Ἐρωτικὴ ἀπελπισία
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ

Πάλε πιστὴ σὰν ἄγγελο τὴν βλέπω ’ς τ’ ὄνειρο μου,
 καὶ καταριῶμαι τὴν στιγμὴ
 π’ ἀδίκως τόσο δολερὴ
 μοῦ ἐφάνη ’ς τὸν θυμό μου.

¤

Ξυπνῶ καὶ τρέχω σὰν παιδὶ ’ς τὸ σπίτι ποῦ λατρεύω,
 τὰ περασμένα μου νὰ ἰδῶ,
 καὶ λυπηρὰ μυρολογῶ,
 τὰ πρῶτα μου γυρεύω.

¤

’Σ τὸ σπίτι ἐκεῖνο ποὖχε ἰδῇ τὰ μάτια μας νὰ κλαῖνε,
 τόσαις φοραὶς ἀπὸ εὐτυχιὰ,
 καὶ ’ς τ’ ἀνυπόμονα φιλιὰ
 τὰ χείλη μας νὰ καῖνε,

¤

’Σ τὸ σπίτι πὤχω μ’ ἵδρωτα καὶ δάκρυα ποτισμένο·
 κ’ ἐκεῖ ποῦ σκύφτω καὶ φιλῶ,
 τὸν πόνο μου παρατηρῶ
 παντοῦ ζωγραφισμένο.

¤

Γέρνω ἀπὸ ’δῶ, γέρνω ἀπὸ ’κεῖ, τὰ πάντα μοῦ θυμίζουν
 τὰ περασμένα μου καλὰ,
 πλὴν, ὅλα μένουνε βουβὰ,
 ποῦ λὲς δὲν μὲ γνωρίζουν.

¤

Κι’ αὐτὴ τῆς νειότης μου ἡ θεὰ νὰ λακταρῶ μ’ ἀφίνει,
 μήτε τὰ δάκρυα τὴν κινοῦν·
 σπλάχνα δὲν ἔχει νὰ πονοῦν,
 ἄ! πλειὸ δὲν εἶν’ ἐκείνη.

¤

Κι’ ἀπὸ τὸν μόνο θησαυρὸ ποὖχα ’ς τὴν γῆ λατρεύσῃ
 φεύγω γιὰ πάντα!.. Δυστυχὴς,
 ποῦ ’ς ἕναν ἴσκιο τῆς ζωῆς
 εἶχα τρελλὰ πιστεύση!

Γ. Μαρτινελησ.