Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
ΙΓ'. «Για την πατρίδα»


Όταν έφθασε η βουλγαρική περιπολία στο φρούριο της Σκάμπας με τον Αλέξιο, το φεγγάρι ήταν ακόμα ψηλά. Περνώντας την πόρτα, ο Αλέξιος έριξε μια τελευταία ματιά πίσω στην κοιμισμένη φύση και στον ασημένιο δίσκο του φεγγαριού, και ακολούθησε τους στρατιώτες στη φυλακή.

Ήξερε πως δε θα ξανάβλεπε πια ποτέ τα βουνά της Ηπείρου, ούτε τα σκοτεινά της δάση, ούτε τα ηλιόλουστα λιβάδια, ούτε το αγαπημένο πρόσωπο της Θέκλας. Μ' εκείνο το τελευταίο του βλέμμα είχε στείλει στην ανοιξιάτικη φύση τον τελευταίο του αποχαιρετισμό.

Τον κατέβασαν οι στρατιώτες από μια στενή σκάλα και τον έσπρωξαν μέσα σ' ένα μαύρο κατώγι, όπου τον άφησαν μονάχο και αμπάρωσαν την πόρτα.

Μύριζε μούχλα, και η υγρασία, κρύα και διαπεραστική, πήγαινε ως τα κόκαλα. Το φως δεν έμπαινε ποτέ ως εκεί μέσα, ούτε είχε καν παράθυρο. Και οι στρατιώτες δεν είχαν αφήσει το φανάρι τους.

Ο Αλέξιος θέλησε να περπατήσει απάνω - κάτω, να ζεσταθεί λίγο. Μα το μέρος ήταν τόσο στενό, που παραιτήθηκε, και, πασπατεύοντας, ζήτησε να βρει ένα σκαμνί να καθήσει.

Δε βρίσκουνταν όμως κανένα έπιπλο στη σκοτεινή εκείνη τρύπα. Μόνο μερικά παλιάχυρα ήταν ριγμένα σε μια γωνιά. Κι εκεί ξαπλώθηκε ο Αλέξιος.

Τα μάτια του έκαιαν από την αγρυπνία, το κεφάλι του ήταν βαρύ. Προσπάθησε να κοιμηθεί, μα το μυαλό του ήταν πάρα πολύ ταραγμένο για να μπορέσει να βρει ησυχία. Τη ζωή του την είχε θυσιάσει, δεν τον έμελε. Μα έμενε η αποστολή του ανεκπλήρωτη. Θα κατόρθωνε άραγε η Θέκλα, γυναίκα αδύνατη και τόσο νέα, να φθάσει μόνη στο Δυρράχιο, χωρίς βοήθεια και χωρίς χρήματα;

Τη συλλογίζουνταν μόνη στα βουνά, στον τρόμο της νύχτας, απροστάτευτη μέσα σε τόσους κινδύνους, εκτεθειμένη στην αγριότητα των ζώων και των ανθρώπων.

Η σκέψη αυτή τον τρέλαινε, γύρευε να τη διώξει, μα έρχουνταν και ξανάρχουνταν αδιάκοπα, και μεγάλωνε ολοένα το μαρτύριο του.

Και η ώρα περνούσε...

Θα ήθελε να έσβηνε από τη μνήμη του τις σκέψεις που τον βασάνιζαν. Θα ήθελε να ξεχνούσε πως ο Αυτοκράτορας του εμπιστεύθηκε μια δύσκολη δουλειά, πως του είπε: «Δεν αρκεί να πεθάνεις για μένα, πρέπει και να φθάσεις.»

Κι εκείνος είχε υποσχεθεί. Και όμως δεν έφθασε. Δεν επέτυχε. Έπεσε στο δρόμο, ανάξιος της εμπιστοσύνης του Βασιλέα του... ανάξιος... ανάξιος... ανάξιος!...

Έσφιξε το κεφάλι του στα δυο του χέρια:

«Ω! λίγον ύπνο!... Λίγον ύπνο!... Να ξεχάσω!...»

Η ώρα περνούσε μα ο ύπνος δεν ήρχουνταν.

Αυτόν θα τον σκότωναν, το ήξερε, θα τον βασάνιζαν ίσως, κι αυτό το ήξερε. Μα τι ήταν αυτά τα βασανιστήρια, εμπρός στην αγωνία της ψυχής του, που τον θέριζε και τον τρέλαινε;

Έξαφνα άκουσε βήματα. Ήρχουνταν βέβαια να τον πάρουν για να τον βασανίσουν.

Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι ακούμπησε στον τοίχο. Δεν ήθελε να τον δουν καταγής, θα τους ακολουθούσε με το κεφάλι ψηλά και με σταθερό βλέμμα.

