Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Η Θοδώρα


ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΑΡΔΟΥ ΜΕΤΕΝΕΧΘΕΝ ΕΙΣ ΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Επεξεργασία

Ο στρατιώτης του 3 λόχου του 2 τάγματος του 1 συντάγματος Σταμάτης Λόρδας εισέρχεται εις το μαγειρείον, ένθα η ποθητή της καρδίας του Θοδώρα κόπτει αυγολέμονον διά τους παρασκευασθέντας ντολμάδες, προχωρεί ωχρός και βαρύθυμος, και με φωνήν πένθιμον ανακράζει:

— Θοδώρα! σε κατήργησαν.

Η Θοδώρα χωρίς ν' αφήση την εργασίαν της:

Τι λες, βρε χάχα;

Λόρδας ισχυρότερον: — Σου λέγω, ότι σε κατήργησαν, ότι μας αφάνισαν, μας κατέστρεψαν! …

Και ενταυτώ χώνει τας χείρας εις την λοπάδα [22] και αρπάζει δύο ντολμάδες, τους οποίους καταβροχθίζει.

Η Θοδώρα μανιώδης:

— Βγάλ' τα κούτσουρά σου απ' εκεί! … Μίλα, βρε κορόιδο της φανταρίας, τι έπαθες;

— Μα δεν ακούς λοιπόν; σε κατήργησαν, σου λέγω!

— Ποίος με κατήργησε;

— Ο υπουργός των Στρατιωτικών!

— Ο υπουργός; … Και τι έχω να κάνω μαζί του;

— Ξέρω κ' εγώ! … νά, από ζηλοτυπία φυσικά! …

— Μα τι έκαμα;

— Πάλι! … Σου λέγω πως κατήργησε τη Θοδώρα! …

— Τη σάλπιγγα;

— Ναι, τη σάλπιγγα, το αποχωρητήριον και μαζί με την σάλπιγγα και εσέ και τας συνεντεύξεις μας και τον έρωτά μας! … Πώς θα πηγαίνω εγώ τώρα από το Μεταξουργείον εις τα Παραπήγματα χωρίς σάλπιγγα; … Σου λέγω πως μας αφάνισε!

— Και γι' αυτό χάνεσαι, βρε βλάκα; … Δεν 'μπορείς να ξέρης την ώρα και να γυρίσης εις τον στρατώνα;

— Και πού να την ιδώ την ώρα;

— Εις το ρολόγι;

— Και πού να ιδώ το ρολόγι;

— Σε κανένα μπακάλικο … σε κανένα καφενείο …

— Και αν πηγαίνη οπίσω το ρολόγι του καφενείου; … Δεν μ' αφήνεις, καλέ! … Αχ! να είχα τουλάχιστον ένα ρολόγι δικό μου! …

Η Θοδώρα μετά σκέψιν:

— Ε! … ας είνε! Τυχερός ήσουν και σούφεξε. Μου έκαμε σήμερα χάρισμα η κυρά μου 25 δραχμάς να πάρω φουστάνι. (Ερευνά εις τα θυλάκιά της και του εγχειρίζει τας 25 δραχμάς). Νά! πάρε εσύ ένα ρολόγι!

Ο Λόρδας μετά συγκινήσεως:

— Θοδώρα! με σώζεις! … με γλυτώνεις! … Είχα απόφασι ν' αυτοχειριασθώ και θα επήγαινα από άωρον θάνατον!

Εις το αυτό μαγειρείον την επομένην εσπέραν. Ο Λόρδας μετ' ανησυχίας ερωτά:

— Τι ώρα είνε;

Η Θοδώρα απορούσα:

— Μα δεν επήρες το ρολόγι;

— Πού ρολόγι! … σήμερα όλη μέρα ήμουν αγγαρεία εις την υπηρεσίαν. Τώρα το βράδυ άρπαξα μια στιγμή να έλθω να σε ιδώ! … Κύτταξε το ρολόγι του αφεντικού σου …

Η Θοδώρα επιστρέφουσα:

— Είνε έξι και είκοσι.

— Πίσω θα πηγαίνη … Κύτταξε και το ρολόγι που είνε στην κάμερα της κυράς σου …

Η Θοδώρα μεταβαίνει και επιστρέφει:

— Αυτό λέει επτά και δέκα! Δεν μπορεί να είνε τόσο! Ας ρωτήσουμε και τον μπακάλη από το παράθυρον.

Ερωτάται ο μπακάλης και απαντά: — Επτά παρά τέταρτον.

Ο Λόρδας εν αμηχανία:

— Τώρα ποιο να πιστεύσουμε από τα τρία;

Επαναλαμβάνεται η τρυφερά διένεξις της σκηνής του κήπου μεταξύ Ρωμαίου και Ιουλιέττας περί της ώρας, κατά την οποίαν το άσμα του κορυδαλού αντικαθίσταται υπό των ύβρεων του αφεντικού της Θοδώρας, δυσανασχετούντος διά την βραδύτητα της υπηρετρίας του. Μεθ' ό ο Λόρδας απέρχεται εσπευσμένως.

Εις το οινοπωλείον και ξενοδοχείον ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ. Διάφοροι στρατιώται του συντάγματος συνδειπνούν ευθύμως.

