Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886/Πηλένια Πεθερά
←Φλυαρία | Γελοιογραφικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1886 Συγγραφέας: Πηλένια Πεθερά |
Εἷς Πλάτων→ |
Τασσοσ Μαγκανοσ | Σπυρος Τζαμασ |
Αχθοφοροσ | Στυλιανη |
Δωμάτιον εὐρύχωρον γυμνὸν ἐπίπλων σχεδὸν. Θύραι τοῦ δωματίου ἑκατέρωθεν. Θύρα εἰς τὸ βάθος· καὶ δεξιᾷ μὲν τῆς θύρας ταύτης ψάθινον ἀνάκλιντρον ἀριστερᾷ δὲ τράπεζα ἐφ’ ἧς ὑάλινον ἀγγεῖον πλῆρες ὕδατος, ἐν ᾧ πλέουσιν ἐρυθροὶ ἰχθῦς. Ἐπὶ τῶν τοίχων εἰκόνες παριστῶσαι σκηνὰς τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως. Ἐδώλια ψάθινα.
Καλημέρα.
Καλῶς τον.
M’ ἐγύρευες, ἔμαθα.
Συννεφιασμένο σὲ βλέπω· τί τρέχει;
Νὰ... ἡ Στυλιανή...
Τί ἔπαθε;
Ξέρω κ’ ἐγώ;...ἔλεγα νὰ τὴν ἔπερνες σπίτι σου...
Σπίτι μου;
Γιὰ λίγον καιρὸ μονάχα...ὄχι γιὰ πάντα...
Μὰ τὶ ἔτρεξε;
Εἴμαστε πέντε μήνους παντρεμμένοι...τὶ λέω ’γώ,.. πέντε καὶ πᾶν’ ἕξη...σ’ αὐτοὺς τοὺς ἕξη μήνους μέσα ἕναν κακὸ λόγο δὲν ἀλλάξαμε. Καλὴ, φρόνιμη, νοικοκυρὰ, εἶνε χαριτωμένη γυναῖκα ἡ Στυλιανή μου... μὰ εἶνε τώρα κάμποσαις ’μέραις ποῦ δὲν κάνει ἄλλη δουλειὰ παρὰ νὰ κλαίῃ ἀπὸ τὸ πρωῒ ἴσα μὲ τὸ βράδυ.
Κλαίει;
Καὶ τὶ κλάμμα!
Μήπως ἔχει τίποτε; Δὲν τὴν ’ρώτησες;
Μπᾶ!
Εἶπα κ’ ἐγὼ νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ τὴν πάρῃς γιὰ μερικαῖς ’μέραις ’ς τὸ σπίτι σου, σὰν ἀδερφή σου ποῦ εἶνε, ἴσως καὶ σᾶς ἐπεθύμησε, ξέρω κ’ ἐγώ;
Τί νὰ κάνῃ ’ς τὸ σπίτι; Πέντε ἀδέρφια χωρὶς μάνα, χωρὶς πατέρα, καθένας μὲ τὴ δουλειά του ἔξω ἀπ’ τὸ σπίτι ὅλη τὴν ἡμέρα, τί νὰ κάνῃ σ’ ἐμᾶς;
Νὰ ξανοίξῃ ἡ καρδιά της...ξέρω κ’ ἐγώ;
Ἇ, μπᾶ! κολοκύθια! Φώναξες τὸ γιατρό;
Τρεῖς γιατροὺς τῆς ἔχω φέρει ἴσα μὲ τώρα.
Αἴ, τί εἶπαν;
Κανένας δὲν ’μπόρεσε νὰ καταλάβῃ τί ἔχει.
Ποῦ εἶνε; πᾶμε νὰ τὴν ἰδῶ.
Νά την ἔρχεται...Κύτταξέ την, πάλι κλαμμένη εἶνε. Δὲν τὴν ’ρωτᾷς ἐσύ τί ἔχει, τί θέλει; ἴσως ἐσένα σοῦ εἰπῇ τὸν πόνο της.
