Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
Δ'. Ο όρκος


Όταν μαθεύτηκε στη χώρα η επιστροφή του Σαμουήλ και η καταστροφή του στρατού του, η χαρά της παραμονής μεταστράφηκε σε θρήνο. Ποτάμια δάκρυα έπνιξαν τα τραγούδια. Δεν ήταν σπίτι όπου να μην έκλαιγαν ένα χαμένο γιο ή άντρα ή πατέρα.

Και η Βουλγαρία ολόκληρη θρήνησε την εθνική της συμφορά.

Μετά τη μάχη του Σπερχειού ο Νικηφόρος Ουρανός γύρισε στη Θεσσαλονίκη με το στρατό του, αφού πρώτα ελευθέρωσε κι έστειλε στην πατρίδα τους όλους τους Έλληνες που είχε αιχμαλωτίσει στο πέρασμα του ο Σαμουήλ.

Πίσω του έσερνε ο Ουρανός δώδεκα χιλιάδες αιχμαλώτους Βουλγάρους. Και, κατά την άγρια συνήθεια εκείνης της εποχής, μαζί με τ' άπειρα λάφυρα, κουβαλούσε και χίλια κεφάλια των πιο σημαντικών αρχηγών που είχαν σκοτωθεί στη μάχη.

Άφησε μέρος του στρατού του στη Θεσσαλονίκη, κι εκείνος πήγε στην Πόλη για να εορτάσει το θρίαμβο του. Η Ελλάδα ήταν ελεύθερη.

Στη Μακεδονία, οι Βούλγαροι, ταπεινωμένοι και φοβισμένοι, είχαν τραβηχτεί στα κυριότερα τους φρούρια, και για λίγον καιρό, άφησαν κάπως ήσυχους τους δυστυχισμένους αγροτικούς πληθυσμούς, που για χρόνια και χρόνια είχαν υποφέρει φοβερά από τις αγριότητες και τις πιέσεις τους. Ο ίδιος ο Σαμουήλ είχε χάσει το θάρρος του.

Έστειλε αγγελιαφόρους στον Βασίλειο Β' με γράμματα όπου υπόσχουνταν υποταγή, και τον παρακαλούσε να τον έχει στην ευμένειά του. Στο μεταξύ, η Μιροσλάβα ομολόγησε στον πατέρα της πως αγαπούσε τον Ασώτη, και του είπε πως ποτέ δε θα παραδέχουνταν να παντρευτεί άλλον. Ο πονηρός Σαμουήλ όχι μόνο δεν εναντιώθηκε, αλλ' απεναντίας μεταχειρίστηκε για τους σκοπούς του την αγάπη της κόρης του.

Για να δείξει στον Βασίλειο ακόμα περισσότερη προθυμία, ελευθέρωσε τον Ασώτη και τον Αλέξιο, καθώς και όσους αιχμαλώτους Βυζαντινούς είχε κρατήσει στην Αχρίδα, και πάντρεψε την κόρη του με τον όμορφο Αρμένη.

Κι έτσι βγήκε σωστή η πρόβλεψη του Αλέξιου πως η βασιλοπούλα θα τους ελευθέρωνε!

Πριν όμως τελειώσουν καλά - καλά οι διαπραγματεύσεις με τη Βασιλεύουσα και υπογραφεί η ειρήνη, μόλις πρόφθασε να μαζέψει νέο στρατό ο Σαμουήλ, άλλαξε γνώμη. Επαναστάτησε πάλι και άρχισε τις εχθροπραξίες στη Μακεδονία.

Τότε ο Βουλγαροκτόνος έστειλε τον πιστό του Νικηφόρο Ουρανό με στρατό στην Βουλγαρία και ο πόλεμος ξανάναψε αγριότερος παρά ποτέ.

Ήταν γραφτό πως, όσο ζούσε ο Σαμουήλ, το Βυζάντιο δε θα ησύχαζε.

