Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Ο σοφός χοίρος


Ο ΣΟΦΟΣ ΧΟΙΡΟΣ Επεξεργασία

Ότε έμαθα, ότι μεταξύ των διαφόρων ησκημένων ζώων, τα οποία επιδεικνύουν καθ' εσπέραν την μάθησίν των εις το παρά τον σταθμόν του σιδηροδρόμου Λαυρείου ιπποδρόμιον υπήρχε και είς χοίρος εξόχου νοημοσύνης και ευφυίας, καταθέλγων το δημόσιον με τα διάφορα γυμνάσιά του, ανεπέτασα τας χείρας προς τον ουρανόν και ηυλόγησα τον θρίαμβον του ανθρωπίνου πνεύματος.

— Ιδού, είπα, τιθασεύονται τα μάλλον άγρια των θηρίων, εκπαιδεύονται και τα μάλλον δύσνοα των ζώων. Γυμνάζονται οι ίπποι, οι πίθηκοι, αι αίγες· εξημερούνται αι άρκτοι και αι παρδάλεις. Ο ατρόμητος Μπουν, ο αμερικανός συνταγματάρχης, εισέρχεται καθ' εσπέραν εις τον κλωβόν των λεόντων, περιέρχεται την Ευρώπην και πάει λέοντας! Ιδού ότι δεικνύουν ευφυίαν οι όνοι και επιδεξιότητα οι χοίροι. Θεέ μου! υπάρχει λοιπόν ελπίς να ίδωμεν μίαν ημέραν και τιθασευμένους βουλευτάς;

Και η πρώτη μου σκέψις υπήρξε να ίδω εκ του πλησίον το αξιοπερίεργον αυτό τετράποδον, να λάβω, ει δυνατόν, παρ' αυτού εξηγήσεις τινάς και πληροφορίας περί της ικανότητός του και των εντυπώσεών του εκ της ενταύθα διαμονής του.

Το έργον δεν ήτο ευχερές, αλλ' οφείλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνην μου προς τον αξιόλογον λαοφιλή παλιάτσον Αντώνιον, τον προγυμναστήν και αχώριστον σύντροφον του σοφού χοίρου, προς όν έσχον την ιδέαν ν' αποταθώ και όστις λίαν ευγενώς ανεδέχθη να διευκολύνη την ποθητήν συνέντευξιν.

— Έρχομαι θαρρών, του είπα, διότι είμαι και εγώ χοιρώναξ των γραμμάτων. Μέχρι τούδε εγνώρισα μόνον χοροδιδασκάλους, οίτινες ομολογώ ότι δεν ήσαν πολύ ευφυείς· χαίρω, διότι μου παρέχεται η ευκαιρία να γνωρίσω ένα τόσον νοήμονα και επιτήδειον χοιροδιδάσκαλον.

— Και εις ποίαν γλώσσαν θα εξηγηθήτε; με ηρώτησεν ευχαριστηθείς εκ της προσαγορεύσεως.

— Επειδή δεν έτυχέ ποτε να σπουδάσω την γλώσσαν των κοινοβουλευτικών συνδιαλέξεων και των προσωπικών διατριβών, η συνεννόησις κατ' ανάγκην θα γίνη διά χοιρονομιών.

Ο Αντώνιος παρεδέχθη, αναδεχόμενος μάλιστα να χρησιμεύση και ως διερμηνεύς.

— Έξοχον και προνομιούχον τετράποδον, είπα μόλις ενεφανίσθην προ του ζώου, σε χαιρετίζω μετά του προσήκοντος θαυμασμού. Είδα μέχρι τούδε σοφούς, οίτινες πιθανόν να ήσαν και χοίροι· τα ανώτερα ημών διδακτήρια κάτι γνωρίζουν περί τούτου. Είδα σοφούς εκδίδοντας εγχοιρίδια, αλλά χοίρον σοφόν ομολογώ ότι δεν είδα ακόμη.

Ο σοφός χοίρος εθέλχθη εκ της προσφωνήσεώς μου και απήντησε διά παρατεταμένου γρυλλισμού ευχαριστηρίου.

Η πρώτη μου ερώτησις ήτο περί των εκ της πόλεώς μας εντυπώσεών του. Η εις εμέ διαβιβασθείσα διά του Αντωνίου απάντησις είχεν ως εξής:

— Τόσον μου ήρεσεν η πόλις σας και ιδίως η κατάστασις των οδών σας, ώστε, αν ήτο εις την εξουσίαν μου, θα ενεγραφόμην δημότης διά να διαμένω διαρκώς εδώ.

— Η επιθυμία σας μας κολακεύει πολύ, απήντησα, και θα φροντίσω να την διαβιβάσω καταλλήλως εις το δημοτικόν μας συμβούλιον· αλλ' επειδή ευρισκόμεθα εις το θέμα αυτό, επιθυμώ να σας ερωτήσω περί ενός αντικειμένου της ειδικής αρμοδιότητός σας. Τι φρονείτε περί των κατασκευαζομένων αποχωρητηρίων;

— Το κατ' εμέ δεν τα εγκρίνω, είπεν ο τετράπους μαθητής του Αντωνίου· προτιμώμεν τα πράγματα να μένουν εις την φυσικήν των κατάστασιν. Αλλά βεβαίως θα είνε λόγος πολιτικός.

