Επί του τάφου του πατρός μου

Επί του τάφου του πατρός μου
Συγγραφέας:
Ποιητικά πρωτόλεια
1873 Ἰανουαρίου 14


Ξύπνα πατέρα! χαραυγὴ
τὸν οὐρανὸ χρυσώνει,
κι' ὅλη ξυπνᾷ ἡ μαύρη γῆ.
Ξύπνα καὶ σὺ μὲ τὴν Αὐγή, ν' ἀκούσουμε τ' ἀηδόνι.

Μὲ τὴ μητέρα μιὰ ψυχή,
σὲ κάθε τέτοιαν ὥρα
πετούσετε στὴν προσευχή.
Τὸ σήμαντρό μας ἀντηχεῖ. Γιατί κοιμᾶσαι τώρα;

Εἶναι τὸ ὄνειρο μακρὸ
'ποῦ βλέπεις αὐτοῦ πέρα;
Κοιμήθηκες, κι' ἤμουν μικρό,
κι' ὡς νὰ τελειώσῃ τὸ πικρό, ἐτράνεψα, πατέρα!

Ξύπνα νὰ ἰδῇς, Χλωμὴ, γρῃά,
ἡ δόλια μας μητέρα!
Καὶ τὴ φτωχή μας τὴ γιαγιὰ
'κεῖ κάτου, στὴ χλωρὴ βαϊά... τὴν θάψαμε μιὰ 'μέρα!

Πές μου, πατέρα, τὸ χωριὸ
ποῦ πᾶν οἱ πεθαμένοι
'μπορῶ νὰ 'πάγω νὰ τὸ διῶ;
Δυό λουλουδάκια μόνο, δυό, νὰ πάρω στὴν καϋμένη!

Μὲ εἶπαν – εἶναι ζοφερὴ
ἡ νύχτα πὤχουν σκέπη -
μά 'γὼ τῆς ἔβαλα κερὶ
στὴ δεξιὰ τὴν κρυερή. Τ' ἀνάφτει καὶ μὲ βλέπει.

Θυμᾶσαι; Μ' ἔκλεψες φιλὶ
μιὰ 'μέρα παιχνιδιάρη,
καὶ μ' εἶπες – Ἄφτερο πουλὶ,
χρειάζεσαι καιρὸ πολὺ νὰ γένῃς παλλικάρι. -

Ἦρθ' ὁ καιρός. Νἆμαι τρανό!
Διέ με, καλὲ πατέρα,
σοῦ 'τράνεψα· μὰ... ὀρφανό!!
Στὸ δρόμο, 'ποῦ συχνὰ περνῶ, μὲ εἴπανε μιὰ 'μέρα.

- Περνᾷ τὸ δόλιο τ' ὀρφανό!
- Δὲ γνώρισε πατέρα!
- Τὸν ἔχασε τριῶ χρονῶ!
- Μοιάζει σὰν ἔρημο πτηνό! - Ἂς τὸ χαρῇ ἡ μητέρα!

Πές μου, πατέρα, τὴν αὐγή,
'ποῦ καίει τὸ λιβάνι
ἡ μάνα καὶ μυρολογεῖ,
ἡ μυρωδιὰ περνᾷ τὴ γῆ; 'Μπορεῖ νὰ σὲ ζεστάνῃ;

Τὸ βράδυ πὤρχομαι γοργὸ
κι' ἀνάφτω τὸ κανδύλι
τὸ ξέρεις ποῦ τ' ἀνάφτω 'γώ;
Ξύπνα, πατέρα! θὰ καγῶ, σὰ λυχναριοῦ φυτῆλι!

Μὲ 'φώναζες νὰ κοιμηθῶ
στὸ σπλαχνικὸ πλευρό σου.
- Ἔλα, μικρό, νὰ ζεσταθῶ. -
Κι' ἐγὼ πετοῦσα νὰ χωθῶ στὸν κόρφο τὸ γλυκό σου.

Τώρα, πατέρα, στὴν πικρὴ
τὴ γῆ τὴ χιονισμένη,
στὴν κρύα κλίνη τὴ μικρή,
σ' αὐτὴ τὴ νύχτα τὴ μακρή, πές μου ποιός σὲ ζεσταίνει;...

Θέλεις ἐγὼ ν' ἀποκριθῶ;
Κανείς, καμιὰν ἡμέρα!
Μὰ ἦρθα 'γώ πιὰ νὰ χωθῶ
στὸν κόρφο σου νὰ κοιμηθῶ, νἆσαι ζεστός, πατέρα.