Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Σελίδες εκ του ημερολογίου μιας ασχήμου νεανίδος

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1889
Συγγραφέας:
Σελίδες ἐκ τοῦ ἡμερολογίου μιᾶς ἀσχήμου νεανίδος


ΣΕΛΙΔΕΣ ΕΚ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
ΜΙΑΣ ΑΣΧΗΜΟΥ ΝΕΑΝΙΔΟΣ
ΥΠΟ
ΕΙΡΗΝΗΣ ΛΑΧΑΝΑ[1]

Τῇ 14 Νοεμβρίου 188.... — Πολὺ δύσθυμος ἐξύπνησα σήμερον. Εἶναι εἰσέτι βαρεῖα ἡ κεφαλή μου ἐκ τῆς ζάλης τοῦ χθεσινοῦ χοροῦ. Τέλος παρῆλθε καὶ αὕτη ἡ δοκιμασία! Ναί! δοκιμασία ἦτο δι’ ἐμὲ ἡ πρώτη ἐπίσημος εἰς τὸν κόσμον εἰσαγωγή μου, τὴν ὁποίαν μὲ τόσην χαρὰν περιμένουσιν αἱ ἄλλαι νέαι. Ἀλλὰ δὲν ἠδυνάμην ν’ ἀποφύγω αὐτήν. Ὁ ἀγαπητὸς μπαμπᾶς δὲν ἔβλεπε τὴν ὥραν πότε νὰ μὲ δείξῃ! Καὶ εἶμαι ἤδη 20 ἐτῶν. Ὁ θάνατος τῆς γλυκείας μου μαμμᾶς καὶ ἡ κακὴ κατάστασις τῆς ὑγιείας μου ἀνέβαλον μέχρι τῆς χθὲς τὴν εὐκαιρίαν ταύτην. Ἄχ! ἂν ἐγνώριζεν ὁ καϋμένος ὁ μπαμπᾶς πόσην πικρίαν καὶ ἀπογοήτευσιν ἀπεκόμισα ἐκ τοῦ πρώτου χοροῦ μου δὲν ἤθελε, βεβαίως, μὲ βιάσει νὰ ὑπάγω… Ἐγνώριζον πάντοτε ὅτι εἶμαι ἄσχημος, συνῃσθανόμην ὅτι δὲν ἐπλάσθην διὰ τὸν κόσμον τῶν αἰθουσῶν, πλὴν ὁ χθεσινὸς χορὸς ἔθηκεν ὑπογραφὴν εἰς τὴν τέως ὅπως δήποτε ἀόριστον ἔννοιαν τῆς ἀσχημίας μου. Ἡ ἀκουσία ἀκρόασις τῆς ὁμιλίας τοῦ Κου Π μετὰ τῆς Κας Β μὲ κατέπεισαν ἐντελῶς ὅτι αἱ φιλοφρονήσεις, τὰ ἐπιτετηδευμένα μειδιάματα καὶ αἱ χαριτολογίαι ἀπετείνοντο μᾶλλον εἰς τὸ χρηματοκιβώτιον τοῦ πατρός μου ἢ εἰς τὰ ὡραῖα μου μάτια ἢ μᾶλλον εἰς τὴν ὡραίαν μου μύτην, ἣν ὁ Κος Π… εἶχε τὴν καλωσύνην νὰ παραβάλῃ πρὸς τὴν τοῦ ξιφίου! Ἀλλ’ ἂς διηγηθῶ κατὰ σειρὰν τὴν ἱστορίαν τοῦ πρώτου χοροῦ μου, ἃς ἐμπιστευθῶ ἐδῶ εἰς τὰς σελίδας τοῦ ἡμερολογίου μου ὅ,τι εἶμαι ἀρκετὰ ὑπερήφανος, ὥστε νὰ κρύπτω ἀπὸ πάντων.