Ο Σταμάτης Λόρδας ψάλλει φαιδρώς το άσμα: Στο ένα χέρι την Μανιώ και στ' άλλο την κανάτα· έπειτα μεγαλοφώνως:

— Κάπελα! … μια οκά ακόμη και τον λογαριασμό.

Ο ξενοδόχος φέρει τον λογαριασμόν: Είκοσι και τριάντα πέντε.

Ο Λόρδας μεγαλοπρεπώς:

— Παιδιά: κερνώ εγώ απόψε! …

Δίδει το χαρτονόμισμα των 25 δραχμών, επευφημούντων μετ' εκπλήξεως των συνδαιτυμόνων. Οι στρατιώται συγκρούουν τα ποτήρια:

— Η ώρα η καλή! …

Ο Λόρδας μελαγχολικώς κατ' ιδίαν:

— Η ώρα η καλή! … αλλά! … χωρίς ρολόγι!

Εις την λεωφόρον Πανεπιστημίου. Ο Σταμάτης σπεύδων το βήμα και αποτεινόμενος προς ένα διαβάτην:

— Κύριε … παρακαλώ, τι ώρα έχετε;

Ο διαβάτης φέρων τας χείρας εις τα θυλάκια και κραυγάζων:

— Λωποδύται! … βοήθεια!

Ο Λόρδας τρέχων βιαίως και κρυπτόμενος εις το προ του Πανεπιστημίου άλσος:

— Να σε πάρ' η οργή, μαγκούφη! … έβαλε τον κόσμο άνω κάτω με τες φωνές του! … Τι σκοτάδι εδώ πέρα … πίσσα! … Να ημπορούσα να ιδώ το ρολόγι! … να είχα φως! … Έχω ένα κερί επάνω μου, αλλά σπίρτο; … (Προχωρεί και διακρίνει εν τω σκότει σκιάν ανθρώπου καθημένου). Πατριώτη, έχεις κανένα σπίρτο; … Δεν μιλεί αυτός! … τουλάχιστον δεν μ' επήρε για λωποδύτη! … Δεν ακούς, πατριώτη; (Πλησιάζει έτι μάλλον) … Μπα, διάβολε! … στον Κοραή μιλούσα! …

Εις τον στρατώνα αναγινώσκεται ο κατάλογος της εσπερινής προσκλήσεως.

— Λόρδας Σταμάτης …

— Απών!

Ο επιλοχίας:

— Απών, έ; Κ' έμαθα πως είχε τσιμπούσι ο λιμοκοντόρος! … Σημείωσέ τον. Καλό γλέντι τον περιμένει.

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'.

Επεξεργασία

Εις το μαγειρείον. Η Θοδώρα σύννους παρασκευάζουσα το δείπνον.

— Τι να έγινε αυτός ο παραλυμένος; Πέντε μέρες έχει να φανή!

Ο Σταμάτης εμφανιζόμενος:

— Θοδώρα μου! … δεν σου τάλεγα; Την έφαγα την πεντάρα! … Μ' έχωσαν στη φυλακή γιατί επήγα αργά στην πρόσκλησι …

— Καλά! … μα δεν είχες ρολόγι να ιδής την ώρα;

— Ρολόγι πού να στα λέγω! … Επήρα ένα ρολόγι, μα αυτό το καταραμένο επήγαινε τόσο εμπρός … μα τόσο πολύ εμπρός … ώστε …

— Ώστε; …

— Ώστε … δεν ημπορούσα να το ακολουθήσω … το έχασα απ' εμπρός μου …

— Έτσι ε. … το έχασες; … Και δεν μου χανόσουνε και συ μαζί μ' αυτό; …

— Θοδώρα! …

— Να χαθής, σου λέω! …

— Θοδώρα! … (προσπαθεί να την εξευμενίση διά τρυφερού εναγκαλισμού).

— Γκρεμίσου απ' εδώ! … (αρπάζουσα μίαν σιδηράν εσχάραν και αμυνομένη).

— Θοδώρα, είσαι άσπλαγχνη, είσαι θηρίον! …

Εξακολουθεί δεινή σύγκρουσις, κατά την οποίαν ο Λόρδας δεχόμενος κατά κεφαλής μίαν πληγήν εσχάρας και κατά πρόσωπον μίαν πατσαβούραν με στάχτην τρέπεται εις φυγήν.

ΣΚΗΝΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Επεξεργασία

Εις την αυλήν του στρατώνος. Ο Σταμάτης Λόρδας αναγινώσκων κατά μόνας βιβλίον και μονολογών.

— Ωρκίσθην να πάρω ένα ρολόγι … Ιδού! … έως ν' αποκτήσω το απαιτούμενον χρηματικόν ποσόν, ηγόρασα ωστόσον Ωρολόγιον το Μέγα! Διαβάζω με ευσέβειαν τους παρακλητικούς κανόνας και παρακαλώ να φωτίση ο Θεός το υπουργείον ή να βάλουν πάλιν σ' ενέργεια την Θοδώρα, ή να τοποθετήσουν πέντ' έξι ρολόγια εις την πόλι!

(1889)