Ο Έρωτας στα χιόνια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
μ </div>
μ no summary specified
Γραμμή 1:
{{Κεφαλίδα|
| τίτλος = OΟ Έρωτας στα χιόνια
| συγγραφέας = Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
| μεταφραστής=
Γραμμή 9:
}}
<div class="prose">
KαρδιάΚαρδιά του χειμώνος. XριστούγενναΧριστούγεννα, Άις-BασίληςΒασίλης, Φώτα.
KαιΚαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
TοΤο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «OΟ μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την MασσαλίανΜασσαλίαν.
Είχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. EίχενΕίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. EίχεΕίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την MασσαλίανΜασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
KανέναΚανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. EίχεΕίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
KαιΚαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:
<poem>
Γραμμή 30:
XειμώνΧειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. EπάνωΕπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. HΗ πρωία ενθύμιζε το δημώδες:
<poem>
BρέχειΒρέχει, βρέχει και χιονίζει,
κι ο παπάς χειρομυλίζει.</poem>
Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
KαιΚαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. EγυάλιζενΕγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. EίχενΕίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. MόνονΜόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.
KαιΚαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της MασσαλίαςΜασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. KαιΚαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
 
Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
 
EφαντάζετοΕφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. EξέλιπονΕξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του BαραντάΒαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της MαμούςΜαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.
TηνΤην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
KαιΚαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
K’Κ’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
AλλάΑλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:
<poem>
Γραμμή 59:
</poem>
TηνΤην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
 
EφαντάζετοΕφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: TοΤο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της MασσαλίαςΜασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του KριτούΚριτού, του Παλαιού HμερώνΗμερών, του TρισαγίουΤρισαγίου. N’Ν’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Να σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!
Την άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
XειμώνΧειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. MοναξίαΜοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. YγείαΥγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
HύρεΗύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. EπιάσθηΕπιάσθη από το αγκωνάρι. EκλονήθηΕκλονήθη. AκούμβησεΑκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. EμορμύρισεΕμορμύρισε:
Να είχαν οι φωτιές έρωτα!... Να είχαν οι θηλιές χιόνια...
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονήθη. EπιάσθηΕπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. KατάΚατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. TοΤο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. EυλογοφανώςΕυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
EπάνωΕπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. XριστούγενναΧριστούγεννα, Άις-BασίληςΒασίλης, Φώτα, παραμοναί. KαρδιάΚαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
TοΤο παράθυρον έτριξεν. OΟ μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. TοΤο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. MίανΜίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
OΟ μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. EδοκίμασεΕδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
MόλιςΜόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. EχάθησανΕχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
KαιΚαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
EξεπιάσθηΕξεπιάσθη από την λαβήν του. EκλονήθηΕκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. EξηπλώθηΕξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. EύρισκεΕύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
«EίχανΕίχαν οι φωτιές έρωτα!... EίχανΕίχαν οι θηλιές χιόνια!»
KαιΚαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. KαιΚαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’Κ’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. KαιΚαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. KαιΚαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
KαιΚαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του KριτούΚριτού, του Παλαιού HμερώνΗμερών, του TρισαγίουΤρισαγίου.
</div>
{{DEFAULTSORTDEFAULTSORΤ:Ο Ερωτας στα χιονια}}
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]