Ύμνος εις την Ελευθερίαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
κλείσιμο </li> προς το παρόν
Γραμμή 15:
 
<ol>
<li>Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι<br>τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,<br>σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι<br>ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.</li>
<li>Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη<br>τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,<br>καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,<br>χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!</li>
<li>Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες<br>πικραμένη, ἐντροπαλή,<br>κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,<br>«ἔλα πάλι», νά σου πῇ.</li>
<li>Ἄργειε νά'λθῃ ἐκείνη ἡ μέρα,<br>κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,<br>γιατί τὰ ’σκιαζε ἡ φοβέρα<br>καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.</li>
<li>Δυστυχής! Παρηγορία<br>μόνη σοῦ ἕμενε νὰ λὲς<br>περασμένα μεγαλεῖα<br>καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.</li>
<li>Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει<br>φιλελεύθερη λαλιά,<br>ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι<br>ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,</li>
<li>Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω<br>τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;».<br>Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω<br>κλάψες, ἄλυσες, φωνές.</li>
<li>Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα<br>μὲς στὰ κλάιματα θολό,<br>καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα,<br>πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.</li>
<li>Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα<br>ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ<br>νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα<br>ἄλλα χέρια δυνατά.</li>
<li>Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,<br>ἐξανάλθες μοναχή·<br>δὲν εἴν' εὔκολες οἱ θύρες<br>ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.</li>
<li>Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,<br>ἀλλ' ἀνάσασι καμμιά·<br>ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια<br>καὶ σὲ γέλασε φρικτά.</li>
<li>Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου<br>ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,<br>«σύρε νὰ 'βρῃς τὰ παιδιά σου,<br>σύρε», ἔλεγαν οἱ σκληροί.</li>
<li>Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι<br>καὶ ὀλογλήγορο πατεῖ<br>ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι<br>ποὺ τὴ δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ. </li>
<li>Ταπεινότατή σου γέρνει<br>ἡ τρισάθλια κεφαλή,<br>σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει<br>κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.</li>
<li>Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει<br>κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,<br>ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει<br>ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανῆ.<br/li>
<li>Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη<br>τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,<br>καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,<br>χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!</li>
<li>Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου<br>ὁ οὐρανὸς ποὺ γιὰ τσ' ἐχθροὺς<br>εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου<br>ἔτρεφ' ἄνθια καὶ καρπούς,</li>
<li>ἐγαλήνεψε· καὶ ἐχύθει<br>καταχθόνια μιὰ βοή,<br>καὶ τοῦ Ρήγα σοῦ ἀπεκρίθη<br>πολεμόκραχτη ἡ φωνή.<ref>Δεῦτε παῖδες τῶν Ελλήνων...</ref></li>
<li>Ὅλοι οἱ τόποι σου σ' ἐκράξαν<br>χαιρετώντας σὲ θερμά,<br>καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν<br>ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.</li>
<li>Ἐφωνάξανε ὡς τ' ἀστέρια<br>τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,<br>κι ἐσηκώσανε τὰ χέρια<br>γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,</li>
<li>μ' ὅλον ποὺ 'ναι ἀλυσωμένο<br>τὸ καθένα τεχνικά,<br>καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο<br>ἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».</li>
<li>Γκαρδιακὰ χαροποιήθει<br>καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,<br>καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθει<br>ποὺ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.</li>
<li>Ἀπ' τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,<br>σὰ νὰ λέῃ σὲ χαιρετῶ,<br>καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζει<br>τὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανό.</li>
<li>Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας<br>τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς<br>κατὰ τ' ἄκρα τῆς Ρουσίας<br>τὰ μουγκρίσματα τσ' ὀργῆς.</li>
<li>Εἰς τὸ κίνημα τοῦ δείχνει,<br>πὼς τὰ μέλη εἴν' δυνατά·<br>καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνει<br>μιὰ σπιθόβολη ματιά.</li>
<li>Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη<br>καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,<br>ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει<br>μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·</li>
<li>καὶ σ' ἐσὲ καταγυρμένος,<br>γιατί πάντα σὲ μισεῖ,<br>ἔκρωζ' ἔκρωζ' ὁ σκασμένος,<br>νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.</li>
<li>Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι<br>πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς·<br>δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι<br>στὲς βρισιὲς ὀποῦ ἀγρικᾷς·</li>
<li>σὰν τὸ βράχο ὀποῦ ἀφήνει<br>κάθε ἀκάθαρτο νερὸ<br>εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ<br>εὐκολόσβηστον ἀφρό· </li>
<li>ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάλη<br>καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ<br>νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,<br>τὴν αἰώνιαν κορυφή. </li>
<li>Δυστυχιά του, ὦ, δυστυχιά του,<br>ὀποιανοὺ θέλει βρεθεῖ<br>στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου<br>καὶ σ' ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.</li>
<li>Τὸ θηρίο π' ἀνανογιέται<br>πὼς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,<br>περιορίζεται, πετιέται,<br>αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ·</li>
