Θέρος Έρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομποτ: Κλειδί αλφαβητισμού κατηγορίας |
μ ελληνιικά γράμματα |
||
Γραμμή 3:
Περί την χαραυγήν, η γραία Φωτεινή εξύπνισε τα παιδία, και αφού τα
ένιψε και τα εκτένισε επιμελώς τους έδωσε παξιμαδάκια να μασήσουν, "για
να μην τα μπουκώσ' ο γάδαρος".
της, έθεσε εντός την ρόκαν, την μανδήλαν της και ολίγα τρόφιμα δια
πρωινόν πρόγευμα, και εξήλθε μετά της συνοδίας της.<br>
Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην η γραία
Φωτεινή εξύπνα τόσον πρωί.
εξαιρετικού της ημέρας, ωδήγει μαζί της τα μικρά παιδία, και όχι μόνον
αυτά.
συνήθως εις την πόλιν, ποτέ, ούτε μίαν ημέραν δεν έλειπεν από την
εξοχήν.
αγαθαί γειτόνισσαι διηγούντο ότι εκοιμάτο μετ' αυτής αγκαλιαστά, δια να
ζεσταίνεται.
το αυτό υπόστεγον, όπου και η αμνάς, μικρόν υπόστεγον μη διαφέρον
ορνιθώνος εις τον μυχόν της αυλής.
αρνία της, η δε Φωτεινή τα παιδία της, τα τέκνα της κυρίας της και της
αδελφής αυτής, ημίσειαν δωδεκάδα μικρών διαβόλων, οίτινες εκρεμώντο από
τα φουστάνια της, προσεκολλώντο εις τα σπηλαιώδη στέρνα της και επήδων
εις τους κυρτούς ώμους της.
μηρυκάσματά της, δι' ων εκράτει έξυπνον την σύνοικον, η δε γραία είχε
τα όνειρά της, άλλα μηρυκάσματα της φαντασίας και αυτά, υφ' ων
Γραμμή 25:
δια μικρού βελασμού απήντα συμπαθώς εις τους στεναγμούς της.<br>
Σήμερον όμως, επειδή ήτο ελληνική εορτή,
η εορτή της
κυρίας της, την περικαλλή
ταύτης την ημιαληθή εκείνην σοβαρότητα, την οποίαν όλαι αι γραίαι
υπηρέτριαι οπλίζονται ενώπιον των νεαρών θυγατέρων των δεσποινών των.
Γραμμή 32:
τα τραβούν, αδιακόπως τα εμάλωνε, κ' εκείνα έτρεχαν άλλα εμπρός, άλλα
εις τα πλάγια, χωρίς να δίδωσι προσοχήν εις τας φωνάς της.<br>
της γραίας, υψηλή, ευσταλής, καλλίζωνος.
κόμην της, έμενε πάντοτε ασκεπής οίκοι.
επειδή επήγαινεν εις την εξοχήν, εφόρει λεπτόν λευκόν μανδήλιον περί
τους κροτάφους και το ινίον, τόσον βραχύ και τόσον εντέχνως διπλωμένον,
Γραμμή 41:
σταλακτίτας χρυσούς, και ο λαιμός της ήτο ορατός όλος κάτω του βρόχθου
εις τον λάκκον της σφαγής και μέχρι της ρίζης των ωμοπλατών.<br>
λευκόν μεσοφούστανον πολύ κοντόν δια το ανάστημά της.
η μήτηρ υπελόγισε πολύ κακώς δια την μέλλουσαν ανάπτυξιν της κόρης, και
όσον εκείνη της έκαμνε κοντά φορέματα, τόσον η νέα ηύξανε και επέτα
Γραμμή 50:
αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος - έρος.<br>
<br>
έβγαλε την πόλκαν της, ειπούσα ότι αισθάνεται ζέστην, κ' έμεινεν μόνον
με το μεσοφούστανον, με το ολοβρόχινον υποκάμισον και με την λευκήν
βαμβακερήν φανέλαν.
χάρις του αναστήματος και το γλαφυρόν των κόλπων της.
φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγέ τις ότι
είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας
αποχρώσεις λευκού ρόδου.
ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός, και
αι οφρύες συστελλόμεναι εσκίαζον τους βαθείς γλαυκούς οφθαλμούς της ως
λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού,
και τα χείλη με την ψίθυρον φωνήν εφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!<br>
πολίχνης, και η εξοχή ήρχισε να μεθύσκη τας αισθήσεις των με τας
απείρους ευωδίας της, εισήλθον εις στένωμά τι μεταξύ δύο φρακτών,
Γραμμή 70:
των φρακτών υψούμενα, κ' εζήτουν φωλεάς στρουθίων, ενώ η γραία Φωτεινή
δεν έπαυε να φωνάζη:<br>
― Φρόνιμα, παιδιά!
τρέχης, σαν αγριοκάτσικο,
θα ξεσχίσης το
της, ηπείλει τα παιδία με την παλάμην, κράζουσα:<br>
―
Όλα αυτά επέφεραν μικράν βραδύτητα εις
την πορείαν, και άλλαι γυναίκες όπισθεν ερχόμεναι, με τα καλαθάκια των,
ταχυπορούσαι τας εκαλημέριζαν κ' επροσπερνούσαν.<br>
όλοι επήγαιναν εις την εξοχήν, αυτός εφαίνετο επιστρέφων ήδη και
διευθύνετο εις την πόλιν. Ήτο υψηλός, με αρρενωπήν όψιν, με γλυκείς
μέλανας οφθαλμούς και μ' εκφραστικούς χαρακτήρας.
υπερήφανον, μετά τινος επιτηδεύσεως, οιονεί συρτόν, και είχε λεπτόν
μαύρον μύστακα στριμμένον. Θα ήτο έως εικοσιτεσσάρων ετών.<br>
Γραμμή 88:
θα έλεγέ τις ότι εβράδυνε το βήμα, ως να ήθελε ν' απολαύση επί τινας
στιγμάς περισσότερον της θέας των.<br>
εκοίταξε με ήθος φιλύποπτον, ως να ήξευρε κάτι τι περί του ατόμου του,
και αδιοράτως έσεισε την κεφαλήν.<br>
εγγύτερον εις το πλευρόν της γραίας συνοδού της, οιονεί δια να του κάμη
τόπον να περάση δια της στενής παρόδου μεταξύ των δύο φρακτών.<br>
μακρόν βλέμμα εις την
του, εχαιρέτισε τας δύο γυναίκας, και απεμακρύνθη, οιονεί μετά
δυσκολίας και κόπου.
ανθοδέσμην εκράτει εις την αριστεράν χείρα, την οποίαν, ενώ εχαιρέτιζε
δια της δεξιάς, ακουσίως βέβαια επρότεινε μικρόν προ του στέρνου, ως να
επεθύμει να προσφέρη την ανθοδέσμην εις την
χαιρετισμόν του, η νέα μόλις ένευσε δια της κεφαλής.<br>
όπισθεν μικράς καμπής της παρόδου.<br>
προς την
― Πού να ήτον αυτός ο Έρωτας;
είπε· και γιατί γυρίζει τόσο πρωί απ' την εξοχή;<br>
θεράπαιναν.<br>
―
εγώ;<br>
― Όλοι πάνε, επανέλαβε μη δούσα προσοχήν
εις την απάντησιν η γραία, όλοι τώρα πάνε, κι αυτός έρχεται.
