Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Η συμβουλή της καμπάνας

Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891
Συγγραφέας:
Ἡ συμβουλὴ τῆς καμπάνας


Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ

ΜΙΑΝ φορὰν ἦταν ἕνας νέος καὶ εἶχεν ἀποφασίσει νὰ νυμφευθῇ. Ἀλλὰ διὰ νὰ ἐπαναπαύσῃ τὴν συνείδησίν του ἠθέλησε νὰ συμβουλευθῇ ἕνα φρόνιμον καὶ πολύπειρον φίλον του. Ὑπῆγε λοιπὸν καὶ τὸν ηὗρε.

— Ἀγαπῶ μίαν νέαν καὶ τὴν θέλω γυναῖκα μου.

— Πάρε την, ἀποκρίνεται ὁ φίλος του.

— Ἀλλ’ οἱ γονεῖς μου δὲν τὴν νοστιμεύονται καὶ δὲν θέλω νὰ τοὺς λυπήσω.

— Μὴ τὴν πάρῃς.

— Ἂν δὲν τὴν πάρω θὰ εἶμαι δυστυχὴς ὅσῳ ζῶ.

— Πάρε την.

— Τὸ κακὸν εἶνε ὅτι εἴμεθα καὶ οἱ δύο πτωχοὶ καὶ δὲν ἠξεύρω πῶς θὰ τὴν ζήσω ἂν τὴν πάρω, διότι εἶνε καλομαθημένη.

— Μὴ τὴν πάρῃς λοιπόν.

— Ἀλλὰ μὲ ἀγαπᾷ καὶ τὴν ἀγαπῶ. Θὰ ἐργασθῶ καὶ θὰ ζήσωμεν.

— Πάρε την.

— Ἂν ὅμως ἀποκτήσωμεν οἰκογένειαν, τί θὰ γείνῃ τότε; Πῶς νὰ τὴν πάρω χωρὶς λεπτόν;

— Μὴ τὴν πάρῃς.

— Εἶνε τόσον εὔμορφη καὶ καλή!

— Πάρε την.

— Φοβοῦμαι μή με κατηγορήσῃ ὁ κόσμος ἂν τὴν πάρω.

— Μὴ τὴν πάρῃς.

— Πάρε την! Μὴ τὴν πάρῃς!… Δός μου μίαν συμβουλὴν σωστήν. Εἰπέ μου, τί θὰ ἔκαμνες σὺ εἰς τὴν θέσιν μου;

— Ἄκουσε, φίλε μου. Ὅ,τι καὶ ἄν σε συμβουλεύσω ἐγώ, δὲν ἀξίζει. Ἰδοὺ τί θὰ ἔκαμνα εἰς τὴν θέσιν σου. Ὅταν σημαίνῃ ὁ ἑσπερινὸς θὰ ἐπήγαινα εἰς τὸν αὐλόγυρον τῆς ἐκκλησίας καὶ θὰ ἔκαμνα ὅ,τι μοῦ εἰπῇ ἡ καμπάνα.

— Ἀλλ’ ἡ καμπάνα δὲν ὁμιλεῖ.

— Ὁμιλεῖ εἰς ὅποιον ἠξεύρει νὰ τὴν ἀκούσῃ. Πήγαινε καὶ δοκίμασε.

Ἐπλησίαζεν ἶσα-ἶσα ἡ ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Πηγαίνει ὁ νέος πρὸς τὴν ἐκκλησίαν. Ἀρχίζει νὰ σημαίνῃ. Ὢ τοῦ θαύματος! Ἡ καμπάνα ὁμιλεῖ τῳόντι. Τίγκ, τόγκ, τίγκ, νὰ τὴν πάρῃς, τίγκ, τόγκ, τίγκ, νὰ τὴν πάρῃς, τόγκ, τίγκ, τόγκ νὰ τὴν πάρῃς, ναὶ τὴν πάρῃς, νὰ τὴν πάρης!

Πηγαίνει ἀμέσως ὁ καλός σου, εὑρίσκει τὴν νύμφην, δίδει τὸν λόγον του καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας γίνονται οἱ γάμοι.

