Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888/Παράσιτοι

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1888
Συγγραφέας:
Παράσιτοι


ΠΑΡΑΣΙΤΟΙ

Ἡ λέξις παράσιτος κατ’ ἀρχὰς δὲν ἦτο λέξις ἀτιμωτική. Αὕτη ἐδήλου βοηθοὺς ἢ κατωτέρους ὑπαλλήλους τῶν ἱερέων, τοὺς ὁποίους ἐξέλεγον ἐκεῖνοι, εἰς οὓς ἀνῆκεν ὁ ναός. Τὸ ἔργον αὐτῶν ἦτο νὰ συλλέγουν τὸν σῖτον ἀπὸ τοὺς διαφόρους μισθωτάς, νὰ βοηθοῦν εἰς τὰς θυσίας, νὰ ἑτοιμάζουν τὰς εὐωχίας τῆς ἑορτῆς καὶ ἄλλα. Ἦτο δὲ ἡ ὑπηρεσία αὕτη λίαν ὀχληρὰ καὶ οἱ πολῖται οἱ ἐκλεγόμενοι ἐζήτουν ἐκ παντὸς τρόπου νὰ τὴν ἀποφύγουν. Διὰ τοῦτο ἔγεινε νόμος, ὅστις ὑπεχρέονε πάντα πολίτην ἐκλεγόμενον νὰ δεχθῇ τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην· ὑπηρετήσας ὅμως ἅπαξ ὡς παράσιτος ἀπηλλάσσετο εἰς τὸ μέλλον καὶ δευτέρας τοιαύτης ὑπηρεσίας. Ἐτρέφοντο οἱ παράσιτοι οὗτοι ἐκ τοῦ ναοῦ ὡς καὶ οἱ ἱερεῖς κατὰ τὸ λόγιον ὁ δουλεύων ἐν τῷ ναῷ καὶ ἐκ τοῦ ναοῦ τραφήσεται. Ἔπειτα παράσιτοι ἐκαλοῦντο καὶ οἱ ἔκτακτοι ἐκεῖνοι ὑπάλληλοι, οἱ βοηθοὶ τῶν ἀρχόντων, εἶδος ἐκτάκτων ὑπαλλήλων τῶν ἰδικῶν μας Ὑπουργείων, οἵτινες προσελαμβάνοντο διὰ νὰ τοὺς βοηθοῦν εἰς τὰς ἐργασίας των. Ἐπειδὴ δὲ φαίνεται ὅτι οἱ ἄρχοντες οὗτοι ἐτρέφοντο ἐν τραπέζῃ γινομένῃ δημοσίᾳ δαπάνῃ, οἱ βοηθοὶ αὐτῶν ἐλάμβανον καὶ οὗτοι ἐκ τῆς δημοσίας τραπέζης τὴν τροφήν των καὶ ἰδοὺ ἦσαν καὶ οὗτοι παράσιτοι τῶν ἀρχόντων ἢ μᾶλλον παράσιτοι τοῦ δημοσίου ταμείου. Ἀλλ’ ἡ λέξις αὕτη, ἥτις ἐσήμαινεν εἶδος ὑποδιακόνων ἢ ἐκτάκτων ὑπαλλήλων, προσεκτήσατο καὶ ἄλλην σημασίαν κατόπιν. Ἐδήλου δὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς πειναλέους καὶ λαιμάργους ἀνθρώπους, οἵτινες αὐτόκλητοι παρεκάθηντο εἰς τὰς τραπέζας τῶν πλουσίων θεωροῦντες καθῆκον διὰ τὴν τροφὴν τὴν παρεχομένην εἰς αὐτοὺς δωρεὰν νὰ διεγείρωσι τὸν γέλωτα τῶν ὁμοτραπέζων ἢ προσποιούμενοι τὸν ἠλίθιον καὶ ἀνεχόμενοι τὰ πάντα καὶ οὕτω γινόμενοι ἡ χλεύη τῶν ἀνθρώπων ἢ ἐνίοτε διὰ τῆς φυσικῆς των εὐφυΐας καὶ τῆς ἐξασκήσεως πρὸς τοῦτο ἐμπαίζοντες καταλλήλως τοὺς συνδαιτυμόνας, μάλιστα δὲ τὸν οἰκοδεσπότην.

