐτοποθέτει καταλλήλως τὰ ἐν αὐτῷ πράγματά του. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο βραδέως. Πρὸς διευθέτησιν τοιούτου μικροῦ κιβωτιδίου βεβαίως δὲν ἀπῃτεῖτο πολλὴ ὥρα, ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἐκινδύνευε νὰ καταστήσῃ αὐτὸ ἰστὸν Πηνελόπειον. Πάντοτε ἡ παλη τοῦ νοῦ πρὸς τὴν καρδίαν παρέχει τοιαύτας ἠθικὰς παλιρροίας. Εὑρὼν τέλος ἐντὸς αὐτοῦ συλλογὴν φωτογραφιῶν διαφόρων ἐποχῶν, ἤρξατο ἐπιθεωρῶν αὐτάς, ὅτε, ἀνοιγείσης ἠρέμα τῆς θύρας, εἰσῆλθεν ἡ Μαρία.
— Τί κάμνεις τόσην ὥραν ἐδῶ; τὸν ἠρώτησε μειδιῶσα.
— Καταγίνομαι εἰς τὸ νὰ τακτοποιῶ τὰ πράγματά μου, ὑπέλαβεν ὁ νέος.
— Διατί; ἠρώτησεν ἐκ νέου ἡ γυνή, ὠχριῶσα ἐλαφρῶς, διότι ἐνόησεν ὁποία πρόθεσις ὑπεκρύπτετο ἐν τῇ ἀπαντήσει τοῦ Πέτρου.
— Νά, ἔτσι, ἀπεκρίθη οὗτος, καὶ ἐγὼ δὲν εἰξεύρω πῶς μοὶ ἐπῆλθεν αὐτὴ ἡ ἰδέα.
— Μπᾶ, τί ὡραῖαι φωτογραφίαι εἶναι αὐταί! ἀνεφώνησεν αἴφνης ἡ Μαρία. Νὰ τὰς ἰδῶ.
— Ἔχετε ἀπὸ ὅλας σχεδόν, διότι σᾶς ἔστελλα πάντοτε.
— Ναί, ἀλλὰ τοιαύτην δὲν ἔχομεν, προσέθηκεν ἡ Μαρία, κρατοῦσα μίαν ἐξ αὐτῶν. Εἶναι ἡ μᾶλλον συμπαθητική.
— Ἴσως διότι τὴν ἔκαμα κατόπιν ἀσθενείας, εἶπεν ὁ Πέτρος.
— Ἄ, αὐτὴν θὰ τὴν κρατήσω.
— Ὄχι, σὲ παρακαλῶ, Μαρία. Ἔχω, ὡς βλέπεις, τὴν μονομανίαν νὰ κρατῶ σειρὰν φωτογραφιῶν μου διαφόρων ἡλικιῶν καὶ ἐποχῶν. Ἄν μου την πάρῃς, θὰ χαλάσῃς τὴν συλλογήν μου.
— Τὶ λόγος! Μὲ θεωρεῖς κατωτέραν μιᾶς φωτογραφίας;
— Ὤ, ὄχι, ἀλλά…
— Δὲν ἔχει ἀλλά, τὴν κρατῶ δι’ ἐμὲ μόνην αὐτὴν τὴν συμπαθῆ εἰκόνα σου. Θὰ τὴν φέρω πάντοτε ἐδῶ, εἶπεν ἡ Μαρία.
Καὶ συγχρόνως ὑπανοίξασα τὸν στηθόδεσμόν της οὐχὶ ὅμως καὶ τόσον ταχέως, ὥστε νὰ μὴ ἀποκαλυφθῶσι καὶ οἱ ἐν αὐτῷ περικλειόμενοι θησαυροί, ἔθηκεν αὐτὴν ἐντὸς τοῦ στήθους της.
— Πιστεύω ὅτι θὰ εἶναι μᾶλλον εὐχαριστημένη ἐδῶ μέσα παρὰ εἰς τὸ πέτσινον κιβώτιόν σου, προσέθηκεν.
— Ἄ, Μαρία! νὰ εἴξευρες! ἀνεφώνησεν ὁ Πέτρος ἐγειρόμενος, σφίγγων τοὺς κροτάφους του, καὶ ἀπομακρυνόμενος αὐτῆς.
— Τὸ εἰξεύρω, τὸ εἰξεύρω, ὑπέλαβεν αὕτη δραττομένη αὐτὸν ἐκ τοῦ φορέματος, καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὸν σύρῃ πρὸς ἑαυτήν. Εἰξεύρω, ἐνόησα ὅτι ἀπὸ τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς ἐλεύσεώς σου μὲ ἀγαπᾷς καὶ ὅτι μόνον τὸ φοβερὸν καθῆκον σὲ ἠνάγκαζε νὰ φέρεσαι πρὸς ἐμὲ ἀπαθῶς καὶ ψυχρῶς. Δὲν εἶνε ἀλήθεια; Τοῦτο παρέσυρεν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ ἐμὲ καὶ σὲ ἠγάπησα θερμῶς, παραφόρως.