Ἤμην ἤδη ἕτοιμος, ὅτε ἦλθεν ἡ ἅμαξα τῆς θείας μου διὰ νὰ μὲ παραλάβῃ, ὅπως ὑπάγωμεν εἰς τὸν χορὸν, τὸν ὁποῖον ἔδιδε χθὲς ἡ Κα Μ ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ τοῦ υἱοῦ της ἐκ Παρισίων, ἔνθα συνεπλήρωσε τὰς σπουδάς του· εἰς τοῦτον ὡρίσθη νὰ ἐμφανισθῶ κατὰ πρῶτον. Ἡ ἐξαδέλφη μου, ἡ προσφιλὴς Ἀγλαΐα ἐπήδησεν ἐκ τῆς ἁμάξης καὶ ζωηρὰ, ζωηρὰ ἀνέβαινεν ἢ μᾶλλον ἐπέτα ἐπάνω. Μόνον τὰ χειρόκτιά μου εἶχον νὰ φορέσω· τὰ ἐπῆρα καὶ ἔσπευσα εἰς τὴν κλίμακα. — «Ἔλα, ἔλα στὸ φῶς, Οὐρανία μου, μοὶ εἶπε σύρουσά με ταχέως εἰς τὸ δωμάτιόν μου. Θὰ βάλω ἐγὼ τὸ τελευταῖον χέρι εἰς τὴν τουαλέταν σου.» Εἰσήλθομεν. Φιλτάτη Ἀγλαΐα! Εἰς τὸ γλυκὺ καὶ συμπαθὲς βλέμμα της ἀνέγνωσα τὴν ἀποτυχίαν μου… Ἐβοστρύχισεν ὀλίγῳ τὴν κόμην μου, ἐδοκίμασε κατὰ πολλοὺς τρόπους τὴν διευθέτησιν τῶν ἀνθέων μου, ἐξέλεξε καὶ ἀπέρριψεν ἀλληλοδιαδόχως ταινίας διαφόρων χρωμάτων… τὴν ἀφῆκα νὰ πράττῃ, ἤμην βεβαία ὅτι ματαιοπονεῖ.

— «Ἂχ τί κρίμα καϋμένη, μοὶ εἶπεν… Ἡ μαμμᾶ δὲν ἔκαμε καλὰ νὰ σοῦ ἐκλέξῃ αὐτὸ τὸ χρῶμα… Εἶσαι ὀλίγῳ μελαγχροινὴ καὶ ὠχρὰ, αὐτὸ τὸ ἀνοικτὸν οὐρανί… Ἀλλὰ πταίεις καὶ σύ, διατί νὰ μὴ μὲ ἀκούσῃς, διατί νὰ μὴ ἐπιμείνῃς νὰ σοῦ ἐκλέξῃ ἄλλο ὕφασμα; Καὶ καλὰ ἡ μαμμᾶ ἤθελε νὰ ἔχωμεν ἴδιον φόρεμα!»

Τὴν ἐφίλησα εἰς τὰ ὡραῖα καὶ δροσερά της μαγουλάκια καὶ τὴν ἠνάγκασα νὰ μὲ ἀφήσῃ πλέον· ἡ θεία ἤρχισε κάτω νὰ ἀνυπομονῇ.

Πόσῳ ἦτο περικαλλὴς καὶ χαρίεσσα ἡ Ἀγλαΐα! Εὐτυχῶς ἡ ἐντύπωσις ἣν ἐνεποίησεν ἡ ἐμφάνισίς της εἰς τὴν αἴθουσαν ἐμπόδισε, βεβαίως, τὴν ἄχαριν αἴσθησιν, ἣν θὰ παρῆγεν ἡ ἰδική μου, ἂν εἰσηρχόμην μόνη.

