Βίοι Πελοποννησίων ανδρών/Κεφαλήνες

Βίοι Πελοποννησίων ἀνδρῶν
Συγγραφέας:
Κεφαλῆνες


ΚΕΦΑΛΗΝΕΣ

Ὁ Ἰωάννης Φωκᾶς, Εὐαγγέλης Πανᾶς, Ἀνδρέας Μεταξᾶς, Κωνσταντῖνος Μεταξᾶς, Παναγῆς Στρούζας, Διον. Σεμπρικὸς καὶ ἄλλοι πολλοὶ ὑπηρέτησαν τὸν ἀγῶνα. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτοὶ καὶ μόνοι· ἀλλὰ ποῖος δύναται νὰ ἐνθυμηθῇ πόσοι πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως κατηχήθησαν ἀπὸ τὴν Ἑταιρίαν καὶ ἡτοιμάσθησαν, καὶ πόσοι ἐπῆραν μέρος εἰς τὴν ἐπανάστασιν· πόσοι δὲ ἄλλοι ἐμισθώθησαν εἰς τοὺς Τούρκους, διὰ νὰ ὑπηρετήσουν εἰς τὸν στόλον τοῦ Σουλτάνου ὡς ναῦται, καὶ νὰ εὑρεθοῦν καθ’ ἣν ὥραν οἱ Ἕλληνες ἔμελλον νὰ ἐπαναστατήσουν ἐντὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ νὰ βάλουν φωτιὰ εἰς τὸν στόλον.

Γενομένης δὲ τῆς ἐπαναστάσεως, ὅπου καὶ ἂν ἦσαν, ἔτρεξαν μὲ τὰ πλοῖά των εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ εἰς τὴν Σμύρνην διὰ νὰ σώσουν τοὺς ἀδελφούς μας χριστιανοὺς, ἀπὸ τὸ σπαθὶ τοῦ Σουλτάνου, τοὺς ὁποίους παρέλαβον μὲ τὰς οἰκογενείας των καὶ τοὺς μετεκόμιζον εἰς τὴν Ῥωσσίαν καὶ ἀλλαχοῦ.

Τοῦτο δὲ ἔκαμον μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς των ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσαν. Κατὰ δὲ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπανστάσεως ἀπεφάσισαν καὶ ἔφυγον ἀπὸ τὴν πατρίδα των, καὶ ἐβγῆκαν εἰς τὴν Γαστούνην, ὡπλισμένοι καὶ ἐφωδιασμένοι μὲ τὰ κανόνιά των καὶ μὲ ὅλα ὅσα χρησιμεύουν εἰς τὸν πόλεμον, ἔχοντες μαζύ των καὶ τοὺς συμπατριώτας των περὶ τοὺς 300, καὶ οὕτω ὅλοι ὁμοῦ ὑπῆγον καὶ ἐπολιώρκησαν τοὺς Λαλαίους Τούρκους. Ἐκεῖ δὲ εἰς τοῦ Λάλα ἔδωκαν ζωὴν εἰς τὴν ἐπανάστασιν διότι ἐπολέμησαν ἀνδρείως ἔχοντες συντρόφους καὶ πολλοὺς Πελοποννησίους. Ὁ δὲ τόπος τοὺς ἐδέχθη ὡς ἀδελφοὺς καὶ ὅ,τι εἶχον τὸ ἐπρόσφερον ἤτοι τροφὰς καὶ τὰ τοιαῦτα. Ὁ πόλεμός των ἐτρόμαξε τοὺς Λαλαίους, οἵτινες ἠναγκάσθησαν νὰ προσκαλέσουν εἰς βοήθειαν τὸν Ἰσοὺφ πασᾶν Σέραλην διαμένοντα εἰς τὰς Πάτρας, ὅστις ἦλθεν ἔχων δύναμιν ἰσχυρὰν ὑπὲρ τοὺς 1500, ἐξ ὧν οἱ 700 ἦσαν ἱππεῖς. Ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτους καὶ τοὺς Λαλαίους ἐπολέμησαν εἰς τὴν περίφημον μάχην τὴν λεγομένην τοῦ Ποσιοῦ. Μετὰ δὲ τὴν μάχην ταύτην οἱ Λαλαῖοι ἔφυγον εἰς τὰς Πάτρας. Ἡ μάχη αὕτη εἶνε μία ἐκ τῶν κατ’ ἀρχὰς γενομένων, καὶ εἶναι ἐπίσημος διότι καὶ αὕτη ἔδωκεν ψυχὴν εἰς τὴν ἐπανάστασιν, καὶ κατ’ αὐτὴν οἱ ἀδελφοὶ Κεφαλῆνες ἔδειξαν ὅλην τὴν ἀνδρείαν των καὶ τὸν ἐνθουσιασμόν των. Οἱ ἑπτανήσιοι τότε ἐμποδίζοντο ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ τόπου των μὲ τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου, καὶ δήμευσιν τῶν ὑπαρχόντων, νὰ μὴ περῶσιν εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ διὰ τοῦτο ἡ διάβασίς των ἦτο δύσκολος καὶ ἐπικίνδυνος, καὶ ὅμως τὸ αἴσθημα τῆς πατρίδος ὑπερίσχυσε καὶ δὲν ἐδύναντο νὰ ὑποφέρουν, διὰ τοῦτο ἄφησαν τὰς γυναῖκας, τὰ παιδία των, καὶ ὅλα των τὰ πράγματα εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ἄγγλων ἐξουσιαστῶν, καὶ ἦλθον νὰ συνδράμουν εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς γενικῆς πατρίδος, εἰ δὲ μὴ νὰ συνταφῶσι μὲ τοὺς ἀδελφούς των Ἕλληνας, αἱ δὲ στρατιωτικαὶ ἐκδουλεύσεις των ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου καὶ μάλιστα εἰς τὰς Πάτρας, καὶ ὅπου ἀλλοῦ εὑρέθησαν εἶναι γνωσταί. Μάλιστα καὶ εἰς τὸ Μεσολόγγιον διεκρίθησαν ὡς παληκάρια πολεμοῦντες τὸν ἐχθρόν.