Θὰ τὴν ’ρωτήσω· ἄφησέ με μονάχο μαζῆ της.
Καλημέρα, Σπῦρο, πῶς ἀπὸ ’δῶ;
Αἴ, ἦρθα νὰ ἰδῶ τί κάνετε.
Τί κάνουν τ’ ἀδέρφια μας; πῶς δὲν ἔρχουνται;.... μ' ἐξεχάσατε.
Αὐτὸ εἶνε ποῦ σοῦ λέω... σᾶς ἐπεθύμησε.
Δὲ σ’ ἐξέχασε κανεὶς, Στυλιανή μου, μὰ ᾑ δουλειαῖς, βλέπεις.
Ῥώτησέ την τὸ λοιπὸν, ἐγὼ ἐδῶ εἶμαι, δὲ φεύγω. [Μεγαλοφώνως.] Θέλεις τίποτε, Στυλιανή; πάω ἴσα μὲ τὸ παζάρι.
Ὄχι· εὐχαριστῶ.
Τί νὰ ἔχῃ ἡ καϋμένη!
Ἆ!
Γιατὶ, γιατὶ, βαρυαναστενάζεις;
Ἀμ’ εἶνε ζωὴ αὐτὴ;
Τί ἔχεις; δὲν εἶσαι εὐτυχισμένη;
Εὐτυχισμένη λέει; Ποιὸς ἔχασε τὴν εὐτυχία γιὰ νὰ τὴν εὕρω ’γώ;
Τὶ λὲς, Στυλιανή μου; ἔχεις κανένα παράπονο μὲ τὸν ἄντρα σου;
Ἆ, ὁ καϋμένος! καλλίτερος ἄντρας δὲν ’μπορεῖ νὰ γείνῃ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Λοιπὸν; ποῦ εἶναι ἡ δυστυχία σου; [Βλέπων αὐτὴν κλαίουσαν]. Μὰ τί κλαῖς; τί σοῦ λείπει; Ὅλα τἄχεις, ἀφοῦ καλλίτερος ἄντρας δὲν ’μπορεῖ νὰ γείνῃ ’ς αὐτὸν τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Τάσσο. Στὸ σπίτι δὲν εἶχες τὰ καλὰ ποῦ ἔχεις ἐδῷ. Εἴχαμε τὴν ἀτυχία νὰ χάσουμε τοὺς γονιούς μας μικρὰ παιδιὰ, σᾶς ἐμεγάλωσα ἐγὼ, σ’ ἐπάντρεψα, ζῇς εὐτυχισμένη τί παραπάνω θέλεις;
Τί θέλω;
Ναὶ, πές μου τὶ σοῦ λείπει νὰ σοῦ τὸ δόσουμε. Ἂν δὲν ’μπορῇ ὁ ἄνδρας σου ἕνας, πέντε ἀδέρφια εἴμαστ’ ἐμεῖς καὶ ὁ διάβολος νὰ σκάσῃ κἄτι θὰ καταφέρουμε.
Τόσο μεγάλο πρᾶμμα εἶνε; [Βλέπων ὅτι πάλιν κλαίει.] Πάλι κλαῖς; Τέλος πάντων πὲς τί εἶνε καὶ ποιὸς ξέρει ἂν δὲ ’μπορέσουμε νὰ κάνουμε τίποτε.
Ἄφησε... δὲ γίνεται...
Μὰ μὴν κλαῖς, Στυλιανή μου· γιατὶ ραγίζεται ἡ καρδιά μου νὰ σὲ βλέπω... Πές μου τί εἶνε ... Ἔλα Στυλιανὴ, πές το τοῦ ἀδερφοῦ σου. Στυλιανή μου, (ἐναγκαλιζόμενος αὐτήν.] Μὴ χαλνᾷς τὰ ματάκια σου...τί θέλεις; πές μου τί θέλεις;
Ἤθελα...