Τα βήματα σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα. Άκουσε το κλειδί που γύριζε μέσα στην κλειδαριά, και τις αμπάρες που έπεφταν. Η πόρτα άνοιξε σιγά, και φως χύθηκε μέσα στο κατώγι του.

Ένα λιγνό αγορίσιο κορμί, μ' ένα φανάρι στο χέρι, μπήκε μέσα και η πόρτα έκλεισε βιαστικά.

Το αγόρι σήκωσε το φανάρι και κοίταξε γύρω. Η τρεμουλιάρικη φλόγα φώτισε το χλωμό άσαρκο πρόσωπο του, μισοκρυμμένο από πλήθος καστανά μαλλιά.

Ο Αλέξιος έβγαλε μια φωνή.

- Θέκλα.

Την άρπαξε στην αγκαλιά του, την έσφιξε στο στήθος του... δυο ραγισμένες καρδιές που χτυπούσαν πλάι - πλάι, για τελευταία φορά...

Κάμποση ώρα, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν μπόρεσε να βγάλει μιλιά.

- Θέκλα... γυναίκα μου, μουρμούρισε ο Αλέξιος. Γιατί ήλθες εδώ!

- Για να σε σώσω, είπε σιγά η Θέκλα.

- Για να με σώσεις;

Την κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει.

- Πώς θα με σώσεις; Πώς ήλθες; Πώς μπήκες μέσα;

- Με το γράμμα του μικρού καλόγερου.

Και καθισμένη στ' άχυρα σιμά του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον ώμο του, του διηγήθηκε πώς πήρε το άλογο, πώς βρήκε το μαχαίρι του Ασώτη, πώς της ήλθε τρελός ο πόθος να τρέξει στη Σκάμπα να τον ξαναδεί, πώς θυμήθηκε το γράμμα και πώς έπεισε το δεσμοφύλακα να την αφήσει να μπει στο κατώγι του.

- Και τώρα, Αλέξιε, θα φύγεις μαζί μου, εξακολούθησε. Σαν είναι ώρα, θα έλθει ο Παγράτης να σ' ετοιμάσει να βγεις από δω.

Και του εξήγησε το σχέδιο.

Ο δεσμοφύλακας θα έφερνε φορέματα της γυναίκας του, θα έντυνε τον Αλέξιο και θα έβγαιναν μαζί από τη φυλακή, χωρίς να τον γνωρίσουν οι στρατιώτες που ήδη περίμεναν απέξω να έλθει η ώρα να τον παραλάβουν για την εκτέλεση της ποινής του.

- Ποια είναι η ποινή μου; ρώτησε ο Αλέξιος. Η Θέκλα ανατρίχιασε.

- Η πιο ντροπιασμένη και η πιο φοβερή απ' όλες, το παλούκωμα, με όλα τα βασανιστήρια που κάνουν στους κλέφτες και στους φονιάδες.

- Το περίμενα πως θα με βασανίσουν, είπε ο Αλέξιος. Μα όταν μ' έπιασαν, δεν είχα πια το μαχαίρι του Ασώτη, που θα μ' έσωζε τουλάχιστον από τη ντροπή της άτιμης εκτελέσεως.

- Σου το έφερα, είπε η Θέκλα, βγάζοντας το από τον κόρφο της. Καλό είναι να το έχεις. Αν σε πιάσουν στο δρόμο, θα έχεις ένα όπλο.

Το άρπαξε ο Αλέξιος με χαρά.

- Θ' αληθέψουν τα λόγια που μου είπε ο Ασώτης, όταν μου το έδωσε, είπε. Τώρα ήλθε η ώρα που ο φίλος αυτός θα με σώσει από τη ντροπή. Άκουσε, Θέκλα, κι απάντησε μου με ειλικρίνεια. Θα ήθελε ο δεσμοφύλακας να σε βοηθήσει να πας στο Δυρράχιο;

- Ναι! Η γυναίκα του μου πρότεινε να με πάγει η ίδια, σα συγγένισσά της. Πηγαίνει, λέγει, συχνά εκεί για να δει την αδελφή της.

- Λοιπόν να φύγεις αμέσως και να παρατήσεις κάθε προσπάθεια να με σώσεις εμένα.

- Αλέξιε, όχι, φώναξε η Θέκλα. Θα φύγομε μαζί! Πήρε τα δυο της χέρια, που ήταν γύρω στο λαιμό του, και τα έσφιξε δυνατά στα δικά του.