— Ὁρκίζομαι εἰς τὸν Θεόν, εἰς τὴν τιμήν μου, τὴν ὁποίαν κινδυνεύω νὰ χάσω, ὅτι δὲν ἔχεις δίκαιον, ὅτι σὲ ἐθεώρουν ἀδιαφόρως, καὶ ὡς γυναῖκα μὲ τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἐφανταζόμην ὅτι θὰ φθάσω εἰς τὸ σημεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ἤδη εὑρίσκομαι.
— Λοιπὸν τώρα με ἀγαπᾷς; αἴ; εἶναι ἀλήθεια, ὅτι μὲ ἀγαπᾷς; ἀνέκραξεν ἡ γυνή, σύρουσα τὸν νέον μᾶλλον πλησίον της.
— Ποῖος σοί το εἶπε;
— Πέτρε μου, ἀκόμη αὐτὸ τὸ ἀποτρόπαιον καθῆκον; ἀκόμη ἡ ἀνόητος αὐτὴ τιμή; ἐψέλλιζεν ἡ δύστηνος γυνὴ τρέμουσα σύσσωμος καὶ παρασύρουσα τὸν νέον πρὸς ἀνάκλιντρον, ἐφ’ οὗ κατέπεσον ἀμφότεροι ἄτονοι καὶ παραλελυμένοι. Εἶμαι ἰδική σου, ὅλη ἰδική σου, ἐξηκολούθησε παραληροῦσα καὶ θέτουσα τὰ χείλη εἰς τὸ οὖς τοῦ Πέτρου, χώσαντος τὴν κεφαλήν του μεταξὺ δύο προσκεφαλαίων. Κάμε με ὅ,τι θέλεις;… ἐννοεῖς;… ὅ,τι θέλεις… Δὲν ἔχω τέκνον… Ὁ σύζυγός μου, ἐξαντληθεὶς ἐκ τῶν καταχρήσεων, κατεδίκασεν ἑαυτόν.... ἐσύρισεν εἰς τὸ οὖς τοῦ ἀποκαμόντος ἐκ τῆς πάλης νεανίου δι’ ὅσης εἶχε γλυκυτέρας φωνῆς.
— Παῦσε, σιώπα λοιπόν, μάγισσα! ἀνέκραξεν ὁ Πέτρος ἀναπηδῶν ἐκ τῆς θέσεώς του· δὲν βλέπεις ὅτι μόλις κρατοῦμαι;
— Διὰ νὰ ἐννοήσῃς πόσον σὲ ἀγαπῶ, ἄκουσε. Ἤμην βεβαία ὅτι τὰς νύκτας θὰ ὑπέφερες μαρτύρια κοιμώμενος πλησίον τοῦ κοιτῶνός μας, ὅστις χωρίζεται ἀπὸ τὸ δωμάτιόν σου διὰ λεπτοῦ μεσοτοίχου. Εὑροῦσα πρόφασιν τὰ νυκτερινὰ ζωΰφια, μετεκόμισα τὴν κλίνην σου ἐδῶ διὰ νὰ εἶσαι ἡσυχώτερος. Βλέπεις, ἐννοεῖς πόσον προβλεπτικὴ εἶναι ἡ ἀληθῶς ἀγαπῶσα γυνή; Πέτρε μου, μὲ ἀγαπᾷς τὸ εἰξεύρω, τὸ βλέπω, ἔλα κάθησε πλησίον μου. Ἔλα, δός μου το χέρι σου ἐδῶ.
Καὶ ὁ νέος ὡς μηχανὴ ἄψυχος τῇ ἔτεινε τὴν χεῖρα, ἣν ἡ Μαρία κατησπάσθη. Σύρουσα δὲ αὐτὸν πρὸς το ἀνάκλιντρον καὶ τοποθετοῦσα αὐτὸν πλησίον της.
— Πέτρε, Πέτρε μου, σὲ ἀγαπῶ, ἐψιθύριζε λιπόψυχος καὶ περιβάλλουσα αὐτόν. Εἶμαι ἰδική σου, ὅλη ἰδική σου…
Καὶ ἀνακλίνασα τὴν κεφαλὴν ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς. Ὁ Πέτρος ἐθεώρει αὐτὴν διὰ βλέμματος μεστοῦ οἴκτου ἅμα καὶ στοργῆς. Ὅ,τι εἶχεν ἐνώπιόν του δὲν ἦτο ἔρως, ἦτο πάθος, παραφορά, μανία.