Λέγε λοιπὸν...τί ἤθελες;
Ἤθελα μιὰ πεθερὰ.
Τί πρᾶγμα;
Μιὰ πεθερά.
Πεθερά;
Ναί.
Τί εἶνε αὐτὸ; ἔπιπλο ἢ ροῦχο;
Μὰ μήπως ξέρω ἐγὼ τί θέλετε νὰ ’πῆτε σήμερα μ’ αὐτό; καθὼς κατάντησαν ᾑ μόδες ποῦ ξέρω ἐγὼ τί θὰ εἰπῇ πεθερά;
Ἄχ. Θεέ μου· δὲν καταλαβαίνεις. Καλὲ σοῦ λέω πεθερὰ.... νὰ σὰν νὰ εἰποῦμε μιὰ μάνα.
Τί; μιὰ μάνα; τέτοια πεθερὰ θέλεις;
Ναὶ, τέτοια ἤθελα νἄχα, κι’ ἂς ἦταν καὶ πηλένια.
Μέγας εἶσαι κύριε καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου! Καὶ γι’ αὐτὸ κλαῖς;
Γι’ αὐτὸ.
Ἀμ’ δὲν εἶσαι καλὰ, Στυλιανή μου, καὶ καλὰ θὰ κάνῃς νὰ πᾷς ’ς τὴν Τῆνο τώρα ποῦ θ’ ἄρθῃ τὸ πανηγῦρι.
Γέλα ἐσὺ, ἐγὼ ὅμως εἶμαι δυστυχισμένη.
Γιατὶ δὲν ἔχεις πεθερά! Σῶσον κύριε τὸν λαόν σου! Ἀμ’ ἐδῷ οἱ ἄνθρωποι δίνουν ὅ τι ἔχουν καὶ δὲν ἔχουν γιὰ νὰ μὴν ἔχουν πεθερὰ καὶ σὺ κλαῖς γιατὶ δὲν ἔχεις;
Ἀκοῦς, λέει, κλαίγω, πῶς νὰ μὴν κλάψω; λίγο τὥχεις;
Αὐτὸ εἶνε ποῦ δὲν ἔχει...γιατὶ νὰ μὴν ἔχῃ;
Γιατὶ, γιατὶ...γιατὶ ’πέθανε.
Γιατὶ νὰ πεθάνῃ;....
Αἴ, μὰ εἶσαι ντίπ παιδὶ, καϋμένη Στυλιανὴ, καὶ φταίω ἐγὼ ποῦ κάθουμαι καὶ ’μιλῶ μαζῆ σου. [Λαμβάνων τὸν πῖλον αὐτοῦ.] Ἀντίο.
Φεύγεις;
Ἀμ’ τί νὰ κάνω; μοῦ γυρεύεις πεθερὰ, ποῦ νὰ τὴν εὕρω ’γὼ τὴν πεθερά; Θέλεις νὰ τὴν φτειάσω; Ἂν ἤμουν μαρμαρᾶς νὰ σοὔφτειανα μιὰ πηλένια ἀφοῦ καὶ τέτοια σοῦ κάνει· μὰ δὲν εἶμαι μαρμαρᾶς, εἶμαι φούρναρης κ’ ᾑ πεθεραῖς δὲν γίνονται ἀπ ἀλεύρι, ὅσο κι’ ἂν τῇς ζυμώσῃς.
Καλὰ...αὐτὴ ἡ λύπη θὰ μὲ πάῃ ’ς τὸν τάφο. [Ἀνερχομένη.] Ἀντίο.
Ἔλα ἐδῶ, ποῦ πᾷς;
Δυστυχία μου!
Πάει ἔφυγε!.... [κατερχόμενος] Δὲν εἶνε καλὰ ἡ ἀδερφή μου καὶ πρέπει νὰ κυτταχτῇ. Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ θέλῃ πεθερά! Καὶ κλαίει γι’ αὐτό.....Κλαίει!... ἔμεινε ἡ μισὴ ἀπὸ τὸν καϋμό της. Μπᾶ, μπᾶ,... μήπως τῆς ’σάλεψε;... Δυστυχισμένη Στυλιανή!
