Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
ΙΔ'. Ο τάφος του Παλικαριού


Η Κυρα - Παγράταινα είχε ανάψει μια λαμπάδα εμπρός στα εικονίσματα της, και κάθε λίγο άφηνε τις δουλειές και τα σιγυρίσματά της κι έκανε ένα - δυο μετάνοιες, μουρμουρίζοντας καμιά προσευχή:

«Παναγία μου, βοήθα τους! Θεοτόκε, πάρε το καημένο το κορίτσι στην προστασία σου, 'Αη - Γρηγόρη μου, εσύ που σου έταξα το παιδί μου, λυπήσου κι αυτά τα δυο παιδιά, μεσίτεψε στον Κύριο...»

Η ώρα περνούσε κι η ανησυχία της κυρα - Παγράταινας όλο και μεγάλωνε.

Στο τέλος άκουσε το βήμα του αντρός της. Η πόρτα άνοιξε, ο δεσμοφύλακας μπήκε μέσα με τη Θέκλα κι έκλεισε την πόρτα.

Καθώς τους είδε, η γριά αναστέναξε.

- Δόξα σοι ο Θεός... είπε.

Μα σταμάτησε βλέποντας το αναίματο και σα μαρμαρωμένο πρόσωπο της Θέκλας και τα ματωμένα της ρούχα.

- Παναγία μου! ψιθύρισε τρομαγμένη. Τι τρέχει; Είσαι πληγωμένη, κόρη μου;

Η Θέκλα κοίταξε τα ρούχα της κι αποκρίθηκε με την ίδια μονότονη φωνή:

- Όχι... είναι το δικό του αίμα.

- Τίνος; ρώτησε ακόμα πιο τρομαγμένη η κυρα - Παγράταινα.

Ο γέρος τής έκανε νόημα να σωπάσει. Μα η γριά ήταν τόσο ταραγμένη, που δεν καταλάβαινε.

- Τίνος αίμα; ξαναρώτησε.

Η Θέκλα θέλησε ν' απαντήσει, το στόμα της συσπάστηκε νευρικά:

- Εκείνου... είπε με κόπο.

Και κάθησε πλάγι στο τζάκι, με τα μάτια στυλωμένα στις φλόγες, αναίσθητη σε ό,τι γίνουνταν γύρω της.

Η γριά γύρισε στον άντρα της και είδε τα μάτια του κόκκινα από τα κλάματα.

- Αχ, πες μου, γέρο μου! είπε με χαμηλή ταραγμένη φωνή.

Ο δεσμοφύλακας με νόημα της έδειξε τη Θέκλα.

- Σκοτώθηκε ο άντρας της για να την καταφέρει να φύγει αυτή, ψιθύρισε, γιατί δεν αποφάσιζε να τον αφήσει όσο ζούσε. Ήταν ένα παλικάρι ως εκεί πάνω... κι όμορφο και μεγαλόκαρδο!... Να τον έβλεπες εκεί ξαπλωμένο στ' άχυρα, βουτημένο στο αίμα του, θα ράγιζε η καρδιά σου...

Και τον πήραν πάλι τα κλάματα. Η κυρα - Παγράταινα σκούπισε κι εκείνη τα δάκρυα της.

Κοίταζε τη Θέκλα και μουρμούριζε, σαλεύοντας πάνω - κάτω το κεφάλι της.

Κοίταξε το λιγνό κορίτσι που κάθουνταν πλάγι στο τζάκι...

- Σε τι καιρούς ζούμε, Παναγίτσα μου!... Χαμηλόφωνα ρώτησε τον άντρα της:

- Και τώρα, γέρο μου, τι θα γίνει η κακομοίρα; Έχει τίποτα συγγενείς εδώ; Ή μήπως θα μείνει πια μαζί μας;

- Όχι. Θα την πάγω στο Δυρράχιο. Θέλει καλά και σώνει εκεί να πάγει. Μα πρέπει να της δώσεις ν' αλλάξει ρούχα. Αυτά που φορεί είναι ματωμένα, και θα την υποψιαστούν αν τη δουν έτσι.

Ο Παγράτης κοίταξε το λιγνό κορίτσι που κάθουνταν πλάγι στο τζάκι, ντυμένο ακόμα με τ' αγορίστικα ρούχα του, το πρόσωπο μισοκρυμμένο στα μακριά καστανά μαλλιά που την περιτύλιγαν με τα πλούσια σγουρά τους. Και από τα βάθη της καρδιάς του λυπήθηκε την ερημιά της.

Σκούπισε βιαστικά δυο κόμπους που κύλησαν πάλι στα γέρικα μάγουλα του, και σηκώθηκε να πάρει από μια γωνιά το φτυάρι και την αξίνα του.

- Πού πας; ρώτησε ανήσυχα η Παγράταινα. Μ ' ένα βλέμμα της έδειξε τη Θέκλα.

