Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Ο φλύαρος

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1889
Συγγραφέας:
Ὁ φλύαρος


Ο ΦΛΥΑΡΟΣ
ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΕΛΙΣ

ΥΠΟ
ΚΩΝ. Φ. ΣΚΟΚΟΥ

Ἀφιεροῦται τῷ Κυρίῳ ⁂

Ζητω νὰ ἐξηγήσω ἐνίοτε πρὸς τίνα ἆρά γε ἀνεξιχνίαστον σκοπὸν ἡ πανσοφία τοῦ Δημιουργοῦ ἐπενόησε μερικὰ πράγματα ὅλως περιττὰ ἐν τῷ κόσμῳ τοὺς κώνωπας λ. χ., τοὺς βατράχους, τοὺς ἐπιταφίους ρήτορας, τὰς σκνῖπας καὶ τοὺς τοκογλύφους. Ἀλλ’ ὅταν ἰδίως συλλογίζωμαι, ὅτι πλὴν τούτων κατεσκεύασε καὶ τὴν ὁμοταξίαν τῶν φλυάρων, κινδυνεύω νὰ παραδεχθῶ, ὅτι πράγματι ὁ Δημιουργὸς παίζων ἢ χασμώμενος συνέλαβε τὸ μέγα σχέδιον τῆς δημιουργίας.

Ὀνομάσατέ τον, ὅπως θέλετε: φλύαρον, φλύακα, ἀργολόγον, γλωσσομανῆ, φλυαροκόπον, γλωσσογάστορα.

Ἀναντιρρήτως ὅμως εἶναι θηρίον ἀνήμερον.

Τὸν βλέπετε αἴφνης σπεύδοντα καθ’ ὁδὸν καὶ νομίζετε, ὅτι μεταβαίνει τίς οἶδε πρὸς τίνα σοβαρὰν καὶ ἐπείγουσαν ἐργασίαν. Καὶ ὅμως αὐτὸς τρέχει καταζητῶν θύματα, θύματα τῆς τρικυμιώδους γλωσσαλγίας του, ἰχνηλατῶν αὐτὰ ἀνὰ τὰς ὀδούς, τὰς πλατείας, τοὺς περιπάτους, τὰς λέσχας, τὰ καφφενεῖα, ὅπου δήποτε, διότι ἔχει ἀδιαλείπτως ἠκονισμένην τὴν γλῶσσαν καὶ προσπαθεῖ νὰ ὀσφρανθῇ, ὡς ὁ κύων τὸ θήραμα, κἀνένα διαβάτην, γνωστὸν ἢ ἄγνωστον — ἀδιάφορον — ἀρκεῖ κἄπου νὰ τὸν εἶδεν ἢ τὸν συνήντησεν ἄλλοτε, ἀρκεῖ νὰ τὸν γνωρίζῃ ἐξ ὄψεως ἢ καὶ ἐξ ὀνόματος, ἔστω.

Καὶ σεῖς βαδίζετε ἀνύποπτοι μεταβαίνοντες ἐν σπουδῇ εἰς τὸ ἔργον σας ἢ προσηλωμένοι εἰς τοὺς ἰδίους ρεμβασμούς. Πρὶν ἢ δὲ σᾶς διαφύγῃ μειδίαμά τι αὐτόματον χαιρετισμοῦ, ἐὰν δὲν προφθάσητε νὰ ἀφανισθῆτε διά τινος παρατυχούσης ἀτραποῦ, οὐαὶ καὶ ἀλοίμονον! αὐτὸς ἔκαμψεν ἤδη διαγώνιον ἐκ τοῦ ἀντίθετου πεζοδρομίου, ἐνσκήπτει καθ’ ὑμῶν, σᾶς σταματᾷ, σᾶς κρατεῖ ἤδη ἀπὸ τῆς χειρός, ἀπὸ τοῦ ἐπενδύτου, ἀπὸ τῆς ἀλυσίδος τοῦ ὡρολογίου σας, καὶ ἀρχίζει — τί λέγω; — ἤρχισεν ἤδη νὰ λαλῇ, νὰ λαλῇ, νὰ λαλῇ, ἀκράτητος ὡς καταρράκτης, ὡς θύελλα, ὡς θάλασσα βρυχωμένη, ἧς τὰ κύματα ἔρχονται ἀλλεπάλληλα, ἀτελεύτητα, ὁρμητικώτερα.