Πριν όμως τα ξαναχαλάσει με τον Αυτοκράτορα, και αφού έγιναν τα στεφανώματα του Ασώτη και της Μιροσλάβας, ο Σαμουήλ είχε διορίσει το γαμπρό του στρατηγό στο Δυρράχιο και τον είχε στείλει εκεί με τη γυναίκα του και με μεγάλη συνοδεία.

Φυσικά, ο Αλέξιος συνόδευε το φίλο του στη νέα του θέση.

Το Δυρράχιο ήταν από τις σημαντικότερες παραθαλάσσιες πόλεις της Αδριατικής. Ελληνικότατη πάντα, χτισμένη σε βράχο, απάνω σε ακρωτήρι, και λαμπρά οχυρωμένη, ακόμα και όταν ο Σαμουήλ είχε υποτάξει σχεδόν όλη τη Μακεδονία και όλη την Ήπειρο, αυτή έμενε πιστή στο Βασιλέα της. Όταν όμως νικήθηκε ο Βασίλειος στην Τριαδίτσα και αναγκάσθηκε ν' αποσυρθεί με τα στρατεύματα του, βρέθηκε το Δυρράχιο αποκομμένο, χωρίς βοήθεια από την πρωτεύουσα. Και τότε έπεσε στην εξουσία του Σαμουήλ, περίπου στα 986.

Στα δέκα αυτά χρόνια που είχαν περάσει από τότε, μερικοί από τους μεγιστάνες μπήκαν στην υπηρεσία του Σαμουήλ κι έγιναν και αυτοί Βούλγαροι. Πολλοί όμως, αν και κατείχαν θέσεις σημαντικές και μεγάλες στην κυβέρνηση του θέματος, έμεναν Έλληνες πιστοί, όσο και αν δεν τολμούσαν να τ' ομολογήσουν, από φόβο των τυράννων.

Ήταν αρκετά συνηθισμένο πράμα, στην ταραγμένη εκείνη εποχή, ένας άρχοντας ή στρατηγός ή διοικητής φρουρίου να γυρνά πότε από το μέρος του Αυτοκράτορα, πότε από το μέρος του Σαμουήλ, παραδίνοντας στον αντίπαλο το φρούριο ή το θέμα που του είχαν εμπιστευθεί, με ευκολία και ασυνειδησία που δύσκολα τα νιώθομε σήμερα.

Ακόμα ευκολώτερα γυρνούσαν οι αγροτικοί πληθυσμοί. Και το περίεργο ήταν, που κατά την περίσταση, είτε οι Βούλγαροι τους στρατολογούσαν είτε οι Έλληνες, οι πολεμικοί αυτοί αγρότες υπηρετούσαν το ένα ή το άλλο κράτος με την ίδια ανδρεία.

Ο Ασώτης και ο Αλέξιος, στα καινούρια αξιώματα τους, μια λαχτάρα είχαν: Να γυρίσουν στην Πόλη.

Όσο ο Σαμουήλ ήταν ταπεινωμένος και πρόθυμος να υποταχθεί στον Αυτοκράτορα, έμεναν και αυτοί στη Βουλγαρία, με την ιδέα πως η ενέργεια τους μπορούσε να διευκολύνει και να βιάσει τη συνεννόηση. Μόλις όμως άλλαξε απόφαση ο Σαμουήλ και άρχισε πάλι τον πόλεμο, οι δυο φίλοι βρέθηκαν σε μεγάλη ψυχική στενοχώρια.

Το τελευταίο μήνυμα του Γρηγορίου Ταρωνίτη δεν έφευγε πια από το νου του γιού του. Του φαίνουνταν πως, μένοντας στην υπηρεσία του επίορκου Σαμουήλ, παρέβαινε την εντολή του πατέρα του και πως ξεχνούσε τα χρέη προς την πατρίδα.

Σε λίγον καιρό, τόσο άλλαξε ο Ασώτης, ώστε η γυναίκα του το παρατήρησε και τον ρώτησε τι στενοχώρια ή λύπη τον έτρωγε έτσι.

Της ομολόγησε τότε πως δεν μπορούσε να παραδεχθεί να ζει σε τιμές και μεγαλεία βουλγάρικα, όσο ο Σαμουήλ, επίορκος, εξακολουθούσε να πολεμά το Βασιλέα του.