Ἡ κυρία Μ ἔσπευσεν ἀμέσως νὰ μᾶς ὑποδεχθῆ θερμῶς· μὲ παρουσίασεν εἰς κύκλον τινὰ τῶν προσκεκλημένων της, μὴ λησμονοῦσα ἑκάστοτε νὰ τονίζῃ μετ’ ἰδιάζοντος τόνου τὸ γνωστὸν τοῦ πατρός μου ἐπίθετον, ὡς εἰ ἤθελε νὰ περιβάλῃ τὴν ἀτομικήν μου ἀσημότητα διὰ τοῦ χρυσοῦ πλαισίου τοῦ οἰκογενειακοῦ μου ὀνόματος! Θὰ προετίμων νὰ μὲ ἄφινεν εἰς μίαν γωνίαν. Ἀληθῶς, εἶναι βαρὺς ὁ σταυρὸς τῆς ἀσχημίας εἰς μίαν νέαν, ἰδίως ὅταν αὕτη εἶναι πλουσία μονογενής. Πτωχὴ καὶ ἄσημος ἄσχημος δὲν ὑφίσταται τοὐλάχιστον τὴν βάσανον ταύτην τῆς ἀτομικῆς ταπεινώσεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θυμιάματα καὶ τὰς κολακείας, τὰς προσφερομένας εἰς τὸν πλοῦτον καὶ τὴν κοινωνικὴν αὐτῆς τάξιν· δὲν τίθεται εἰς τὴν προβληματικὴν θέσιν τοῦ ὄνου τοῦ μύθου, τοῦ δεχομένου τὴν λατρείαν τῶν διαβατῶν χάριν τοῦ ξοάνου, ὅπερ ἔφερεν ἐπὶ τῆς ῥάχεως!

Ἡ ὑπερηφανία αὐτῆς δὲν προσβάλλεται, παρέρχεται ἀφανής.

Ἡ θεία ἦτο κατενθουσιασμένη ἐκ τῆς προθυμίας, ἣν ἐπεδείκνυον οἱ χορευταὶ εἰς τὴν κόρην καὶ τὴν ἀνεψιάν της, δὲν γνωρίζω ὅμως ἂν παρετήρει συγχρόνως καὶ τὴν διαφοράν, τὴν λεπτὴν ἀπόχρωσιν τῶν πρὸς αὐτὰς περιποιήσεων. Ὁποία ἔκφρασις ἐνθέρμου γοητείας καὶ εἰλικρινοῦς θαυμασμοῦ πρὸς τὴν βασίλισσαν τοῦ χοροῦ, τὴν Ἀγλαΐαν μας! ὁποία ἔκφρασις ἐπιεικοῦς συγκαταβάσεως, εἴρωνος εὐγενείας, ἢ καὶ χυδαίας σπουδῆς πρὸς ἐμὲ τὴν δυσειδῆ, ἀλλὰ πλουσίαν κληρονόμον! Ἀλλ’ ἐγὼ ἐνόουν τὴν διάκρισιν ταύτην, ἡ συναίσθησις δὲ τῆς ἀσχημίας μου μὲ καθίστα δειλὴν, ἔβλεπον τὰ πάντα στροβιλίζοντα περὶ ἐμὲ· διετέλουν ὡς ἐν μέθῃ. Ἀγνοῶ ἀκριβῶς τί μοὶ ἔλεγον καί τί ἀπήντων, δὲν ἀμφιβάλλω δὰ ὅτι θὰ μὲ ἐξέλαβον καὶ ὡς ἠλιθίαν…

Παράδοξον! Πόση εἶναι ἡ ἰσχὺς τοῦ φυσικοῦ κάλλους! Καὶ ὅμως τί εἷναι κάλλος; τί ἀσχημία; Τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος σχηματισμὸς τῶν ὀφθαλμῶν, ὀλίγῳ παχυτέρα ἢ λεπτοτέρα ῥίς, ἐλαχίστη ἐν γένει διαφορὰ τῶν διαστάσεων ἐν τῇ ἀναλογίᾳ τῶν χαρακτήρων τοῦ προσώπου, διαυγέστερος ἢ ἀμαυρότερος χρωματισμὸς τῆς ἐπιδερμίδος καὶ ἰδοῦ κατ’ αὐθαίρετον ἰδιοτροπίαν τῆς φύσεως παράγεται τὸ μοιραῖον τοῦτο ἀποτέλεσμα, τὸ κάλλος, ἢ ἡ δυσμορφία! Τὸ πρῶτον παράστασις τῆς ὄψεως τῶν ἀγγέλων· τὸ δεύτερον μορμολύκειον τῶν φασμάτων τοῦ ᾌδου. Τὸ πρῶτον κλειδίον, passe-partout, δι’ οὗ εἰσέρχεταί τις ἀκόπως εἰς πάσας τὰς καρδίας· τὸ ἄλλο μοχλὸς σιδηροῦς, βαρὺς, ὃν μόνον μακρὰ συνήθεια καὶ ἔξοχα προτερήματα μετὰ δυσκολίας δύνανται ν’ ἀνασύρωσιν!