Αἴφνης ἡ ταλαίπωρος γυνή, ὡσεὶ ἠλεκτρισθεῖσα, ἀνοίγει τὰς ἀγκάλας, καὶ περισφίγγουσα τὸν Πέτρον ἐν αὐταῖς, τὸν ἐκάλυψε δι’ ἀσπασμῶν, ἐνῷ ἡ κόμη της λυθεῖσα περιέβαλλε τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς ὤμους τοῦ νέου. Ὁ ἔντιμος ἀνὴρ ὑπεχώρησεν ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Πέτρος, ὡς εἶχε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τοῦ στήθους τῆς γυναικός, κατεφίλησεν αὐτό.
Ἀλλ’ ἡ στιγμιαία αὕτη ἀδυναμία δὲν διήρκεσε πολύ. Ἀποσπασθεὶς βίᾳ τῶν ἀγκαλῶν τῆς γυναικός, ἐρρίφθη ἐκτὸς τοῦ δωματίου κλονούμενος. Δὲν ἠθέλησεν ἡ πτῶσίς του νὰ γίνῃ τελεία. Φθὰς εἰς τὴν θύραν ἔστη μικρόν, προσπαθῶν νὰ συνέλθῃ, μετὰ τοῦτο δὲ διευθύνθη πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ φίλου του.
Προσῆλθεν εἰς αὐτὸν ὅσον ἠδύνατο φαιδρότερος καὶ τῷ ἀνήγγειλεν ὅτι τὴν ἑσπέραν ἐκείνην δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν περιμένωσι, διότι μετά τινων ὁμηλίκων θ’ ἀπήρχετο εἰς ἐκδρομήν. Ἐπεθύμει ν’ ἀποφύγῃ πᾶσαν συνάντησιν μετὰ τῆς ἀγαπωμένης γυναικός, ὅπως σκεφθῇ ἀνετώτερον περὶ τῆς καταστάσεως. Ἀποχαιρετίσας δὲ τὸν Νικόλαον, ἀνεζήτησεν ἀπόκεντρόν τι ξενοδοχεῖον, πρὸς ἀποφυγὴν πάσης τυχὸν γνωρίμου συναντήσεως.
Διῆλθεν, ὡς εὐνόητον, νύκτα ταραχώδη καὶ ἀνήσυχον, φρικιῶν πρὸ τοῦ κινδύνου, ὃν μόλις κατώρθωσε νὰ ἀποφύγῃ, καὶ τοῦτο οὐχὶ ἐντελῶς ἀμίαντος.
Τὴν ἑπομένην δὲ ἐδήλωσε ῥητῶς καὶ ἀμετακλήτως εἰς τὸν φίλον του ὅτι ἀναχωρεῖ εἰς Ἀθήνας, μεταβαλὼν γνώμην καὶ σκοπῶν νὰ ἐπιδοθῇ εἰς τὸ δικηγορεῖν. Εἰς τὰς παρατηρήσεις τοῦ Νικολάου Κ. ἀντέταξεν ἄρνησιν ἐπίμονον, ἰσχυριζόμενος ὅτι δὲν ἐπλάσθη διὰ τὸ ἐμπόριον.
Ὅταν τὴν μεσημβρίαν ἤκουσε τοῦτο, ἡ Μαρία ἐταράχθη προφανῶς καὶ χωρὶς νὰ δυνηθῇ νὰ καταστείλῃ τὴν συγκίνησίν της,
— Πῶς, ἀπροσδοκήτως μᾶς φεύγεις, Πέτρε; ἐψέλλισε μόνον.
— Ἐξήντλησα ὅλα μου τὰ ἐπιχειρήματα, ὑπέλαβεν ὁ σύζυγος, ἀλλὰ δὲν ἐπέτυχα νὰ τὸν κάμω νὰ μεταβάλῃ γνώμην. Ἐὰν τὸν καταπείσῃς σύ, Μαρία μου, μεγάλην θά σοι ὀφείλω χάριν.
Οἱ δύο νέοι προσεῖδον ἀλλήλους ἐρυθριῶντες ἐλαφρῶς.
— Θὰ προσπαθήσω, εἶπεν αὕτη μετ’ ἀδιαφορίας.
— Λοιπὸν σᾶς ἀφίνω, προσέθηκεν ὁ σύζυγος, καὶ εἴθε τὸ ἑσπέρας νὰ μάθω τι εὐχάριστον.
Ἡ Μαρία, συνοδεύσασα αὐτὸν μέχρι τῆς κλίμακος, ἐπανῆλθε μετ’ ὀλίγον.
