Βίοι Πελοποννησίων ἀνδρῶν
Συγγραφέας:
Σπέτσαι


ΣΠΕΤΣΑΙ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΗΣ

Ὁ καπετάνιος οὗτος κατήγετο ἀπὸ τὴν νῆσον Σπέτσας καὶ παρηκολούθει καθ’ ὅλον τὸν ἀγῶνα τὸν στρατηγὸν Νικήταν Σταματελόπουλον. Εὑρέθη παντοῦ καὶ πάντοτε εἰς ὅλας τὰς μάχας μαζύ του, καὶ ἔδειξε πολλὴν γενναιότητα καὶ ἀνδρείαν διακρινόμενος εἰς τὰς μάχας. Ὁ Νικήτας τὸν Κουτρουμπῆν εἶχε δεξί του χέρι, καὶ οὗτος γνωρίζει ὅσα εἰς τοὺς πολέμους ἔγειναν ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ Νικήτα.


ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΟΝΙΑΣ

Καὶ οὗτος κατ’ ἀρχὰς εὑρεθεὶς εἰς τὴν ξηρὰν μὲ στρατιωτικὸν σῶμα συμπατριωτῶν του Σπετσιωτῶν ἐπολιόρκει τὸ Ναύπλιον, συγχρόνως μετὰ τοῦ Μπούμπουλη. Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέβη εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, καὶ κατόπιν ἔλαβε μέρος καὶ εἰς τὰς κατὰ τοῦ Δράμαλη μάχας, διατελέσας τὸν περισσότερον χρόνον τοῦ πολέμου ὑπὸ τὸν Νικήτα Σταματελόπουλον. Εἰς ὅλας δὲ τὰς μάχας, εἰς τὰς ὁποίας παρευρέθη διακρίθη διὰ τῆς προσωπικῆς του παληκαριᾶς, ὡς καὶ ὅλοι οἱ Σπετσιῶται, τοὺς ὁποίους εἶχε μαζύ του. Εἶχε δὲ τόσον ἐνθουσιασμόν, ὥστε τοῦ ἐφαίνετο, ὅτι ἂν οἱ Τοῦρκοι ἦσαν εἰς τὴν θέλησίν του, νὰ τοὺς φάγῃ ὅλους μὲ τὰ δόντιά του. Ὁ Μπόνιας ἐξώδευσε τὴν κατάστασίν του ὅλην εἰς τοὺς πολέμους διατηρῶν τοὺς ὑπ’ αὐτὸν στρατιώτας, καὶ ὅμως ὕστερα ἔμεινε γυμνὸς καὶ ἄπορος.