Ταῦτα ἐσκεπτόμην στηριζομένη εἰς γωνίαν τινὰ τοῦ ἐξώστου, ὅστις διῆκε κατὰ μῆκος ἀμφοτέρων τῶν αἰθουσῶν τοῦ χοροῦ. Ἠδυνήθην νὰ διαφύγω στιγμάς τινας, ὅπως συνέλθω ἐκ τῆς ταραχῆς μου. Ἡ νὺξ ἦτο ἤρεμος καὶ χλιαρὰ, ὡς ὡραία νὺξ Σεπτεμβρίου, ἡ ὥρα ἦτο ἤδη προκεχωρημένη, ἡ σελήνη ὑψοῦτο βραδέως ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα ῥίπτουσα ἀμυδρὰς ἀκτῖνας ἐπὶ τῶν κορυφῶν τοῦ Ὑμηττοῦ καὶ τῆς Ἀκροπόλεως, οἱ ἀστέρες ἔστιλβον ζωηροὶ ἔτι ἐπὶ τοῦ ἐκτάκτως διαυγοῦς στερεώματος, ἐνῷ κάτω εἰς τὴν πόλιν τὰ φῶτα ἐσβέννυντο βαθμηδόν. Ἡ πόλις τῶν Ἀθηνῶν παρεδίδετο εἰς τὸν ὕπνον. Αἴφνης ἤκουσα προφερόμενον τὸ ὄνομά μου… Ἀκριβῶς εἰς τὸ ὄπισθεν ἐμοῦ παράθυρον ἐκάθητο ἡ κυρία Β καὶ παρ’ αὐτὴν ὁ κύριος Π. Τὸ παράθυρον ἦτο ἀνοικτὸν, ἀλλὰ δὲν μ’ ἔβλεπον, ἐπειδὴ τὰ καταπίπτοντα μακρὰ παραπετάσματα μὲ ἀπέκρυπτον ἐντελῶς. Ὡμίλουν περὶ ἐμοῦ· ἰδοὺ τί ἤκουσα μόνον, διότι δὲν ἐπρόσεξα ἐξ ἀρχῆς εἰς τὴν ὁμιλίαν των.

— Καὶ ὀνομάζεται Οὐρανία, ἔλεγεν ὁ Κος Π. κρίμα τ’ ὅνομα, τί εἰρωνικὴ ἀντίθεσις. Σᾶς βεβαιῶ, Κυρία μου, ἂν ὅλα τὰ οὐράνια εἶναι καθὼς τὸ specimen τοῦτο, ποτέ μου δὲν θὰ λάβω εἰσιτήριον διὰ τὸ τραῖνον τοῦ Οὐρανοῦ.

— Δὲν πιστεύω νὰ τῆς ἐλέγετε τοῦτο, ὅτε ἐχορεύετε μαζύ της, ὑπέλαβε γελῶσα ἡ Κα Β. (Ἀληθῶς εἶχον χορεύσει πρὸ ὀλίγου μετὰ τοῦ Κου Π. καὶ εἶχε δειχθῇ φιλόφρων καὶ χαρίεις μέχρι πλήξεως!)

— Ἐγώ! ἄ! ὄχι, Θεὸς φυλάξοι! Ἂν τὴν παρώργιζον θὰ μὲ διεπέρα μὲ τὴν μύτην της, ὡς ὁ ξιφίας τὰ καράβια. Τί φοβερὸν ἔμβολον!

— Εἰξεύρετε πῶς εἶσθε κακός. Δὲν ἔχει τέλος πάντων ἀποκρουστικὴν φυσιογνωμίαν· εἶναι μόνον πολὺ ἰσχνή. Καὶ τί ἄσχημα ποῦ τῆς πηγαίνει αὐτὸ τὸ χρῶμα, bleu-ciel.... Τί ἀτυχὴς ἐκλογή.

— Ἂ μπά! ἐτυλίχθη μὲ ἕνα κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ… Καὶ πάλιν γέλωτες. — Ἡ θεία της τὴν ἀγαπᾷ πολύ· μοὶ ἔλεγε προχθὲς ὅτι ἔχει χρυσῆ καρδιά.