Αἴ... σοῦ εἶπε;
Τὶ νὰ σοῦ εἰπῶ, Τάσσο μου, εἶναι μεγάλο τὸ δυστύχημα.....
Τί;
Ναὶ, μεγάλο εἶνε καὶ πρέπει νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφασι.
Μὴ, μὲ τρoμάζῃς Σπῦρο.... τί ἔχει;
Τί ἔχει, τί ἔχει.... ἐκεῖνο ποῦ δὲν ἔχει.
Τί πρᾶμμα;
Δὲν ἔχει πεθερά.
Πεθερά!
Ναὶ, ὅλα της τὰ κλάμματα γι’ αὐτὸ εἶνε, γιατὶ δὲν ἔχει πεθερά.
Ἔλα τώρα, μὴ χωρατεύῃς ἀδερφὲ, καὶ πές μου τί ἔχει;
Ἄκουσέ μου ποῦ σοῦ λέω, τί; θὰ σὲ γελάσω; Αὐτὸ εἶνε ἀρρώστια σὰν κάθε ἀρρώστια καὶ πρέπει νὰ φωνάξουμε τοὺς γιατρούς. Τί μὲ κυττάζεις; ἡ γυναῖκά σου εἶνε ἄρρωστη παιδί μου. Εἶνε κακὸ.... μὰ τὶ νὰ γείνῃ; πρέπει νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφασι. Πάλι μὲ κυττάζεις! Νοιώθεις ρωμαίϊκα ἢ δὲ νοιώθεις; Θέλει πεθερὰ καὶ ὅταν μιὰ γυναῖκα σοῦ γυρεύει πεθερὰ καὶ σοῦ λέει μάλιστα ὅτι καὶ πηλένια ἄν εἶνε δὲν τὴν ’νοιάζει πάει νὰ πῇ πῶς λασκάρισαν ᾐ βίδαις καὶ σὰν φρόνιμοι ἄνθρωποι ποῦ εἴμαστε νὰ τὴν στείλουμε ’ς τὴν Τῆνο.
’Σ τὴν Τῆνο!
Ἀκοῦς ἐκεῖ πηλένια! [Τύπτων τὸ μέτωπον αὐτοῦ.] Ὤ!
Τὶ ἔπαθες;
Μία ἰδέα!..... περίμενέ με κ’ ἔρχουμαι.
Ποῦ πᾷς;
Τώρα, τώρα.
Μπᾶ! Δὲ γίνεται· θὰ παράκουσε ὁ Σπῦρoς. Πεθερὰ λέει γυρεύει ἡ γυναῖκα μου; τί πεθερά; Δὲν ἔχει καὶ νόημα. Κἄτι ἄλλο θὰ τοῦ εἶπε καὶ δὲ τὸ κατάλαβε......
Ἦρθες, Τάσσο;
Ἆ, σοῦ τὸ εἶπε;
Ναὶ, μὰ κἄτι ἄλλο θὰ τοὔλεγες ἐσὺ, κι’ αὐτὸς δὲν κατάλαβε καὶ μοὔλεγε ἄλλα τῶν ἀλλῶν. Πεθερὰ λέει θέλεις;
Καλὰ ἔλεγα ἐγὼ νὰ μὴν τὸ εἰπῶ σὲ κανέναν....νὰ, τώρα.. γελᾶτε.....
Μπᾶ, μπᾶ τὶ θὰ εἰπῇ αὐτό;
Καὶ δὲν τὤχετε γιὰ τίποτε νὰ μὲ πάρετε καὶ γιὰ τρελλή..... μὰ τὶ νὰ κάνω ποῦ δὲν τὸ θέλω.... τὤχω μέσα ’ς τὴν καρδιά μου καὶ μοῦ φαίνεται πῶς θὰ πεθάνω γιατὶ δὲν ἔχω πεθερά.
