Λόγος ΠΓ'
Περί ψυχής και παθών και νοός καθαρότητος κατ΄ ερώτησιν και απόκρισιν.

Συγγραφέας:


Ερώτησις. Τι εστίν η φυσική κατάστασις της ψυχής, και τι εστίν η παρά φύσιν, και τι εστίν η υπέρ φύσιν;

Απόκρισις. Η φυσική κατάστασις της ψυχής γνώσις εστί των κτισμάτων του Θεού των αισθητών και των νοητών. Η υπέρ φύσιν εστίν η κίνησις της θεωρίας της υπερουσίου θεότητος. Η παρά φύσιν εστίν η εν τοις εμπαθέσι κίνησις. Καθώς έφη ο θείος και μέγας Βασίλειος, ότι η ψυχή, όταν ευρεθή κατά φύσιν, άνω διάγει, ότε δε έξωθεν της φύσεως αυτής ευρέθη, ευ­ρίσκεται κάτω εις την γήν, όταν δε άνω γένηται, απαθής ευρίσκεται ηνίκα δ’ αν κατέλθη η φύσις εκ της οικείας τάξεως, τότε τα πάθη εν αυτή ευρίσκεται.

Φανερόν ουν λοιπόν, ότι τα πάθη τα ψυχικά ουκ είσι φύσει ψυχικά. Ει και ούτω κινείται εν τοις πάθεσι του σώματος τοις ψεκτοίς, ώσπερ εν τη πείνη και τη δίψη, αλλ’ επειδή ουκ επετέθη αυτή εν τούτοις νόμος, ου τοσούτον μεμπτέα εστί, καθώς εν τοις λοιποίς τοις υποκειμένοις τη μέμψει. Έσθ’ ότε συμβαίνει επιτρέπεσθαί τίνα παρά του Θεού πράξαι τι δοκούν άτοπον, και αντί της μέμψεως και των ελέγχων, αγαθαίς αμοιβαίς αμειφθήναι. Καθώς ο προφήτης Ωσηέ, ο πόρνην γεγαμηκώς, και ως Ηλίας ο προφήτης, ο ζήλω Θεού φονεύσας, και ως οι μαχαίραις τους ιδίους γονείς αποκτείναντες τη προστάξει του Μωϋσέως.

Πλήν λέγεται φυσικώς είναι τη ψυχή την επιθυμίαν και τον θυμόν, χωρίς της του σώματος φύσεως. Και ταύτα αυτής τα πάθη.

Ερώτησις. Πότερον ηνίκα η της ψυχής επιθυμία εξαφθή εν τοις θείοις, κατά φύσιν εστίν ή όταν ευρεθή εν τοις γηίνοις και τοις σωματικοίς; Και διατί ζηλοί της ψυχής η φύσις τω θυμώ; Και πώς λέγεται φυσικός ο θυμός; Άρα εν τω θυμούσθαι δια τίνα σαρκικήν επιθυμίαν ή φθόνον ή κενοδοξίαν; ή εν τοις τοιούτοις ή κατά το εναντίον τούτων; Αποκρινέσθω ο λέ­γων, και ημείς ακολουθήσομεν.

Απόκρισις. Πολλά λέγει η θεία Γραφή και τίθησι καταχρηστικώς ονόματα πολλάκις, άτινα του σώματος μεν εστί, κατά της ψυχής δε λέγεται, και πάλιν τα της ψυχής κατά του σώματος, και ου χωρίζει ταύτα. Αλλ’ οι συνετοί συνίεισι τούτο. Ώσπερ τα της θεότητος του Κυρίου, άτινα είρηνται κατά του παναγίου αυτού σώματος, πράγματα μη συγκρινόμενα τη ανθρωπίνη φύσει, και πάλιν ταπεινά είρηνται κατά της θεότητος αυτού, άτινα εστί κατά της ανθρωπότητας. Και πολλοί μη συνιέντες τον σκοπόν των θείων λόγων ενταύθα ωλίσθησαν ολίσθημα αδιόρθωτον. Ούτω και τα της ψυχής κατά του σώματος.