- Θέκλα, άκουσε, της είπε με συγκινημένη βαθιά φωνή. Σου μιλώ σα να ήσουν άντρας, γιατί ξέρω πως είσαι άξια να με καταλάβεις. Μου εμπιστεύθηκε ο Βασιλέας μου μιαν αποστολή που ορκίστηκα να την εκτελέσω. Για να βαστάξω την υπόσχεση μου θα θυσίαζα και την τιμή μου και την αγάπη μου και σένα ακόμα. Τώρα ήλθε η ώρα που θα δείξομε αν αξίζομε την εμπιστοσύνη του Βασιλέα. Αν φύγεις μόνη σου, τίποτα δε θα σ' εμποδίσει πια να φθάσεις στο Δυρράχιο σα συγγένισσά της Παγράταινας. Ο δρόμος σου είναι τώρα ανοιχτός. Αν δοκιμάσεις όμως να με σώσεις, θα μας πιάσουν και τους δυο.

Η Θέκλα έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της.

- Αλέξιε, Αλέξιε, γόγγυσε, δεν μπορώ να σ' αφήσω! Γιατί να πας στο θάνατο, αν υπάρχει μια ελπίδα να σωθείς;

- Γιατί είναι αδύνατο αυτό που μου προτείνεις,

Θέκλα, είπε ο Αλέξιος. Μεγαλόσωμος όπως είμαι, δε μπορώ να περάσω για γυναίκα. Θα δουν αμέσως την απάτη. Μα και αν υποθέσεις πως θα γελαστούν οι πρώτοι στρατιώτες, έξω, στην πύλη της πόλης φυλάγουν κι άλλοι φρουροί που εξετάζουν όλους εκείνους που μπαίνουν και βγαίνουν. Με το φως της ημέρας πώς μπορείς να φανταστείς πως θα τους γελάσομε;... Θέκλα μου, το μήνυμα που αναλάβαμε να πάμε μεις στον Χρυσήλιο έχει τόση μεγάλη σπουδαιότητα, που κι αν ήταν μια ελπίδα σωτηρίας για μένα, πάλι θα έπρεπε να πας μόνη σου, αφού αυτός είναι ο μόνος βέβαιος τρόπος να φθάσει το μήνυμα στα χέρια του. Εσύ, σα γυναίκα που είσαι, περνάς εύκολα, και δεν είναι καν ανάγκη να φύγεις αμέσως. Μπορείς να ξεκινήσεις τη νύχτα. Ενώ εγώ δεν μπορώ να περιμένω το σκοτάδι, αφού πρόκειται να εκτελεστεί η ποινή μου πριν βραδιάσει. Η Θέκλα κρεμάστηκε στο λαιμό του.

- Αλέξιε, είπε με αγωνία, γιατί δε θέλεις να δοκιμάσεις αν υπάρχει ελπίδα;

- Γιατί δεν υπάρχει ελπίδα αγαπημένη μου, δεν το βλέπεις; Εσύ η ίδια μου είπες πως οι στρατιώτες περιμένουν κιόλας απέξω, δηλαδή πως κοντεύει η ώρα. Εάν έλθουν και δε με βρουν, θα μας κυνηγήσουν. Πώς μπορείς να ελπίζεις πως, έστω κι αν περάσομε από μέσα από τόσους φρουρούς, δε θα μας ξαναπιάσουν στο δρόμο, πριν κάνομε εκατό βήματα; Και τότε ούτε συ δε θα φθάσεις στο Δυρράχιο. Και θα ματαιωθεί το μεγάλο στρατιωτικό σχέδιο του Αυτοκράτορα.

Η Θέκλα δεν αποκρίθηκε.

Κρεμασμένη στο λαιμό του τον άκουε. Είχε κρύψει το πρόσωπο της στο στήθος του κι έμενε ακίνητη κι αποθαρρυμένη.

Ήξερε πως ήταν σωστά τα λόγια του Αλέξιου. Την ώρα ακόμα που με το δεσμοφύλακα κατέστρωναν το σχέδιο της φυγής, είχε κάνει τη σκέψη πως ήταν αδύνατο να επιτύχει. Μόνο ο τίμιος αλλ' απλός αυτός άνθρωπος, τυφλωμένος από τον πατριωτικό ενθουσιασμό, που ύστερα από τόσα χρόνια είχε ξανανάψει πάλι στα στήθια του, μπορούσε να το θεωρήσει κατορθωτό. Κι εκείνη, από την πολλή της αγάπη, είχε παραδεχθεί το ανόητο αυτό σχέδιο, γιατί δεν έβρισκε κανένα άλλο. Και τώρα ακόμα, με όλ' αυτά που της έλεγε ο άντρας της και που τα ήξερε σωστά, πάλι δεν αποφάσιζε να τον εγκαταλείψει.