τώρα ακόμη θα βγη.<br>
προέκυψεν ανερχόμενος εκ του απέναντι βουνού.<br>
εφαίνετο σύννους.<br>
― Ξέρω εγώ,
γραία, ξέρω εγώ γιατί γυρίζει τόσο γλήγορα.<br>
―
― Δε θα πήγε πολύ μακριά, καθώς παν
άλλοι, θα έκαμε πάνου από τα Πηγάδια κ' έστρεψε δεξιά από κει που παν
Γραμμή 129:
γυρίζει γλήγορα πίσω.<br>
― Θα έχη κανέναν κήπο εδώ σιμά,
φαίνεται, κ' επήγε να κόψη λουλούδια και εγύρισε, παρετήρησεν η
― Δεν έχει κανένα κήπο εδώ σιμά,
αντέκρουσεν η γραία, και δεν πήγε να κόψη λουλούδια,
γυρίση, μόνο ήθελε να μας ευρή στο δρόμο εμάς, και γι' αυτό εγύρισε
γλήγορα.<br>
―
ενόει η
―
―
η νέα.
<br>
<center>* * *</center>
<br>
εξήλθον εις τους χλοερούς διανθείς κάμπους.
από των απειραρίθμων ανθών, οι φράκται των αμπέλων έθαλλον με
αγραμπελιά, και μ' αιγοκλήματα και με ακανθώδεις θάμνους, τινές των
αγρών εφαίνοντο αιμάσσοντες εις τας πρώτας ακτίνας του ηλίου από χιλίας
μυριάδας παπαρούνας.
και η μολοχάνθη, τα αστεράκια και τα κιτρινούλια επρόβαλλον δειλώς τας
ασθενείς κεφαλάς των εν μέσω της υπερκόμπου αφθονίας των κατερύθρων
μηκώνων σημειούντων την υπεραιμίαν του έαρος.
χόρτα σταχυοειδή, σπαράγγια ακανθωτά και βεργιά και άλλα ανεμειγνύοντο
εν μέσω του απείρου πλούτου της
ήτο η άνοιξις εν πληθώρα ζωής, ετοίμη να παραδώση το σκήπτρον εις το
δρεπανοφόρον θέρος.<br>
την γην εμάζευαν χαμολούλουδα, ιαματικόν ποτόν δια τον χειμώνα.
τινος βράχου εις την ποδιάν του λόφου της Δραγασιάς, εγειρομένου εις
την δυτικήν εσχατιάν της πεδιάδος, είχον αναβή με όλας τας φωνάς της
γραίας και τας απειλάς της
Θύμιος, και κατόπιν αυτών προσεπάθει να φθάση και ο μικρός
δρέψωσιν.
χόρτον, και με αυτό ήρχισε να κεντά την ρίνα του, επάδων:<br>
<br>
Γραμμή 169:
με το λυσοχόρταρο!<br>
<br>
σταματήσωσι, περιμένουσαι να κατέλθωσι τα παιδία.
έπαυσε να ρεμβάζη, κατέστη αυστηροτέρα και τέλος, μετά πολλάς απειλάς,
τα ηνάγκασε να καταβώσιν από του βράχου. Άλλως, εκατοντάδας μόνον
βημάτων απείχον τώρα από της Δραγασιάς, του γηλόφου όπου διηυθύνοντο.
μικρά τις ιδιόρρυθμος καλύβη, και κόκκινον σήμα κυματίζον επ' αυτής.
Ήτο το μπαϊράκι του αγροφύλακος.<br>
οικόσιτα ερίφια, και τέλος η συνοδία έφθασεν εις την Δραγασιάν.
πλησίον της καλύβης του αγροφύλακος, ήτο το κτήμα της οικογενείας της
τοιχογυρισμένον όλον, είχε και καλύβι, οικίσκον εξοχικόν, καλώς
διατηρούμενον, όστις συνήθως εχρησίμευεν εις απόθεσιν ελαιών, σύκων,
απίων, και των γεωργικών εργαλείων εν καιρώ της καλλιεργείας.
ξυλίνην ληνόν δια την κατασκευήν του οίνου.<br>
<br>
οίκον, πάσχουσα διαρκώς χωρίς να είναι ασθενής.
εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες δεν αγαπώσι την εξοχήν, δυσκίνητοι
ούσαι εις πεζοπορίαν, δύσκολοι εις ανάβασιν υποζυγίου. Άλλως, την είχε
Γραμμή 193:
υπηρετή την οικογένειαν, επιστατούσα εις πάσαν αγροτικήν εργασίαν. H
κυρά της την είχε λάβει ως προίκα, σχεδόν ως οικογενή δούλην, από την
μακαρίτισσα την μητέρα της.
αρραβωνιαστικός της (ο λιγοζώητος!), νέος αλιεύς, με την βάρκαν (κατ'
άλλους τον έφαγε το σκυλόψαρο), ουδέποτε υπανδρεύθη. Έφερεν ακόμη και
μετά τεσσαράκοντα έτη το πένθος του.
εις τα όνειρά της.
"βασιλικά έξοδα" δια ν' αποφασίση να μετακομισθή εις τους αγρούς. Άμα
έπαυε να βλέπη θάλασσαν, δεν ανέπνεε πλέον.
τελευταίαν μεγάλης χωρητικότητος σκούναν του (είχεν εύρει καλόν
αγοραστήν), και έβαλεν εις την
είχεν αποκτήσει θαλασσοπορών, επέρνα τον καιρόν του διημερεύων εις τα
παραθαλάσσια καφενεία, παίζων την ρωσικήν πρέφαν, επικρίνων αιωνίως τον
Γραμμή 210:
<center>* * *</center>
<br>
κρεμαστόν κλείθρον και ήνοιξε την θύραν του περιβόλου.
εισώρμησαν σκιρτώντα εις τον ελαιώνα. Ήτο καλόν κτήμα, περιποιημένον
πολύ.
χρημάτων προς καλλιέργειαν.
παιδία, έτρεξαν αμέσως εις το μέρος του κτήματος, το διευθετημένον εις
κήπον, και ήρχισαν να δρέπωσι ρόδα και κρίνους.
καθ' οδόν, και ήρχισαν να πλέκωσι στεφάνους και να τους φορώσιν εις την
κεφαλήν, μετά τόσου ενθουσιασμού, μεθ' όσου μικρόν πρότερον ανεζήτουν
τον
διασώζοντες κατόπιν τόσων αιώνων ασυνείδητον την λατρείαν της φύσεως.<br>
παρθενικόν στήθος της.
