Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Παιγνιοχάρτων συνδιάλεξις


Παρερριμμένα εις μίαν γωνίαν, ξεθωριασμένα εκ της προστριβής, συντεθλασμένα, ηκρωτηριασμένα μερικά παιγνιόχαρτα, απομεινάρια οικτρά δέσμης καινουργούς, αγορασθείσης την προτεραίαν και διασπασθείσης ελεεινώς κατά τον πυρετόν του χαρτοπαιγνίου, την πρωίαν της επαύριον του νέου έτους συνωμίλουν ανακοινούντα προς άλληλα τας εκ της προτεραίας εντυπώσεις των.

— Πάει κι αυτός ο Άι-Βασίλης! είπε μελαγχολικώς είς άσσος κούπα μονόφθαλμος προσβλέπων βλοσυρώς ως κύκλωψ με τον μόνον κόκκινον οφθαλμόν του.

— Άις-Βασίλης κακορρίζικος! είπεν είς φάντες σπαθί, ού ο πρασινοκόκκινος χιτών ήτο διεσχισμένος, έλειπε δε και έν μέρος από την καστανήν κόμην του.

— Ποιος σ' έκανε σε τέτοιο χάλι, κακομοίρη; τον ηρώτησεν ευσπλάγχνως μία ξανθή δάμα.

— Ένας κλητήρας, κακό χρόνο νάχη! απήντησεν ο φάντες. Είχε πάρει μποναμά από τους χασάπηδες και τους μπακάληδες της γειτονιάς και ήλθε να τον παίξη εις εμέ. Τον έπαιξε κ' έχασε και τότε θυμωμένος μ' εκατεξέσχισε χωρίς να ενθυμηθή ο άθλιος ότι είχαμε και μία μικρά συγγένεια μεταξύ μας.

Συγγένεια με τον κλητήρα; ηρώτησεν απορών έν πυκνόν ολόμαυρον δέκα μπαστούνι.

— Βέβαια· προτού να γίνη κλητήρας εχρημάτισε καπνο … φάντης!

Τα παιγνιόχαρτα ανεκάγχασαν επί τη αστειότητι ταύτη του συναδέλφου των.

— Εμέ, είπε το τρία κούπα, μ' ετυράννησεν όλη την νύκτα ένας πρώην τμηματάρχης· το όνομά μου τω εφαίνετο καλός οιωνός, επειδή τω υπενθύμιζε το κόμμα του. Όταν είδεν όμως ότι ούτε εις τα χαρτιά δεν έκαμνε δουλειά το κόμμα του, εφουρκίσθη και με συνέστρεψε και μ' εδάγκασε …

— Για να σου πω! κάμε μου τη χάρι πήγαινε πάρα πέρα! είπεν έν παρακείμενον δύο· κάτι τέτοιοι χαρτοπαίκται είνε λυσσασμένοι και ξέρω εγώ! … μπορεί και συ να λυσσάξης.

— Εμένα πάλιν, είπε το εννέα, μ' έπιασε ένας βουλευτής συμπολιτευόμενος. Τον ήκουσα να λέγη: Με τους εννέα του ένας κάποιος πολιτευόμενος έγινεν εκείνος πού έγινεν· αυτός ο πούντος έχει τύχη! Αλλά έφυγε ζεματισμένος την ώρα που έπεφταν τα κανόνια.

— Κανόνια εφέτος θα πέσουν πάρα πολλά, μου φαίνεται, είπε το πέντε. Είδα κάτι αξιωματικούς, κάτι υπαλλήλους να παίζουν απηλπισμένα και να ριψοκινδυνεύουν ποσά μεγαλύτερα από τας δυνάμεις των.

— Εφέτος ήτο φτώχεια πολλή, είπε γενειάτης τις και μακρυπλόκαμος ρήγας, έχων αποτεθειμένον το στέμμα του επί του καρρώ, ως να είχε κουρασθή να το φέρη επί κεφαλής. Με είχε πάρει στην τσέπη του ένας παλαιός μου μουστερής και εγυρίσαμε λέσχας και καφενεία· παντού άκουσα παράπονα, γκρίνια, κατάρες. Συνηθισμένος εις τες λίρες και τα χαρτονομίσματα, εθύμωσα όταν είδα να πουντάρουν επάνου μου δε κάρες και ήλθα τέρτσος κ' εγώ δεν ηξεύρω πόσες φορές! …

— Μεγάλη η καρρωσύνη σου! είπεν ο λογοπαίκτης φάντες.

— Α, εξηκολούθησεν ο ρήγας, αφού προσέβλεψε λοξώς τον διακόψαντα, παν οι καιροί εκείνοι πού εκυλούσαν άφθονα επάνω μας τα ναπολεόνια! Το ελληνικό χρυσάφι έφυγε όλο εις την Ευρώπη, έγινε κανόνια, όπλα, στολαί, ναρκοβόλα, διότι τώρα οι Έλληνες είνε αποφασισμένοι να παίξουν το μεγάλο παιγνίδι.

— Μα θα το παίξουν, ή απλώς έτσι παίζουν; ηρώτησεν ο αδιόρθωτος φάντες.

Ο ρήγας έλαβεν ήθος αυθεντικόν και ητοιμάσθη ν' απαντήση, αλλά την στιγμήν εκείνην ο σκουπιδιάρης ελθών διέκοψε την συνδιάλεξιν και παραλαβών τα παιγνιόχαρτα έρριψεν αυτά εις το κάρρον.

(1886)