Ὁ Ξενοφῶν ἐν τῷ συμποσίῳ ποιεῖται λόγον περὶ τοῦ παρασίτου Φιλίππου ἐλθόντος εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Καλλίου ὡς ἑξῆς. Ὡς οἱ προσκεκλημένοι ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ πλουσίου Καλλίου, ἀκούουν εὐθὺς νὰ κτυπᾷ τις δυνατὰ τὴν θύραν, καὶ ὁ θυρωρὸς εὐθὺς ἀγγέλλει ὅτι ὁ γελωτοποιὸς Φίλιππος εἶναι ἔξω καὶ λέγει ὅτι ἔρχεται ὡπλισμένος μὲ πάντα ὅσα πρέπει νὰ ἔχῃ τις προσερχόμενος ἀπρόσκλητος εἰς ξένον τραπέζι, ὅτι ὁ ὑπηρέτης του εἶναι πολὺ κουρασμένος, ἐπειδὴ δὲν ἔχει νὰ βαστάξῃ τίποτε καὶ μάλιστα ἐπειδὴ δὲν ἔχει σήμερον τίποτε προγευθῇ. Ὁ οἰκοδεσπότης ἔδωκε τὴν ἄδειαν νὰ εἰσέλθῃ καὶ εὐθύς ἐμφανίζεται ὁ Φίλιππος λέγων. «Εἶμαι, ὡς γνωρίζετε, ὁ Φίλιππος ὁ γελωτοποιὸς καὶ ἔρχομαι μὲ εὐχαρίστησιν, ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι χαριέστερον εἶναι νὰ ἔλθῃ τις ἀπρόσκλητος ἢ προσκεκλημένος.» Μετὰ τοὺς λόγους τούτους ἐκάθισεν εἰς τὴν τελευταίαν θέσιν καὶ προσεπάθησε νὰ κάμῃ τοὺς ἀνθρώπους νὰ γελάσουν ἀλλὰ μάτην. Τότε ἔπαυσε νὰ τρώγῃ καὶ καλυφθεὶς τὴν κεφαλὴν ἐστέναξε καὶ ἐθρήνει. Ἐρωτηθεὶς δὲ διατὶ εἶναι τόσον ἀπηλπισμένος εἶπε μὲ φωνὴν κλαίοντος ὅτι ἂν θὰ λείψῃ ὁ γέλως ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ αὐτὸς εἶναι κατεστραμμένος, διότι κανεὶς πλέον δέν θὰ τὸν καλῇ νὰ τρώγῃ. Γελῶντες παρηγόρησαν αὐτὸν οἱ δαιτυμόνες καὶ ἐπὶ τέλους ἐπείσθη καὶ ἐνέδωκεν εἰς τὴν ἀπαίτησιν τῆς γαστρός του νὰ κορέσῃ τὴν μεγάλην του ὄρεξιν. Ἐκ τοῦ χωρίου τούτου φαίνεται ὅτι οἱ παράσιτοι καὶ οἱ γελωτοποιοὶ ἐν τῇ συναναστροφῇ τοῦ Σωκράτους δὲν εἶχον καμμίαν πέρασιν καὶ μόλις τοὺς ἠνείχοντο. Ἐννοεῖται δὲ ὅτι εἰς ἄλλους κύκλους θὰ ἦσαν περιζήτητοι. Διέτριβον συνήθως εἰς τὰ βαλανεῖα ἢ εἰς τὴν ἀγοράν. Ἐκεῖθεν ἐμυρίζοντο εἰς ποίαν οἰκίαν θὰ ἐγίνετο ἑορτὴ καὶ ποῦ ὑπῆρχε καλὸς μεζὲς καὶ δὲν τοὺς ἐμπόδιζεν οὔτε πῦρ οὔτε σίδηρος νὰ εἰσέλθουν ἐκεῖ. Ὁ παράσιτος τοῦ Διφίλου λίαν εὐτραπέλως ἐκφράζεται ὡς ἑξῆς· «Ὅταν μεταβῶ εἰς δεῖπνον πλουσίου οὔτε ὡραίας στοὰς παρατηρῶ οὔτε πολυτελεῖς ὀροφάς, οὔτε κορινθιακὰ ἀγγεῖα. Ἀσκαρδαμυκτὶ βλέπω εἰς τὸν καπνὸν τοῦ μαγειρείου. Καὶ ἂν σηκόνεται καπνὸς πολὺς καὶ πυκνός, τότε χαίρω καὶ ἀγάλλομαι, ἂν ὅμως ὀλίγος καὶ πηγαίνῃ λοξὰ, τότε καταλαμβάνω ὅτι διὰ τὸ φαγητὸν τοῦτο δὲν ἐχύθη αἷμα.» Ἦσαν δὲ οἱ παράσιτοι καὶ τότε καὶ πάντοτε ὡπλισμένοι μὲ ἀνήκουστον ἀναίδειαν. Ὅτε ποτὲ γενομένου γάμου ἐνεφανίσθη ὁ παράσιτος Χαιρεφῶν ὡς συνήθως αὐτόκλητος εἰς τὸ συμπόσιον, οἱ ὑπάλληλοι τῆς ἀστυνομίας, οἵτινες ἐφρόντιζον νὰ μὴ ὑπερβῇ ὁ ἀριθμὸς τῶν κεκλημένων τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου ὡρισμένον ἀριθμόν, ἠθέλησαν νὰ τὸν ἀπομακρύνουν. Ὁ Χαιρεφῶν ὅμως μὲ ὅλην τὴν ἀπάθειαν εἶπε «Μετρήσατέ μας ἄλλην μίαν φοράν, ἀλλ’ ἀρχίσατε ἀπὸ ἐμέ.»