Τῷ ἀπεκρίνεσθε δι’ ὀλίγων μονοσυλλάβων· κινεῖσθε πρὸς φυγήν· ξηροβήχετε· προσπαθεῖτε νὰ λυτρώσετε τὴν χεῖρα, ἀλλ’ αὐτὸς τὴν σφίγγει πλειότερον, σᾶς ἕλκει πρὸς ἑαυτόν, τίθεται πρὸ τῶν βημάτων σας καὶ ἐξακολουθεῖ ἐπὶ ἓν ἤδη τέταρτον τῆς ὥρας νὰ σᾶς ἔχῃ καθηλωμένον ἐν μέσῃ ὁδῷ ἄναυδον, χάσκοντα, ἀσθμαίνοντα, λιποψυχοῦντα, μὲ βλέμματα ἱκετευτικὰ, ὑπὸ τὸν καύσωνα τῆς μεσημβρίας, ἐν μέσῳ τοῦ περὶ ὑμᾶς στροβιλιζομένου κονιορτοῦ, ὑπὸ τὸ παγερὸν φύσημα τοῦ βορρᾶ, ὑπὸ τὰς πυκνὰς ψεκάδας τῆς βροχῆς, καὶ ἐνῷ ἐναγωνίως προσδοκᾶτε, ἀπὸ δευτερολέπτου εἰς δευτερόλεπτον, νὰ τελειώσῃ τέλος πάντων, νὰ καταλήξῃ εἰς κἀνὲν λυτρωτικὸν συμπέρασμα, αὐτὸς ἐν τούτοις ἐξακολουθεῖ νὰ συρίζῃ λέξεις εἰς τὰ διαρραγέντα ἤδη ὦτά σας καὶ ἐννοεῖ ἀκόμη νὰ σᾶς ὁμιλήσῃ περὶ Ἐρρίκου Δ′., περὶ τῶν σύκων τῶν Καλαμῶν, περὶ τῶν θαυμάτων τῆς Παναγίας, περὶ τοῦ ἰσημερινοῦ, περὶ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, περὶ τῆς ἀγαμίας τοῦ κλήρου, περὶ, περί… περὶ οἱουδήποτε θέματος θέλετε, ἀρκεῖ νὰ σᾶς εἶνε ἐντελῶς ἀδιάφορον·

Καὶ σώζεσθε μόνον ἐξ εὐμενοῦς παρεμβάσεως τῆς τύχης, διότι αἴφνης ἐξακοντίζει τὸ βλέμμα εἰς τὸ βάθος τῆς ὁδοῦ, ἀνακαλύπτει ἀνθ’ ὑμῶν ἄλλο θῦμα ἀξιοθρήνητον, τυχαῖόν τινα καὶ ἀθῷον διαβάτην, ἀναστέλλει ἀποτόμως τὴν ἀτμήλατον γλῶσσάν του, καθ’ ἣν ἀκριβῶς στιγμὴν σᾶς ὡμίλει ἴσως περὶ τῆς ς′ οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ ἐφορμᾷ κατὰ τοῦ ἄλλου δυστυχοῦς, ἐνῷ σεῖς, χωρὶς νὰ ἀναμένητε τὸ σωτήριον αὐτὸ θαῦμα, ἀνακτᾶτε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῶν κινήσεων, σταυροκοπεῖσθε ἀνατείνοντες βλέμμα εὐγνωμοσύνης εἰς τὴν ἐξ ὕψους ἀντίληψιν, καὶ τρέπεσθε εἰς φυγὴν, ὡς ὄρνις διαφυγοῦσα τοὺς ὄνυχας γυπὸς, ὅστις ἀφῆκεν αὐτὴν διὰ νὰ σπαράξῃ ἄλλο ἄκακον πτηνὸν, ἐκεῖ που ἀναπτάν.

