Οἱ τυρρανίσκοι τοῦ θέρους
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΟΙ ΤΥΡΑΝΝΙΣΚΟΙ ΤΟΥ ΘΕΡΟΥΣ
(ΑΣΜΑ ΚΛΛΟΚΑΙΡΙΝΟΝ)

Τι νὰ κάμω, τί θὰ γείνω, συμβουλή σας θέλω, φίλοι,
Πρὶν μὲ φᾶνε οἱ κορέοι, τὰ κουνούπια καὶ οἱ ψύλλοι.
Μῆνας πέρασε κι’ ἀκόμα δὲν ἐσφάλισα τὸ μάτι,
Γιατί κάθομαι καὶ βλέπω ἀπ’ ἀλάργα τὸ κρεββάτι.

Οὔτε τέλος, οὔτε μέση, οὔτ’ ἀρχὴ ’μπορῶ νὰ εὕρω.
Ξεκαθάρισμα δὲν ἔχουν, πόθεν ἔρχονται δὲν ξεύρω.
Ἐὰν κάμω ὅτι σβύνω τὸ κερὶ τὸ ἀναμμένο,
Δέκα τάγματα κορέων χωρὶς ἄλλο ἀναμένω.

Καὶ ἂν κάμω πῶς κοιμιοῦμαι… μὴ τὸ πάρετε γιὰ ψέμμα,
Ἕνα κόμπο ’ςτὸ κορμί μου τότε δὲν θ’ ἀφήσουν αἷμα.
Ἄμ’ ἐκεῖνα τὰ κουνούπια, τί ἀχρεῖα, τί μπερμπάντες!
Σὰν μὲ μυρισθοῦν ἀρχίζουν τὸ — βίν! βίν! — σὰν μουζικάντες.

Τόρ’ ἃς ἔλθομε ’ς τοὺς ψύλλους, ποῦ σὰν κέφαλοι σαλτάρουν,
Δὲς πῶς ἔρχονται τὸν φόρο, ποῦ τοὺς χρεωστῶ νὰ πάρουν.
Τέλος πάντων· μ’ εἶπαν σκόνη ’ςτὸ κρεββάτι μου νὰ χύσω,
Ἐὰν θέλω τοὺς κορέους καὶ τοὺς ψύλλους ν’ ἀφανίσω.

Καὶ τὸ ἔκαμα, μὰ πάλι — Γιάννης ’πῆγε, ἦλθε Γιάννης. —
Μὲ τὴ σκόνη τοὺς κορέους ποῦ ’μπορεῖς νὰ τοὺς ξεκάνῃς!
Εἶνε ὅλοι πατριῶται, ’ς τὴν Ἀθήνα γεννημένοι.
Κι’ ὁ κοριός, σὰν Ἀθηναῖος, ἀπὸ σκόνη δὲν πεθαίνει!
Ἓν Ἀθήναις, Ἰούνιος τοῦ 1891.

Γεωργιοσ Παπουλιασ