- Θα φύγω! Πρέπει να φύγω! έλεγε. Δεν μπορώ να υπηρετώ τον εχθρό της πατρίδας μου.

Η Μιροσλάβα έμεινε μια στιγμή συλλογισμένη.

- Και ο Αλέξιος; ρώτησε. Τι θα κάνει σα φύγεις;

- Θα φύγει μαζί μου. Έχει ήδη ετοιμάσει όλα για τη φυγή μας. Κι αν δε φύγω εγώ, θα φύγει μόνος.

Ανήσυχος κοίταξε τη γυναίκα του.

- Δε θέλω όμως να σ' αφήσω, της είπε. Η Μιροσλάβα αγκάλιασε τον άντρα της.

- Και βέβαια δε θα μ' αφήσεις! του είπε με δάκρυα στα μάτια. Μα ούτε και θα μείνεις! Κι εγώ είμαι Ελληνίδα από τη μητέρα μου, μαζί θα φύγομε, είμαι έτοιμη να σ' ακολουθήσω ως την άκρη του κόσμου.

Όταν εκείνο το βράδυ μπήκε ο Αλέξιος στο ιδιαίτερο δωμάτιο του Ασώτη, για να συζητήσουν και ν' αποφασίσουν με τι τρόπο θα έφευγαν, είδε με απορία εκεί και τη Μιροσλάβα.

- Της τα είπα όλα, εξήγησε ο Ασώτης, και παραδέχεται να έλθει μαζί μας. Πότε μπορούμε να φύγομε;

- Αύριο.

- Γιατί όχι απόψε;

- Γιατί μένει το ζήτημα του Δυρραχίου. Πρέπει εσύ ο ίδιος να μιλήσεις και ν' αποφασίσεις με τον Χρυσήλιο.

- Ας έλθει λοιπόν αμέσως, είπε ο Ασώτης.

Ο Δυνάστης Χρυσήλιος ήταν ένας από τους μεγιστάνες του Δυρραχίου, που είχε μείνει πιστός στον Αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος τον είχε γνωρίσει αρκετά, για να ξέρει πως ήταν άνθρωπος της εμπιστοσύνης, και είχε συνεννοηθεί μαζί του για να παραδώσουν το Δυρράχιο στον Βασίλειο Β'. Μεταξύ τους αποφάσισαν τ' ακόλουθα.

Ο Ασώτης θα έφευγε, τάχα για να επιθεωρήσει τα φρούρια στο Θέμα του Δυρραχίου, όπως το είχε αναγγείλει από καιρό, και θ' άφηνε τον Χρυσήλιο προσωρινό διοικητή στη θέση του. Οι στρατιώτες της φρουράς ήταν Βούλγαροι, καθώς και μερικοί αξιωματικοί. Οι κάτοικοι όμως ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες, και οι περισσότεροι είχαν μείνει αφοσιωμένοι στον Βουλγαροκτόνο.

Μερικοί όμως ήταν ουδέτεροι και μπορούσαν να γυρίσουν από το μέρος των Βουλγάρων, ενώ άλλοι πάλι, ευτυχώς οι λιγότεροι, είχαν γίνει ολωσδιόλου Βούλγαροι.

Γι' αυτό έπρεπε όλη η συνεννόηση να τελειώσει μυστικά και γρήγορα, για να μην προφθάσει να υποψιαστεί ή να μάθει τίποτα ο Σαμουήλ και στείλει στρατό και ματαιώσει το σχέδιο της παραδόσεως του Δυρραχίου.

Ο Ασώτης θα πήγαινε στην Πόλη, θα παρουσιάζουνταν στον Αυτοκράτορα και θα του πρότεινε να του παραδώσει την πόλη. Αν ο Βασιλέας παραδέχουνταν το σχέδιο, θα έστελνε αμέσως έναν αγγελιαφόρο στον Χρυσήλιο για να τον ειδοποιήσει.