Ο ΚΟΛΟΝΕΛΟΣ ΜΠΟΥΡΜΠΑΧΗΣ

Οὗτος καταγόμενος ἐκ Κεφαληνίας ἀπέκτησεν τὸν ἔντιμον βαθμὸν τοῦ συνταγματάρχου εἰς τοὺς πολέμους τοῦ μεγάλου Ναπολέοντος, ὅστις τὸν ἠγάπα ὡς παληκάρι. Ἐπανελθὼν δὲ ἀπὸ τοὺς Παρισίους εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ νὰ μάθῃ καὶ μιμηθῇ τὸν τρόπον τοῦ πολεμεῖν τῶν Ἑλλήνων, καὶ νὰ φανῇ χρήσιμος εἰς τὴν πατρίδα του, ἐσύναξε στρατιώτας καὶ ἐσχημάτισε σῶμα δι’ ἰδίων ἐξόδων, τὸν ἠκολούθησαν δὲ πολλοὶ συμπατριῶταί του ἐκ Κεφαληνίας, καὶ ἄλλοι, καὶ ὁ καπετὰν Νικολὸς Καβαδίας. Ἡ δὲ ἐκστρατεία τοῦ Μπούρμπαχη ἐγένετο πρὸς βοήθειαν τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἐπολέμησε τοὺς Τούρκους, καὶ εἴς τινα μάχην γενομένην κατὰ τὸ Μαινίδι τῆς Ἀττικῆς ἔπεσε μαχόμενος μ’ ὅλον τὸ σῶμά του τὸ ὁποῖον ἔγεινε θῦμα ὑπὲρ τῆς πατρίδος. Εἰς δὲ τὴν μάχην ταύτην ἔγεινε πολὺς σκοτωμὸς εἰς τοὺς Τούρκους, ὡς ἔλεγον τότε, διότι ἐλιανίσθησαν μὲ τὰ σπαθιὰ Ἕλληνες καὶ Τοῦρκοι, καὶ ὁ Μπούρμπαχης μάλιστα ἐθαυμάσθη διὰ τὴν ἀνδρείαν του.


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΑΒΙΛΑΣ

Οὗτος ὁ Γάλλος φιλέλλην ἦτο λοχαγὸς τοῦ Μεγάλου Ναπολέοντος. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν ἐπανάστασιν ἠκολούθει πάντοτε τὸν Γέρω Κολοκοτρώνην τιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος παρ’ αὐτοῦ διὰ τὴν γενναιότητα καὶ τὸν φιλελληνισμόν του, διότι ἠγάπα τοὺς Ἕλληνας καὶ ἐπολέμησε μὲ μέγαν ἐνθουσιασμὸν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας των.