— Πολιτικός! … διατί;

— Διότι, ως ήκουσα, η αντιπολίτευσίς σας έχει το ιδίωμα ν' αποχωρή συχνά και ο πολλαπλασιασμός των αποχωρητηρίων έγινεν επίτηδες, όπως διευκολύνη την συνταγματικήν της ταύτην λειτουργίαν.

Το επιχοίρημα ήτο τόσον ακαταμάχητον, ώστε εδέησε να το παραδεχθώ.

— Και περί του ύδατος της πόλεως ποίαν γνώμην έχετε; εξηκολούθησα.

— Φανερόν είνε, απήντησεν ο ευφυής χοίρος, ότι το ύδωρ κλέπτεται από τα υδραγωγεία, εις τα οποία ανοίγουν τρύπας. Και αύται είνε αι μόναι τρύπαι εις το νερόν, αι οποίαι έχουν σημασίαν.

— Και περί της λιθοστρώσεως τι λέγετε;

— Βλέπω εις τας εφημερίδας…; à propos, σας συγχαίρω και διά μερικάς εξ αυτών, διότι οι συντάκται των χοιρίζονται τον κάλαμον με πολλήν χάριν και ευρίσκω εις αυτάς άφθονον τροφήν … βλέπω λοιπόν, ότι ο δήμαρχός σας λιθοβολείται καθ' εκάστην παρά διαφόρων εταιρειών. Ανέγνωσα όμως και όσα έγραψε περί τούτου είς καθηγητής του Πανεπιστημίου και έχω την τιμήν να συμμερίζωμαι πληρέστατα την γνώμην του κυρίου καθηγητού.

— Επιθυμείτε να συνομιλήσωμεν και περί της πολιτικής; ηρώτησα μετά τινος δισταγμού.

Ο χοίρος εποίησε κίνημα απαρεσκείας.

— Διότι ανακατεύομαι εις τον βόρβορον ενίοτε, απήντησε, δεν έπεται ότι ανακατεύομαι και εις την πολιτικήν.

— Θα ηκούσατε βεβαίως περί της πολυκρότου υποθέσεως των ανακαλυφθεισών τελωνειακών και ταμειακών καταχρήσεων; Μου επιτρέπετε να σας ερωτήσω ποίαν ιδέαν έχετε περί αυτών;

— Η ιδέα μου, κύριε, είπε μετ' αξιοπρεπείας ο χοίρος, είνε πολύ παρήγορος και κολακευτική διά το γένος μας. Μέχρι τούδε ενόμιζα, ότι ημείς είμεθα τα μάλλον λαίμαργα και μάλλον παμφάγα των ζώων, ότε όμως επληροφορήθην τι έπραττον οι τελώναι και οι ταμίαι, απέβαλα την πεπλανημένην ταύτην ιδέαν.

Εξαντληθέντων των θεμάτων, η συνέντευξις έληγε κατ' ανάγκην. Ηγέρθην όπως αναχωρήσω και ηυχαρίστησα το ευγενές ζώον.

— Διά της ευμενείας σας κατεστήσατε υποχοίριον την ευγνωμοσύνην μου, τω είπα. Εύχομαι να παραταθή όσον το δυνατόν περισσότερον ο βίος σας, μολονότι αυτός είνε εξησφαλισμένος ένεκα της σοφίας και της ικανότητός σας, και το ανθρώπινον γένος ν' αργήση επί πολύ να φάγη τα χοιρομήριά σας.

Ο χοίρος με ηυχαρίστησεν επί τη ευχή και προσέθηκε:

— Σκοπεύω να διατρίψω επί τινας εισέτι ημέρας ενταύθα· θέλω να επισκεφθώ το Βουλευτήριόν σας, το Χρηματιστήριον, το Δημαρχείον και το παλαιόν θέατρον του Μπούκουρη, το οποίον μου λέγουν ότι είνε πολύ εύμορφον και εις το οποίον απορώ διατί δεν με έφερεν ο εργολάβος μου να δίδω παραστάσεις. Τας περαιτέρω εντυπώσεις μου, εάν δεν σας ίδω και δευτέραν φοράν, θα σας τας στείλω εγγράφως διά του Αντωνίου.

Εξήλθα καταγοητευμένος και θαυμάζων την διανοητικήν περιωπήν εις την οποίαν έφθασε το γένος των χοίρων. Εσκεπτόμην ότι τα δαιμόνια, άτινα έπεμψεν άλλοτε ο Χριστός εις την αγέλην αυτών εν τη χώρα των Γεργεσηνών, επενήργησαν εις την μόρφωσιν αυτών. Υπό τοιούτων κατειχόμην συλλογισμών, όταν συνήντησα ένα φίλον μου περίλυπον και πενθηφορούντα.

— Τι σου συνέβη; τον ηρώτησα.

— Δεν τα έμαθες; απήντησε κατηφής· απέθανεν η σύζυγός μου!

Ήρπασα την χείρα του και την έθλιψα εγκαρδίως.

— Σε συγχαίρω! του είπα μετά παραφοράς.

Ο φίλος μου έμεινεν εμβρόντητος διά τα συγχαρητήριά μου και με προσέβλεπεν άφωνος και μη δυνάμενος να εννοήση.

— Ναι, σε συγχαίρω, επανέλαβα. Πρωτύτερο δεν ηξεύρω τι ήσο, αλλά τώρα είσαι βεβαίως κάτι, αφού έγινες χήρος!

(1888)