— Τί εἶναι αὐτά, Πέτρε; ἠρώτησε μεθ’ ὁρμῆς. Μὲ τὰ σωστά σου ἀπεφάσισες νά με ἀφήσῃς;
— Μὴ ὀργίζεσαι, Μαρία μου, ὑπέλαβεν οὗτος. Σκέφθητι ἀπαθέστερον. Ἄλλη διέξοδος δὲν ὑπάρχει.
— Εἶσαι δειλὸς καὶ ἄνανδρος, ἄσπλαγχνος καὶ ἀνοικτίρμων!
— Οὕτω νομίζεις;
— Ναί, δειλός, διότι φοβεῖσαι μὴ συλληφθῇς. Δὲν ἔχεις τὸ ἰδικόν μου θάρρος, καὶ εἶμαι γυνή! Νὰ μᾶς συλλάβῃ εἶναι ἀδύνατον· ἀλλὰ καὶ ἂν μᾶς συλλάβῃ, τί; Θά το εἴπω καθαρά, δὲν τὸν ἀγαπῶ διότι διὰ τῶν προδοσιῶν του κατέστη ἀνάξιος τῆς ἀγάπης μου. Εἶσαι ἄνανδρος, ἄσπλαγχνος καὶ ἀνοικτίρμων, διότι θὰ μὲ ἀφήσῃς τηκομένην καὶ ἀπέλπιδα, διότι θὰ μὲ φονεύσῃς, Πέτρε μου.
— Μαρία, Μαρία, σύνελθε. Ὅσα μοὶ λέγεις εἶναι παραφορὰ στιγμιαία. Μ’ ἀποκαλεῖς ἄνανδρον καί δειλόν, ἐνῷ τοὐναντίον ἐγὼ νομίζω ἐμαυτὸν γενναῖον, διότι μοχθῶ, παλαίω νὰ καταβάλω τὴν ἀφαιροῦσαν τὸν νοῦν μου γοητείαν σου. Ὤ, συλλογίσθητι, Μαρία μου, τὴν κατόπιν τῆς ἀκαριαίας ἡδονῆς φοβερὰν καὶ ἀνωφελῆ μεταμέλειαν, συλλογίσθητι τὴν ἀκατονόμαστον προδοσίαν καὶ σύνελθε....
— Ὦ Πέτρε, Πέτρε, πάντα ταῦτα εἶναι μάταια… Διατί νὰ μὴ σὲ γνωρίσω, πρὶν ὑπανδρευθῶ; Οὐδὲν ἄλλο συλλογίζομαι πλὴν τῆς προχθεσινῆς μακαριότητος. Τί ἦτο ἐκεῖνο, Θεέ μου, τί ἀνεκλάλητος εὐδαιμονία, ὅτε εὑρισκόμενος εἰς τὰς ἀγκάλας μου ἐστήριζες τὴν κεφαλήν σου ἐπὶ τοῦ στήθους μου! Ἀπερίγραπτος φρικίασις διέτρεχε τὸ σῶμά μου καὶ ἡδονὴ ἀνέκφραστος ἐτάρασσε τὰ μέλη μου.
— Διὰ τὸν Θεόν, Μαρία, μή μου ἐνθυμίζῃς τὴν ὀλεθρίαν ἐκείνην στιγμήν. Μὲ κάμνεις νὰ βδελύσσωμαι τὸν ἑαυτόν μου διὰ τὴν ἀδυναμίαν μου.
— Ἔλα, Πέτρε μου, ἔλα ἐδῶ! ἀνέκραξεν ἡ Μαρία ἀνοίγουσα τὰς ἀγκάλας, ἔλα, στήριξε τὴν κεφαλήν σου καὶ πάλιν εἰς τὸ στῆθός μου αὐτό. Προσκόλλησε καὶ πάλιν τὰ φλέγοντά σου χείλη, ἅτινα θ’ ἀνεύρωσι τὰ ἴχνη τῶν προχθεσινῶν φιλημάτων σου.
— Ὄχι Μαρία, εἶπεν ὁ Πέτρος. Δὲν θ’ ἁμαρτήσω καὶ τὸ δεύτερον. Δὲν εἰσῆλθον ἐδῶ μέσα διὰ νὰ ἐνσπείρω τὴν ἀτιμίαν, νὰ καταστήσω φίλον προσφιλῆ τὸν δυστυχέστατον τῶν ἀνθρώπων, ἔστω καὶ ἐν ἀγνοίᾳ του. Προχθὲς ἤμην ἀληθῶς παράφρων, καὶ δὲν ἤξευρα τί ἔπραττον.