Οἱ Σπετσιῶται ἀπὸ ὅλας τὰς νήσους ἐφάνησαν πρόθυμοι καὶ κατὰ τὴν 25 Μαρτίου 1821 ὕψωσαν τὴν σημαίαν τῆς ἐπαναστάσεως. Τὴν δὲ ἄλλην ἡμέραν οἱ οἰκοκυραῖοι τῆς νήσου διέταξαν νὰ πολιορκηθοῦν ἡ Μονεμβασία καὶ τὸ Ναύπλιον, καὶ ἀμέσως ἔπλευσαν οἱ Ναυέτα τοῦ Γκίκα Μπόταση καὶ τὸ βρίκιον τοῦ Θεοδώρου Βότση, ὁ Ἀθανάσιος Γουδῆς καὶ ἡ Μπουμπουλίνα μὲ τὰ καράβια των, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ κάθε ἕνα εἶχεν 120 ναύτας ὡπλισμένους καθ’ ὅλα πρὸς πόλεμον. Τὴν δὲ 28 Μαρτίου φθάσαντες εἰς Μύλους τοὺς Ἀφεντικοὺς ἀντικρὺ τοῦ Ναυπλίου, ἀμέσως ἔστειλαν ἔξω τῇς βάρκαις τῶν πλοίων διὰ νὰ πιάσουν τὸν ἐκεῖ Τοῦρκον τελώνην καὶ τοὺς φύλακας. Ἀφοῦ δὲ οἱ ναῦται ἐβγῆκαν ἀπὸ τῇς βάρκαις εἰς τὴν σκάλαν, παρουσιάζεται ὁ τελώνης Τοῦρκος μὲ ἕνα φύλακά του, μὴ γνωρίζων τὸ κίνημα τῆς ἐπαναστάσεως, διὰ νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ πόθεν ἔρχονται, καὶ εὐθὺς οἱ ναῦται τοὺς ἔπιασαν καὶ τοὺς δύω, καὶ τοὺς ἐφόνευσαν. Δύω δὲ ἄλλοι Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι τότε ἦσαν μακρύτερα, ἰδόντες τοὺς ἄλλους φονευομένους, ἔφυγαν τρέχοντες εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ νὰ εἴπουν εἰς τοὺς Ναυπλιώτας Τούρκους τὰ γενόμενα, καὶ οὕτω οἱ Τοῦρκοι ἐκλείσθησαν ἐντὸς φρουρίου. Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἔφθασαν καὶ εἰς Κρανιδιώτικα καΐκια, φέροντα στρατιώτας, ἦλθον δὲ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ξηράν, οἱ δὲ ἐντόπιοι Ναυπλιῶται καὶ Ἀργῖται ἐσήκωσαν καὶ αὐτοὶ τὰ ὅπλα, ἔτρεξαν καὶ ἐπολιώρκησαν τὸ Ναύπλιον. Οἱ Ἀργῖται ἐζήτησαν βοήθειαν ἀπὸ τὰ καράβια τῶν Σπετσιωτῶν, νὰ σταλοῦν ναῦται πρὸς φρούρησιν τῆς πόλεως, καὶ οὕτως ἐστάλη ὁ υἱὸς τῆς Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας Γιάννης, ὡς φρούραρχος τοῦ Ἄργους μὲ 50 ναύτας Σπετσιώτας. Τὴν δὲ 25 Ἀπριλίου φθάνει ὁ Κεχαγιάμπεης μὲ 4000 Ἀρβανίτας πεζοὺς καὶ καβαλαραίους ἀπὸ τὴν Κόρινθον καὶ ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Ξεριὰ, ὅπου οἱ Ἕλληνες εἶχον καρτέρι, ἀλλὰ δὲν ἐστάθησαν νὰ πολεμήσουν, διότι τοὺς ἐκύκλωσαν τὰ στρατεύματα τῶν Τούρκων, καὶ οἱ ὁπλοφόροι Ἀργῖται καὶ τὰ γυναικόπαιδά των ἐτράπησαν εἰς φυγὴν, καὶ κυνηγούμενοι κατέφυγον εἰς τοὺς Μύλους ὅπου ἦσαν τὰ καράβια τῶν Σπετσιωτῶν, ἐπληγώθησαν ὅμως καὶ ἐφονεύθησαν μερικοί. Ὁ δὲ γενναῖος Γιάννης Μπούμπουλης καί τινες ἄλλοι μὲ τοὺς ὑπ᾿ αὐτοὺς στρατιώτας, ἐκλείσθησαν εἰς τὰ ἐκεῖ πλησίον τοῦ Ξεριὰ σπίτια, καὶ ἀφοῦ ἐπολέμησαν καθ᾿ ὅλην σχεδὸν τὴν ἡμέραν πρὸς ὅλους τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τέλους ἔβαλαν φωτιὰν εἰς τὰ σπίτια, ἐβγῆκαν ἔξω καὶ ἐπιάσθησαν μὲ τὰ χέρια ὅλοι· ὁ δὲ Γιάννης Μπούμπουλης ἐπιάσθη, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, μὲ τὸν Βελίκον Γιάτσον, μπέην καὶ ἀρχηγὸν τῶν Ἀλβανῶν. Τοῦτο δὲ εἶναι ἀληθὲς, διότι τὸ ὡμολόγησεν ὁ ἴδιος Μπέης εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν μετὰ τὴν ἅλωσίν της καὶ εἰς ἄλλους καὶ εἰς ἐμὲ τὸν ἴδιον. Ἔλεγε δὲ ὅτι ἀφοῦ ὁ Σπετσιώτης ἥρως τὸν κατέβαλε, δὲν εἶχε μὲ τί νὰ τὸν σφάξῃ, ἀλλ’ ἐπολέμει μὲ ἕνα ἄδειο πιστόλι νὰ τὸν σκοτώσῃ κτυπῶν αὐτὸν μὲ τὸ κονδάκι του εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος, διότι δὲν ἐδύνατο νὰ τὸν κτυπήσῃ κατακέφαλα, ἐμποδιζόμενος ἀπὸ τὸν Μπέην, ὅτε ἄλλος Ἀλβανὸς ἰδὼν τοῦτο τρέχει, πιστολίζει καὶ φονεύει τὸν Μπούμπουλην ὣς ἦτον ἐπάνω εἰς τὸν Μπέην. Οὕτως ἐπολέμησαν ἀνδρείως καὶ ἐθυσιάσθησαν 28 Σπετσιῶται μὲ τὸν Γιάννην Μπούμπουλην καὶ ἄλλοι ὅσοι ἐστάθησαν. Αἱ δὲ σωθεῖσαι οἰκογένειαι τῶν Ἀργείων μετεκομίσθησαν εἰς τὴν νῆσον τῶν Σπετσῶν ὅπου ἔτυχον τῆς μεγαλειτέρας φιλοξενείας καὶ περιποιήσεως.