Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886/Φιλοξενούμενα
←Ἐπὶ τῷ θάνατῳ τῆς Λιλῆς | Γελοιογραφικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1886 Φιλοξενούμενα |
Τὰ εὐχαριστήριά μου 'ς τὸ καινούργιο φόρεμά μου→ |
Ἐζητήθη ἡ συνεργασία τοῦ καθηγητοῦ κ. Μ*** διὰ τὸ ἀνὰ χεῖρας γελοιογραφικὸν Ἡμερολόγιον.
— Μὰ 'ξεύρεις, ἐγὼ μόνον σπουδαῖα γράφω, ἐνῷ 'σὺ θέλεις κἄπως γελοῖα...
— Ἶσα, ἶσα. Διὰ νὰ ἦνε γελοῖα πρέπει νὰ γράψῃς σοβαρά!
Ἡ σκηνὴ ἐν Ἀθήναις.
Ὁ μικρὸς Τοτὸς κλαίει καὶ ὀδύρεται, διότι δὲν θέλει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ σχολεῖον.
Ὁ πατὴρ καὶ ὁ διδάσκαλος προσπαθοῦν νὰ τὸν πείσουν.
— Βρὲ, παιδάκι μου, πρέπει νὰ μάθῃς γράμματα, γιατὶ χωρὶς αὐτὰ εἶνε κανένας ζῷον σήμερον. Τί ἐπάγγελμα θὰ κάμῃς χωρὶς γράμματα; Οὔτε παπᾶς δὲν 'μπορεῖς νά γίνῃς!
Καὶ ὁ μικρὸς Τοτὸς κλαίων πάντοτε:
— Νὰ, θὰ γίνω δάσκαλος!...
Πρόκειται περὶ τυποκλοπίας ἐν τῷ πλημμελειοδικείῳ Πατρῶν. Οἱ κατηγορούμενοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἔκλεψαν ξένην πνευματικὴν ἐργασίαν, διότι, λέγουν, τὸ ἀλφαβητάριον τοῦ κ. Σκορδέλη δὲν εἷνε ἔργον διανοίας.
Καὶ ὁ κύριος προεδρεύων πρὸς τὸν μηνυτήν:
— Εἷσθε βέβαιος ὅτι ἓν ἁπλοῦν ἀλφαβητάριον εἶνε ἔργον διανοίας;
— Εἶμαι βέβαιος, κύριε πρόεδρε, ὅτι δὲν εἶνε ἔργον κοιλίας!
Ὁ κ. Ἀγαθόπουλος ἀφῆκε τὸ διδασκαλικόν του ἐπάγγελμα καὶ ἔγινε συνεργάτης ἐφημερίδος
Ὁ ἀρχισυντάκτης ῥίπτει τυχαίως βλέμμα ἐπὶ τῶν χειρογράφων τοῦ κ. Ἀγαθοπούλου, γράφοντος εἴδησιν ἔχουσαν οὕτω «...τὸ πλοῖον ἐβυθίσθη αὔτανδρον...
— Ὄχι αὔτανδρον! ἐσώθη εἷς—τῷ παρατηρεῖ.
— Ἐσώθη; τὶ δυστυχία! Θὰ σβύσω τὴν καλλιτέρα λέξιν. Κρῖμα νὰ μὴ πνιγῇ αὔτανδρον!
Ὁ ἱεροκήρυξ κ. Σταματιάδης ἐξηγεῖ τὸ εὐαγγέλιον ἐπ' ἄμβωνος ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης.
Οἱ ἐνορῖται κλαίουν ἐκ συγκινήσεως, πλὴν ἑνὸς, ὅστις ἀκροᾶται μειδιῶν.
— Διατί δὲν κλαίεις σύ; τὸν ἐρωτᾷ εἷς.
— Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ ἄλλη ἐνορία!
Ὁ κ. Ἀγαθόπουλος μεταβαίνει μετὰ τῆς κυρίας του εἰς τὸ Ἀστεροσκοπεῖον διὰ νὰ ἳδουν τὴν ἔκλειψιν τῆς σελήνης, ὀλίγον ἀργὰ ὅμως.
— Τί θέλετε; τὸν ἐρωτᾷ ὁ θυρωρός.