Μετὰ τὴν λύσιν τῆς πολιορκίας τῶν Πατρῶν ἠκολούθησε κατόπιν τοῦ στρατηγοῦ, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἐπρόφθασε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον μὲ τοὺς ἄλλους καπεταναίους, ἀλλ’ ἔμεινεν εἰς τὸ Κεφαλάρι τοῦ Ἄργους μὲ τὸν Πάνον Κολοκοτρώνην. Μίαν δὲ τῶν ἡμερῶν, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ κανεὶς, ὑπῆγεν καὶ ἐκρύφθη μέσα εἰς τὰ ἀμπέλια τοῦ Ἄργους. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Τοῦρκοι ἤρχοντο καὶ ἔτρωγον σταφύλια, ὁ Λαβιλᾶς ὥρμησε καὶ ἔπιασεν ἕνα ἐξ αὐτῶν, ὁ ὁποῖος ἦτον Βαρβαρέσος, τὸν ἐφόνευσε, τοῦ ἀφῄρεσε τὰ ἐνδύματά του καὶ ὅλα του τὰ χρήματα, ἔπειτα ἐπέταξε τὰ ἰδικά του ἐνδύματα, τὰ λυωμένα, καὶ ἐφόρεσεν ἐκεῖνα τοῦ Τούρκου. Ὅταν δὲ ὁ Κολοκοτρώνης ἦλθεν εἰς τὸ Κεφαλάρι τοῦ Ἄργους, τὴν προλαβοῦσαν ἡμέραν εἶχον σκοτωθῆ Ἕλληνές τινες εἰς μίαν μάχην, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν μὲ τοὺς Τούρκους ὁ Ἀ. Μαυρομιχάλης καὶ λοιποὶ καπεταναῖοι, οἱ ὁποῖοι ἄφησαν τοὺς νεκροὺς ἀτάφους. Ἐγὼ δὲ τότε διετάχθην νὰ ὑπάγω νὰ μετρήσω τοὺς φονευθέντας, καὶ μεταξὺ τῶν νεκρῶν εὗρον τινὰς μὲ φράγκικα ἐνδύματα καὶ χωρὶς κεφαλῶν, καὶ ὑπέθεσα, ὅτι ἕνας ἐξ αὐτῶν τῶν νεκρῶν ἦτον τοῦ Λαβιλᾶ, καὶ ἀνήγγειλα τοῦτο εἰς τὸν ἀρχηγόν, ὅστις ἀμέσως διέταξε νὰ τὸν πάρωμεν καὶ νὰ τὸν ἐνταφιάσωμεν ἐνδόξως. Ὅτε ἔξαφνα βλέπομεν ἐρχόμενον μακρόθεν ἕνα ἀγνώριστον ἐπάνω μας· ὅλοι τὸν ὑπέθεσαν ὡς Τοῦρκον, καὶ ἔτρεξαν τίς πρῶτος νὰ τὸν συλλάβῃ, καὶ αφοῦ τὸν ἀπλησίασαν τοὺς ἠρώτησε διὰ τὸν Κολοκοτρώνην, καὶ ὅταν ἦλθεν ἐκεῖ μᾶς ἐπεριγελοῦσε, διότι δὲν ἐφοροῦμεν καὶ ἡμεῖς Τούρκικα χρυσᾶ ἐνδύματα καὶ δὲν εἴχομεν καὶ ῥουμπιέδαις.


ΒΕΛΙΣΑΡΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Ἡ οἰκογένεια τῶν Καλογεραίων κατήγετο ἀπὸ τὴν Πάργαν. Ὁ δὲ καπετάνιος οὗτος ἦλθε κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ πρὸς τὸν Θ. Κολοκοτρώνην, τὸν ὁποῖον ἐγνώριζεν ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον, καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὰς διαταγάς του ὑπηρετῶν τὴν πατρίδα. Συνοικειώθη δὲ μὲ τοὺς Καρυτινοὺς, καὶ ἦτον ἀχώριστος τῶν σωματοφυλάκων τοῦ Κολοκοτρώνη, ἔχων καὶ μικρὸν σῶμα στρατιωτῶν. Εἶχε καὶ ἄλλους ἀδελφοὺς, οἱ ὁποῖοι ὑπηρέτουν κατὰ τὸν ἀγῶνα, ὁ δὲ ἀδελφός του Γεώργιος ἦτο πολιτικός. Ὅτε δὲ ἦλθεν ὁ Ῥιχάρδος Τσοὺρτς καὶ ἐγένετο ἀρχιστράτηγος τῶν Ἑλλήνων, ἐκάλεσε τὸν Βελισάριον καὶ τὸν κατέταξεν εἰς τὰς τότε χιλιαρχίας, διότι τὸν ἐγνώριζεν ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον ὑπηρετοῦντα εἰς τὰ ἐκεῖ Ἀγγλικὰ τάγματα, καὶ μαθόντα τὴν ὁπλασκίαν καλῶς. Ὑπῆρξε δὲ πολὺ χρήσιμος εἰς τὸν στρατὸν διὰ τὴν φρόνησίν του καὶ τὴν παληκαριάν του ὁ Βελισάριος Καλόγερος.