— Δὲν ἀμφιβάλλω περὶ τούτου. Καὶ τί δὲν δύναται νὰ χρυσώσῃ τὸ χρηματοκιβώτιον τοῦ πατρός της! Δὲν βλέπετε ὅτι καὶ ἡ ὄψις της ἔλαβε καὶ αὐτὴ τὸ χρῶμα τοῦ χρυσοῦ;

— Διὰ τοῦτο, ἴσως, τὴν τριγυρίζουν καὶ μερικοὶ, μερικοὶ, ἀπήντησε δηκτικῶς ἡ Κα Β. Ἐπιθυμοῦν, φαίνεται νὰ γείνουν ἐπίχρυσοι!…

Δὲν ἠδυνήθην ν’ ἀκούσω περισσότερον, μοὶ ἤρχετο λιποθυμία. Εἶναι σκληρὸν νὰ καθίσταταί τις τὸ ἀντικείμενον τοῦ γέλωτος ἢ τοῦ οἴκτου τῶν ἄλλων. Εὐτυχῶς ἡ μουσικὴ ἀνέκρουσε νέος στρόβιλον, τὰ ζεύγη τῶν χορευτῶν ἤρχισαν νὰ κινῶνται πάλιν. Ἠγέρθησαν ἐκεῖνοι καὶ ἐγὼ μετ’ ὀλίγον ἡτοιμάσθην νὰ εἰσέλθω. Εἰς τὴν θύραν τοῦ ἐξώστου μὲ εὗρεν ἡ θεία, ἥτις ἤρχετο εἰς συνάντησίν μου. Ἡ Ἀγλαΐα ἐχόρευεν ὅλη λάμψις καὶ καλλονὴ, καὶ ἐγὼ δὲ ἐδέησε νὰ ὑποστῶ μέχρι τέλους τὸ μαρτύριον τοῦτο. Μεγάλην ἀνακούφισιν ᾐσθάνθην, ὅτε περὶ τὰ τέλη τοῦ χοροῦ εἶδον τὸν ἰατρόν μας τον Κον Θεσίμωνα ἐπανερχόμενον εἰς τὴν αἴθουσαν· εἶχε φανῆ ὀλίγον κατ’ ἀρχὰς, ἀλλ’ ἔπειτα ἀπεσύρθη, διότι τὸν προσεκάλεσαν χάριν ἀσθενοῦς τού τινος, διὰ τὸν ὁποῖον πολὺ ἐνδιεφέρετο, ὡς μοὶ εἶπε καὶ τότε μόλις ἐπανήρχετο. Τί εὐγενὴς χαρακτὴρ ὁ Κος Θεσίμων! Περίεργον μοὶ φαίνεται μετὰ πόσης συμπαθείας δύναται νὰ συμμερίζηται τὴν χαρὰν καὶ τὴν θλῖψιν, τὰ δάκρυα καὶ τὸν γέλωτα τῶν ὁμοίων του. Ἀπὸ τὸ προσκεφάλαιον τοῦ ἀσθενοῦς μεταβαίνει ἀκόπως εἰς τὸν θόρυβον τοῦ κόσμου καὶ τἀνάπαλιν. Εὐφυΐα, ἀνδρικὴ αὐτοπεποίθησις, ψυχικὸν σθένος καὶ συγχρόνως ἔξοχος ἀγαθότης χαρακτηρίζουσιν αὐτόν. Ὁ ὀξὺς ὀφθαλμός του εἰσδύει εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, μετὰ τῆς αὐτῆς δὲ εὐκολίας διαγινώσκει τὸ ἄλγος τῆς ψυχῆς, ὡς καὶ τοὺς πόνους τοῦ σώματος. Τὸν γνωρίζω ἀπὸ τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας· ἔκτοτε ἔχει ἀναλάβει τὴν φροντίδα τῆς ἐπισφαλοῦς ὑγιείας μου καὶ νομίζω ὅτι αἱ προσπάθειαί του μόνον μοὶ ἔσωσαν τὴν ζωήν. Μὲ παρετήρησε καὶ ὑποθέτω ὅτι ἀμέσως ἐνόησε τὰ συμβαίνοντα ἐν ἐμοί. Ἐπλησίασεν ἀμέσως.

— Δὲν εἶσαι, βλέπω, ἐνθουσιασμένη ἐκ τοῦ πρώτου χοροῦ σου, μοὶ λέγει (Μοὶ ὁμιλεῖ ἀκόμη ἑνικῶς). Πῶς δὲν διεσκέδασες καλά;

Δὲν ἀπεκρίθην· τί ἠδυνάμην νὰ εἴπω; Ἄλλως τε αὐτὸς μὲ ἐννοεῖ πάντοτε, μὲ μαντεύει πρὶν ἀνοίξω τὸ στόμα.

— Δὲν εἶναι ὠφέλιμοι διὰ σὲ, (μοὶ προσέθηκεν, ὅτε ἀπεχωροῦμεν ἐκ τοῦ χοροῦ) αἱ συγκινήσεις τῶν αἰθουσῶν. Σοὶ τὰς ἀπαγορεύω εἰς τὸ ἐξῆς. (Ὤ! δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μοὶ τὰς ἀπαγορεύσῃ). Εἰξεύρεις, ὑπάρχουν φυτὰ, τὰ ὁποῖα μόνον εἰς τὰ θερμοκήπια δύνανται νὰ ζήσωσιν καὶ ὄχι ὐπὸ τὴν ὀλεθρίαν ἐπίδρασιν τῆς ἐξωτερικῆς ἀτμοσφαίρας. Μεθαύριον, δηλ. αὔριον μετὰ μεσημβρίαν μὴ ἐξέλθῃς· νὰ μὲ περιμείνῃς εἰς τὸ σπίτι, θὰ ἔλθω κατὰ τὰς τρεῖς εἰς τὸ σπίτι. Σοῦ ἑτοιμάζω μίαν ἄλλην διασκέδασιν, διὰ τὴν ὁποίαν πιστεύω ὅτι θὰ μοὶ γνωρίσῃς χάριν. — Οῡτω ἔληξεν ὁ πρῶτος χορός μου, ὅστις ἐλπίζω ὅτι θὰ εἶναι καὶ ὁ τελευταῖος. Ὁ μπαμπᾶς δὲν πιστεύω νὰ ἐπιμένῃ πλέον, ἀφοῦ καὶ ὁ ἰατρὸς τὸ ἐμποδίζει. Αὔριον εἰς τὰς τρεῖς θὰ τὸν περιμένω. Ἂς ἴδωμεν ποίαν ἔκπληξιν μοὶ ἑτοιμάζει.

Τῇ 15ῃ Νοεμβρίου Ἄχ! Εὐχαριστημένη ποῦ εἶμαι τώρα! Πόσῳ ἀνόητος ἤμην χθές! Ἐντρέπομαι δι’ ὅσα ἔγραψα εἰς τὸ ἡμερολόγιον μου. Πῶς ἠδυνάμην νὰ ἦμαι τόσῳ μικρολόγος ἐγωΐστρια καὶ ματαία; Δὲν εἶναι γελοῖον νὰ λυπῆταί τις, διότι δὲν γίνεται τὸ ἀντικείμενον θαυμασμοῦ ἐν ταῖς αἰθούσαις; Δὲν εἶναι μωρὸν νὰ ἦναί τις τόσῳ εὐαίσθητος εἰς τοὺς σαρκασμοὺς καὶ τὰς φλυαρίας τῶν ἀνοήτων, ὅταν ὑπάρχῃ τρόπος νὰ ἑλκύσῃ τὴν ἀγάπην, τὴν εὐγνωμοσύνην, τὸν εἰλικρινῆ σεβασμὸν τόσων δυστυχῶν ὑπάρξεων καὶ τὴν ὑπόληψιν, τὴν ἐπιδοκιμασίαν ἔστω καὶ μιᾶς εὐγενοῦς ψυχῆς.... Σήμερον ἦλθε, κατὰ τὴν ὑπόσχεσίν του ὁ Κος Θεσίμων τὴν ὁρισθεῖσαν ὥραν καὶ ὑπῆγε κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ μπαμπᾶ. Μετ’ ὀλίγον ἤνοιξεν ὁ πατήρ μου τὴν θύραν τοῦ δωματίου μου καὶ εὐθύμως μοὶ εἶπεν· — Ἑτοιμάσου διὰ μίαν εὐεργετικὴν ἐκδρομήν. Εἶπον καὶ εἰς τὴν παιδαγωγόν σου νὰ φροντίσῃ περὶ τῶν ἀναγκαίων. Θὰ σᾶς συνοδεύσῃ ἢ μᾶλλον θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ὁ καλός μας φίλος, ὁ ἰατρός. Ἔχεις ἀνοικτὴν πίστωσιν δι’ ὅ,τι σᾶς χρειασθῇ, προσέθηκε γελῶν....