- Τον έριξαν έξω να τον φαν τα σκυλιά, είπε σιγά. Πάγω να τον θάψω...

Και βγήκε από την κάμαρα κι έκλεισε την πόρτα. Όταν γύρισε, βρήκε τη Θέκλα στην ίδια θέση, με τα ίδια ρούχα.

- Δεν την έντυσες; ρώτησε τη γυναίκα του.

- Μπα! Δε μοιάζει ν' ακούει ούτε να νιώθει, είπε η γριά. Αν δεν ήταν τα μάτια της όπου λες και καίεται η ψυχή της, θάλεγες πως τελείωσε εκεί που κάθεται! Τη λυπήθηκα και την άφησα...

Η Θέκλα άκουσε τις ομιλίες και γύρισε.

Είδε τους δυο γέρους που την κοίταζαν με λυπημένα μάτια γεμάτα συμπάθεια.

Έτριψε το μέτωπο της μιά - δυο φορές, αφηρημένα.

- Πού τον έβαλαν; ρώτησε ήσυχα.

Ο Παγράτης ζύγωσε και θέλησε να τη σηκώσει, να της μιλήσει γι' άλλα πράγματα.

Αλλά με την ίδια άτονη φωνή ξαναρώτησε:

- Τι τον έκαμαν;

- Τον έθαψα εγώ, είπε ο γέρος με βραχνή φωνή.

- Πού;

- Στο περιβολάκι μου., κάτω από τον πλάτανο. Τον κοίταξε με μάτια βαθιά όπου έκαιε ο πυρετός. Όρθιος μπροστά της, ο γέρος δε γύρευε πια να κρύψει τα δάκρυα του.

- Θα με πας να τον δω; ρώτησε η Θέκλα.

- Ποιον, τον τάφο; Βέβαια, αν θέλεις. Μα πρέπει ν' αλλάξεις ρούχα.

Η κυρα - Παγράταινα την παρέλαβε και την έντυσε με γυναικεία χωρικά φορέματα.

- Ήταν της ψυχοκόρης μου ρούχα, της εξήγησε. Τώρα παντρεύτηκε και μου έμειναν αυτά. Όσο είσαι μαζί μου θα σε περνώ για ψυχοκόρη μου.

Αφού την έντυσε, φώναξε τον Παγράτη, και οι δυο μαζί τη συνόδευσαν στο πίσω μέρος της φυλακής όπου ήταν το περιβολάκι του δεσμοφύλακα.

Στη ρίζα του πλατάνου, το νωπό χώμα μαρτυρούσε το νεόσκαφτο λάκκο όπου κοιμούνταν ο καλός της.

Με δεμένα χέρια και σκυφτό κεφάλι κοίταζε το χώμα όπου ο Παγράτης είχε μπήξει ένα χοντροπελεκημένο ξύλινο σταυρό. Μα τα μάτια της έμεναν ξερά, ενώ στο πλάγι της οι δυο γέροι έκλαιγαν με λυγμούς.

Η Παγράταινα πήρε σιγά το χέρι της.

- Έλα, κόρη μου, της είπε.

Η Θέκλα σήκωσε τα μάτια, τους είδε, και σα να ξυπνούσε από όνειρο, έπιασε το μέτωπο της, γυρεύοντας να ξαναθυμηθεί.

- Έλα, κόρη μου, ξαναείπε η γριά.

- Ναι... πάμε... αποκρίθηκε η Θέκλα. Γονάτισε, φίλησε το χώμα που σκέπαζε τον άντρα της και προσκύνησε το σταυρό.

Ύστερα σηκώθηκε και ακολούθησε τους γέρους στο δωμάτιο τους.

- Τώρα πάμε στο Δυρράχιο, είπε.

Ο ήλιος έγερνε πίσω από τα βουνά όταν ο Παγράτης και η Θέκλα ξεκίνησαν με τ' άλογα.

Στη θέση του ο δεσμοφύλακας είχε αφήσει έναν ανεψιό του, που ήταν συνηθισμένος να τον αναπληρώνει, όταν έλειπε από τη φυλακή.

- Ώστε, είπε της Θέκλας, μπορώ να μείνω μαζί σου όσο μ' έχεις ανάγκη.

Η Παγράταινα είχε σφίξει την κόρη στην αγκαλιά της, μα, από τα κλάματα, δεν μπόρεσε ούτε λέξη ν' αρθρώσει.

Τα περικομμένα μαύρα μάτια της Θέκλας, καμένα από τον πυρετό και την αϋπνία, της πλήγωναν την καρδιά.

- Άναψε μια καντήλα στον τάφο του, ήταν τα τελευταία λόγια που της είπε η Θέκλα.

Και η γριά ορκίστηκε μέσα στην καρδιά της πως, όσο ζούσε, το λάδι θα έκαιε μπροστά στο σταυρό.