Ασμάτιον (Καρασούτσας)

Ἡ Βάρβιτος
Συγγραφέας:
Ἀσμάτιον
Η Βάρβιτος, Αθήνα 1860


ΑΣΜΑΤΙΟΝ.
Κατὰ τὸν Ἤχον Vieni meco sol di rosi τοῦ μελοδράματος Hermani.


Μὲ τὰ δόλιά σου χείλη
Ὅταν μ’ ὤμνυες φιλίαν,
Κ’ ἡ καρδία σου ὡμίλει
Εἰς παλμούς της παμπληθεῖς,
Πρῶτον ἤλπιζα ἡ τάξις
Τοῦ παντὸς ν’ ἀλλάξῃ νόμον
Παρὰ σὺ, σκληρὲ, ν’ ἀλλάξῃς,
Καὶ, σκληρὲ, νὰ μ’ ἀρνηθῇς.

Ὅμως τοὺς φρικτούς σου ὅρκους
Εἰς τὸν οὐρανὸν δὲν λέγω·
Φλέγοντα τοὺς ἐπιόρκους
Κεραυνὸν δὲν προσκαλῶ.
Εἰς τὰς λύπας συνειθίζω,
Τὴν καρδίαν μου βιάζω,
Πάσχω, σιωπῶ κ’ ἐλπίζω,
Κ’ εἰς τὴν τύχην προσγελῶ.

Τώρα πλέον θὰ πασχίσω
Τὸ παρὸν νὰ λησμονήσω,
Καὶ μὲ σᾶς, μὲ σᾶς νὰ ζήσω,
Ἀναμνήσεις ποθηταί.

Δύνασαι νὰ μὲ μισήσῃς,
Τύραννε, νὰ μὲ φονεύσῃς·
Πλὴν τὴν μνήμην δὲν θὰ σβύσῃς,
Τῆς ἀγάπης μας ποτέ.

Στῆς σελήνης αὐτὴ μένει
Τὴν ἐρωτικὴν γαλήνην,
Μέν’ εἰς τ’ ἄστρα γεγραμμένη
Τῆς σιωπηλῆς νυκτός,
Κ’ εἰς τὸν φλοῖσβον τῶν λειμώνων,
Κ’ εἰς τὰς αὔρας κ’ εἰς τὰ δάση·
Καὶ παντοῦ, παντοῦ, καὶ μόνον
Τῆς καρδίας σου ἐκτός.

Ὅμως τοὺς φρικτούς σου ὅρκους
Εἰς τὸν οὐρανὸν δὲν λέγω·
Φλέγοντα τοὺς ἐπιόρκους
Κεραυνὸν δὲν προσκαλῶ.
Εἰς τὰς λύπας συνειθίζω,
Τὴν καρδίαν μου βιάζω,
Πάσχω, σιωπῶ κ’ ἐλπίζω,
Κ’ εἰς τὴν τύχην προσγελῶ.