εκείνο άνθος επί τοιαύτης γάστρας φυτευθέν, θα ηρωτεύετο με διπλούν
έρωτα το χαριτωμένον εκείνο ρόδον.<br>
εζήτει να εύρη αγκινάραν, την οποία αφού καθαρίση καλώς και την πλύνη
εις το ρεύμα του νερού, το προχεόμενον από τινος λάκκου, εμελέτα να
φάγη κρυφά από την Φωτεινήν, ήτις θα τον εμάλωνε, φοβούμενη μη ήτο πολύ
πικρά, και φαρμακωθή το παιδίον.
ήτο εις σπηλαιώδη τινά μικράν χαράδραν, εν μέσω του κτήματος, του
αποτελούντος αυτό το ζύγωμα των δύο κορυφών του λόφου, όπου ετέμνοντο
Γραμμή 240:
μεγάλης πλατάνου της ανεχούσης την κληματαριάν, είχε κρεμάσει ευμέγεθες
σκόροδον εις το κλήμα, "για να μην το ιδή ξένο μάτι και τ' αβασκάνη".<br>
δε Σταθάκης κύψας παρά την ρίζαν του τοίχου του περιβόλου, αντί να κόψη
αγκινάραν, εύρε λευκόν χαρτίον κείμενον, το ανέλαβε, κ' έτρεξε προς την
αδελφήν του κράζων:<br>
―
πέρα, στις αγκιναριές.<br>
πλησίον.
οικίσκον, δια να ξαποστάση ολίγον εκεί, να αποθέση προσωρινώς το καλάθι
της.<br>
Γραμμή 255:
και την προβατίνα της την προσφιλή, την οποίαν παρά το σύνηθες είχεν
αφήσει αφ' εσπέρας δεμένην εις το κτήμα, μετά των δύο λευκομάλλων αμνών
της, δια να "την ευρή ο
χαρτίον ήτο διπλωμένον, ενσφράγιστον. Ήτο επιστόλιον.<br>
― Σιώπα, μην το πης της Φωτεινής! είπε
με το νεύμα μάλλον ή με την φωνήν η
― Δεν το λέω, απήντησεν ο εξαέτης
Σταθάκης, ως να ενόησε την αγωνίαν της.<br>
αποχωρήσασα ολίγα βήματα το ήνοιξε.<br>
χάρτου γεγραμμένον, έλεγε τα εξής:<br>
"Ω
την καρδούλα μου, μου είπεν η μάγισσα ότι τρέχεις κίνδυνον, και
απεφάσισα να σε φυλάγω από πλησίον, όπως στενάζω τόσους χρόνους τώρα
δια σε από μακράν."<br>
―
νεάνις· τι λέει;<br>
αυτήν βλέμμα, εξηκολούθησε την ανάγνωσιν.<br>
"
καλά, μη θυμώνης πολύ, αρκεί ότι δεν ελπίζω ποτέ, αλλοίμονον! να σε
απολαύσω."<br>
συνάμα οίκτος, πόνος, ακούσιος συμπάθεια και μικρά ειρωνεία.<br>
"
ειπέ της, αν δεν θέλης να ψευσθής λέγουσα ότι δεν είναι ιδικόν μου,
ειπέ της την αλήθειαν, ότι συ δεν με αγαπάς, και ότι εγώ είμαι
παράτολμος, αυθάδης και άθλιος."<br>
Έως εδώ ετελείωνεν η πεζογραφία του
επιστολίου τούτου.
επιστολογράφου, πιθανόν να ήσαν συγκολλημένοι και παραποιημένοι
αλλαχόθεν.<br>
<br>
σ' είχα,<br>
κ' είχα για μόνο φυλαχτό...<br>
<br>
εξερχομένη του οικίσκου και βαίνουσα προς τα εδώ.<br>
τον κόλπον της.<br>
<br>
<center>* * *</center>
<br>
καλαθίου το κλειδοπίνακόν της και τον άρτον τυλιγμένον εις πετσέταν
ραβδωτήν, υφασμένην με λευκόν και με γεράνιον νήμα, κ' εκάλεσε την
ήδη "δύο κοντάρια υψηλά".<br>
κληματαριάς και της πλατάνου, παρά την δροσεράν πηγήν, και ήρχισαν να
προγευματίζωσι με τυρόν, αυγά και τηγανιστούς ιχθύς.
γρια-Φωτεινή είχε μυστηριώδες το ήθος, κ' εκεί που εμάσα, με τα απόλεμα
ούλα της και με τους δύο τομείς που της είχαν μείνει ακόμη, λέγει
ταπεινή τη φωνή εις την
―
― Ποιον Έρωτα; ηρώτησεν αγωνιώσα η
ενώ το αίμα συνέρρεεν εις τας παρειάς της.<br>
―
― Πού;<br>
―
―
είπεν η
―
μόνο έχει δύο φορές τώρα απ' το πρωί που βρίσκεται μπροστά μας; Γιατί,
δε μου λες,
―
θέλει, και μη σε μέλη Φωτεινή, συνεπέρανεν η κόρη με τόνον εμφαίνοντα
ότι αρκείται πλέον εις τα λεχθέντα.<br>
είχεν απομακρυνθή λάθρα, αφού έφαγεν ολίγους ψωμούς άρτου και εν αυγόν,
επέστρεψε πατών επ' άκρων των ποδών, όπισθεν της Φωτεινής και της
τον Θύμιον, οίτινες τον έβλεπαν χάσκοντες και υπομειδιώντες, να μη
ομιλήσωσι προώρως, και ελθών επέθεσε, μετά παιδικής κραυγής θριάμβου,
Γραμμή 336:
εις την κεφαλήν της γραίας Φωτεινής.<br>
Όλοι εγέλασαν, και η γερόντισσα τους
εμιμήθη.
σχήμα επί της μαύρης μανδήλας της, και εκόσμει τα άσπρα τσουλούφια της,
τους μακρούς θυσάνους των τριχών, τους κρεμασμένους από των μηνίγγων
έμπροσθεν των ώτων, και ήρχισε να καμαρώνει τάχα ωσάν νύφη.<br>
―
κ' εγώ, είπε· δεν ξέρω πλια αν θα μου φορέσουν όταν πεθάνω, σαν
μ' εξαπλώσουν στο ξυλοκρέβατο.<br>
―
φορέσουν στεφάνι; είπεν ο Σταθάκης, όστις είχεν ακούσει από την μητέρα
του να λέγη ότι "όσες πεθαίνουν κορίτσια, τες βάζουν στεφάνι".<br>
―
από μερικές-μερικές, απήντησεν η γραία.<br>
να εννοήσωσι τι έλεγεν η Φωτεινή.<br>
<br>
<center>* * *</center>
<br>
έλαβε το καλάθι της, είτα εξελθούσα έλυσεν εκ νέου την προβατίναν, και
άγουσα αυτήν δια του σχοινίου, υπήγε να μαζώξη χαμολούλουδα, υψηλά εις
την εσχατιάν του ελαιώνος, κατά μήκος του τοίχου του κλείοντος
βορειανατολικώς τον περίβολον.
ήρχισαν να παίζωσι το κρυφτάκι και άλλα ακόμη παιγνίδια, όπισθεν
γιγαντιαίας ελαίας, με κορμόν τριών οργυιών αγκάλιασμα, ογκώδη και
τραχύν, ως πολλών κορμών συμπίλημα.