Ἰδίως ἐπὶ τοῦ βασιλέως τῆς Μακεδονίας Φιλίππου αἱ Ἀθῆναι εἶχον τόσην ἀφθονίαν γελωτοποιῶν, ὥστε παρὰ τὸν ναὸν τοῦ Ἡρακλέους εἶχε γείνῃ ἑταιρία γελωτοποιῶν τῶν 60. Εἰς αὐτοὺς ὁ Φίλιππος ἔστειλεν ἓν τάλαντον ἤτοι 6,000 δραχμὰς μὲ τὴν συμφωνίαν νὰ καταγράφουν τὰ ἀστεῖά των.

Κατόπιν ὅμως δὲν εἶχε πέρασιν καὶ τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο καὶ διὰ τοῦτο βλέπομεν τοὺς γελωτοποιοὺς παραπονουμένους. «Πολλαὶ φράσεις βαθμηδὸν χάνονται καὶ πολλάκις κατὰ τὴν γνώμην μου αἱ ἄρισται καὶ εὐγενέσταται, αἱ ὁποῖαι ἦσαν τόσον ἄλλοτε κοιναὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Π. χ. ἔλα λοιπὸν τὸ μεσημέρι νὰ φᾶμε! Αὐτὸ θὰ τὸ κάμῃς! δός μοι τὸν λόγον σου! Ἄφες τὰς αἰτιολογίας! Αὐτὸ δὰ τὸ ἀπαιτῶ καὶ δὲν σὲ ἀφίνω νὰ φύγῃς! Ἀντὶ τῶν ἐκφραστικωτάτων τούτων φράσεων σήμερον ἐφεῦρον ἄλλας γελοίας, σικχαμεράς. Εὐχαρίστως θὰ σὲ παρεκάλουν νὰ συμφάγωμεν σήμερον, ἐὰν καὶ ἐγὼ δὲν ἤμην ἠναγκασμένος νὰ φάγω ἀλλαχοῦ ἐκτὸς τῆς οἰκίας μου.»