Ἐν τούτοις, ἐνῷ ὁ ἀλιτήριος ἐκεῖνος ἐπιπίπτει κατὰ τοῦ ἄλλου θύματος καὶ ξεσχίζει ἀμειλίκτως ἄλλα ὦτα, κατακλύζων αὐτὰ διὰ τῆς αὐτῆς ἀπεραντολογίας, μὲ τὰς αὐτὰς παρεκβάσεις καὶ ἐπεισόδια καὶ διηγήσεις παραδόξως ἀλληλλενδέτους, σεῖς ἐν τούτοις ἀπωλέσατε ὁλόκληρον ὥραν, τὸ φαγητὸν ἴσως, τὸ ὁποῖον σᾶς ἀνέμενε, τὴν συνέχειαν τῶν ὀνειροπολήσεών σας, κἀμμίαν ἐπείγουσαν ἐπίσκεψιν, εἰς ἣν μεταβαίνετε, τὴν ὥραν τοῦ ταχυδρομείου ἢ τοῦ σιδηροδρόμου, ὅστις ἐν τῷ μεταξὺ ἀνεχώρησε, τὸ μάθημα ἢ τὴν παράδοσιν, ἣν εἴχετε, τὴν εὐκαιρίαν τοῦ ἰατροῦ, εἰς ὃν ἐσπεύδετε διὰ τὸ ἀσθενοῦν τέκνον σας, καὶ τὸ πολὺ-πολὺ κερδίζετε κανένα σφοδρὸν πονοκέφαλον ἢ καμμίαν συνάγχην, καὶ βλασφημεῖτε ἐκ βάθους καρδίας τὴν πανσοφίαν τοῦ Πλάστου, ἡ ὁποία μετὰ τόσον ἀσόφου δυσαναλογίας δὲν σᾶς ἐπροίκισε μὲ δώδεκα τοὐλάχιστον ὦτα, ἀφ’ οὗ ἔκαμε τὸ λᾶθος νὰ χαρίσῃ ἄνευ λόγου τοιαύτην ἀδιέξοδον γλῶσσαν εἰς τὸν τρομερὸν ἐκεῖνον γλωσσοκηλοκόμπην!

Εἶσθε λ. χ. ἐν τῷ καφφενείῳ, ἐν τῇ πλατείᾳ τοῦ θεάτρου, ἐν τῇ λέσχῃ, ἐν τῷ γραφείῳ σας, ὁπουδήποτε· συνδιαλέγεσθε χαμηλῇ τῇ φωνῇ μετὰ στενοῦ σας φίλου, μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ σας, τῆς μητρός σας, τῆς μνηστῆς σας, τῆς συζύγου σας, τῆς ἐρωμένης σας τέλος πάντων. Καὶ ἐνῷ νομίζετε, ὅτι ἡ ἱερότης τοῦ ἀπορρήτου σκέπει τὴν τρυφεράν, τὴν ἐμπιστευτικήν, τὴν σοβαράν σας συνδιάλεξιν, ἐκεῖνος ὁ ἀπάνθρωπος εἰσβάλλει αἴφνης, σᾶς ἀνακόπτει ἐξ ἐνέδρας, λαμβάνει ἁπλούστατα ἓν κάθισμα, παρεντίθεται ὡς ἀπὸ μηχανῆς ἐν τῷ μέσῳ, καὶ πρὶν συνέλθετε ἐκ τῆς ἐκπλήξεως καὶ ἐννοήσητε καλὰ-καλὰ τί συμβαίνει, αὐτὸς συλλαμβάνων τὴν τελευταίαν ἡμιτελῆ λέξιν, ἣν σᾶς διέκοψε πτερυγίζουσαν ἔτι εἰς τὰ χείλη σας, ὡς ἀφορμήν, ὡς casum belli, ἐνῷ σεῖς ἀνεφέρετε τυχαίως αἴφνης ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου περὶ ποτάσσης, αὐτὸς ἐνωτιζόμενος τῆς ἀπηχήσεως τῶν τελευταίων συλλαβῶν:

— Περὶ θαλάσσης πρόκειται; σᾶς ἐρωτᾷ· ἆ! νὰ σᾶς διηγηθῶ ἐγώ…

— Μὰ κύριε… περιττόν… διατί νὰ πειράζεσθε… δηλαδή… μᾶς συγχωρεῖτε…

— Ὄχι, ὄχι! ἐπιμένει ὁ φρικώδης φλυαρολόγος. Κανεὶς ἄλλος ἀπὸ ἐμὲ δὲν ἠξεύρει καλλίτερα τὰς περιπετείας τῆς θαλάσσης… ἐνθυμοῦμαι πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν ποῦ μᾶς ἔπιασε μιὰ τρικυμία εἰς τὸν Μαλέαν, ὄχι· εἰς τὸ Σούνιον νομίζω… εἴχαμε πλοίαρχο τὸν καπετὰν Τζανῆν, ὁ ὁποῖος ἐκείνας τὰς ἡμέρας εἶχε νυμφευθῇ μία νόστιμη Συριανή… τὴν ὁποίαν ἐπρόκειτο μάλιστα νὰ πάρῃ πρὶν ἕνας φίλος μου ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ὅπου τὸν εἶχα σχετισθῇ εἰς τὸν θέατρον ἀπὸ ἕναν ἐξάδελφόν μου ἔμπορον ἀπὸ τὴν Ἄνδρο… καλὸ παιδὶ τὸ καϋμένο! ἀλλὰ ’πέθανε, ἂν κ’ ἐγὼ τοῦ ἔλεγα νὰ ἤρχετο ’ςτὰς Ἀθήνας νὰ κυτταχθῇ, ἐπειδὴ ἕνας φίλος μου ἰατρὸς ἀπὸ τὰς Καλάμας, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐτρελλαίνετο διὰ τὰ ἄνθη, ἐνῷ ἐγὼ ἐπροτιμοῦσα τὴν μουσικήν, ἐπειδὴ ὁ μακαρίτης ὁ πάππος μου, ὅστις λάβετε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι εἶχε παρευρεθῇ καὶ ’ς τὴν πολιορκίαν τοῦ Μεσολογγίου… προχθὲς μάλιστα ἔτυχε ὁμιλία μὲ ἕνα ἱστορικόν… διότι ἠξεύρετε ἡ ἱστορία τοῦ Παπαρρηγοπούλου…

Καὶ λέγει, λέγει, λέγει ἀδιακόπως. Καὶ λησμονῶν πόθεν ἤρχισε, ποῦ εὑρίσκεται, ποῦ ἐννοεῖ νὰ καταλήξῃ, ἀναμιγνύει εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν σύγχυσιν τὰς βλέψεις τῆς Ρωσσικῆς πολιτικῆς, τὰ λάχανα τοῦ κήπου τῆς γυναικαδέλφης του, τὸ νέον μυθιστόρημα τοῦ Ὀνέ, τὸν διορισμὸν τοῦ δεῖνα τελωνοφύλακος τὰς ἀσχημίας τοῦ μεσαιωνικοῦ κλήρου, τὰ τρόπαια τῆς Σαλαμῖνος, τὰ λουτρὰ τῆς Ὑπάτης, τὸ αὐγοτάραχον τοῦ Μεσολογγίου, τὸ ζήτημα τῆς Ἀνατολικῆς ὁμοσπονδίας, καὶ δὲν ἠξεύρω πόσα ἀκόμη ἄλλα γνωστὰ ἢ ἄγνωστα θέματα, ὅσα ἤκουσεν ἢ θὰ ἀκούσῃ, ὅσα συνέβησαν ἢ καὶ μέλλουσιν ἀκόμη νὰ συμβῶσι…

Καὶ μένετε ἐμβρόντητος. Ἀπολιθοῦσθε, ὡς διὰ μαγγανείας, μὲ διαλείπουσαν τὴν πνοὴν, μὲ τεταμένα κ’ ἔκθαμβα τὰ ὄμματα, πρὸ τῶν ὁποίων διέρχονται ἀλλεπάλληλοι οἱ αἰῶνες, οἱ λαοί, τὰ ἔθνη, αἱ τέχναι, αἱ ἐπιστῆμαι, ὅλη ἐπὶ τέλους ἡ ἱστορία ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς!…

Καὶ ὡς αἱ μυῖαι, αἵτινες, ὅσον τὰς ἀποδιώκετε, τόσῳ μᾶλλον ἐπανίπτανται ὀχληρότεραι, οὕτω καὶ ἐκεῖνος ἐξακολουθεῖ νὰ ἐξακοντίζῃ καθ’ ὑμῶν λέξεις, λέξεις, λέξεις, κινῶν τὴν γλῶσσαν, τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας, καθιστάμενος ρητορικώτερος, εὐφραδέστερος, ἀνεξάντλητος.

Κινδυνεύει νὰ σᾶς ἔλθῃ ἀσφυξία. Αὐτὸς τίποτε. Δὲν ἐννοεῖ νὰ σταματήσῃ. Σᾶς καλεῖ ἡ ὑπηρέτρια εἰς τὸ φαγητόν, τὸ ὁποῖον σᾶς περιμένει πρὸ μιᾶς ὥρας. Ἀδιάφορον. Αὐτὸς οὔτε εἴδησιν λαμβάνει κἄν.