Ὦ δυστυχία μου! δὲν εἶνε ’σ τὰ καλά της ἡ Στυλιανή μου.
Ἄχ, γιατὶ νὰ μὴ ζῇ ἡ μάνα σου Τάσσο μου· θὰ τὴν ἀγαποῦσα, θὰ τὴν ..... ξέρεις πόσο θὰ τὴν ἀγαποῦσα;
Ἔτσι μοῦ ἔρχεται νὰ.......
Μὰ ’πέθανε ἡ καϋμένη.
Καλλίτερα νὰ τὴν πάρω μὲ τὸ καλό.
Ἄκουσε νὰ σοῦ εἰπῶ, Στυλιανή μου, αὐτὸ ποῦ ζητᾷς θὰ εἶχε νόημα ἂν ζοῦσε ἡ μάνα μου· ἀλλὰ καὶ τότες δὲν ξέρω ἂν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ τὴν εἶχες ἐδῷ.
Γιατί;
Ἡ μάνα μου ἦταν καλὴ γυναῖκα· ὅσο καλὴ ὅμως κι’ ἂν εἶνε μιὰ μάνα, πάντοτες εἶνε κακὴ πεθερὰ, νὰ τὸ ξέρῃς αὐτό. Δὲν τὸ λέω γιὰ τὴ μάνα μου, γιατὶ ἐσένα καθὼς εἶσαι καὶ τόσο καλὴ θὰ σ’ ἀγαποῦσε σὰν τὰ μάτια της, μὰ ἔτσι εἶνε αὐτὸς ὁ κόσμος. Ὁ γυιὸς πάντα εἶνε γυιὸς κ’ ἡ νύφη πάντα νύφη. Θἄρχουνταν μιὰ ’μέρα ποῦ θὰ τὰ χαλνούσατε.
Ἐγὼ νὰ τὰ χαλνοῦσα μαζῆ της; ποτέ. ’Σ τὰ πούπουλα θὰ τὴν εἶχα· ’ς τὸ κεφάλι μου, σκλάβα της θὰ ’γενόμουν· ἐγὼ, ἐγὼ... ἆ, μόνον αὐτὸ δὲ θὰ ἔβλεπες.....
Σὲ πιστεύω· ἀλλὰ τέλος πάντων ἡ μάνα μου ’πέθανε, ἂν ’ζοῦσε ὁ πατέρας μου θὰ τὸν παρακαλοῦσα νὰ ξαναπαντρευότουν γιὰ νὰ ἔχῃς μιὰ γυναῖκα ποῦ θἄμοιαζε μὲ πεθερά. Καὶ ὁ πατέρας μου δὲν ζῇ, τώρα τί νὰ σοῦ κάνω; Ἄφησε λοιπὸν αὐταῖς τῇς ἰδέαις, ἀφοῦ αὐτὴ εἶνε ὅλη ὅλη ἡ λύπη σου, καὶ ἔλα νὰ ζήσουμε εὐτυχισμένοι σὰν τῇς πρώταις ’μέραις. Δὲν εἶνε καλλίτερα;
Ὄχι· ἐγὼ θὰ πεθάνω.
Ἆ, μὰ δὲν παίρνεις βλέπω, ἀπὸ λόγια....