Ει ουν η αρετή υγεία εστί της ψυχής φυσικώς, λοιπόν τα πάθη αρρώστια εστί της ψυχής, επισυμβάντα και επεισελθόντα τη φύσει και εξαγαγόντα της ιδίας υγείας. Φανερόν ουν, ότι η υγεία προϋπάρχει εν τη φύσει του συμβεβηκότος αρρωστήματος. Και ει ταύτα ούτως, ως και αληθή εστί, λοιπόν η αρετή φυσικώς εστίν εν τη ψυχή, τα δε συμβεβηκότα έξωθεν της φύσεως εστί.

Ερώτησις. Τα πάθη τα σωματικά φυσικώς λέγεται τω σώματι ή κατά συμβεβηκός; Και τα πάθη της ψυχής τα όντα αυτή δια την προς το σώμα σχέσιν, φυσικώς αυτή λέγονται ή καταχρηστικώς;

Απόκρισις. Τα μεν του σώματος ου θαρρεί τις λέγειν καταχρηστικώς, τα δε της ψυχής, αφ’ ου έγνωσται και υπό πάντων ωμολόγηται ότι φυσικώς πέφυκε τη ψυχή η καθαρότης, θαρρείν δει και λέγειν, ότι φυσικώς αυτή τα πάθη ουδαμώς. Διότι η νόσος, δευτέρα εστί της υγείας. Το δε είναι την μίαν φύσιν αγαθήν και πονηράν, αδύνατον, ώστε εξ ανάγκης η μία προηγείται της ετέρας, εκείνη δε εστίν η φυσική, η προϋπάρξασα της ετέρας. Διότι πάν πράγμα όν συμβεβηκός, ου λέγεται είναι εκ της φυσεως, άλλ’ έξωθεν επεισελθόν και παντί συμβεβηκότι και επεισερχομένω αλλοίωσις έπεται, ή δε φύσις ουκ αλλοιούται ούτε μετακινείται.

Παν πάθος προς ωφέλειαν υπάρχον παρά Θεού δεδώρηται, Και τα σωματικά πάθη προς ωφέλειαν και αύξησιν αυτού τέθεινται εν αυτώ, ομοίως και τα ψυχικά. Αλλ’ όταν αναγκασθή το σώμα έξω γενέσθαι της ίδιας ευθηνίας, εν τη στερήσει των οικείων και τη ψυχή ακολουθήσαι, τότε εξασθενεί και βλάπτεται. Και όταν η ψυχή τα υπάρχοντα αύτη καταλείψασα, τω σώματι ακολουθήση, τηνικαύτα και αύτη βλάπτεται, κατά τον θείον Απόστολον, λέγοντα, «το πνεύμα επιθυμεί κατά της σαρκός, και η σαρξ κατά του πνεύματος». Ταύτα γαρ αλλήλοις αντίκειται. Ουκούν μηδεις βλασφημείτω τον Θεόν, ότι αυτός τα πάθη και την αμαρτίαν επί την φύσιν ημών τέθεικεν. Αυτός μεν γαρ εν ταίς φύσεσι τέθεικε τα εκάστην αυξάνοντα, αλλ’ όταν συναινέση μία τη ετέρα, τότε ουκ εν τοις ιδίοις ευρίσκεται, αλλ’ εν τοις εναντίοις. Ει γαρ ήσαν τα πάθη φυσικώς εν τη ψυχή, τίνος χάριν εβλάπτετο υπ’ αυτών; Τα γαρ της φύσεως ίδια, την φύσιν ου λυμαίνεται.