Ὡς ἐκ τούτου οἱ παράσιτοι ἤλλαξαν πολιτικήν, ἐκ γελωτοποιῶν ἔγειναν κόλακες. Καὶ ἰδοὺ πῶς δικαιολογοῦνται. «Ἄλλοτε εἰς παλαιοτέρους χρόνους ἐμποροῦσες κἄτι τι νὰ κατορθώσῃς προσποιούμενος τὸν βλάκα καὶ δεχόμενος τὰ πάντα ἀκόμη καὶ ῥαβδισμούς. Τώρα ὅμως πιάνομεν τὰ πουλιὰ κατ’ ἄλλην μέθοδον. Εἶναι εἶδος ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι σώνει καὶ καλὰ θέλουν νὰ εἶναι πρῶτοι καὶ ἐν τούτοις δὲν τὸ κατορθώνουν. Πρὸς τοιούτους ἀνθρώπους ἐγὼ καταφεύγω, ὄχι διὰ νὰ μὲ γελῶσιν. Αὐτοὺς ἴσα ἴσα γελῶ ἐγὼ θαυμάζων τὰ ψυχικά των χαρίσματα. Ὅ,τι μὲν λέγουν τὸ ἐπαινῶ. Καὶ ἂν ἔπειτα λέγουν τὸ ἐναντίον, καὶ τοῦτο ἐγὼ ὡσαύτως τὸ ἐπαινῶ. Καὶ ἂν αὐτοὶ ἀρνοῦνταί τι, καὶ ἐγὼ εὐθὺς λέγω ὄχι, τὸ παραδέχονται ὅμως τοῦτο, καὶ ἐγὼ τὸ παραδέχομαι. Μὲ ἕνα λόγον, τοὺς δικαιόνω εἰς ὅλα καὶ ἐγὼ περνῶ ἐξαίρετα.»

Μὲ τὸν καιρὸν ὅμως ἐθεωρεῖτο μεγαλεῖον νὰ ἔχῃ τις παρασίτους. «Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος, καὶ Κροῖσος ἐὰν εἶναι, εἶναι πτωχός, ὅταν τρώγῃ μόνος καὶ φαίνεται ὡς ἐπαίτης, ὅταν ἐξέρχεται χωρὶς παρασίτους. Διότι ὅπως ὁ στρατιώτης χάνει χωρὶς ὅπλα, ὁ ἵππος χωρὶς ἐφιππίου, οὕτω καὶ ὁ πλούσιος χωρὶς παρασίτου εἶναι ὡς μικρὸς κοινὸς ἄνθρωπος.» Ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ἀνάκτορα τῶν βασιλέων εὗρον γόνιμον ἔδαφος οἱ γελωτοποιοὶ καὶ θερμὴν ὑποστήριξιν. Λέγουσιν ὅτι ὁ Διονύσιος ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν διηγεῖτο εἰς φίλους του μυστικόν τι καὶ πάντες ἐγέλασαν. Ἐκεῖ εἰς ἀρκετὴν ἀπόστασιν ἦτο καὶ παράσιτος, ὅστις καὶ αὐτὸς ἐγέλασε, χωρὶς νὰ ἀκούσῃ τι. Ἐρωτηθεὶς δὲ διατί γελᾷ, εἶπεν ὅτι ἐγέλασε καὶ αὐτὸς μὴ ἀμφιβάλλων ποσῶς ὅτι ἡ συνδιάλεξις ὅλη ἦτο γελοία.