Γιὰ νὰ σοῦ εἰπῶ, γυναῖκα, εἶμαι καλὸς καλὸς μὰ ὅταν μὲ παραφουσκόσουν ἀνάβω. Τί ἀνοησίαις εἶνε αὐταῖς ποῦ λές; Κύτταξε ν’ ἀφήσῃς αὐταῖς τῇς ἰδέαις, γιατὶ αἴ, δὲ θέλω καὶ πολὺ γιὰ ν’ ἀνάψω. Ἐγὼ σ’ ἔχω κυρὰ μέσ’ ’ς τὸ σπίτι μου, τίποτε δὲ σοῦ λείπει, σ’ ἀγαπῶ σὰν τὴν πρώτη ’μέρα ποῦ παντρευτήκαμε κ’ ἐσὺ ἔρχεσαι μ’ αὐταῖς τῇς ἀνοησίαις νά μοῦ χαλάσῃς ὅλη μου τὴν ἡσυχία; Καὶ νὰ ’γύρευες τίποτε σωστὸ, ’ς τὸ διάολο, δὲ θὰ ’μιλοῦσα· μὰ νὰ γυρεύῃς πεθερὰ, ὅταν ξέρῃς πῶς πέθανε ἡ μάνα μου; ἀμ’ ἂν σ’ ἀκούσῃ καὶ κανεὶς τί θὰ εἰπῇ; θὰ σὲ πάρῃ γιὰ τρελλὴ.....Νὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα πρᾶμμα; ὅλα κι’ ὅλα, μὰ τρελλὴ γυναῖκα δὲν τὴν θέλω καὶ ξέρε το.
Δὲ φταῖτε σεῖς, φταίω ’γὼ ποῦ τὤβγαλ’ ἀπ’ τὸ στόμα μου...
Πάλι;
Ἅχ, πεθεροῦλα μου, ποῦ εἶσαι, πεθερά μου;
Ἆ, μὰ ἔχασα πλέον τὴν ὑπομονὴ καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι.....
Αἴ, ποῦ θὰ τὴν βάλῃς Στυλιανή;
Ποῦ θὰ τὴν βάλῃς;
Ποιάν;
Τὴ πεθερά σου.
Τί;
Σοῦ ἔφερα μιά....,
Πεθερά;
Ναὶ, πεθερά, καὶ κύτταξέ την σοῦ ἔχει κ’ ἕνα καμάρι.
[Εἰσέρχεται ἀχθοφόρος φέρων ἐπ’ ὤμου γύψινον ἄγαλμα γυναικὸς ἀρχαίας, μετρίου ἀναστήματος.]
Ἆ!
Δὲ μοῦ εἶπες ὅτι καὶ πηλένια ἂν ἦταν θὰ σοὔκανε; νὰ ἐγὼ, σοῦ ἔφερα ἀπὸ γύψο ποῦ ἀξίζει καὶ παραπάνω.
Ἐδῶ, ἐδῶ φέρ’ την.
Ἡ Στυλιανὴ λέγει τῷ ἀχθοφόρῳ νὰ τοποθετήσῃ αὐτὴν κατὰ γῆς, εἶτα θέτει αὐτὴν ἐπὶ τινος ἑδωλίου, κατόπιν μεταφέρει αὐτὴν εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς σκηνῆς καὶ θέτει αὐτὴν ἐπί τινος τραπέζης. Βλέπουσα ὅτι ἐτοποθετήθη ὑψηλὰ μεταφέρει αὐτὴν ἐπί τινος ἑδωλίου. Ὁ ἀχθοφόρος εἰς πᾶσαν μετακίνησιν δεικνύει σημεῖα δυσαρεσκείας· ἡ Στυλιανὴ ὁτὲ μὲν εὐχαριστεῖται διὰ τὴν τοποθέτησιν, ὁτὲ δὲ δυσαρεστεῖται· περὶ τὸ τέλος τοῦ διαλόγου τὸ ἄγαλμα εὑρίσκεται ἐπί τινος ἑδωλίου ἀριστερᾷ, εἰς τὸ ὕψος τῆς Στυλιανῆς ἱσταμένης, ἥτις θωπεύει καὶ κατασπάζεται αὐτὸ, ἐν συγκινήσει.
Αὐτό; ἡ μάνα σου.