<li>τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,<br>τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,<br>κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει,<br>φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·<br></li>
<li>Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη<br>ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·<br>ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκη<br>πλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ. </li>
<li>Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει<br>τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·<br>τώρα τρόμου ἀστροπελέκι<br>νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾷς.</li>
<li>Μεγαλόψυχο τὸ μάτι<br>δείχνει πάντα ὁπὼς νικεῖ,<br>κι ἂς εἴν' ἅρματα γεμάτη<br>καὶ πολέμιαν χλαλοή. </li>
<li>Σοῦ προβαίνουνε καὶ τρίζουν<br>γιὰ νὰ ἰδῇς πὼς εἴν' πολλά·<br>δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν<br>ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά; <ref>Ἀρματώθηκαν τότε ὅλοι ἀπὸ δεκατέσσερους χρόνους καὶ ἀπάνου.</ref></li>
<li>Λίγα μάτια, λίγα στόματα<br>θά σας μείνουνε ἀνοιχτά.<br>γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα<br>ποὺ θὲ νὰ 'βρῃ ἡ συμφορά!</li>
<li>Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει<br>τοῦ πολέμου ἀναλαμπῆ·<br>τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,<br>λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.</li>
<li>Γιατί ἡ μάχη ἐστάθει ὀλίγη;<br>Λίγα τὰ αἵματα γιατί;<br>Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ<br>καὶ στὸ κάστρο ν' ἀνεβεῖ.</li>
<li>Μέτρα! Εἴν' ἄπειροι οἱ φευγάτοι,<br>ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν·<br>τὰ λαβώματα στὴν πλάτη<br>δέχοντ', ὥστε ν' ἀνεβοῦν.</li>
<li>Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε<br>τὴν ἀφεύγατη φθορά·<br>νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθεῖτε<br>στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!</li>
<li>Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη<br>ἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰ<br>ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη<br>ἀντιβούιζε φοβερά.</li>
<li>Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,<br>ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,<br>ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,<br>ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.</li>
<li>Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη<br>ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!<br>Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνει<br>πάρεξ θάνατου πικρός.</li>
<li>Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,<br>οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,<br>ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος<br>τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,</li>
<li>καὶ οἱ βροντὲς καὶ τὸ σκοτάδι<br>ὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,<br>ἐπαράσταιναν τὸν ᾍδη<br>ποὺ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·</li>
<li>Τ' ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνον' ἴσκιοι<br>ἀναρίθμητοι, γυμνοί,<br>κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,<br>βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.</li>
<li>Ὂλη μαύρη μυρμηγκιάζει,<br>μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,<br>σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζει<br>τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.</li>
<li>Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι<br>ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,<br>ὅσοι εἴν' ἄδικα σφαγμένοι<br>ἀπὸ τούρκικην ὀργή.</li>
<li>Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-<br>σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·<br>σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη<br>ἐσκεπάζοντο ἀπ' αὐτούς.</li>
<li>Θαμποφέγγει κανέν' ἄστρο,<br>καὶ ἀναδεύοντο μαζί,<br>ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο<br>μὲ νεκρώσιμη σιωπή.</li>
<li>Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,<br>μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,<br>ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδα<br>μισοφέγγαρο χλωμό,</li>
<li>Ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ' ἄδεια<br>τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,<br>σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,<br>ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.</li>
<li>Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν<br>ὅπου εἴν' αἵματα πηχτά,<br>καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουν<br>μὲ βρυχίσματα βραχνά·</li>
<li>καὶ χορεύοντας μανίζουν<br>εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,<br>καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν<br>μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.</li>
<li>Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει<br>βαθειὰ μὲς στὰ σωθικά,<br>ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,<br>καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.</li>
<li>Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου<br>ὁ χορὸς τρομακτικά,<br>σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου<br>στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.</li>
<li>Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·<br>κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖ<br>εἶναι κτύπημα θανάτου<br>χώρις νὰ δευτερωθῇ.</li>
<li>Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει·<br>λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴ<br>ἀπ' τὸ μίσος ποὺ τὴν καίει<br>πολεμάει νὰ πεταχθῇ.</li>
<li>Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε<br>μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,<br>καὶ τὰ χέρια ὅπου χουμᾶνε<br>περισσότερο εἴν' γοργά.</li>
<li>Οὐρανὸς γι' αὐτοὺς δὲν εἶναι,<br>οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ·<br>γι' αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι<br>μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.</li>
<li>Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,<br>ποὺ στοχάζεσαι μὴ πὼς<br>ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ' ἄλλη<br>δὲν εἴνει ἕνας ζωντανός.</li>
<li>Κοιτᾷ χέρια ἀπελπισμένα<br>πὼς θερίζουνε ζωές!<br>Χάμου πέφτουνε κομμένα<br>χέρια, πόδια, κεφαλές,</li>
<li>καὶ παλάσκες καὶ σπαθία<br>μὲ ὀλοσκόρπιστα μυαλά,<br>καὶ μὲ ὀλόσχιστα κρανία,<br>σωθικὰ λαχταριστά.</li>