— Ἐγὼ τοῦ ὁμιλῶ περὶ ἔρωτος θερμοῦ, καὶ αὐτὸς φλυαρεῖ περὶ καθηκόντων καὶ ἀτιμίας. Καὶ ὑπάρχει ἀτιμία ἐν τῷ ἔρωτι; Ἔλα μὴ γίνεσαι ἀνόητος. Μὴ ὁμιλῇς περὶ ἁμαρτίας, διότι ἡμάρτησες ἤδη, εὑρεθεὶς εἰς τὰς ἀγκάλας μου. Τὸ κατὰ διάνοιαν ἁμάρτημα δὲν διαφέρει τῆς ἔργῳ ἁμαρτίας, καὶ σὺ ἡμάρτησας κατὰ διάνοιαν, ἡμάρτησας, ἐξηκολούθησεν ἡ Μαρία, ἐπικαλουμένη τὸ τελευταῖον τοῦτο ἐπιχείρημα.
— Ἴσως ἔχεις δίκαιον, Μαρία, ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ αὐτό. Ἓν μόνον ἀθῷον φίλημα, ἀθῷά τινα φιλήματα…
— Ἀθῷον φίλημα, ἀθῷα φιλήματα! ἀνέκραξεν ἡ Μαρία εἰρωνικῶς. Καὶ ἦσαν ἀθῷοι οἱ ἐναγκαλισμοὶ ἐκεῖνοι, ἐκείνη ἡ φλέγουσα ἀναπνοή, ἧς ἡ θερμότης διέτρεξε τὰς φλέβας μου, ὁ τρόμος τῶν μελῶν σου, ἦσαν ἀθῷα πάντα ταῦτα; Μὴ εἶσαι μωρός.
— Ἆ, γόησσα, ἆ, μάγισσα! εἶπεν ὁ Πέτρος, πόσον εἶσαι εὔγλωττος, πόσα ὁ ἔρως σοὶ παρέχει ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα! Ἀλλὰ δὲν θά με παρασύρῃς, ὄχι! Ἂς ἀνακαλύψῃ ἐπὶ τέλους ὁ ἀτυχής μου φίλος τὰ ἴχνη τῶν ἀσπασμῶν μου, περὶ ὧν ὡμίλησας, ἐπὶ τοῦ στήθους σου, ἂν δύναται. Ἀλλ’ ἄλλα ἴχνη θλιβερὰ καὶ φοβερά, τὰ ὁποῖα τὸ ἀκαταλόγιστον πάθος σου ζητεῖ παρ’ ἐμοῦ, σοὶ τὸ ὁρκίζομαι, τὸ ὁρκίζομαι εἰς τὴν ἱερὰν φιλίαν του, δὲν θὰ κατορθώσῃς νά με καταπείσῃς ν’ ἀφήσω ὄπισθέν μου.
— Πέτρε, ἀνέκραξεν ἡ Μαρία σχεδὸν μετ’ ὀργῆς, Πέτρε! Τὸ τελευταῖον σὲ ἱκετεύω! Μὲ κατεξηυτέλισες!
— Ὤ, ὄχι, Μαρία, ὄχι, θὰ ἔλθῃ ἐποχή, καθ’ ἣν θά με εὐγνωμονῇς.
— Ἀλλὰ σὲ ἀγαπῶ!… σὲ ἀγαπῶ!… ἐξηκολούθησεν ὁρμῶσα πρὸς αὐτὸν μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας, εἶμαι παράφρων ὑπὸ ἔρωτος!
Πλὴν εἰς ἀπωθητικὴν κίνησιν τῆς χειρὸς τοῦ νέου ἐσταμάτησεν, ὀλίγον δὲ καὶ κατ’ ὀλίγον, ὡσεὶ ἡ χεὶρ ἐκείνη τὴν ἀπώθε ἀληθῶς, ὑποχωροῦσα κατέπεσεν ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου σιωπηλὴ καὶ ἄφωνος. Καλύψασα δὲ τὸ πρόσωπον διὰ τῶν χειρῶν παρεδόθη εἰς λυγμοὺς καὶ παράπονα κατὰ τοῦ νέου, νύξαντα τὴν καρδίαν του μέχρι βαθυτάτης συγκινήσεως.