Αἴ;
Δὲν ἤθελε μιὰ πεθερὰ ἡ γυναῖκά σου; ποῦ νὰ πᾶμε νὰ ξεθάψουμε τὴ μακαρίτισσα. Θυμήθηκα πῶς ὁ Γιάννης τοῦ Μανώλη εἶχε αὐτὸ τὸ ἄγαλμα μέσ’ τὸ ὑπόγειό του καὶ ’πῆγα καὶ τ’ ἀγόρασα· δὲν ἔχει καὶ ἀκριβὰ, πέντε δραχμαῖς μονάχα, τοῦ λείπει ἕνα χέρι, μὰ δὲ φαίνεται. Ἄγαλμα ὅμως, θεός! αἴ;
Σπῦρο, ἡ γυναῖκά μου δὲν εἶνε καλά.
Τίνος τὸ λὲς, ἐμένα; ἐγὼ μὲ πρώτης τὴν κατάλαβα· νὰ εἶσαι ὅμως εὐχαριστημένος πῶς αὐτὴ μονάχα εἶνε ἡ ἀρρώστια της. Κανένα δὲ βλάφτει· πεθερά θέλει· νὰ, ἔχει τώρα. Κύτταξέ την χαρά!
Σπῦρο, Σπῦρο, δὲ μ’ ἀρέσουν αὐτά. Κἄτι ἔπαθε ἡ γυναῖκά μου.
Τὴ δουλειά σου· θὰ τῆς περάσῃ· θὰ τὴ φιλήσῃ μιὰ, θὰ τὴ φιλήσῃ δύο, θὰ τὴ φιλήσῃ τρεῖς, ἔπειτα θὰ τὴ βαρεθῇ καὶ θὰ ἡσυχάσῃ.
Καλά.
Τί θέλεις ἐσὺ, τ’ ἀγώγι σου; Νὰ καὶ σὺ, κὺρ συμπέθερε.
Δίδει χρήματα τῷ ἀχθοφόρῷ ὅστις χαιρετίζει καὶ ἀπέρχεται
Αἴ, εἶσ’ εὐχαριστημένη;
Ἀκοῦς, λέει.
Τόσο τὸ καλλίτερο.
Αὔριο νὰ ἰδῇς πῶς θὰ τὴ στολίσω· δὲ θὰ τὴ γνωρίσῃς.
Μακάρι!
Μπᾶ, τὴν καϋμένη! νὰ μὴ τὴν καταλάβω τόσον καιρό!
Πάμε τώρα μέσα, γιατὶ ἐδῶ κάνει μιὰ ζέστη ποῦ σκάζει ὁ τζίτζικας.
Ἐγὼ λέω νὰ πάμε γιὰ τοὺς γιατροὺς, γιατὶ καθὼς βλέπω...
Βρὲ κάνε δουλειά σου καὶ τὴν ξέρω ἐγὼ τὴν ἁδερφή μου.
Καὶ τὶ νὰ σοῦ πρωτοκάνω, πεθεροῦλά μου; Καλὲ ἔχω πεθερὰ, εἶνε ’δική μου· θὰ τὴν ἔχω ὅλη τὴν ἡμέρα ἐδῷ νὰ τῇς λέω τῇς χαραῖς μου, τὰ βάσανά μου. Ἄχ, πεθεροῦλά μου, μάτια μου, εὐτυχία μου. Στάσου νὰ σὲ στολίσω ἐγὼ ποῦ νὰ χάνῃ τὸ νοῦ του ὅποιος σὲ βλέπει. (Ἀποβάλλει τὸ περιδέραιον αὐτῆς καὶ περιβάλλει δι’ αὐτοῦ τὸν λαιμὸν τοῦ ἀγάλματος) Πῶς σοῦ πάει! καὶ πῶς σοῦ πάει! Στάσου νὰ σοῦ βάλω καὶ φακιόλι.... τί; φακιόλι; ἀμ’ δὲν εἶσαι σὺ γιὰ νἆσαι πλακιώτισα, πεθεροῦλά μου· θὰ σοῦ βάλω σκούφια ἐγὼ σὰν τὴν ἐγγλέζα τὴ δασκάλα. Σκούφια, σκούφια! ποῦ ναὕρω σκούφια; Ἂς σοῦ βάλω αὐτὴ τὴν πόλκα τώρα κ’ ἔπειτα βρίσκουμε τὴ σκούφια, (Καθ’ ἣν στιγμὴν προτίθεται νὰ ἐνδύσῃ τὸ ἄγαλμα παρατηρεῖ ὅτι ἐλλείπει μία χείρ). Μπᾶ, ποῦ εἶνε τὸ χέρι σου, πεθερά μου; Ἀλλοῖ, φουρτοῦνα ποῦ μοὔρθε! δίχως χέρι; Σοῦ τὄκοψαν οἱ γιατροί; ἄχ, κατακαϋμένη πεθεροῦλά μου! (ὀλοφυρομένη) Πῶς σοὔτυχε τοῦτο; καὶ πῶς θὰ σ’ ἔχω τώρα ἡ ἄμοιρη; κουλή; Κουλὴ θὰ μοῦ εἶσαι πεθεροῦλά μου! ἄχ, ἡ ἄμοιρη ἐγώ! (καθ’ ἣν στιγμὴν εὑρισκομένη γονυκλινὴς πρὸ τοῦ ἀγάλματος ἐκτελεῖ βιαιοτέραν τινὰ κίνησιν, τὸ ἑδώλιον κλονεῖται καὶ τὸ ἄγαλμα πίπτον καταθραύεται ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς.) Ἄχ! ἄχ! ἄχ! (Πίπτουσα λιπόθυμος) Βοήθεια!
Τί τρέχει;
Μπᾶ! ἔσπασε ἡ πεθερά; ὤ διάβολε, τώρα πρέπει ν’ ἀγοράζουμε ἄλλη.
Στυλιανὴ, τί ἔπαθες;
Αἵματα;
Εἶνε σπασμένο τὸ κεφάλι της. Στυλιανή.
Φέρε ὀλίγο νερὸ, ’λιγοθύμησε.
Στυλιανή... δὲν ἀκούεις! Στυλιανή!
Ξελιγοθύμησε;
Τρίψε της τὰ χέρια. Στυλιανή.
Ἀνοίγει τὰ μάτια της.
Στυλιανὴ, σήκω. Στυλιανή μου, τί ἔπαθες;
Ποῦ εἶμαι; ποῖοι εἶστε σεῖς;
Ἐμεῖς εἴμαστε· ἐγὼ, ὁ Σπῦρος ὁ ἀδελφός σου καὶ ὁ Τάσσος, ὁ ἄνδρας σου.
Τί ἔπαθα;
Ἆ, τίποτες... λιποθυμιὰ σοῦ ἦρθε...
Ὤχ, πῶς πονῶ ἐδῶ ’ς τὸ κεφάλι.
Ἀμ’ πῶς ’χτύπησες, Στυλιανή μου;
Ἡ πεθερά σου;
Πεθερά μου; Κακὸ χρόνο νἄχῃ! ἄχ, τὸ κεφαλάκι μου!
Δὲν πειράζει, ἔννοια σου, ἐγὼ θὰ σοῦ πάρω μιὰ καλλίτερη, ποῦ νὰ μὴ σπάζῃ ποτέ.
Τί; ἄλλη; Θεὸς νὰ φυλάξῃ. Πάρτε κι’ αὐτὰ τὰ κομμάτια ἀπ’ ἐδῶ νὰ μὴν τὰ ἰδῶ πληὰ ’ς τὰ μάτια μου.
Τί, δὲν τὴν θέλεις πλέον;
Τὴν πεθερά σου, Στυλιανή μου, ἐσὺ ποῦ ἐχάλασες τὸν κόσμο γιὰ νἄχῃς μιὰ πεθερά!
Ὤχ, τὸ κεφαλάκι μου!
Σοῦ πονεῖ, αἴ; ἀμ’ ποιὸς σοῦ εἶπε νὰ ζητᾷς τέτοια πράμματα;
Μήτε καλὴ, μήτε κακιὰ, μήτε πηλένια πεθερά!
Δημήτριος Α. Κορομηλᾶς.