Ἐν Ῥώμῃ ὅμως οἱ ἄνθρωποι δὲν ἠρκοῦντο εἰς τὰς πνευματικὰς μόνον γελοιότητας. Ἔπρεπε καὶ ἡ ὅλη σωματικὴ κατασκευὴ τῶν παρασίτων νὰ εἶναι γελοία. Διὰ τοῦτο ἐπεζητοῦντο παραμεμορφωμένοι, ἠλίθιοι καὶ πυγμαῖοι μὲ ἀκανόνιστον, ὀξεῖαν κεφαλὴν καὶ μακρὰ ὦτα. Καὶ τοιοῦτοι ἄνθρωποι ἠγοράζοντο παρὰ τῶν πλουσίων, ἡ δὲ ἀξία των ἦτο μεγαλητέρα, ὅσον μεγαλτητέρα ἦτο ἡ βλακεία των. Διὰ τοῦτο ὁ Μαρτιάλης γράφει ἐν κωμικῇ ἀπελπισία· «Μοὶ ἐπώλησαν αὐτὸν δι’ ἠλίθιον καὶ ἐπλήρωσα 20,000 σεστέρτσια. Δός μοι ὀπίσω τὰ χρήματά μου, Γαργαλιανὲ, αὐτὸς ἔχει νοῦν!» Πρὸ πάντων δὲ ἐπεζητοῦντο τοιαῦτα ἀνθρωπάρια παρὰ τῶν Ῥωμαΐδων, ἠγοράζοντο ἀντὶ πολλῶν χρημάτων, ἀφ’ οὗ δὲ ὑπῆρχε τόση ζήτησις τοῦ ἐμπορεύματος τούτου τῶν μικροσώμων ἀνθρώπων, ἐλάμβανον οἱ ἄνθρωποι μικρὰ βρέφη καὶ διὰ μηχανημάτων ἐκώλυον τὴν φυσικὴν ἀνάπτυξιν ἢ καὶ παρεμόρφωνον αὐτά. Ὑπῆρχε δὲ κατὰ τὸν Πλούταρχον ἐν Ῥώμῃ ἀγορά, ὅπου ἐπωλοῦντο κακόμορφα ἢ τερατώδη ἀνθρωπάρια, μὲ χεῖρας μικράς, μὲ τρεῖς ὀφθαλμοὺς, μὲ κεφαλὰς ὀρνίθων κ. τ. τ. Τόσην δὲ εὐχαρίστησιν εὕρισκον οἱ αὐτοκράτορες Ῥωμαῖοι συναναστρεφόμενοι μὲ τὸ σμῆνος τοῦτο τῶν ἠλιθίων, ὥστε ῥητῶς ἀναφέρεται περὶ τοῦ Κομμόδου ὅτι οὗτος ἀπεμάκρυνεν ἐκ τῆς αὐλῆς του πάντα ἄνθρωπον φρόνιμον καὶ ἐπιστήμονα ὡς συνωμότας κατὰ τοῦ θρόνου, καὶ διετήρησε μόνον τοὺς παρασίτους καὶ τοὺς κόλακας. Τινὲς δὲ τῶν αὐτοκρατόρων ἠρέσκοντο εἰς συλλογὰς κωφῶν, ποδαγρῶν, φαλακρῶν, χονδρῶν καὶ τῶν ὁμοίων. Ἡ συνήθεια δὲ αὕτη τῶν ἡγεμόνων νὰ ἔχωσι παρ’ ἑαυτοῖς ἂν ὄχι βεβαίως ἀναπήρους, ἀλλὰ γελοτοποιούς, εἰς οὓς ἐπετρέπετο χάριν διασκεδάσεως τοῦ βασιλέως νὰ λέγωσι καὶ πράττωσιν ὅσα οὐδὲ οἱ ἰσχυρότεροι ὑπουργοὶ ἐτόλμων, μετεδόθη ἔπειτα καὶ εἰς τὸν μέσον αἰῶνα. Τοιοῦτος γελωτοποιὸς ἦτο καὶ ὁ ἐπὶ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου Δένδερις, ἀνδράριον παρακεκομμένον, ὡς λέγουσιν οἱ χρονογράφοι, καὶ τοῦ Ὁμηρικοῦ Θερσίτου διαφέρον κατ’ οὐδέν. Οὗτος ὁ Δένδερις εἰσῆλθε κρύφα ποτε εἰς τὸν κοιτῶνα τῆς βασιλίσσης Θεοδώρας, ἣν εὗρεν ἀσπαζομένην τὰς θείας εἰκόνας. Ἐρωτήσας δὲ τί εἶναι αὐτὰ ἤκουσε παρὰ τῆς βασιλίσσης ὅτι «εἶναι τὰ καλά μου νινιά.» Ὅτε δὲ ὁ Δένδερις ἐλθὼν ἠρωτήθη παρὰ τοῦ βασιλέως πόθεν ἔρχεται ἀπεκρίθη ὅτι ἔρχεται ἀπὸ τὴν Μάναν, ἥτις ἔχει καλὰ νινιά. Ὁ Θεόφιλος ἐννοήσας τί ταῦτα δηλοῦσιν ἤλεγξε τὴν βασίλισσαν διότι παραβαίνει τὰ καθεστῶτα, γινομένη ἀφορμὴ σκανδάλων καὶ παρεξηγήσεων. Ἡ Θεοδώρα ἐδικαιολογήθη εἰποῦσα ὅτι αὕτη ἔβλεπεν εἰς τὸ κάτοπτρον καὶ ὁ Δένδερις τὴν εἰκόνα αὐτῆς κατοπτριζομένην μόνον εἶδε. Κατόπιν φαίνεται ἡ βασίλισσα ὅτι ἐσωφρόνισε τὸν γελωτοποιὸν καὶ τὸν ἐδίδαξε νὰ μὴ λέγῃ εἰς κανὲνα τίποτε περὶ τῶν νινίων. Ὅτε δὲ πάλιν ὁ Θεόφιλος ἠρώτησεν αὐτὸν περὶ τῆς βασιλίσσης «εἰ πάλιν ἄρα τὰ καλὰ νινία ἀσπάζεται,» ὁ Δένδερις ἐνθυμούμενος τὴν παιδείαν ἣν ἔλαβε παρὰ τῆς βασιλίσσης ἀπεκρίθη, ἐπιθεὶς τὴν μὲν δεξιὰν χεῖρα τοῖς χείλεσι, τῇ δὲ ἀριστερᾷ τῶν ὄπισθεν μερῶν ἐπιλαβόμενος «σίγα, σίγα περὶ τῶν νινίων ὦ βασιλεῦ.»