Ὁ Πέτρος ἀπεπειράθη νά την παραμυθήσῃ, ἀπευθύνων αὐτῇ λόγους τινὰς παραινετικούς. Ἐπεκαλέσθη τὸ θάρρος της, τὸ πρὸς τὸν σύζυγον καθῆκον. Αἴφνης ἡ Μαρία ἀνήγειρε τὴν κεφαλὴν καὶ θεωροῦσα αὐτὸν διὰ βλέμματος ἀγριωποῦ·
— Μὴ χάνῃς τοὺς χρυσοῦς σου λόγους, τῷ εἶπεν, ἐθεραπεύθην. Ἀληθῶς ἤμην μωρὰ καὶ ἠλιθία, παραδοῦσα τὴν καρδίαν μου εἰς ἄνδρα τοῦ φυράματος σου. Σιωπή!… Δὲν θέλω νά σε εἰξεύρω. Πότε ἀναχωρεῖς, αὔριον; Ὕπαγε φύγε! ἐὰν εἶναι δυνατὸν καὶ σήμερον ἀκόμη, τώρα αὐτὴν τὴν στιγμήν!
— Θὰ χωρισθῶμεν λοιπὸν ἐχθροί; ἠρώτησεν ὁ Πέτρος, ἀπορῶν ἐπὶ τῇ ἀπροσδοκήτῳ μεταβολῇ. Δέν το ἐπεθύμουν.
— Ἐχθροὶ βεβαίως ὄχι, ὑπέλαβεν ἡ Μαρία, ἀλλὰ θ’ ἀπέλθῃς ἀποκομίζων μετὰ σοῦ τὴν περιφρόνησίν μου.
Ὁ Πέτρος, χωρὶς νὰ εἴπῃ τίποτε, λαβὼν τὸν πῖλόν του ἐξῆλθε.
Ὁπωσδήποτε καὶ τοῦτο εἶνε μία λύσις, ἐσκέπτετο, καίτοι δέν την ἐπεθύμουν τοιαύτην.
Τὸ ἑσπέρας οἱ δύο φίλοι ἐπανῆλθον οἴκαδε ἐνωρίτερον τοῦ συνήθους, ὅπως διέλθωσι συνηγμένοι ἐπὶ τὸ αὐτὸ πλείονας ὥρας, καθ’ ὅσον τὴν ἐπιοῦσαν ἀνεχώρει τὸ διὰ Πειραιᾶ ἀτμόπλοιον. Εὗρον τὴν Μαρίαν κλινήρη καὶ πυρέσσουσαν. Οἱ ὀφθαλμοί της ἦσαν ἐρυθροί, ἐφαίνετο δὲ ὅτι εἶχε κλαύσῃ πολύ.
Ὁ σύζυγός της ἠρώτησεν αὐτὴν μετ’ ἀνησυχίας τί ἔχει καὶ πῶς ἀπὸ τῆς μεσημβρίας ἠδιαθέτησε τοσοῦτον.
— Αἰφνιδία ἀδιαθεσία, ἥτις θὰ περάσῃ γρήγωρα, ἀπεκρίθη ἡ Μαρία. Φαίνεται ὅτι ἐκρύωσα, ἢ ὅτι ἐχάλασε τὸ στομάχι μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον καὶ τώρα ὑποφέρω.
— Πολὺ λυποῦμαι δι’ αὐτό… εἶπε καὶ ὁ Πέτρος, ἀκριβῶς τὴν παραμονὴν τῆς ἀναχωρήσεώς μου. Κρῖμα, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ διέλθωμεν ἀπόψε εὐθυμότεροι.
— Τί κρῖμα! ἀληθῶς, ὑπέλαβεν ἡ Μαρία, θεωροῦσα αὐτὸν δι’ ἀλλοκότου βλέμματος.
Διῆλθον χρόνον τινὰ ὁμοῦ σχεδὸν ἐν σιωπῇ, καὶ κατεχόμενοι ὑπὸ στενοχωρίας καὶ οἱ τρεῖς, μεθ’ ὃ ὁ Πέτρος ἀπεσύρθη εἰς τὸ δωμάτιόν του.
— Θεέ μου, Θεέ μου! ἐψιθύρισεν ἅμα εἰσελθὼν, ἐὰν ὑπώπτευσέ τι ὁ δυστυχής μου φίλος. Πολὺ σοβαρὸς μοὶ ἐφάνη ἀπόψε.
Κατεκλίθη μὲ τὴν ἰδέαν ταύτην ἐν τῇ κεφαλῇ τεταραγμένος καὶ ἄπελπις. Ἠγνόει πόση ὥρα εἶχε παρέλθῃ ἀκριβῶς, ὅτε ἤκουσε τὴν θύραν τοῦ δωματίου κρουομένην. Ἀφυπνίσθη νομίζων ὅτι εἶναι ἀργὰ πλέον, τὸ δὲ ἐν τῷ δωματίῳ του σκότος ἀπέδωκεν εἰς τὸ καταβίβασμα τῶν παραπετασμάτων καὶ τὸ ἡμίκλειστον τῶν παραθυροφύλλων. Ἤνοιξε τὴν θύραν, μετ’ ἐκπλήξεως δὲ εἶδε καὶ πάλιν τὴν Μαρίαν. Ἐν ᾗ καταστάσει εὑρίσκετο, τὸ καλλίτερον, ὅπερ ἠδύνατο νὰ πράξῃ, ἦτο ν’ ἀποσυρθῇ ταχέως ἐν τῇ κλίνῃ του, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ τοσοῦτον ταχέως, ὥστε νὰ μὴ ἴδῃ ὅτι καὶ ἡ παρακειμένη αἴθουσα μόλις ἐφωτίζετο ὑπὸ τῶν πρώτων ἀνταυγειῶν τῆς Ἠοῦς.
Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἡ Μαρία ἐπροχώρει πρὸς αὐτόν. Ἔφερε μόνον λεπτὴν νυκτερινὴν ἐσθῆτα.
— Τί ζητεῖς ἐδῶ; ἠρώτησεν ὁ Πέτρος ἔντρομος ἀπὸ τῆς κλίνης. Ποῦ εἶναι ὁ Νικόλαος; Ἐξῆλθε τόσον ἐνωρίς;
— Μὴ φοβοῦ, ἀπεκρίθη ἡ Μαρία, κοιμᾶται μέσα ἥσυχος, δὲν θὰ ἐννοήσῃ τίποτε. Πέτρε μου, σήμερον φεύγεις… Πέτρε μου…
— Ὀπίσω! ὀπίσω, Μαρία! ἐτρελάθης; εἶπεν ὁ Πέτρος αἰσθανόμενος τὰς τρίχας του ὀρθουμένας ὑπὸ φρίκης.
— Πέτρε μου, λυπήσου με, ἐξηκολούθησεν ἡ Μαρία, ἑτοιμαζομένη νὰ καθήση παρ’ αὐτῷ, τρέμουσα ὅλη. Βλέπεις τί θυσίαν κάμνω!
— Ὀπίσω! ἤ, μὰ τὸν Θεόν, φωνάζω! ὑπέλαβεν ὁ Πέτρος, καὶ ἂς συμβῇ ὅ,τι συμβῇ.
— Πέτρε μου! εἶπεν ἡ Μαρία ἱκετεύουσα.
— Μακράν, σοὶ λέγω, ἤ!…
— Κακοῦργε, ἀλιτήριε, σκληρὲ, ἀπάνθρωπε! προσέθηκεν ἡ Μαρία ἀσθμαίνουσα, καὶ κατέλιπε τὸ δωμάτιον.
Ἐπὶ τέλους ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως. Οἱ δύο φίλοι ἐπέβησαν ἁμάξης, ἀφοῦ ὁ Πέτρος ἀπεχαιρέτισε τὴν Μαρίαν, ἥτις τὸν ἀντεχαιρέτισε ψυχρῶς. Ἀπαλλαγεὶς παντὸς κινδύνου πλέον, ἐνόμισεν ὅτι ἠδύνατο ἀφόβως νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν περιεργίαν του, παρατηρῶν ἂν θὰ ἐμφανισθῇ ἡ μορφὴ τῆς Μαρίας εἰς κανὲν τῶν παραθύρων, ὅπως τὸν ἴδῃ τελευταῖον. Ἀληθῶς ἐφάνη, καθ’ ἣν δὲ στιγμὴν ὁ Πέτρος ἀνύψου πρὸς αὐτὴν τοὺς ὀφθαλμούς, αὕτη τῷ ἔπεμπε φιλήματα διὰ τῆς χειρός. Συγχρόνως ὅμως καὶ ὁ σύζυγος ἔστρεφε τυχαίως τὸ βλέμμα κατὰ τὴν αὐτὴν διεύθυνσιν, ἁμέσως δὲ κατεβίβασεν αὐτὸ πρὸς τὸν παρακαθήμενον φίλον. Ὁ Πέτρος κατώρθωσε νὰ διαμείνῃ ἀτάραχος, ἀλλ’ ἡ ὑπόνοια μὴ ἐνόησέ τι ὁ Νικόλαος ἐπὶ πολὺν χρόνον καὶ μετὰ ταῦτα κατέτρωγεν αὐτόν.