Ερώτησις. Και τίνος ένεκεν τα σωματικά πάθη τα αυξάνοντα και ενδυναμούντα το σώμα, την ψυχήν βλάπτουσιν, ει ταύτης ουκ είσιν ίδια; Και τίνος χάριν η αρετή το σώμα μεν κολάζει, την δε ψυχήν αυξάνει;

Απόκρισις. Ουχ οράς πώς τα έξωθεν της φύσεως όντα βλάπτει ταυτήν; Εκάστη γαρ φύσις προσεγγίσασα τοις ούσιν αυτή, ευφροσύνης πληρούται, θέλεις δε γνώναι, τι εστί το ίδιον εκάστης των φύσεων τούτων; Όρα, ότι τα βοηθούντα εκάστη, ίδια αυτής εστί, τα δε βλάπτοντα, αλλότρια και έξωθεν επεισελθόντα. Επεί ουν έγνωσται, ότι τα πάθη τούτων αλλήλοις αντίκεινται, λοιπόν πάν οτιούν βοηθούν τω σώματι και άνεσιν αυτώ δίδωσιν, όταν δε η ψυχή εν αυτώ συναναστραφή, ου λέγεται φυσικώς είναι αύτη τα γαρ της ψυχής φυσικώς ίδια, θάνατος εστί του σώματος, καταχρηστικώς δε όμως αύτη ανατίθεται, και δια την του σώματος ασθένειαν ου δύναται τούτο ελευθερωθήναι, εν όσω τούτο φορεί. Διότι φυσικώς κεκοινώνηκε τοις λυπηροίς αυτού, δια την ένωσιν της κινήσεως αυτής, την μεμιγμένην τη κινήσει του σώματος εν τη ακαταλήπτω σοφία. Αλλ’ ει και όντως αλλήλοις κεκοινωνήκασιν, αλλ’ όμως κεχώρισται κίνησις από κινήσεως, και θέλημα από θελήματος, και πάλιν το σώμα από του πνεύματος.

Η δε φύσις ουκ αλλοιούται, αλλ’ εκάστη αυτών, ει και λίαν κλίνει είτε προς την αμαρτίαν είτε προς την αρετήν, αλλ’ όμως εκάστη αυτών τω ιδίω θελήματι κινείται. Και όταν η ψυχή αρθή από της μερίμνης του σώματος, τότε όλη καθόλου δια του πνεύματος ανθεί τάς εαυτής κινήσεις και εν μέσω του ουρανού νήχεται εν ακαταλήπτοις πράγμασιν ου μεν δε συγχωρεί τω σώματι του μνημονεύειν των ιδίων, καν ούτω γένηται. Και εάν πάλιν το σώμα εν ταίς αμαρτίαις ευρέθη, οι διαλογισμοί της ψυχής ου παύονται αλλόμενοι εν τη διανοία.

Ερώτησις. Τί εστίν η καθαρότης του νου;

Απόκρισις. Καθαρός εστί τον νουν, ουχ ο μη γινώσκων το κακόν, επεί κτηνώδης έσται, ούτε ο ων τη φύσει εν τάξει νηπίων, ούτε ο πρόσωπον λαμβάνων. Αλλ’ αύτη εστίν η καθαρότης του νου* διαλογισμός εν θείοις γενόμενος μετά την πράξιν των αρετών. Και ου θρασυνόμεθα ειπείν, ότι άνευ της των λογισμών πείρας τούτο εκτήσατο τις, επεί ουκ ενδέδυται σώμα. Ημείς γαρ έως του θανάτου μη πολεμηθήναι την φύσιν ή μη βληθήναι, ου θαρρούμεν λέγειν. Πείραν δε των λογισμών λέγω, ου το υποταγήναι τούτοις, αλλά το αρχήν βαλείν, του αγωνίσασθαι εν αυτοίς.

Η κίνησις των λογισμών εν τω ανθρώπω υπό τεσσάρων αιτίων γίνεται. Πρώτον μεν εκ του θελήματος της σαρκός του φυσικού* δεύτερον δε εκ της φαντασίας των αισθήσεων των του κόσμου πραγμάτων, ώνπερ ακούει και βλέπεί τρίτον, έκ των προλήψεων και εκ της εκκλίσεως της ψυχής, ων έχει κατά νουν τέταρτον, έκ των προσβολών των δαιμόνων των πολεμούντων ημάς εις πάντα τα πάθη, δια των αιτιών ων προείπομεν. Διά τούτο έως θανάτου ου δύναται ο άνθρωπος μη έχειν λογισμούς και πόλεμον, όσον εστίν εν τη ζωή της σαρκός ταύτης. Ει γαρ προ της απαλλαγής του κόσμου και προ θανάτου ενδέχεται καταργηθήναι μίαν των τεσσάρων τούτων αιτιών, ή και εάν δυνατόν η το σώμα μη ζητείν τα αναγκαία και μη αναγκασθή επιθυμήσαι τίνος των κοσμικών πραγμάτων, κρίνον συ.

