Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
Ε'. Στο παλάτι


Μόλις έφθασε ο Ασώτης στην Πόλη, πήγε στο παλάτι του Βουκολέοντος και παρουσιάστηκε στον Αυτοκράτορα μαζί με τον Αλέξιο, για να του αναφέρει πως έφυγε από τους Βουλγάρους και να του ιστορήσει τη συνεννόηση του με τον Χρυσήλιο.

Ο Βασίλειος δέχθηκε με χαρά το γιο του Γρηγορίου Ταρωνίτη, καθώς και τον Αλέξιο. Τους έκανε τιμές μεγάλες, διόρισε τον Ασώτη μάγιστρο σαν τον πατέρα του, τη γυναίκα του ζωστή[1] και τον Αλέξιο εταιριάρχη[2]. Η γυναίκα του Ασώτη μπήκε στην ιδιαίτερη υπηρεσία της Αυτοκράτειρας Ελένης. Ο Βασίλειος δεν ήταν παντρεμένος. Η Ελένη ήταν γυναίκα του Κωνσταντίνου Η' που βασίλευε μαζί με τον αδελφό του τον Βουλγαροκτόνο.

Μόνο όμως με τ' όνομα ήταν βασιλέας ο Κωνσταντίνος. Όσο δραστήριος και ικανός ήταν ο Βασίλειος, τόσο ακαμάτης και ανίκανος ο αδελφός του. Όλη την κυβέρνηση την κρατούσε ο Βασίλειος στα χέρια του.

Ο Κωνσταντίνος είχε μόνο τις τιμές της βασιλείας, χωρίς ποτέ ν' αναλαμβάνει και τα βάρη της διοίκησης. Περνούσε τον καιρό του στο παλάτι διασκεδάζοντας με τους αυλικούς του και γυμνάζοντας άλογα για το ιπποδρόμιο, όπου έτρεχε κάποτε και ο ίδιος, ενόσω ο Βουλγαροκτόνος πολεμούσε πότε τους Άραβες στην καρδιά της Μικρασίας, πότε τους Βουλγάρους ως μέσα στα βουνά της Ροδόπης.

Ο Ασώτης είχε φέρει μαζί του γράμματα του Χρυσήλιου και τα έδωσε στον Βασίλειο.

Στα γράμματα αυτά ο Δυνάστης έγραφε του Βασιλέα πως είναι έτοιμος να παραδώσει το Δυρράχιο μόλις παρουσιαστεί ο Βυζαντινός στόλος, αρκεί μόνο να του το μηνύσει αρκετά νωρίς, με κανένα πιστό του αγγελιαφόρο, ώστε να προετοιμάσει εκεί τα πράματα και να μη γίνει περιττή αιματοχυσία. Έπρεπε ο αγγελιαφόρος να είναι άνθρωπος έμπιστος, γιατί όλη η υπόθεση ήθελε μεγάλη ταχύτητα και μυστικότητα στην εκτέλεση. Έπρεπε όμως να είναι και ικανός, έξυπνος, θαρραλέος, μην πέσει στα χέρια των Βουλγάρων που θα τον αιχμαλώτιζαν ή θα τον σκότωναν. Σε κανένα Έλληνα δεν επιτρέπουνταν να περάσει στη κεντρική Μακεδονία. Αν έπεφτε κανένας στα χέρια τους τον βασάνιζαν φρικτά!

Ο Βασίλειος χωρίς δισταγμό δέχθηκε τις προτάσεις του Χρυσήλιου.

Πρόσταξε ευθύς να ετοιμαστεί στόλος για το Δυρράχιο και αρχηγό του στόλου διόρισε τον πατρίκιο Ευστάθιο Δαφνομήλη, άνθρωπο τολμηρό και δραστήριο που τη ζωή του δε τη λογάριαζε τίποτα όταν ήταν να τη βάλει στην υπηρεσία της πατρίδας του.

Στο μεταξύ, η ζωή του Αλέξιου είχε αλλάξει.

Σε μια μεγάλη τελετή στην Αγια - Σοφιά είχε δει την Αυτοκράτειρα Ελένη με τις τρεις βασιλοπούλες και τη συνοδεία της.

Απ' όλες τις όμορφες αρχόντισσες, που ακολουθούσαν την Αυγούστα, μια ξεχώρισε ο Αλέξιος, ένα χλωμό κορίτσι με μαύρα μάτια και λιγνή κορμοστασιά. Εκεί που στέκονταν, πλάγι στη βασιλοπούλα Ζωή, από το ανοιχτό παράθυρο έπεφτε μια ακτίνα του ήλιου στα καστανά της μαλλιά, και του φάνηκε του Αλέξιου σαν αίγλη ολόχρυση που είχε ανάψει έξαφνα και φώτιζε το συλλογισμένο και λεπτό της πρόσωπο.