αμοιβαδόν όπισθεν του κορμού, εκάλυπτον τους οφθαλμούς με τας παλάμας,
κ' εφώναζαν ο εις με τον άλλον:<br>
Γραμμή 368:
― Σε βλέπου, δε με βλέπ'ς!<br>
― Πιάστε τον!<br>
― 'Γώ είμι Γιάννης, κι
― Παππού, πού πας;<br>
― Στου μοναστηράκι μ'.<br>
―
― Έχασάχασα βελόνα!...<br>
παρακελευόμενοι αλλήλους εις φυγήν και εις δρόμον, έκραζον:<br>
― Στα μπαμπακάκια να πατήσης, να μη σε
νοιώσ' ου γάττους!<br>
κραυγάς, κ' έκαμεν ένα δρόμον προς τον κήπον, κρατούσα και το πλέξιμόν
της, εις το οποίον από το πρωί δεν είχε κατορθώσει να προσθέση ούτε
Γραμμή 383:
αόρατος από του ελαιώνος, όπου είχεν ανέλθει η Φωτεινή, και μετά παλμού
καρδίας εισήλθεν εις τον οικίσκον.<br>
γωνίαν του κτήματος σχεδόν σύρριζα εις τον τοίχον του περιβόλου, και
εσκιάζετο από δύο υψηλάς λεύκας και από λόχμην τινά δροσοκρατούσαν
έμπροσθεν της εισόδου. Ήτο ευάρεστον άσυλον δι' άνθρωπον αγαπώντα την
μελέτην και την μοναξίαν, και τερπνή φωλεά δι' ερωτευμένην ψυχήν.<br>
του μικρού παραθύρου, του βλέποντος προς την υψηλοτέραν κορυφήν του
λόφου, όπου η θέα ηπλούτο ωραία προς βορράν.
Ξάνεμον, μέγας όρμος όπου εβασίλευε το κράτος του
αυτόχρημα, με τας δύο θαλασσοπλήγας ακτάς του, την
ως κεφαλήν
ατελείωτον οροπέδιον φαιοπρασινίζον εις τας ακτίνας του ηλίου, όπου η
ελαία διαγκωνίζει την συκήν και η συκή συμπλέκεται με την μηλέαν.<br>
ο νέος, περί ου της είχεν ομιλήσει προ μικρού η Φωτεινή.
ψυχήν είδεν.
είχε κρυβή κάπου.
δελτάριον, το οποίον είχεν εύρει χαμαί ο μικρός αδελφός της, και
ανέγνωσε τα λοιπά του περιεχομένου.
<br>
σ' είχα,<br>
κ' είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής
σου τρίχα.<br>
<br>
μαυροφτερουγιασμένα,<br>
σαν περιστέρι στη σπηλιά μ' ετάραξαν για
σένα.<br>
<br>
λένε·<br>
τ' αηδόνια αυτά που κελαδούν μου
φαίνονται να κλαίνε.<br>
<br>
λουλούδια,<br>
οπού 'ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά
Γραμμή 433:
πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.<br>
<br>
πουλί μου,<br>
αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.<br>
<br>
χέρι,<br>
αν έσφιξε ή το 'σφιξαν ένας Θεός το
ξέρει.<br>
<br>
αρνί μου,<br>
αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.<br>
<br>
επιστόλιον τούτο, το οποίον έφερεν υπογραφήν "
σύννους, εβυθίσθη εις λογισμούς και εις υποψίας και τινες των ανωτέρω
παρατεθέντων στίχων αρχαρίου, μ' όλην την απειρίαν της εις τα πράγματα
του βίου, της εφαίνοντο αμυδρώς προσβλητικοί.<br>
τρίτου, αδιαφόρου, ή μάλλον άλλως ενδιαφερομένου δια την τιμήν της, και
είπε μέσα της: Σαν εύρισκε τρίτος αυτό το γράμμα, και το ανεγίνωσκε πώς
Γραμμή 458:
καταστήση αυτήν συνένοχον, αν τυχόν συνέβαινε να παραπέση το γράμμα,
και τότε άρα ο γράψας ήτο ειλικρινής εραστής ή ήτο μάλλον προικοθήρας;<br>
τούτους και έμεινε ρεμβάζουσα, μελαγχολούσα μάλλον, ενθυμηθείσα κατ'
εκείνην την στιγμήν τι της έλεγε προ μηνός σχεδόν η άγρυπνος Φωτεινή,
όταν πρώτην φοράν παρετήρησε και ήρχισε να σχολιάζη τους γύρους, τους
οποίους έκαμνεν ο νέος εκείνος περί την οικίαν του καπετάν Λιμπέριου.<br>
―
που σ' τον έχει!<br>
οποίαν είχε συλλάβει δις κοιτάζουσαν τον νέον εκείνον δια του
ημικλείστου παραθύρου.<br>
―
αυτός ο σεβτάς;
ανεμιμνήσκετο τώρα η
κρότον.<br>
Ύψωσε τους οφθαλμούς. Δια του παραθύρου
Γραμμή 477:
μόλις απείχεν ανάστημα ανδρός από της γης, εισώρμησεν εις τον οικίσκον
όπου ευρίσκετο η κόρη.<br>
ακτένιστος, άγριος, όχι πολύ άσχημος την όψιν, ευρύστερνος, αθλητικού
αναστήματος, με απλανείς και εσβεσμένους τους οφθαλμούς, με
κοκκινισμένα τα βλέφαρα, φορών χονδρά ενδύματα όχι εντελώς ράκη ακόμη.
τοίχου, και εζήτει να την φιμώση δια της παλάμης του.
ήθελε να την πνίξη.<br>
κραυγήν.<br>
<br>
Γραμμή 493:
Περί ώραν ενδεκάτην της προλαβούσης
νυκτός νέος τις έκρουσε χαμηλόν παράθυρον πενιχρού οικίσκου της
πολίχνης ου μακράν της οικίας της
Όλη η συνοικία εκοιμάτο την ώραν
εκείνην.
επαγγέλματος, ούτε και ορνιθοκλόπος. Ίσως ήτο εις των φορτικών εκείνων
εργολάβων των επαρχιακών πόλεων, των κιθαρωδών και κωμαστών της νυκτός,
όσοι από καιρού εις καιρόν ανησυχούσι τας οικογενείας τας λαχούσας τον
κλήρον να έχωσι κόρας προς υπανδρείαν.<br>
μικρόν φως υποφέγγον δια των σχισμών του παραθύρου. Δεν ήτο φως
κανδήλας αναμμένης ενώπιον των εικονισμάτων των αγίων, αλλά καπνώδους
λυχναρίου με λεπτήν θρυαλλίδα αμυδρώς καίοντος.<br>
ελαφρόν βήμα ηκούσθη και η θύρα ήνοιξε μετά πενθίμου κρότου.<br>
την θύραν γυναίκα, και πορευθείς ανέβη εις τον σοφάν, όστις απετέλει το
μόνον έπιπλον της πτωχικής οικίας.<br>
οικίαν, ήτο πεντηκοντούτις, χήρα, άτεκνος.