Μετά τινα ὥραν τὸ ἀτμόπλοιον ᾖρε τὰς ἀγκύρας, καταλεῖπον τὸν λιμένα τῆς Μασσαλίας, οἱ δὲ δύο φίλοι ἐχαιρετίζοντο μακρόθεν διὰ τῶν μανδηλίων…
Ἐξομολόγησις φιλικὴ κατέστησέ μοι τ’ ἀνωτέρω γνωστὰ πρὸ πολλοῦ. Ἐθεώρησα αὐτὰ τότε ὡς τυχαίαν τινὰ βιωτικὴν περιπέτειαν, ἦν σχεδὸν εἶχον λησμονήσῃ, ὅτε ἀλλεπάλληλα γεγονότα, — γνωστὸν δὲ ὅτι, ὅση καὶ ἂν τὰ περικαλύπτῃ ἐχεμυθία, ταῦτα δὲν διαφεύγουσι μέχρι τέλους τὴν προσοχὴν καὶ τὰ σχόλια τοῦ κόσμου, — πολλὴν τὴν ὁμοιότητα ἔχοντα πρὸς τὴν ἀνωτέρω ἀφήγησιν, ἐγέννησαν ἐν ἐμοὶ τὴν πεποίθησιν πλέον, ὅτι τοιαῦται εἴσοδοι φίλων συχναὶ εἰς οἰκίας νενυμφευμένων ἐνέχουσι πολὺ τὸ ἐπικίνδυνον, ὅσον ἀθῷαι καὶ ἂν εἶνε. Εἶμαι δὲ βέβαιος ὅτι πολλαί καὶ πολλοὶ τῶν ἀναγνωσάντων τὰς γραμμὰς ταύτας μοὶ ἀποδίδουσι τὸ δίκαιον.
Καὶ ἀληθῶς. Ἔρωτες γεννώμενοι καὶ ἐκκολαπτόμενοι ἐξ ἑνὸς μόνου βλέμματος ἀπαντῶσι μόνον εἰς τὰς μυθιστορίας! ἤ, ἐὰν ὑπάρχωσι πραγματικοί, θὰ εἶνε σπάνιοι. Ὁ ἔρως εἶναι κυρίως τέκνον τῆς πολλῆς συγχρωτίσεως καὶ συμβιώσεως, ἐξ ὧν γεννᾶται οἰκειότης καὶ συμπάθεια, ἀπὸ δὲ τούτων ὁ υἱὸς τῆς Ἀφροδίτης δὲν ἀφίσταται πολύ. Οὐδὲν ἑπομένως κινδυνωδέστερον τῶν cavalieri serventi.
Καὶ ἀγνοῶ μὲν ὁποίαν ἐντύπωσιν θὰ καταλίπῃ ἡ ἀνωτέρω ἀφήγησις ἐπὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἀναγνωστῶν μου, νομίζω ὅμως ὅτι, ὅσοι ἐξ αὐτῶν συμμερισθῶσι τὴν γνώμην μου αὐτήν, ἐκ παντὸς τρόπου πρέπει ν’ ἀποφεύγωσι τοιαύτας συναντήσεις. Πρώτιστον καθῆκον τῶν μετ’ οἰκειότητος φοιτώντων εἰς οἰκογενείας νέων εἶναι ν’ ἀραιώσωσι τὰς ἐπισκέψεις αὐτῶν, ἔχοντες ὑπ’ ὄψει, ὅτι, ὅσον τίμιοι καὶ ἂν εἶναι, ὅσην πεποίθησιν καὶ ἂν ἔχωσιν ἐπὶ τοῦ χαρακτῆρός των, τὸ ὀλιγώτερον, ὅπερ δύνανται νὰ πάθωσιν, εἶναι νὰ καταστῶσι δυστυχεῖς ἐν τῇ πάλῃ των πρὸς αἴσθημα, ὅπερ διὰ τῆς ἀπρονοησίας των προεκάλεσαν, ταλαιπωροῦντες συγχρόνως καὶ ἄλλο πλᾶσμα, τὴν σύζυγον ἀνδρός, ὃν ἀποκαλοῦσι φίλον των. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς πρέπει νὰ προσέχωσιν οἱ σύζυγοι, οἱ καὶ ἀμέσως ἐνδιαφερόμενοι. Χαρακτῆρες ἀνδρικοὶ καὶ ἔντιμοι πάντοτε δυστυχῶς σπανίζουσι, πολὺ δὲ φοβοῦμαι ὅτι ὁ Πέτρος παρὰ πολλῶν θὰ ἐχαρακτηρίσθη ὡς μωρός....
Οἱ λόγοι μου οὗτοι ἴσως θεωρηθῶσιν ὡς ἄρνησις πάσης ἐν τῇ κοινωνίᾳ ἀρετῆς. Πιθανῶς· ἀλλὰ καὶ ἂν ὑποτεθῇ ὁ κόσμος ὅλος κατοικούμενος ὑπὸ ὁσίων Ὀνουφρίων, διατί νὰ ἐμβάλωμεν εἰς πειρασμὸν τὴν ἀρετήν;
Λάμπρος Ἐνυάλης