Από κείνη την ώρα δεν είχε ο Αλέξιος άλλη σκέψη παρά να μάθει τ' όνομα της.

Την ξαναείδε στα δωμάτια της Αυτοκράτειρας. Είχε γίνει λόγος στο παλάτι για τους δυο Έλληνες αιχμαλώτους του Σαμουήλ που είχαν γυρίσει στην Πόλη, και η Ελένη και οι κόρες της θέλησαν να τους γνωρίσουν.

Ανάμεσα στις γυναίκες της Αυτοκράτειρας ευθύς αναγνώρισε ο Αλέξιος τη μαυρομάτα της εκκλησίας. Του είπαν πως την έλεγαν Θέκλα και πως ήταν πεντάρφανη.

Από την πρώτη ώρα την αγάπησε ο Αλέξιος και τη ζήτησε. Συγκινημένη τον δέχτηκε η κόρη, και οι αρραβώνες έγιναν με μεγάλη επισημότητα από την ίδια την Αυτοκράτειρα, που αντάλλαξε τα δαχτυλίδια τους.

Στο παλάτι την αγαπούσαν για τις χάρες της και την ομορφιά της, μα προπάντων για τη γενναιότητα που είχε δείξει στη δυστυχία της. Η ιστορία της ήταν περίεργη.

Ήταν κόρη Γαλαξειδιώτισσα και ζούσε με τον αδερφό της τον Χαραλάμπη.

Όταν πλάκωσαν οι Βούλγαροι στην Ελλάδα, στα 996, στην εκστρατεία εκείνη που τελείωσε τόσο τραγικά για τον Σαμουήλ στη μάχη του Σπερχειού, οι Γαλαξειδιώτες οχυρώθηκαν στην πόλη τους και αντιστάθηκαν γενναία.

Οι Βούλγαροι κατόρθωσαν να γκρεμίσουν ένα μέρος από το τειχόκαστρο και μπήκαν στην πόλη. Εκεί όμως, ύστερα από άγρια πάλη, οι Γαλαξειδιώτες τους καταπόνεσαν και τους κατάκοψαν. Τόσοι σκοτώθηκαν Βούλγαροι κι Έλληνες, που το αίμα έτρεχε ποτάμι στους δρόμους.

Αλλά σε λίγο ήρθαν άλλοι Βούλγαροι, μεγάλο πλήθος, και οι Γαλαξειδιώτες είδαν πως ήταν αδύνατο να τους αντιπολεμήσουν. Τότε κατέφυγαν όλοι στα καράβια τους. Δεν έμειναν στη χώρα παρά μερικοί γέροι, που δεν τους χωρούσαν τα καράβια και ο Χαραλάμπης που αρνήθηκε ν' αφήσει την πατρίδα του.

Η Θέκλα, για να μην αποχωριστεί τον αδερφό της, κρύφτηκε στην εκκλησία ώσπου έφυγαν οι τελευταίοι κάτοικοι. Γονατιστή μπροστά στο Σταυρωμένο τη βρήκε ο Χαραλάμπης, όταν πήγε να ξομολογηθεί και να μεταλάβει πριν αντικρίσει τους εχθρούς.

Τα δυο αδέρφια προσευχήθηκαν μαζί, και ο Χαραλάμπης παρακάλεσε ολόψυχα την Παναγία να πάρει την αδερφή του στην προστασία της, όταν λείψει αυτός που ήταν ο τελευταίος της προστάτης. Ύστερα φόρεσε τα όπλα του, αφού πρώτα τα ευλόγησε ο ιερέας, φίλησε σφιχτά την αδερφή του την αποχαιρέτησε κι έφυγε.

Ίσια στο κάστρο πήγε και στάθηκε στην πύλη μόνος, ατρόμητος, αποφασισμένος να πέσει ηρωικά, αλλά να μην αφήσει τη θέση που είχε διαλέξει.

Έφτασαν οι Βούλγαροι και σα λεοντάρι μονάχος αντιστάθηκε ο Χαραλάμπης, σκοτώνοντας όσους τόλμησαν να πλησιάσουν. Περιτριγυρισμένος από κεφάλια κομμένα, και ματοκυλισμένα κορμιά, έμενε όρθιος μπροστά στην πύλη κι εμπόδιζε, μόνος αυτός, το πλήθος των Βουλγάρων που, διψασμένοι αίμα, γύρευαν να χυθούν στην έρημη πολιτεία.