υψηλή, οστεώδης, μελαγχροινή, η υπολευκάζουσα κόμη επρόβαλλεν έξω του
κεκρυφάλου της, και το βλέμμα της εξέφραζε έκρυθμόν τι και εκστατικόν.<br>
σκίμποδος.
― Ω μάγισσα, μάγισσα, ήρχισεν άνευ
προοιμίων ο νεωστί ελθών, νέος, υψηλός, μελαγχροινός, με λεπτόν μαύρον
Γραμμή 521:
μάγισσα, μάγισσα, ήλθα να μου πης την τύχη που με περιμένει εμέ κ'
εκείνην.<br>
περιεργείας· εφαίνετο λίαν εξημμένος και θερμοκέφαλος.
πρόσωπόν της εξέφραζεν έκπληξιν και αφελή ομολογίαν, ότι δεν το ήλπιζεν
έως εκεί. Διενοείτο ότι σπανίως κατά το μακρόν στάδιόν της συνήντησε
δείγμα του είδους τούτου.<br>
― Έρριξα τρεις φορές τα χαρτιά, απήντησε
βραδέως η μάγισσα.
―
― Όλο και μαύρα.
απειλεί.<br>
― Ποίος φάντης μπαστούνι;<br>
―
― Ποία είναι η ντάμα κούπα;<br>
―
διότι κι αυτή η ίδια είναι η ντάμα καρρώ, έτσι την έβαλα.
πολλές φορές. Όλο η ντάμα κούπα και ο φάντης μπαστούνι βγαίνουν κόντρα
της.<br>
―
―
η μάγισσα.
να είπω ότι δεν σου θέλει εσένα το καλό σου. Γιατί η μητέρα, βέβαια,
δεν μπορεί να θέλη το κακό του παιδιού της.<br>
―
λέγη και διεκόπη μόνος του.<br>
―
κυρά
―
φορά.
και τώρα σιμά.
φάντη σπαθί.<br>
―
―
τονίζουσα εμφαντικώς τας λέξεις, είναι φίλος της, που θα βρεθή εγκαίρως
πλησίον για να την γλυτώση απ' αυτόν τον κίνδυνο.<br>
―
δεισιδαίμονος ελπίδος.<br>
―
κυρά
ειρωνείας επαισθητήν, αλλ' ο νέος ούτε το παρετήρησεν. Ήτο έτοιμος να
εκπέμψη κραυγήν θριάμβου.<br>
―
ανεκεφαλαίωσεν η μάγισσα, αντίστασις από την μητέρα, κίνδυνος από έν
μέρος απ' έξω, επέμβασις φιλική, και ως εδώ μόνον.
λέει και το αυγό, μα...<br>
του και έθεσε τάλληρον του Όθωνος εις την χείρα της μαγίσσης.
―
―
μάγισσα· θέλεις να σου το δείξω;<br>
επί του μικρού σανιδώματος της οποίας ευρίσκετο, μέσα εις έν
φλυτζάνιον, αυγόν με στρογγύλην οπήν εις την μίαν πλευράν.<br>
εραστής της
μάγισσαν· ήτο εύπιστος, ως όλοι οι ερώντες, διότι φαίνεται ότι
ήτο, κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον, ειλικρινώς ερωτευμένος.<br>
Ήτο νέος σπουδαστής, αλλά ναυτικός
μάλλον ή σπουδαστής. Ήτο ρωμαντικός, ως όλη η γενεά του, η ακμάσασα από
του 62 μέχρι του 80.
διέκοψε τας σπουδάς του κ' εμβαρκάρισε με τα καράβια, κ' εγύρισε κόσμον
ως ναύτης επί τέσσερα έτη.
που είχε μάθει, επανήλθεν εις το Γυμνάσιον, δυνάμει του παλαιού
ενδεικτικού του, και γενειοφόρος ήδη έτυχεν απολυτηρίου.
δε ήτο εγγεγραμμένος εις την
πολύ να κυλίεται εις την κόνιν των θρανίων, διήρχετο τους περισσοτέρους
μήνας του έτους εις την δροσεράν νήσον του.<br>
Δεν είχε τόσον καλόν όνομα εις τον
τόπον.
οκνηρόν, ως ασωτεύοντα την μικράν πατρικήν του κληρονομίαν, ως
κιθαρωδόν της νυκτός, ως οινοπότην.
νεώτερος, ήτο δεκτός εις την οικίαν.
ετόλμα πλέον να πατήση εκεί τον πόδα. Ήτο τόσον αδέξιος ώστε, όταν
ποτέ, κατά τινα επίσκεψιν επί οικογενειακή εορτή, του έσφιγξε, μετ'
αθωότητος βέβαια, η
ενθουσιασμώ του έσφιγξε και αυτός θερμότατα εις απάντησιν την χείρα της
χειραψίαν.
εκοίταξε μετ' απορίας και μομφής, και αυτός τώρα μετά πολλούς μήνας
ενθυμήθη να υπαινιχθή εις τους στίχους του το σφίξιμον εκείνο της
Γραμμή 612:
επιστόλιόν του πρέπει να τ' αποδώση τις εις το υπερεξημμένον και
θερμοκέφαλον του νεανίου, και εις την νευρικήν αταξίαν την οφειλομένην
εις τον ανήσυχον και ανώμαλον βίον του.
υστεροβουλίας· ήτο μόνον ολίγον τι απερίσκεπτος.<br>
εστίας το αυγόν και το έφερε προς τον νέον.<br>
Δια της οπής του αυγού εφαίνετο ρευστός
ο κρόκος, και μέρος του λευκού, το λοιπόν φαίνεται ότι είχε χυθή.
του κρόκου η μάγισσα έδειξε σημεία τινα εις τον δεισιδαίμονα νεανίαν.<br>
―
κι άλλο μαυράδι ψιλότερο.
απειλεί την
έλθη. K' εκείνο το κοκκινάδι που βλέπεις εκεί είναι η αντίσταση, που θα
ευρή απ' το σόι της, απ' το αίμα της.<br>
―
βραδέως η μάγισσα.<br>
―
―
φαίνεται πως θα νικήση στο ύστερο το κοκκινάδι.<br>
― A! έκαμεν ο νέος.<br>
―
είχε το πάλαι χωροφύλακα άνδρα, υπενωμοτάρχην, και είχε μάθει να ομιλή
ξενικά, το λοιπόν, ο φίλος, ο καλοθελητής της, αγκαλά και δεν τον θέλει
η μάννα της, φαίνεται ότι θα τα καταφέρει σιγά-σιγά.<br>
δεύτερον τάλληρον το έδωκε μετά προθυμίας εις την μάντιδα ήτις εγέλασε
λίαν διακριτικώς.<br>
― Γιατί με είπαν
της, γιατί ήξευραν πως ήθελα με το δίκιο μου ασήμωμα.
