Εις το λεύκωμα μιας αφανούς μάρτυρος της αρετής

Εἰς τὸ λεύκωμα μιᾶς ἀφανοῦς μάρτυρος τῆς ἀρετῆς
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΕΙΣ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ
ΜΙΑΣ ΑΦΑΝΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Τὸ βλέπω εἷσαι δυστυχής! τὸ χεῖλος δὲν τὸ λέγει,
Ἀλλ’ ἡ ὀδύνη σου αὐτὴ ἡ ἄφωνος μὲ φλέγει,
Καὶ ὅσῳ μᾶλλον πάσχουσαν κρυφίως σὲ μαντεύω,
Ὤ! τόσον τόσον—πίστευσε—ἀκόμα σὲ ζηλεύω.
Ἡ συνεχὴς ἀπόλαυσις τὸ αἴσθημα χαυνόνει
Καὶ μόνον τὸ μαρτύριον πρὸς τὸν θεὸν ὑψόνει.

Ἐὰν δὲν ἔχῃς θέλγητρα ψευδῆ νὰ ἐπιδείξῃς
Καὶ τεχνητὴν στιλπνότητα τὴν αἴσθησιν θαμβοῦσαν,
Ἔχεις τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς διὰ νὰ καταπλήξῃς,
Ἔχεις καρδίαν πάσχουσαν καὶ ὀνειροπολοῦσαν…
Εἶνε βωβὴ ἡ καλλονὴ ἐνίοτε, χυδαία·
Καὶ θέλγει μόνον ἡ ψυχή, τὸ ἦθος, ἡ ἰδέα.

Εἰδωλολάτραι ταπεινοὶ τῆς ὕλης κύπτων ὅσοι
Δὲν ἐννοοῦν τὴν ὑψηλὴν θρησκείαν τῆς καρδίας.
Ἕρπουν χαμαὶ οἱ σκώληκες· οἱ ἀετοὶ πετῶσι,
Καὶ πάντες δὲν ἐπλάσθησαν πρὸς πτήσεις αἰθερίας.
Ἂν οἱ πολλοὶ δὲν ἐννοοῦν τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς σου,
Ἀλλ’ ἡ ψυχή μου σ’ ἐννοεῖ διότ’ εἶν’ ἀδελφή σου.
Ἀθῆναι 1885.

Κ. Φ. Σ.