Παρασίτους, γελωτοποιοὺς εὑρίσκομεν εἰς ὅλας τὰς ἐποχάς. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸν τῶν χρόνων νὰ βλέπωμεν καὶ ἄλλους, μάλιστα δὲ βασιλεῖς, ὧν ὁ προορισμὸς εἶναι νὰ ἀντιλαμβάνωνται σπουδαίως τὸν ἀνθρώπινον βίον καὶ νὰ προσπαθῶσι σπουδαίως τοῦτον νὰ προάγωσι καὶ ἐξευγενίζωσι, νὰ περιστιχίζωνται ὑπὸ ἀνθρώπων κολάκων, βωμολόχων, μωρῶν καὶ νὰ κατατρίβωσι τὸν βίον των ἐν τῷ μέσῳ τοιαύτης συναναστροφῆς. Ἡ περὶ αὐτοὺς συνοδία εἶναι μαρτύριον τῆς ψυχικῆς τῶν βασιλέων καταστάσεως καὶ τῆς πρὸς τὰ μεγάλα ἢ τὰ ταπεινὰ ἐφέσεώς των. Εὐτυχῆ τὰ ἔθνη τὰ ἔχοντα βασιλεῖς μεγάλα ποθοῦντας καὶ μεγάλα πράττοντας. Περὶ τοὺς θὰ ταχθῶσι τότε μεγάλοι ἄνδρες εἰς ὅλους τοὺς κλάδους, οἱ μεγάλοι δὲ ἄνδρες δημιουργοῦσιν ἔθνη μεγάλα.

Π. Π. Οικονομου