ανθρώπου, προσέθηκεν, έχει να κάμη με το ριζικό του.<br>
― Έτσι λοιπόν,
ο νέος· πώς είπες, πώς είπες;<br>
―
είπεν η
― Πες μου το πάλι,
να τ' ακούσω. Πώς το είπες;<br>
―
μάγισσα, δε θα περάση πολύς καιρός και θα την απολάψης.<br>
―
μου! να σου φιλήσω το χεράκι σου θέλω.<br>
μαγίσσης την εφίλησε μετά κρότου.<br>
―
χήρα, σαν περάση και κανείς απ' έξω κι ακούση, θα πη πως...<br>
K' εκάγχασε θορυβωδώς.<br>
σταθεράν ιδέαν του, ώστε ουδέ παρετήρησε καν το φέρσιμον τούτο της
μαγίσσης.<br>
δρομαίον βήμα.
πολλήν χαράν του και την υπερβάλλουσαν ελπίδα του.<br>
φως, και έστρωσε την κλίνην της δια να κοιμηθή. Όλον δε το βλέμμα της,
γρηγορούσης ακόμη, όλον το πρόσωπόν της, αποκοιμηθείσης, έφερεν οιονεί
Γραμμή 670:
<center>* * *</center>
<br>
νεάνιδος ελεύθερον, και ήρχισε να την παρακαλή με νεύματα, με
χειρονομίας, να μη φωνάζη, να λάβη υπομονήν και να τον ακροασθή.<br>
―
η
ως να εφοβείτο μη είναι ωτακουστής κρυμμένος κάπου.<br>
―
πάλιν η νεάνις.<br>
ανοικτόν, και οι πρόσθιοι οδόντες του εφαίνοντο αραιοί, υπόμαυροι, και
οι τέσσαρες κυνόδοντές του ήσαν λίαν αιχμηροί· αλλ' εξηκολούθει
να σιωπά.
φωνήν, αλλ' εδυσκολεύετο.<br>
εξέπεμψε φθόγγους τινάς, οίτινες δεν ήσαν σωσταί λέξεις, αλλά ράκη
λέξεων.<br>
― Έλα παμ' καλύβ' θ'κό μ'! είπε
τραυλίζων και ψευδίζων.<br>
εκοίταξεν ενεή και μετά δέους. Δια πρώτην φοράν τον έβλεπε.<br>
πολλάκις την Φωτεινήν να διηγήται ότι, ου μακράν του κτήματός των,
όπισθεν του λόφου της Δραγασιάς, υπήρχε παλαιόν τι κτίριον, καλύβη
ποιμενική, όπου κατώκει νέος τις, αληθής λυκάνθρωπος, καλούμενος κοινώς
του κυρίου του, όστις τον είχε προσλάβει ως βοσκόν φιλανθρωπίας χάριν.
Άνθρωπος σπανίως τον έβλεπεν. Ήτο μογιλάλος, σχεδόν βωβός.
εκτάκτους μόνον περιστάσεις, και μετά πολλού κόπου κατώρθωνε ν' αρθρώση
φωνήν.
τον εφοβούντο, διηγούμεναι ότι επείραξέ ποτέ τινας αυτών.<br>
ο αλλόκοτος άνθρωπος, όστις ήτο ενώπιόν της.
έαρος, φαίνεται ότι εβαρύνθη και αυτός την μόνωσίν του, ησθάνθη ότι ήτο
άρρην, και η φύσις παρ' αυτώ εξηγέρθη. Πτωχός άνθρωπος!<br>
― Έλα πάμ' φύγουμ', επανέλαβεν ο
λυκάνθρωπος· 'θής, μαζί, 'θής;<br>
πλέουσα μεταξύ περιεργείας και οίκτου, <και> εκ των νευμάτων του
μάλλον ήρχισε να εννοή ότι την προσεκάλει να τον ακολουθήση. Πτωχός
Γραμμή 713:
― Πέα καλύβ' έχου γιαούτ', γάλα,
στογγυάτα δώσου. Πάμ' καλύβ'!<br>
να φοβήται.
φαινόμενον, οποίον ποτέ δεν εφαντάσθη.<br>
ταύτης, ην, φαίνεται, εξέλαβεν ως ευμένειαν εκ μέρους της νεάνιδος.<br>
― Έλα, πάμ'! επανέλαβεν ο
δέντα πέσης νάνι-νάνι χουταάκια. K' ιγώ νάνι-νάνι, πλάι-πλάι.<br>
ακούσασα του λυκανθρώπου τας προτάσεις και την βουκολικήν περιγραφήν.<br>
έτεινε την χείρα κ' εζήτει να θωπεύση τας ωλένας της.<br>
αποστροφής διέτρεξε τας φλέβας της.<br>
― Φεύγ' από δω!<br>
K' εστράφη προς την θύραν.
έτρεξε κατόπιν της.<br>
― Φεύγα, καημένε, να μην ερθή τώρα ο
αντραγάτης και σε σκοτώση. Σε λυπούμαι. Θα φωνάξω να 'ρθούν τα παιδιά
να σε πάρουν με τς πέτρες.<br>
―
μαζί, είπεν απειλούσα αυτόν με την χείρα η νεάνις. Φεύγα, γιατί θα σου
σπάσουν το κεφάλι. Δεν άκουσες που φώναξα πρωτύτερα;
έρχουνται. Θα βάλω τις φωνές.<br>
περιέβαλε με τους βραχίονάς του.<br>
ν' απαλλαγή της περιπτύξεως του αλλοκότου ανθρώπου.
ήτο ρωμαλέος και ήδη την είχεν ανατρέψει επί της ψάθης παρά την εστίαν.<br>
χείρα του υπό την αβρήν μασχάλην της και της έθλιβε το παρθενικόν
στήθος, και δια της δεξιάς εκράτει σφιγκτά τον λαιμόν της και ηπείλει
να την πνίξη εις την ελαχίστης κραυγήν.
την κόμην άτακτον, προσεπάθει με τας απαλάς χείράς της να ξεκολλήσει
από το σώμα της τας οπλάς του
απερίκοπτοι είχον απογαμψωθή σχεδόν και εφαίνοντο οιονεί στοιχειωμένοι.
Ήσθμαινεν η κόρη υπό την οδυνηράν πίεσιν και επνευστία εκείνος εν τη
αγωνία της προσδοκίας του και της απλήστου επιθυμίας.<br>
κατορθώσει ν' απαλλάξη τον τράχηλόν της, και να εκβάλη πεπνιγμένην
κραυγήν.
και παρέλυσε πάσαν αντίστασιν των χειρών της.
τους χελωνοδέρμους και σκληρούς προσεπάθει να περισφίγξη ως δια διπλής
λαβίδος τους τρυφερούς πόδας της.<br>
εστέναζε· τον είχε πτύσει δις εις το πρόσωπον· εζήτησε να
του δαγκάση τον ώμον, αλλά τούτο θα ήτο μάλλον ερεθιστικόν της
κτηνώδους ορμής του
άγριον γέλωτα. Έκαμεν απότομον κίνημα κ' εζήτησε δια της αριστεράς να
της σχίση την εσθήτα.