<li>Προσοχὴ καμιὰ δὲν κάνει<br>κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή·<br>πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὦ, φθάνει,<br>φθάνει· ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;</li>
<li>Ποιὸς ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,<br>πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ;<br>Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο<br>καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.</li>
<li>Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,<br>καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»,<br>καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη<br>«φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».</li>
<li>Λιονταρόψυχα, ἐκτυπιοῦντο,<br>πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,<br>καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,<br>πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».</li>
<li>Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα<br>καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·<br>παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,<br>καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.</li>
<li>Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλι<br>εἰς τ' αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.<br>'Ὁλοι χάμου ἐκείτοντ' ὅλοι<br>εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.</li>
<li>Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη<br>καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,<br>καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει<br>αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.</li>
<li>Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,<br>δὲν φυσὰς τώρα ἐσὺ πλιὸ<br>στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι·<br>φῦσα, φῦσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ!</li>
<li>Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη<br>τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,<br>καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,<br>χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!</li>
<li>Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι·<br>δὲν λάμπ' ἥλιος μοναχὰ<br>εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει<br>εἰς τ' ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.</li>
<li>Εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα<br>τώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖ<br>τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,<br>τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί.</li>
<li>Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες<br>σὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό,<br>ἀλλ' οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες<br>δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.</li>
<li>Ὦ τρακόσιοι, σηκωθεῖτε<br>καὶ ξανάλθετε σέ μας·<br>τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδεῖτε<br>πόσο μοιάζουνε μέ σας.</li>
<li>Ὂλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται<br>καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ<br>εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται<br>κι ὅλοι χάνουνται ἀπ' ἐδῶ.</li>
<li>Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου<br>πείνα καὶ θανατικό,<br>ποὺ μὲ σχήμα ἑνὸς σκελέθρου<br>περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·</li>
<li>καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια<br>ἀπεθαίνανε παντοῦ<br>τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια<br>τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.</li>
<li>Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,<br>ποὺ ὅτι θέλεις ἠμπορεῖς.<br>εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,<br>ματωμένη περπατεῖς.</li>
<li>Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,<br>στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ<br>κρινοδάχτυλες παρθένες<br>ὀποῦ κάνουνε χορό.</li>
<li>Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν<br>ὡραία μάτια ἐρωτικά,<br>καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν<br>μαῦρα, ὀλόχρυσα μαλλιά.</li>
<li>Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει<br>πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς<br>γλυκοβύζαστο ἐτοιμάζει<br>γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριάς.</li>
<li>Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,<br>τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·<br>φιλελεύθερα τραγούδια<br>σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.</li>
<li>Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη<br>τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,<br>καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,<br>χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!</li>
<li>Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι<br>τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,<br>μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι<br>γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.</li>
<li>Σοῦ 'λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας<br>ἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό,<br>καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας<br>ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,</li>
<li>«σ' αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα<br>στάσου ὀλόρθη, Ἐλευθεριά!».<br>Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα<br>μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.</li>
<li>Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,<br>καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ<br>γύρω γύρω τῆς πυκνώνει<br>ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.</li>
<li>Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία<br>ὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή·<br>βλέπει τὴ φωταγωγία<br>στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.</li>
<li>Ποιοὶ εἴν' αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν<br>μὲ πολλὴ ποδοβολή,<br>κι άρματ', ἅρματα ταράζουν;<br>Ἐπετάχτηκες ἐσύ!</li>
<li>Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,<br>σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,<br>καὶ μακρίθεν σπινθηρίζει,<br>δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.</li>
<li>Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη<br>χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·<br>φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,<br>κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.</li>