- Αλέξιε, είπε με σβησμένη φωνή, σκέψου κι ένα άλλο! Σε κατηγορούν πως είσαι κλέφτης και φονιάς, και συ, για να μην προδώσεις την αποστολή σου δε θέλησες να τους πεις ποιος είσαι. Θα πεθάνεις ατιμασμένος, ντροπιασμένος...

Η φωνή της έσβησε σ' ένα αναφιλητό. Ο Αλέξιος χάιδεψε τα μαλλιά της, τ' αγαπημένα καστανά μαλλιά που τη στόλιζαν τόσο πλούσια.

- Για την πατρίδα πρέπει να ξέρει κανείς και την τιμή του να θυσιάζει, είπε σιγά. Η τιμή μου έχει σημασία μόνο για τον εαυτό μου, Θέκλα. Κι εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ. Η πατρίδα όμως θα μείνει, και η πατρίδα είναι όλες οι γενιές που πέρασαν και οι γενιές που είναι, και κείνες που θα έλθουν. Το σκοπό μου μόνο βλέπω. Δε σημαίνει τι στοιχίζει η εκτέλεση του, φθάνει που εκτελείται...

Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα όνειρα και σκέψεις. Ήταν σα να έβλεπε πέρα από τη Θέκλα, σε άλλους κόσμους.

- Το άτομο που χάνεται είναι τόσο ασήμαντο... εξακολούθησε συλλογισμένος. Όταν σκεφθεί κανείς το μεγαλείο του έργου που είναι να γίνει, η θυσία ενός ή δυο ή δέκα ανθρώπων δε λογαριάζει. Φτάνει που γίνεται η δουλειά...

Η Θέκλα τον άκουε συλλογισμένη κι αυτή. Τα λόγια του έμπαιναν βαθιά στην καρδιά της, κι αισθάνουνταν όλο τους το βάθος.

Μα έξαφνα θυμήθηκε την ποινή του, το άτιμο παλούκωμα, το μαρτυρικό θάνατο, κι ανατρίχιασε.

- Αλέξιε, θα σε βασανίσουν!... μουρμούρισε.

- Όχι, αγάπη μου. Μου έφερες ένα φίλο που θα με σώσει από τον αργό και ντροπιασμένο θάνατο.

- Σκότωσε με πρώτα λοιπόν και σκοτώσου ύστερα. Δε θέλω να σ' αφήσω! Δε θέλω να ζήσω χωρίς εσένα.

- Θέκλα, θα ζήσεις! είπε με δύναμη ο Αλέξιος. Θα ζήσεις για να εκτελέσεις τη δική μου αποστολή! Το θέλω! Ορκίσου!

Δεν απαντούσε. Κρεμασμένη στο λαιμό του έκλαιγε με λυγμούς.

- Θέκλα, ορκίσου! ξαναείπε ο Αλέξιος. Ορκίσου πως, ό,τι και να γίνει, θα πας στο Δυρράχιο!

Βήματα ακούστηκαν απέξω. Το κλειδί έτριξε στην κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε.

Ο Παγράτης μπήκε μέσα. Το πρόσωπο του ήταν ωχρό και τρομαγμένο. Έβαλε καταγής ένα μικρό δέμα.

- Γρήγορα, είπε του Αλέξιου, ντύσου, φόρεσε αυτά τα φορέματα. Αν αργήσεις, δεν το παίρνω πια απάνω μου να σε σώσω. Οι στρατιώτες ξεκινούν!

- Σώσε τη γυναίκα μου, πάρε την και φύγετε, είπε ο Αλέξιος, και ο Θεός να σου το πληρώσει, καλέ μου άνθρωπε! Εγώ δε φεύγω.

- Όχι, όχι! φώναξε η Θέκλα. Έλα και συ! Έλα, Αλέξιε!

- Φύγε, Θέκλα! Σου το προστάζω!

- Έλα και συ! Ή μένω μαζί σου κι ας με βασανίσουν και μένα...

Ο δεσμοφύλακας βγήκε να βεβαιωθεί πως έμενε ακόμα ελεύθερος ο διάδρομος.

- Θα μείνω εδώ κι ό,τι γίνει ας γίνει, είπε η Θέκλα κι έτρεξε να κλείσει την πόρτα.

Ο Αλέξιος κατάλαβε πως όσο ζει τίποτα δε θα πείσει τη γυναίκα του να φύγει.

Τη στιγμή που γύρισε η Θέκλα, άρπαξε κείνος το μαχαίρι του Ασώτη και το έμπηξε ολόκληρο στο στήθος του.