εθριάμβευε κατά της παρθενικής αντιστάσεως.
ηκούσθη δούπος ως σώματος πεσόντος από του θριγκού του τοίχου.<br>
βλέμμα προς το μικρόν παράθυρον. Ήλπισεν ότι ήρχετο βοήθεια.
διατί δεν ήλθον η Φωτεινή και τα παιδία, αφού τρις τους έκραξε.
τελευταίαν στιγμήν, πριν απομακρυνθή, δια να συλλέξη χαμαίμηλα, με
τρόπον της είχεν υποδείξει ότι καλόν θα ήτο να υπάγη μαζί της.
αυτή περιφρονητικώς είχε μειδιάσει ειπούσα ότι δεν είναι φόβος, και
ότι, και αν τυχόν είχεν εμφανισθή ο
η Φωτεινή, αυτή ήτον ικανή να φυλάξη τον εαυτόν της.<br>
Πτωχή γραία, ήτις δεν ενόει ότι μάλλον
εκέντα και ηρέθιζε την φαντασίαν και την περιέργειαν της κόρης,
ομιλούσα αυτή περί του νέου εκείνου!
να ήρχετο τουλάχιστον ο
εμφανίζετο.<br>
εξηγείτο ίσως εκ της αποστάσεως.
ηκούσθησαν.
ελαιώνος, και το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου ήτον αχανές, "αγύριστον".
επνίγετο εν μέσω των τεσσάρων τοίχων, και η ηχώ της εχάνετο εντός της
λόχμης. Ίσως δε και ο πνέων βορειανατολικός άνεμος, όστις εδυνάμωνεν
όσο επροχώρει η ημέρα, συνέτεινεν εις το να μη ακούωνται αι φωναί της
νέας.
μέρη, εις τους γείτονας λόφους και τας κοιλάδας.<br>
<br>
<center>* * *</center>
<br>
μαζεύη χαμολούλουδα, και τα παιδία εξηκολούθον να παίζωσιν όπισθεν του
κορμού της γιγαντιαίας ελαίας.
ηκούσθησαν πράγματι.<br>
και δεν έπαυε να φιλοσοφή περί των ανθρωπίνων και περί των γυναικείων
πραγμάτων.
αφιλοκερδώς μέχρι τούδε, μόνον η προβατίνα δεν είχε ψεύσει τας
προσδοκίας της.
με το μαλλί της, αλλά και της ήτο πιστή, πιστή, όσον δύναται να είναι
ζων και έμπνουν κτίσμα του Θεού.<br>
φιλάσθενος και φίλαυτος, ως όλαι αι διαρκώς πάσχουσαι γυναίκες, σχεδόν
υποχονδριακή, εξετίμα τόσον την γηραιάν θεράπαιναν, όσον και την
προβατίναν.
Φωτεινή, διότι η προβατίνα ήξιζε πράγματι περισσότερον από όσον
ενομίζετο.
αναθρέψει μετά στοργής και αφοσιώσεως, της αμνάδος εκτελούσης μετά τον
έκτον μήνα χρέη τροφού, διότι η κυρα-Λιμπέραινα ποτέ δεν είχεν άφθονον
γάλα, η ωραία και υπερήφανος
εσχάτως. Άλλοτε είχεν απεριόριστον εμπιστοσύνην εις την Φωτεινήν, της
τα έλεγεν όλα.
και η Φωτεινή από καιρού εις καιρόν, εκεί που έκυπτε και εμάζευε τα
ιαματικά της βότανα, έστρεφε βλέμμα προς τα παιδία, τα οποία έπαιζαν
Γραμμή 826:
γηραιάν και αφωσιωμένην θεραπαινίδα, την άγευστον πάσης χαράς και
ηδονής εν τω κόσμω, πλην της εκ της αυτοθυσίας και αφοσιώσεως.<br>
τον μικρόν ύπτιον επί των ώμων, κρατών τας παλάμας τούτου με τους
δακτύλους σφιγκτά επί του στέρνου του και αι επόμεναι ερωτήσεις και
αποκρίσεις διημείβοντο μεταξύ των δύο:<br>
―
―
―
― Γης.<br>
―
―
― Πέσε κάτου σα γαϊδούρ'.<br>
να κυλισθή μαλακώς εις τα χόρτα του εδάφους.<br>
το μέρος του καλυβιού ερχομένη. Ήτο η τρίτη κραυγή της
έφθασεν εις τα ώτα της Φωτεινής.<br>
― Φωτεινή!... Σταθάκη!... τρέξετε...<br>
― Σιωπάτε παιδιά ν' ακούσουμε... Δεν
ακούσατε φωνή;<br>
―
―
μας κράζει, είπεν η γραία τρέχουσα.
― Έρχουμι, είπεν έκαστον των παιδίων. O
δε Γιάννης, όστις ήτο ψυχοπαίδι της ατέκνου
μηνών εκ τινος χωρίου του Πηλίου, είπε και αυτός "έρχουμι!"<br>
<br>
<center>* * *</center>
<br>
αγωνιώσα
περιβόλου εντός του κήπου, δρομαίον βήμα ανδρός ηκούσθη, η θύρα του
οικίσκου ημίκλειστος ούσα ηνοίχθη, και ο
θύρας.<br>
Φαίνεται ότι ο νέος μετά τας
συνεντεύξεις, ας είχε λάβει με την μάγισσαν, ων μίαν, την τελευταίαν,
περιεγράψαμεν εν τοις προηγουμένοις, είχεν αποφασίσει να φρουρή εκ του
σύνεγγυς την νέαν την οποίαν ηγάπα.
φοράν ταύτην, ίσως χωρίς να το θέλη και αυτή.<br>
εξελθών από της μαγίσσης, αφού επεριπάτησε μέχρι του μεσονυκτίου,
απήλθεν οίκαδε και έγραψε το επιστόλιον προς την
δύο ή τρία δίστιχα τα αναφερόμενα εις τους χρησμούς της μαγίσσης, εις
όσα από ημερών ήδη είχε συνθέσει.
τινος καναπέ, ελαγοκοιμήθη επί μίαν ή δύο ώρας με την φαντασίαν
γρηγορούσαν και την ψυχήν τεταραγμένην, και εις τας τρεις μετά τα
μεσάνυκτα ανεπήδησεν, ελούσθη ψυχρόν ύδωρ και πάραυτα εξήλθε.<br>
εις το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου, όπου ήξευρεν ότι συνήθιζε να
μεταβαίνη την Πρωτομαγιάν η
το ερωτικόν δελτάριον υπεράνω του τοιχογυρίσματος και απεμακρύνθη.<br>
κρυπτόμενος εκεί πλησίον, τούτο μεν φοβούμενος, ως δεισιδαίμων, τον
κίνδυνον, ον προέλεγεν η μάγισσα, τούτε δε ελπίζων, ως ερωτόληπτος, να
εντρυφήση εις την θέαν της
τον πειρασμόν του να κάμη και πάλιν ένα δρόμον κατά την πόλιν, χάριν
της απείρου ηδονής του να συναντήση και να καλημερίση την
Όταν αι δύο γυναίκες απεμακρύνθησαν
ικανά βήματα, ο
μακρόθεν τας ηκολούθησεν. Έβλεπεν εκεί κάτω εις τον ορίζοντα, υπό τας
ακτίνας του ηλίου διαγραφόμενον το ραδινόν ανάστημα και την λευκήν
εσθήτα της
εγγύθεν.