<li>Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,<br>τρία πατήματα πατᾷς,<br>σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,<br>κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς.</li>
<li>Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει<br>προχωρώντας ὁμιλεῖς:<br>«Σήμερ', ἄπιστοι, ἐγεννήθη,<br>ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής.</li>
<li>Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε<br>«Ἐγὼ εἴμ' Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·<br>πέστε, ποὺ θ' ἀποκρυφθεῖτε<br>ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;</li>
<li>Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,<br>πού, μ' αὐτὴν ἂν συγκριθῇ<br>κείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω,<br>σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ.</li>
<li>Κατατρώγει, ὠσὰν τὴ σχίζα,<br>τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,<br>χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,<br>ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς.</li>
<li>Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,<br>καὶ δὲν σώζεται πνοή,<br>πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει<br>μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή»».</li>
<li>Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει<br>Τοῦ θυμοῦ Τοῦ εἴσ' ἀδελφή;<br>Ποιὸς εἴν' ἄξιος νὰ νικήσῃ<br>ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθῇ;</li>
<li>Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση<br>τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,<br>ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ<br>τὴ μισόχριστη σπορά.</li>
<li>Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν<br>τὰ νερά, καὶ τ' ἀγρικῶ<br>δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν<br>σὰν ρυάζετο θηριό.</li>
<li>Κακορίζικοι, ποὺ πᾶτε<br>τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροῆ<br>καὶ πιδέξια πολεμᾶτε<br>ἀπὸ τὴν καταδρομὴ</li>
<li>νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμα<br>ἔγινε ὅλο φουσκωτό·<br>ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα<br>πρὶν νὰ εὑρεῖτε ἀφανισμό.</li>
<li>Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει<br>κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,<br>καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει<br>τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.</li>
<li>Σφαλερὰ τετραποδίζουν<br>πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ<br>τρομασμένα χλιμιντρίζουν<br>καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.</li>
<li>Ποιὸς στὸ σύντροφον ἀπλώνει<br>χέρι, ὠσὰν νὰ βοηθηθῇ·<br>ποιὸς τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνει<br>ὅσο ποὺ νὰ νεκρωθῇ.</li>
<li>Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,<br>μὲ τὰ μάτια πεταχτά,<br>κατὰ τ' ἄστρα σηκωμένες<br>γιὰ τὴν ὕστερη φορά.</li>
<li>Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη<br>τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμῆ-<br>τὸ χλιμίντρισμα καὶ οἱ κρότοι<br>καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.</li>
<li>Ἔτσι ν' ἄκουα νὰ βουίξῃ<br>τὸν βαθὺν Ὠκεανό,<br>καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξῃ<br>κάθε σπέρμα ἀγαρηνό!</li>
<li>Καὶ ἐκεῖ ποὺ 'ναι ἡ Ἁγία Σοφία<br>μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,<br>ὅλα τ' ἄψυχα κορμιά,<br>βραχοσύντριφτα, γυμνά,</li>
<li>σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ<br>ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,<br>κι ἀπ' ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ<br>ὁ ἀδελφὸς τοῦ Φεγγαριοῦ.</li>
<li>Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει,<br>κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ<br>μ' ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνει<br>μεταξύ τους καὶ ἂς μετρά.</li>
<li>Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει<br>τεντωτό, πιστομητό,<br>κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει<br>καὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιὸ</li>
<li>καὶ χειρότερα ἀγριεύει<br>καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·<br>πάντα, πάντα περισσεύει·<br>πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρός.</li>
<li>Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρα<br>τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;<br>Μεγαλόφωνα τὴν ὥρα<br>ὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,</li>
<li>τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσε<br>στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,<br>καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε<br>ἀναρίθμητος λαός.</li>
<li>Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία<br>ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀαρῶν,<br>ἡ προφήτισσα Μαρία,<br>μ' ἕνα τύμπανο τερπνὸν</li>
<li>καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες<br>μὲ τσ' ἀγκάλες ἀνοικτές,<br>τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,<br>μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.</li>
<li>Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι<br>τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,<br>σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι<br>ποὺ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.</li>
<li>Εἰς αὐτήν, εἴν' ξακουσμένο,<br>δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·<br>ὅμως, ὄχι, δὲν εἴν' ξένο<br>καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.</li>
<li>Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει<br>κύματ' ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,<br>μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει,<br>κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.</li>
<li>Μὲ βρυχίσματα σαλεύει<br>ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοή·<br>κάθε ξύλο κινδυνεύει<br>καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.</li>
<li>Φαῖνετ' ἔπειτα ἡ γαλήνη<br>καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,<br>καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει<br>τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.</li>
<li>Δὲν νικιέσαι, εἴν' ξακουσμένο,<br>στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ·<br>ὅμως ὄχι δὲν εἴν' ξένο<br>καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.</li>
