Λυπηρὸ συνάντημα
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΛΥΠΗΡΟ ΣΥΝΑΝΤΗΜΑ

Κορασιὰ χαριτωμένη,
ποῦ ’ς τὸν κόρφο τῆς χαρᾶς
ἐγεννήθηκες πλουσία,
ποιὰ μεγάλη δυστυχία
σ’ ἐκατάντησε, καϊμένη,
λεημοσύνη νὰ ζητᾷς;

Εἰς τὴν ὄψι σου τὰ ἴχνη
τῆς ὀδύνης σου θωρῶ!
καὶ τὰ σπλάχνα μου ραγίζεις
μὲ τὸ δάκρυ ποῦ σφογγίζεις,
δάκρυ πύρινο, ποῦ δείχνει
τὸν βαθύ σου τὸν καϊμό.

Σὺ δὲν ἤσουν γεννημένη
γιὰ νὰ σέρνῃς τὴν ζωή·
τὰ κουνάρια σου θυμοῦμαι
καὶ γιὰ τοῦτο πλειὸ λυποῦμαι
νὰ σὲ βλέπω παιδεμένη
καὶ παντέρημη ὀρφανή.


Τόσο νειὰ καὶ τόσ’ ὡραία
πῶς ἀκόμα λυπηρὰ
δὲν σὲ βλέπ’ ἡ κοινωνία;
Πῶς σ’ ἀφίνει ’ς τὴν πενία
καὶ δὲν ἔρχεται γενναία
νὰ σὲ σώσῃ μιὰ φορά;

«Εἶσαι νειὰ καὶ διακονεύεις;»
θὰ σοῦ ψάλουν οἱ πολλοί·
καὶ δὲν βλέπουν πῶς ἡ ἀρρώστια,
ποῦ σοῦ κρύβεται ’ς τὰ ἐντόστια,
δὲν σ’ ἀφίνει νὰ δουλεύῃς
καὶ νὰ βγάνῃς τὸ ψωμί.

Κ’ ἦλθες, ἄμοιρη, μπροστά μου!…
Ἄ! φτωχὸς εἶμαι κ’ ἐγώ.
Πίστευέ το κ’ εἶν’ ἀλήθεια·
νὰ σοῦ δώσω μιὰ βοήθεια
καθὼς ἤθελ’ ἡ καρδιά μου,
δυστυχής! δὲν ἠμπορῶ.

Ἔτσι πάντα συλλυποῦμαι
τοὺς καϊμένους ποῦ πονοῦν
καὶ μαραίνονται ’ς τὴ χρεία·
καὶ μὲ πιάνει ἀπελπισία
γιὰ τὰ μέσα ποῦ στεροῦμαι
νὰ τοὺς κάμω νὰ χαροῦν!


Ἕνας πλούσιος δὲν εὑρέθη
ποῦ ταὶς χάραις σου νὰ ἰδῇ
κι’ ἀπ’ τὰ πάθη νὰ σὲ βγάλῃ;
Ὤ! γιὰ ’κεῖνους εἶναι ζάλη
καὶ ξεφρένισμα καὶ μέθη
τὸ νὰ γείνουν σπλαχνικοί.

Μὴ μοῦ κλαῖς, δυστυχισμένη,
τὰ δεινά σου μὴ μοῦ λές.
Φθάνουν τόσα ποῦ ὑποφέρω
καὶ μονάχος μου τὰ ξέρω,
’Σ τὴν καρδιά μου τὴν θλιμμένη
μὴν αὐξαίνῃς ταὶς πληγαῖς.

Στρέψε κάλλιο τὴν καρδιά σου
’ς τὸν Θεὸ ποῦ μᾶς θωρεῖ.
’Σ τοὺς φτωχοὺς Ἐκεῖνος χύνει
τὴν οὐράνια λεημοσύνη.
Κλάψ’ ἐμπρός του, καὶ χαρά σου
ἂν Αὐτὸς σὲ λυπηθῇ.

Γ. Μαρτινελησ