Καὶ ἡ σκηνὴ, αἰωνίως ἡ αὐτή, παραλλάσσει μόνον κατὰ τόπον καὶ χρόνον, εἴτε ἐν κηδείᾳ σᾶς συναντήσῃ, ὁπότε αὐτὸς θὰ ἐπωφεληθῇ τῆς εὐκαιρίας νὰ σᾶς ὁμιλήσῃ περὶ τοῦ χοροῦ τοῦ κ. Συγγροῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀρχίζει μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ τελειώσῃ εἰς τὴν νέαν ἐφεύρεσιν τοῦ Ἐδισσῶνος· εἴτε σᾶς ἐπιτύχῃ ἐν συναναστροφῇ, ἐν τῷ ναῷ, ἐν τῷ θεάτρῳ, ἐν τῷ ἐξώστῃ, ὅπου δήποτε· καὶ ἂν ἀκόμα σᾶς ἀνακαλύψῃ ἐν τῷ κοιτῶνι σας ὕπτιον ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ παραδιδόμενον εἰς ὕπνον:

— Ἆ! ’ξεύρω τί σκέπτεσθε, θὰ σπεύσῃ νὰ σᾶς εἴπῃ. Ἀλλὰ δὲν ἔχετε δίκαιον, διότι κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ ὅπως ὁ Πλάτων δογματίζει…

Καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ λαλῇ ἀκράτητος, ἄνευ τελείας, καὶ ἂν ἀκόμα ἐν τῷ μεταξὺ σεῖς ἀπεκοιμήθητε ἐκ τῆς χαυνώσεως!

Ὅταν συλλογίζωμαι πόσας ἐνίοτε πολυτίμους στιγμὰς ἀνέσεως, χαρᾶς, σκέψεως, ἐνεργείας, ὀνειροπολήσεων, ἀναμνήσεων προσφιλῶν, τρυφερᾶς συνδιαλέξεως, συγκινήσεων, σιωπηλῆς μελαγχολίας, τὰς ὁποίας διὰ μυρίων μόχθων μόλις ὑποκλέπτει τις ἐκ τοῦ πολυκυμάντου ἀγῶνος τῆς κοινωνικῆς παραζάλης· ὅταν συλλογίζωμαι πόσας τοιαύτας ὡραίας στιγμὰς ἔρχεται νὰ σᾶς ἀφαιρέσῃ ἡ μανία αὐτὴ τοῦ φλυάρου, ἀπορῶ τότε πῶς οἱ ποινικοὶ κώδικες ἐνῷ τιμωροῦν τὸν ἐκ τοῦ ἐνστίκτου τῆς πείνης κλέπτοντα τον ἄρτον σου, δὲν ἐπρονόησαν καὶ περὶ τῶν κακούργων αὐτῶν γλωσσῶν, αἱ ὁποῖαι σᾶς κλέπτουσι τὴν ἡσυχίαν σας, τὴν εὐχαρίστησιν τοῦ ὕπνου, τοῦ φαγητοῦ, τοῦ περιπάτου, τῆς συναναστροφῆς, τῆς ἰδιαιτέρας σας ἐνασχολήσεως.

Ἀγνοῶ ἄν ποτε ἡ ποινικὴ νομοθεσία τελειοποιηθῇ ἐπὶ τοσοῦτον, ὥστε, καθὼς καρατομεῖ τὰς μωρὰς κεφαλὰς, νὰ ἀποκόπτῃ πρόρριζα ἐξίσου καὶ τὴν δολοφόνον γλῶσσαν τῶν φλυάρων. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι δικαιοτέρα καὶ ἀποτελεσματικωτέρα ποινὴ διὰ πάντα φλύαρον οὐδεμία ἄλλη θὰ ἦτο, εἰμὴ, ἀφοῦ πρῶτον τοῦ δέσουν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας καὶ τοῦ σφραγίσουν ἑρμητικῶς τὰ χείλη, νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν ὕστερον νὰ ἀκούῃ ἐπὶ μίαν τοὐλάχιστον ὥραν ἀκίνητος καὶ σιγῶν τὴν ἀκατάσχετον ἀργολογίαν ἄλλου ὁμοίου του ἀλιτηρίου. Ἄλλο μέσον θεραπείας δὲν ὑπάρχει.

Ἐν Ἀθήναις, Ἰούλιος 1888.