διατρέχει τα διαστήματα;<br>
κτήμα της
κορυφήν της Δραγασιάς, όπου και η Φωτεινή τον παρετήρησεν, ως είδομεν,
όπισθεν του στελέχους δένδρου καθήμενον.<br>
εκάθισεν εις την σκιάν βράχου, προς δυσμάς της κορυφής του λόφου.
περιβόλου, μέρος του κήπου και του ελαιώνος του καπετάν Λιμπέριου.
μίαν στιγμήν είδε την
πηγή, και βαδίζουσαν προς τον οικίσκον, ου μόνον η στέγη ήτο ορατή από
της σκοπιάς του νέου, είτα είδε τα παιδία και την Φωτεινήν, εις
ανάστημα πλαγγόνος ένεκα της αποστάσεως, αναβαίνοντας προς τον ελαιώνα.<br>
άνθρωπον, χωρικόν ως εφαίνετο εκ της ενδυμασίας, τριγυρίζοντα περί το
κτήμα και κοιτάζοντα με τρόπον ύποπτον τους τοίχους του περιβόλου.
είδε να πηγαίνη, να γυρίζη πάλιν οπίσω, να ίσταται, να θεωρή, να βαδίζη
πάλιν, και τέλος τον βλέπει να κύπτει προς τον τοίχον και να εκτελή
εργασίαν τινά, ως να εσκάλιζε να εύρη τι εις καμμίαν οπήν, ή ως να
αφήρει λίθον από του τοίχου.<br>
κνήμην, έθεσε τον πόδα εις την οπήν, την οποίαν είχε κατασκευάσει,
ύψωσε τον άλλον πόδα, ανέβη, διεσκέλισε τον θριγκόν, και έγινεν άφαντος
όπισθεν του τοίχου.<br>
Ήτο ο
υψηλής κορυφής της Δραγασιάς, όπου έβοσκε τας αίγας του, την
βαίνουσαν προς τον οικίσκον, είχεν ιδεί και την γραίαν με τα παιδιά
απομακρυνόμενην, και επειδή, φαίνεται, θα είχε παρατηρήσει την νέαν
Γραμμή 921:
θα του είχε κινήσει την όρεξιν, έσπευσε να βάλη εις πράξιν το αρχέτυπον
και αιπολικόν σχέδιόν του. "Ωιπόλος όκκ' εσορή τας μηκάδας..."
την ερατεινήν και ονειρώδη ύπαρξιν. Πτωχός λυκάνθρωπος!<br>
ηγέρθη και έτρεξε με ταχύτητα ελάφου. Έτρεξεν, έτρεξε και είτα ήκουσε
και την κραυγήν της
Έφθασεν εις τον περίβολον, εύρε το μέρος
όπου είχεν αφαιρέσει ένα λίθον, με τους στοιχειωμένους όνυχάς του, ο
ανδρικού αναστήματος, κ' επήδησεν εντός του κτήματος.<br>
<br>
Γραμμή 934:
<br>
"Ήτο καιρός", καθώς λέγουν οι φράγκοι
μυθιστοριογράφοι.
την έπνιγε μετ' ου πολύ.<br>
του
του, πριν αναβή ακόμη τας πέντε βαθμίδας της εσωτερικής κλίμακος, ήτο
μία αξίνη με στιλπνόν σίδηρον, με βραχείαν λαβήν, χρησιμωτάτη ως όπλον.
γεμάτον, αλλ' εφοβείτο να το μεταχειρισθή, μήπως πληγώση την
Έλαβε την αξίνην, έτρεξε, και ήρχισε να
κτυπά τας χείρας του
κατ' αυτού.
κρανίον.
τα παιδία.
του κακού, κ' έστρεψε προς αυτόν άγρια βλέμματα, και ηπείλει να τον
σχίση με τας χείρας, περιφρονούσα τον σίδηρον ον εκείνος εκράτει.
ο νέος της έδειξε με εν νεύμα εκτάδην κείμενον, ημιθανή τον
την κεφαλήν αιματωμένην, και τότε η γραία ήρχισε να εννοή.<br>
― Φέρτε νερό! είπεν ο
βοήθειαν εις την
τόσον αδυνατισμένη από την τρομεράν πάλην, ώστε δεν ηδύνατο να κινηθή.
σφυγμόν της και την καρδίαν της.
ύδωρ, και ο
είχεν εις τους κόλπους με άνθη συνειλημμένα, και εζήτει να δέση τας
πληγάς της.
αμυχάς εις τον λαιμόν, και άλλην εις τον βραχίονα.<br>
ολοβρόχινον εφαίνετο προς την αριστεράν πλευράν καθημαγμένον και η
γραία ψηλαφήσασα ανεκάλυψε και τρίτην αμυχήν υπό τον αριστερόν κόλπον.
λευκότατον καθάριον υποκάμισόν του και κόψας δύο πλατείας ταινίας τας
έδωκεν εις την γραίαν να δέση την πληγήν.<br>
έστρεψε βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τον
έπλυνε και την πληγήν του
παλαιόπανον.<br>
προς τον
ευρίσκετο πολύ μακράν, δια να έλθη να φροντίση περί της προσαγωγής του
εις την αστυνομικήν αρχήν, ήτις ήτο αρμοδία να τον παραδώση εις
νοσηλείαν ή εις φυλακήν. Έπρεπε δε να υπάγη ο ίδιος να εύρη τον
αγροφύλακα και δώση την είδησιν.
γυναίκας και τα παιδιά με τον
σκοτοδίνης ηδύνατο να είναι ακόμη επικίνδυνος; Ήτο λοιπόν έτοιμος να
προτείνη εις την Φωτεινήν να εξέλθωσιν όλοι εκ του οικίσκου, να
κλειδώσωσι μέσα τον
υπάγη προς αναζήτησιν του αγροφύλακος.<br>
βλέπει τον
είτα εσηκώθη, εβάδισε χωλαίνων προς την θύραν, εξήλθε, και διηυθύνθη
προς την θύραν του περιβόλου.<br>
και τον είδεν ωθούντα τον σύρτην και ανοίγοντα την θύραν.
τελευταίαν στιγμήν εστράφη, ηπείλησε δια της πυγμής τον
έκραξε:<br>
― Έννοια σ' δε 'θής καμμιά φοά καλύβ'!
K' έγινεν άφαντος.<br>
<br>
<center>* * *</center>
<br>
κ' επειδή η
εγίνετο θύμα του αγροίκου βιαστού, την ηρώτησε αν τον ήθελε δια
σύζυγον.
υπανδρευθή, "καλύτερ' αυτός, παρά άλλος".<br>
του περιπαθώς ερώντος
έαρος, επέπρωτο να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον θέρος - έρος.
|