Μα στο τέλος, το σπαθί του έσπασε στο χέρι του, και σαν τον είδαν ξαρμάτωτο, με άγριους αλαλαγμούς έπεσαν απάνω του και ζωντανό τον άρπαξαν. Και ποιος με το σπαθί, ποιος με τη λόγχη κατασπάραξαν το πεσμένο παλικάρι και το έκαναν κομμάτια.

Τότε μπήκαν στο κάστρο και το κατέστρεψαν. Έκαψαν τα σπίτια της χώρας και μπήκαν στις εκκλησίες όπου έσφαξαν τους γέρους.

Κρυμμένη πίσω από μια κολόνα της εκκλησίας, κρατώντας σφιχτά ένα μαχαίρι, περίμενε η Θέκλα να έλθουν οι Βούλγαροι για να τους πολεμήσει και να πέσει σαν άξια αδερφή του Χαραλάμπη, όχι όμως να παραδοθεί.

Θα την έσφαζαν βέβαια κι αυτή. Μα έγινε τότε ένα μεγάλο θαύμα, όπως διηγείται το «Χρονικό του Γαλαξειδιού». Την ώρα που ένας στρατιώτης έκλεβε τα χρυσά σκεύη της εκκλησίας χωρίστηκε το χέρι του από το σώμα κι αυτός έπεσε νεκρός.

Την ίδια στιγμή φανερώθηκε ένας καβαλάρης με όπλα φωτεινά και ρίχθηκε στους Βουλγάρους με το σπαθί στο χέρι, σκοτώνοντας όλους όσοι ήταν μέσα στην εκκλησία. Ύστερα έδιωξε τους άλλους ως τα βουνά κι έγινε άφαντος.

Μετά το θάνατο του Χαραλάμπη, η Θέκλα δε θέλησε να μείνει πια στο Γαλαξείδι και πήγε στην Πόλη, όπου είχαν καταφύγει μερικοί γνωστοί της.

Η Αυτοκράτειρα έμαθε την ιστορία της, και τόσο συγκινήθηκε και θαύμασε τη διαγωγή της, που την πήρε στο παλάτι, την έβαλε στη συνοδεία της και την ονόμασε κουβικουλαρία[3]. Εκεί ζούσε με τις βασιλοπούλες που την αγάπησαν ευθύς και της φέρονταν σαν αδερφή τους.

Ωστόσο, γοργά αρματώνουνταν ο στόλος, και ο Ευστάθιος Δαφνομήλης ειδοποίησε τον Αυτοκράτορα πως ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για το Δυρράχιο. Τότε ο Βασιλέας φώναξε τον Αλέξιο.

- Ο στόλος θα κάνει πανιά για το Δυρράχιο σε λίγες μέρες, του είπε, και είναι ανάγκη να το μάθει ο Δυνάστης Χρυσήλιος εγκαίρως, για να λάβει τα μέτρα του. Πρέπει να φύγει ευθύς ένας πρόδρομος. Σκέφθηκα εσένα, Αργυρέ.

Τόσο συγκινήθηκε ο Αλέξιος για την τιμή που του έκαμνε ο Βασιλέας δείχνοντας του τόση εμπιστοσύνη, που δεν έβρισκε πια τις κατάλληλες λέξεις να ευχαριστήσει.

Ο Βουλγαροκτόνος έκοψε στη μέση μιαν αρχινισμένη φράση του.

- Καλά, καλά, είπε με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του που τόσο σπάνια φώτιζε το σοβαρό του πρόσωπο. Πρέπει όμως να ξέρεις, πως η αποστολή που σου δίνω δεν είναι εύκολη. Πρέπει να φύγεις μυστικά, και γρήγορα.

- Θα φύγω απόψε, είπε ο Αλέξιος.

- Πρέπει να πας από την ξηρά, δηλαδή να περάσεις από μέσα από τους εχθρούς, για να φθάσεις όσο μπορείς γρηγορώτερα. Από την ταχύτητα σου κρέμεται η επιτυχία του σχεδίου μας.

- Θα φθάσω εγκαίρως, Δέσποτα.

Ο Βασίλειος τύλιγε και ξετύλιγε τα γένια του μέσα στα δάχτυλα του. Ήταν κίνηση που την έκανε συχνά, σαν ήταν συλλογισμένος ή σκοτισμένος.