Θα έφευγε συγχρόνως και ο στόλος για το Δυρράχιο, και ο Χρυσήλιος αναλάμβανε την υποχρέωση να παραδώσει την πόλη όταν θα παρουσιάζουνταν τα βασιλικά καράβια.

Τότε η φρουρά, σχετικώς μικρή, δε θα τολμούσε ν' αντισταθεί σε χώρα όπου τα αισθήματα ήταν τόσο ελληνικά. Και τα πνεύματα, προετοιμασμένα από τον Χρυσήλιο, θα παραδέχουνταν την αυτοκρατορική κυριαρχία.

Κι έτσι, χωρίς αιματοχυσία, θα γύριζε το κλειδί της Αδριατικής στην εξουσία του Ελληνικού Κράτους.

Αφού τα ξαναείπαν εκείνο το βράδυ κι έμειναν σύμφωνοι, ο Αλέξιος πήρε ένα εικόνισμα της Παναγίας.

- Ορκίσου, είπε του Χρυσήλιου, σε τούτο το άγιο εικόνισμα, να μείνεις πιστός στο λόγο σου και στο Βασιλέα σου.

Ο Δυνάστης άπλωσε το χέρι του πάνω στην εικόνα.

- Πες εσύ τον όρκο, Αργυρέ, και θα ορκιστώ μαζί σου, είπε.

- Κι εσύ, Ασώτη, είπε ο Αλέξιος.

Τότε οι τρεις άντρες μαζί άπλωσαν το δεξί χέρι πάνω στο εικόνισμα της Παναγίας και ο Αλέξιος είπε:

- Ορκίζομαι να κρατήσω τη μεγαλύτερη μυστικότητα ως την τέλεια επιτυχία του σκοπού μας. Ορκίζομαι να δώσω το αίμα μου, τη ζωή μου και την τιμή μου ακόμα, για την Πατρίδα και τον Βασιλέα μου.

- Ορκίζομαι! είπε με δύναμη ο Ασώτης.

- Ορκίζομαι, επανέλαβε ο Χρυσήλιος. Οι τρεις άντρες φιλήθηκαν με συγκίνηση.

Ο Χρυσήλιος τότε έβγαλε ένα φαρδύ δαχτυλίδι που φορούσε και το έδωσε του Ασώτη.

Ήταν απλό, χωρίς στολίδια ή πέτρες. Από το μέσα μέρος είχε σκαλισμένο ένα βυζαντινό σταυρό, και αντίκρυ ήταν χαραγμένα τα γράμματα: ε ο α α π π.

Ο Ασώτης πήρε το δαχτυλίδι και το κοίταξε με περιέργεια.

- Τι σημασία έχουν αυτά τα γράμματα, Χρυσήλιε; ρώτησε.

- «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης[1]», αποκρίθηκε ο Χρυσήλιος. Στείλε μου πίσω το δαχτυλίδι αυτό με την απάντηση του Βασιλέα, ειδεμή δε θα πιστέψω. Οι δρόμοι είναι δύσκολοι και οι Βούλγαροι πονηροί.

Την άλλη μέρα το βράδυ, ο Ασώτης με τη γυναίκα του, τον Αλέξιο και λίγους πιστούς στρατιώτες βγήκαν από το Δυρράχιο για τη δήθεν περιοδεία στα φρούρια.

Μόλις όμως απομακρύνθηκαν αρκετά, ώστε να μη φαίνονται από τα κάστρα, γύρισαν πάλι προς τη θάλασσα όπου ανάμεσα στους βράχους ήταν κρυμμένο ένα καΐκι.

Μπήκαν στο καΐκι και τράβηξαν ίσια σ' ένα αυτοκρατορικό καράβι που περιπολούσε στα νερά της Αδριατικής και που τους περίμενε, στα σκοτεινά κρυμμένο, για να τους πάει στη Βασιλεύουσα.


  1. Ομηρικός στίχος από την Ιλιάδα, που σημαίνει: «Μια προφητεία είναι καλύτερη απ' όλες, πολέμα για την πατρίδα σου.»