Έπεσε χωρίς να βγάλει ούτε αναστεναγμό. Η Θέκλα τον είδε, όρμησε σιμά του κι έπεσε στα γόνατα.

- Αλέξιε!... φώναξε.

Της φάνηκε πως τρελαίνουνταν, δεν καταλάβαινε πια. Έσφιξε το μέτωπο της στα χέρια της.

- Θεέ μου! Θεέ μου., ψιθύρισε.

Έσκυψε πάνω του και πέρασε το χέρι της στο μέτωπο του.

- Αλέξιε... μ' ακούς;...

Άνοιξε τα μάτια του και την αναγνώρισε. Έκανε μια κίνηση για να σηκωθεί. Μα δεν μπόρεσε.

- Θέκλα!...

Έσκυψε πολύ κοντά του. Η φωνή του πνίγουνταν. Μόλις τον άκουε πια.

- Θέκλα... ορκίσου...

- Ορκίζομαι, του αποκρίθηκε.

- Θα ζήσεις... για την πατρίδα...

- Ορκίζομαι, είπε πάλι η Θέκλα.

Έκανε να σηκώσει το κεφάλι του να τη φιλήσει.

Κοχλακιστό χύθηκε το αίμα από το στόμα του. Τα μάτια του έκλεισαν, το κεφάλι του έγειρε πίσω, νεκρό.

Την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα κι ο δεσμοφύλακας μπήκε μέσα.

- Γρήγορα, γρήγορα! φώναξε. Ελάτε, ο διάδρομος είναι ελεύθερος από δω...

Σταμάτησε βλέποντας τον Αλέξιο καταγής.

- Ναι! είπε η Θέκλα με άτονη φωνή. Έρχομαι. Έσκυψε και φίλησε τον άντρα της για τελευταία φορά, και του έκλεισε τα μάτια. Ύστερα σηκώθηκε, μάζεψε το φανάρι και το μπογαλάκι με τα γυναικεία ρούχα και γύρισε κατά την πόρτα.

- Πάμε, είπε.

Ο δεσμοφύλακας την κοίταξε αποβλακωμένος.

- Πού πάμε; ρώτησε.

- Στο Δυρράχιο, αποκρίθηκε εκείνη σαν υπνωτισμένη.

Και μαζί βγήκαν στο σκοτεινό διάδρομο.

Όταν λίγα λεπτά αργότερα μπήκαν οι στρατιώτες στο κατώγι του φυλακισμένου, τον βρήκαν ξαπλωμένο στ' άχυρα, βουτημένο στα αίματα, και μ' ένα διαμαντοστόλιστο μαχαίρι μπηγμένο στην καρδιά.

Ο αξιωματικός που τους διοικούσε έσκυψε και τον εξέτασε.

Τράβηξε το μαχαίρι από την πληγή και το κοίταξε στο φως του φαναριού.

- Περίεργο τρόπο έχετε να ψάχνετε τους κακούργους που συνοδεύετε στη φυλακή, είπε απότομα. Να ένας κατάδικος που μπήκε δω χωρίς καν να δείτε πως ήταν οπλισμένος.

Ένας στρατιώτης πλησίασε το άγριο τριχωτό πρόσωπο του και κοίταξε με λαίμαργα μάτια το πολύτιμο όπλο.

- Εγώ μόνος μου τον έψαξα, είπε, και μπορώ να σε βεβαιώσω πως δεν είχε αυτό το μαχαίρι απάνω του.

- Και γω σε βεβαιώνω πως είσαι βλάκας, αποκρίθηκε ο αξιωματικός με θυμό. Δε μου λες, πού θα έβρισκε ένα τέτοιο μαχαίρι, αν δεν ήταν στην τσέπη κανενός δυστυχισμένου διαβάτη που τον έκλεψε αφού τον σκότωσε; Η τέχνη του άλλωστε το απαιτούσε κι αυτό, εξακολούθησε παίζοντας τη λαβή στο φως της φλόγας. Να ξέρει δηλαδή να κρύβει καλά τέτοια πολύτιμα παιχνιδάκια. Τώρα ό,τι έγινε έγινε. Σηκώστε τον και ρίξτε τον έξω να τον. φαν τα σκυλιά.

Ένας στρατιώτης πήρε τ' όπλο, με πρόφαση να το σκουπίσει, και απομακρύνουνταν.

- Φέρτο δω! Πού πας! φώναξε άγρια ο αξιωματικός.

Πήρε πίσω το μαχαίρι, ξανάριξε μια ματιά στα πολύτιμα πετράδια της λαβής, και, ύστερα, ήσυχα το έχωσε στη ζώνη του.