— Νὰ ἰδοῦμε τὴν ἔκλειψιν.
— Τώρα; ἡ ἔκλειψις ἔγεινεν ἀπὸ τόση ὥρα...
— Ἀδιάφορον. Ὁ Κοκκίδης εἷνε φίλος μου καὶ πρὸς χάριν μου θὰ ἐπαναλάβῃ τὸ πείραμα!
Ὁ σύζυγος ἑτοιμάζεται νὰ ξεκινήσῃ μὲ τὸ σῶμα τῶν ἐθελοντῶν εἰς τὴν Μακεδονίαν.
— Γιὰ ποῦ ἀγάπη μου; τὸν ἐρωτᾷ τρυφερῶς ἡ κυρία.
— Γιὰ τὸν πόλεμο.
— Αἴ! μὰ τότε φόρεσε τὰ παλῃά σου ροῦχα, γιατὶ 'μπορεῖ, φῶς μου, νὰ σὲ σκοτώσουν!...
Ὁ κ. Παράξενος εὑρίσκεται εἰς στιγμὰς μισανθρωπίας καὶ ἀπελπισμοῦ. Τὸν συναντᾷ εἷς φίλος.
— Σὲ βεβαιῶ, ἐβαρέθηκα τὴ ζωή! Μοῦ ἔρχεται νὰ αὐτοκτονήσω, ἀλλὰ δὲν εἰξεύρω μὲ τί μέσον ἀσφαλέστερον.
— Ἁπλούστατον! Δὲν ἔχεις παρὰ νὰ προσκαλέσῃς ἕνα γιατρὸ ὅποιον θέλεις, κ' ἔννοια σου. Ἡσυχάζεις γιὰ πάντα!...
Ὁ κ. Ἀγαθόπουλος ἐρωτᾶται ἕν τινι συναναστροφῇ ἐὰν ἤθελε νὰ γνωρίζῃ τὸ μέλλον του.
— Δὲν βαρύνεσθε! ὅλο τὸ ἴδιο εἷνε. Τὸ μέλλον εἷνε ὅμοιον μὲ τὸ παρελθόν.
Ὁ κ. Ἀγάθος Ἀγαθόπουλος ἐπιστρέφει ἑνωρίτερον τοῦ συνήθους εἰς τὴν οἰκίαν, καθ' ἣν στιγμὴν ἡ κυρία Ἀγαθοπούλου εἰς τὸ σκότος τοῦ διαδρόμου ἀναμένει πάντα ἄλλον ἐκτὸς αὐτοῦ.
Αἴφνης ὁ κ. Ἀγαθόπουλος εὑρίσκεται εἰς τὰς ἀγκάλας της περιπτυσσόμενος.
— Πῶς ἄργησες, Ἀριστείδη μου;
— Καλὲ γυναῖκα, ἐξέχασες τ' ὄνομά μου;
— Ἆ! ἐσύ εἶσαι, Ἀγάθο μου; Δὲν σ' ἐγνώρισα στὰ σκοτεινά!
Μεταξὺ δύο καθ' ὁδόν.
— Ποῦ 'πᾶς Γιάννη;
— Εἰς τὸ σῆπτι. Πάω νὰ κάμω συντροφιὰ τῆς γυναῖκάς μου γιατὶ λείπει ἡ Μαρία. Καὶ σύ;
— Ἐγὼ πάω νὰ κάμω συντροφιὰ τῆς Μαρίας γιατὶ λείπει ἡ γυναῖκά μου!..
Ἡ δεσποινὶς Ἑλένη ἔχει κεφαλαλγίαν.
— Τί νὰ κάμω νά μου περάσῃ; ἐρωτᾶ τὸν σύζυγον τῆς φίλης της, παρούσης καὶ αὐτῆς.
— Νὰ ὑπανδρευθῆτε!
— Καὶ περνᾶ τότε ὁ πονοκέφαλος;
— Βεβαιότατα! φεύγει ἀπὸ σᾶς καὶ μεταβαίνει ὁριστικῶς εἰς τὸ κεφάλι τοῦ συζύγου σας!...
ΛΩΠΟΔΥΤΗΣ.