Ἐννοεῖται ὅτι ἦτο προσκεκλημένος καὶ ὁ φίλος του, πρὸς τὸν ὁποῖον ὁ γαμβρὸς ἐξέφραζε τὴν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην του διὰ τὴν καλὴν συμβουλήν του. Τὸν ἤθελε μάλιστα καὶ κουμπάρον, ἀλλ’ ἐκεῖνος μὲ κανένα τρόπον δὲν συγκατένευσε.

Μετὰ ἓν περίπου ἔτος ὁ γαμβρὸς ἐπεσκέφθη τὸν φίλόν του. Ἦτο κατηφὴς καὶ ἐφαίνετο καταβεβλημένος.

— Ὡραία συμβουλὴ, λέγει, μοῦ ἔδωκες πέρυσι. Σὲ ἤκουσα καὶ τὴν ἐπῆρα, ὁπού νὰ μὴ τὴν εἶχα ἰδεῖ ποτέ.

— Πολὺ λυποῦμαι νὰ σὲ βλέπω μετανοημένον, ἀλλὰ συμβουλὴν βεβαίως ἐγὼ δὲν σοῦ ἔδωκα.

— Δὲν μὲ συνεβούλευσες νὰ κάμω ὅ,τι μοῦ εἰπῇ ἡ καμπάνα;

— Τοῦτο, ναί, σοῦ τὸ εἶπα.

— Λοιπὸν ἡ καμπάνα μοῦ εἶπε νὰ τὴν πάρω. Τὴν ἐπῆρα καὶ τὴν ἔπαθα.

— Δὲν πιστεύω νὰ πταίῃ ἡ καμπάνα. Δὲν θὰ τὴν ἤκουσες καλά.

— Πῶς δὲν τὴν ἤκουσα; Μοῦ ἐφώναζε: νὰ τὴν πάρῃς, νὰ τὴν πάρης!

— Πολὺ τὸ ἀμφιβάλλω. Πήγαινε νὰ τὴν ἀκούσῃς καλὰ καὶ ἔπειτα ἔρχου νὰ μοῦ παραπονῆσαι.

Ἀνεχώρησε στενοχωρημένος ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐπέστρεφε περίλυπος εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἡ ἐκκλησία ἦτο εἰς τὸν δρόμον του, ἡ δὲ ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ ἐπλησίαζεν. Ἦτο βέβαιος ὅτι εἶχεν ἀκούσει ἐξαίρετα πρὸ ἑνὸς ἔτους τὴν φωνὴν τῆς καμπάνας λέγουσαν: «νὰ τὴν πάρῃς.» Ἠθέλησεν ὅμως νὰ βεβαιωθῇ καὶ πάλιν, διότι τὸν εἶχε σκανδαλίσει ὁ δισταγμός, τὸν ὁποῖον ἐξέφρασε περὶ τούτου ὁ φίλος του.

— Ἀρχίζει νὰ σημαίνῃ, Τίγκ, τίγκ!… Περίεργον! Τὸ λέγει καθαρὰ ἡ καμπάνα. Νὰ μὴ τὴν πάρῃς, τίγκ, τίγκ, νὰ μὴ τὴν πάρῃς, μή, μή, νὰ μὴ τὴν πάρῃς!

Ὁ ἄθλιος ἤκουε καὶ ἐσυλλογίζετο: Μὴ δὲν ἤκουσε τῷ ὄντι καλὰ πέρυσιν; ἢ μήπως καὶ πέρυσιν καὶ ἐφέτος ἡ καμπάνα ἄλλο δὲν ἔλεγε παρεκτὸς ὅ,τι αὐτὸς ἐπεθύμει;

— Τί μοῦ πταίει ὁ φίλός μου, ἔλεγεν ἀναχωρῶν. Ἀνόητος ἐγὼ ν’ ἀκούσω πέρυσι τὴν συμβουλὴν τῆς καμπάνας.

(Ἐκ Παρισίων)

Δ. Βικελασ