Εἶμαι ἀκόμη πολὺ συγκεκινημένη, ὥστε δὲν δύναμαι νὰ ἐκθέσω λεπτομερῶς, οὐδὲ νὰ ἐκφράσω διὰ λέξεων τὰ πλημμυροῦντα τὴν ψυχήν μου ποικίλα αἰσθήματα, τὸν οἶκτον, τὴν ζωηράν μου συμπάθειαν πρὸς τὴν πάσχουσαν οἰκογένειαν, ὅπου μᾶς ὡδήγησεν ὁ ἰατρὸς, τὰς εὐλογίας καὶ τὴν εὐγνωμοσύνην τῆς δυστυχοῦς νέας γυναικὸς, ἥτις ἔχανε τὸν σύζυγον, ὃν ἠγάπα δι’ ἔλλειψιν τῆς ἀναγκαίας περιθάλψεως, δι’ ἔλλειψιν ὀλίγων κερματίων! Τὸν γέλωτα τῆς χαρᾶς τῶν μικρῶν παιδίων διὰ τὰς προσφερομένας θωπείας καὶ τὰ ζακχαρωτὰ, καὶ τὰ δάκρυα τὰ ἀναβλύζοντα ἐκ τῆς καρδίας μου εἰς τοὺς ὀφθαλμούς!

Ὅτε ἐξήλθομεν τῆς σκοτεινῆς καὶ πενιχρᾶς κατοικίας ἤμην φαιδροτάτη, ἔκτακτος ζωηρότης κατεῖχε τὸ πνεῦμά μου καὶ ἐνεψύχου τὴν μορφήν μου.

— Μήπως εἶναι ἐδῶ τὸ θερμοκήπιον, ἰατρέ; εἶπον εἰς τὸν Κον Θεσίμωνα γελῶσα καὶ ὑπαινιττομένη τοὺς χθεσινοὺς λόγους του. Ἔχετε δίκαιον, προσέθηκα μετ’ ὀλίγον ἐν συγκινήσει. Ἐδῶ εἷναι ἡ σκηνὴ τῆς δράσεως, τὴν ὁποίαν μοὶ ὥρισεν ὁ Θεὸς καὶ ὄχι ἐν ταῖς αἰθούσαις. Ἐδῶ δὲν πειράζει ἂν ἦναί τις ἄσχημος.

— Τοὐναντίον, ἐδῶ δὲν δύναται ποτὲ νὰ ἦναί τις ἄσχημος, ἀπήντησεν ἐκεῖνος στρέφων πρὸς ἐμὲ τὸ πλῆρες εὐφυΐας καὶ ἀγαθότητος βλέμμα του.

Θεέ μου! πόσῳ εὐτυχὴς εἶμαι σήμερον!

Ἐν Χαλκίδι, Ἰούλιος 1888.

  1. Λυπούμεθα μὴ δυνηθέντες νὰ παραθέσωμεν τὴν προσωπογραφίαν τῆς εὐπαιδεύτου δεσποινίδος, ἥτις εὐηρεστήθη νὰ παράσχῃ ἡμῖν τὴν τιμὴν καὶ τὴν προῖκα πολυτίμου συνεργασίας, καὶ ἧς τὰ ἑκάστοτε τρυφερὰ δημοσιεύματα, πλήρη χάριτος, εὐφυΐας καὶ βαθέος κοινωνικοῦ αἰσθήματος, κατέστησαν ἀπό τινος γνωστὸν καὶ συμπαθὲς τὸ ὄνομα εἰς τοὺς μετ’ ἐνδιαφέροντος παρακολουθοῦντας τὴν παρ’ ἡμῖν σύγχρονον λογοτεχνίαν.