<li>Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,<br>καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ<br>τὰ τρεχούμενα κατάρτια,<br>τὰ ὀλοφούσκωτα πανιά.</li>
<li>Σῦ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,<br>καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἴν' πολλές,<br>πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,<br>ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.</li>
<li>Μ' ἐπιθυμία νὰ τηράζῃς<br>δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,<br>καὶ θανάσιμον τινάζεις<br>ἐναντίον τοὺς κεραυνό.</li>
<li>Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,<br>καὶ σηκώνει μιὰ βροντή,<br>καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει<br>μὲ αἰματόχροη βαφή.</li>
<li>Πνίγοντ' ὅλοι οἱ πολεμάρχοι<br>καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·<br>χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,<br>ποὺ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.</li>
<li>Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι<br>μὲ τσ' ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,<br>καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη<br>δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.</li>
<li>Κειες τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε<br>τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,<br>καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστε<br>πλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.</li>
<li>Ὂλοι κλαψτε· ἀποθαμένος<br>ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιάς·<br>κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος<br>ὠσὰν νὰ 'τανε φονιάς!</li>
<li>Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα<br>π' ὧρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ<br>τ' Ἅγιον Αἷμα, τ' Ἅγιον Σῶμα·<br>λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ</li>
<li>ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,<br>λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ,<br>εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει<br>καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.</li>
<li>Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει<br>εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,<br>καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει<br>τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.</li>
<li>Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει. <br>Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ<br>νὰ σωπάσω μὲ προστάζει<br>μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.</li>
<li>Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη<br>τρεῖς φορὲς μ' ἀνησυχιά·<br>προσηλώνεται κατόπι<br>στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινά:</li>
<li>«Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι<br>γιὰ σας ὅλοι εἶναι χαρά,<br>καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει<br>στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.</li>
<li>Ἀπ' ἐσᾶς ἀπομακραίνει<br>κάθε δύναμη ἐχθρική,<br>ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει<br>ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.</li>
<li>Μία, ποὺ ὅταν ὠσὰν λύκοι<br>ξαναρχόστενε ζεστοί,<br>κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,<br>ἄχ, τὸ νοῦ σᾶς τυραννεῖ.</li>
<li>Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει<br>ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ<br>καθενὸς χαμογελάει,<br>«πάρ' το», λέγοντας, «καὶ σῦ».</li>
<li>Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνει<br>ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά·<br>μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει<br>εἱσὲ δάκρυα θλιβερά.</li>
<li>Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,<br>παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,<br>πὼς τὸ χέρι σας κτυπάει<br>τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.</li>
<li>Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους<br>τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:<br>«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους<br>δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».</li>
<li>Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·<br>ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖ<br>γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα<br>ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.</li>
<li>Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε<br>γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,<br>σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλισθεῖτε<br>σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.</li>
<li>Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,<br>πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ·<br>πάντα ἡ νίκη, ἂν ἐνωθῇτε,<br>πάντα ἐσᾶς θ' ἀκολουθεῖ.</li>
<li>Ὦ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,<br>καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ<br>καὶ φωνάξετε μὲ μία:<br>«Βασιλεῖς, κοιτάξτ' ἐδῶ!</li>
<li>Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε<br>εἶναι τοῦτο, καὶ γι' αὐτὸ<br>ματωμένους μας κοιτᾶτε<br>στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.</li>
<li>Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν<br>τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν<br>καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,<br>καὶ τὴν πίστι ἀναγελοῦν.</li>
<li>Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθη<br>αἷμα ἀθῶο χριστιανικό,<br>ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη<br>τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.</li>
<li>Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες<br>τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;<br>Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες<br>καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.</li>
<li>Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος<br>σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾷ·<br>δὲν εἴν' φύσημα τοῦ ἀέρος<br>ποὺ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.</li>
<li>Τί θὰ κάμετε; Θ' ἀφῆστε<br>νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς<br>λευθεριάν, ἢ θὰ τὴν λύστε<br>ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;</li>
<li>Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε<br>ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό:<br>Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,<br>καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!»</li>
</ol>