Ει δε άτοπον εστίν εννοήσαί τι των τοιούτων, επειδή η φύσις επιδεής εστί των τοιούτων, λοιπόν τα πάθη κινούνται εν παντί σώμα φορούντι, θέλοντι και μη βουλομένω. Δια τούτο αναγκαίον παραφυλάττεσθαι πάντα άνθρωπον, ου δι’ εν λέγω πάθος, το φανερώς και συνεχώς εν αυτώ κινούμενον, ουδέ δυο, αλλά πλείονα, ως σώμα φορούντα. Οι νικήσαντες τα πάθη δια των αρετών, εί και ενοχλούνται υπό των λογισμών και των προσβολών των τεσσάρων αιτιών, αλλ’ ουχ ηττώνται ότι έχουσι δύναμιν και αρπάζεται ο νους αυτών εις μνήμας άγαθας και θείας.

Ερώτησις. Τι διαφέρει η καθαρότης του νου της καθαρότητος της καρδίας;

Απόκρισις. Άλλη μεν εστίν η καθαρότης του νοός, έτερα δε της καρδίας. Ο μεν γαρ νους μία εστί των της ψυχής αισθήσεων, η δε καρδία εστίν η περιέχουσα και κρατουσα τάς ένδον αιθήσεις, και αύτη εστίν η ρίζα. Και ει η ρίζα αγία, και οι κλάδοι άγιοι. Ήγουν, εάν καθαρθή η καρδία, δήλον ότι και πάσαι αι αισθήσεις καθαίρονται. Ο μεν γαρ νους εάν επιμέλειαν ποιήσηται της αναγνώσεως των θείων Γραφών ή και μοχθήσει μικρόν εν τε νηστείαις και αγρυπνίαις και ησυχίαις, επιλήσεται μεν της προτέρας διαγωγής και καθαρθήσεται, ηνίκα αν μακρυνθή από της αισχράς αναστροφής, ου μην δε μόνιμον έξει την καθαρότητα. Ώσπερ γαρ ταχέως καθαίρεται, ούτω και ταχέως μολύνεται.

Η δε καρδία δια πολλών θλίψεων και στερήσεων και μακρυσμού της κοινωνίας της μετά των κατά κόσμον κοσμικών πάντων και της τούτων απονεκρώσεως, καθαίρεται. Καθαρθείσα δε από των μικρών πραγμάτων, ου μολύνεται αυτής η καθαρότης, ουδέ από των μεγάλων πολέμων και φανερών πτοείται, των φοβερών λέγω καθότι εκτήσατο στόμαχον ισχυρόν, δυνάμενον τάχιστα πέψαι πάσαν τροφήν, την ούσαν τοις ασθενέσιν άπεπτον. Ούτω γαρ είρηται τοις ιατροίς ότι εκάστη βρώσις κρεών δύσπεστος μεν εστί, πολλήν δε δύναμιν εμποιεί τοις υγιεινοίς σώμασιν, ηνίκα στόμαχος ισχυρός ταυτήν δέξεται.

Ούτως εκάστη καθαρότης ταχέως γινομένη και εν μικρώ χρόνω, και ολίγω κόπω ταχέως και απογίνεται και μολύνεται. Η δε καθαρότης η γενομένη δια πολλών θλίψεων και η δια μακρόν χρόνου κτηθείσα, εκ τίνος μετρίας προσβολής εν τινι μορίω των της ψυχής ου φοβείται. Ο Θεός γαρ κρατύνει αυτήν.

Αυτώ η δόξα είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.