- Είσαι αρραβωνιασμένος, νομίζω; ρώτησε.

- Ναι, με τη Θέκλα.

Ο Βασίλειος ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Αλέξιου και είπε με κάποια συμπάθεια:

- Και όμως πρέπει να φύγεις.

- Θα φύγω, είπε ήσυχα ο Αλέξιος.

- Πρέπει να πας με άλλο όνομα, να περάσεις για Βούλγαρος, να μη σε αναγνωρίσει κανένας. Πρέπει να πας το γράμμα σου στο Δυρράχιο και να το δώσεις στα χέρια του Χρυσήλιου.

- Θα το πάγω.

- Η αποστολή που σου δίνω είναι τέτοια που λίγοι είναι άξιοι να την επιτύχουν, είπε σοβαρά ο Βασίλειος. Σου την εμπιστεύομαι. Τίποτα δεν πρέπει να σε σταματήσει. Τη ζωή σου δε θα τη λογαριάσεις.

- Δέσποτα, αποκρίθηκε απλά ο Αλέξιος, πριν φύγω από το Δυρράχιο έκανα όρκο πάνω στο εικόνισμα της Θεοτόκου, να δώσω το αίμα μου, τη ζωή μου και την τιμή μου ακόμα για την Πατρίδα και για σένα. Τον όρκο μου θα τον κρατήσω.

- Δεν αρκεί! είπε ο Βουλγαροκτόνος και σούφρωσε τα φρύδια. Δεν αρκεί να πεθάνεις στην υπηρεσία μου! Πρέπει και να εκτελέσεις τη διαταγή μου, πρέπει δηλαδή να φθάσεις στο Δυρράχιο. Κατάλαβες;

Ο Αλέξιος χαμογέλασε.

- Με τη βοήθεια της Θεομήτορος θα φθάσω, αποκρίθηκε.

Τον κοίταζε ο Βασίλειος σιωπηλά, συλλογισμένος. Και αποφασιστικά του είπε:

- Θα σου δώσουν στο αρχηγείο κάτι βουλγάρικα γράμματα, που θ' αποδείχνουν πως είσαι έμπορος από το Βουτέλιο[4]. Αυτά θα τα έχεις πάντα πρόχειρα για να τα δείχνεις, όταν είναι ανάγκη να περνάς για Βούλγαρος, στα μέρη που βαστούν αυτοί οι θεοκατάρατοι. Θα πάρεις κι ένα πιστοποιητικό έγγραφο με τη βούλα μου, που θα σου χρησιμεύσει για να περνάς ελεύθερα από τους αυτοκρατορικούς στρατιωτικούς σταθμούς. Αυτό όμως το έγγραφο, αν πέσει στα χέρια των Βουλγάρων, θα σε προδώσει.

- Θα το καταστρέψω, όταν είναι ανάγκη.

Ο Βασίλειος του έδωσε τότε ένα γράμμα για τον Χρυσήλιο.

- Δε γράφει τίποτε άλλο εκτός πως είσαι εμπιστευμένος μου αγγελιαφόρος και πως εσύ θα του μεταδώσεις τις θελήσεις μου και τις αποφάσεις μου. Επειδή θα περάσεις από πολλούς κινδύνους, είναι καλύτερο να του μεταδώσεις τις διαταγές μου προφορικά. Στην ανάγκη να καταστρέψεις κι αυτό το γράμμα. Μα την αποστολή σου θα την εκτελέσεις!

- Θα την εκτελέσω, Δέσποτα.

- Πήγαινε λοιπόν, κι ο Θεός βοήθεια σου, είπε ο Βασιλέας.

Κι εγκάρδια του έτεινε το χέρι.

Ο Αλέξιος το πήρε, λύγισε στο ένα γόνατο και φίλησε το δυνατό αυτό χέρι με βαθιά συγκίνηση. Ύστερα σήκωσε τη βαριά μεταξωτή κουρτίνα της πόρτας και βγήκε από το δωμάτιο.

  1. Ζωστή: εκλεκτός τίτλος που δίνουνταν σε γυναίκες των αριστοκρατών που κατείχαν τις πρώτες θέσεις του Κράτους. Οι ζωστές φορούσαν ιδιαίτερη στολή με διακριτική χρυσή ζώνη.
  2. Εταιριάρχης: διοικητής του πρώτου τάγματος των ξένων σωματοφυλάκων του Βασιλέα.
  3. Κουβικουλαρία: κυρία της τιμής της Αυτοκράτειρας.
  4. Βουτέλιο: το σημερινό Μοναστήρι (Βιτώλια).