Λόγος ΟΘ'
Περί μέμψεως αδελφού τινός.

Συγγραφέας:


Εμέμφθη ποτέ τις αδελφός, ως μη ποιήσας ελεημοσυνην, και μετά παρρησίας και αυθαδείας ανταπεκρίθη τω μεμψαμένω αυτόν, μοναχοίς ουχ υπόκειται ποιείν ελεημοσύνην. Και προς αυτόν αντέφη ο μεμψάμενος* δήλος εστί και φανερός ο μοναχός, ουχ υπόκειται ποιείν ελεημοσύνην. Εκείνος γαρ εστίν, ός «ανακεκαλυμμένω προσώπω» δύναται ειπείν τω Χριστώ, ως γέγραπται, «ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι», τουτέστιν εκείνος ο μηδέν έχων επί της γης και μη κατεργάζων εαυτόν εν τοις σωματικοίς και μη έχων κατά νουν τι των ορωμένων, μηδέ μεριμνών κτήσασθαί τι, αλλά και εάν τις δω τι αυτώ, λαμβάνων τα προς την χρείαν μόνα, των δε υπέρ ταυτήν λόγον μη ποιούμενος, και εστίν ως το πετεινόν εν τη αναστροφή αυτού. Τω τοιούτω ουκ επίκειται ποιήσαι ελεημοσύνην. Πώς γαρ, αφ’ ων πραγμάτων ελεύθερο εστί, δύναται δούναι ετέρω;

Αλλά μάλλον τω εν τοις βιωτικοίς περισπωμένω και ταίς χερσίν εργαζομένω και παρ’ άλλων λαμβάνοντι, εποφείλεται αυτώ δούναι ελεημοσύνην. Και το αμελήσαι ταύτης εναντίωσίς εστίν ή ασπλαγχνία της του Κυρίου εντολής. Ει γαρ εν τοις κρυπτοίς ου προσεγγίζει τις τω Θεώ ούτε δουλεύειν αυτώ οίδεν εν πνεύματι και των φανερών ου φροντίζει, άτινα δυνατά αυτώ εστί, ποία ετέρα ελπίς έσται τω τοιούτω, δι’ ης κτήσεται εαυτώ την ζωήν; Ο τοιούτος ασύνετος εστίν.

Έτερος γέρων είπεν Εγώ θαυμάζω εκ των ταρασσόντων εαυτούς εν τω έργω της ησυχίας, όπως άλλους αναπαύσωσιν εν τοις σωματικοίς. Και πάλιν έφη Ου χρή ημάς συμμίξαι τω έργω της ησυχίας μέριμνάν τίνος ετέρου πάν δε έργον τιμάσθω εν τω τόπω αυτού, ίνα μη γένηται η διαγωγή ημών πεφυρμένη. Ο γαρ πολλών έχων μέριμναν δούλος εστί των πολλών, ο δε πάντα καταλείψας και μεριμνών της καταστάσεως της εαυτού ψυχής, ούτος φίλος εστί του Θεού. Βλέπε ότι οι ποιούντες ελεημοσύνην και πληρούντες την αγάπην των πλησίον εν τοις σωματικοίς, ούτοι πολλοί εισίν εν τω κόσμω, οι δε εργάται της καθολικής και καλής ησυχίας, οι ασχολούμενοι εν τω Θεώ, μόλις ευρίσκονται και σπάνιοι είσι. Τις δε εκ των εν τω κόσμω ποιούντων ελεημοσύνην ή δικαιοσύνην εν τοις σωματικοίς, ηδύνατο εν των χαρισμάτων φθάσαι, ων καταξιούνται παρά Θεού οι εν ησυχία καθήμενοι;

Και πάλιν είπεν Εάν ης κοσμικός, εν τη διαγωγή των κοσμικών αγαθών αναστρέφου, ει δε μοναχός ει, εν τοις έργοις εν οίς αριστεύουσιν οι μοναχοί διάπρεψαι. Ει μέντοι εν εκατέροις βούλει αναστραφήναι, από των δυο μέλλεις εκπεσείν.

Έργα μοναχού είσι ταύτα ελευθερία από των σωματικών, και ο εν προσευχαίς σωματικός κόπος, και η αδιάλειπτος προς Θεόν μνήμη της καρδίας. Ει ουν δυνατόν σοι χωρίς τούτων αυταρκείσθαι ταίς κοσμικαίς αρεταίς, κρίνον συ.

Ερώτησις. Ου δύναται άρα μοναχός ο εν τη ησυχία κακοπαθών τάς δυο αναστροφάς κτήσασθαι, λέγω δη μέριμναν του Θεού και φέρειν και φροντίδα ετέραν εν τη καρδία;

Απόκρισις. Εγώ μεν οίμαι, ότι ουδ’, όταν αφή πάντα ο εν ησυχία βουλόμενος αναστρέφεσθαι και της εαυτού και μόνης ψυχής φροντίζη, δύναται ανελλιπώς εν τω έργω της ησυχίας πολιτεύσασθαι, καν έξω γένηται της βιωτικής μερίμνης, πόσω μάλλον εάν και άλλου φροντίση; Κατέλιπεν ο Κύριος εαυτώ εν τω κόσμω τους δουλεύοντας αυτώ και επιμελουμένους των τέκνων αυτού και εξελέξατο εαυτώ τους έμπροσθεν εαυτού λειτουργούντας. Ου γαρ εν μόνοις τοις πράγμασι των επιγείων βασιλέων διαφοράς τάξεων εστίν ιδείν, ενδοξότερων όντων των κατά πρόσωπον του βασιλέως ισταμένων άει και τοις μυστηρίοις αυτώ κοινωνούντων, των όντων εν τοις εξωτικοίς πράγμασιν αλλά και εν τοις του επουρανίου βασιλέως εστί ταύτα ιδείν, πόσην παρρησίαν κέκτηνται οι εν τη ομιλία μετ’ αυτού μυστηριάζοντες δια της προσευχής πάντοτε και πόσου πλούτου επουρανίου τε και επιγείου καταξιούνται, και πόσην ενδείκνυται την αυτών εξουσίαν κατά πάσης της κτίσεως, υπέρ εκείνους τους δια κτισμάτων και βιωτικών πραγμάτων δουλεύοντας τω Θεώ και εν τη αγαθοεργία αυτών ευαρεστούντας αυτώ, ει και τούτο μέγιστον και καλόν πάνυ.

Δει ουν ημάς ουκ εκ τούτων των εν τοις έργοις του Θεού ελλιπών όντων τύπον λαβείν, αλλ’ εκ των αθλητών και αγωνιστών αγίων των καλών πολιτευσαμένων και εκείνων των καταλειψάντων τα βιωτικά και εν γη γεωργησάντων την επουράνιον βασιλείαν εκείνων των καθάπαξ απωσάντων τα γήινα και εκτεινάντων τάς χείρας προς τάς του ουρανού πύλας.

Εν τίνι ευηρέστησαν οι αρχαίοι άγιοι τω Θεώ, οίτινες προωδοποιήσαντο την οδόν ημίν της πολιτείας ταύτης; Ο εν αγίοις Ιωάννης ο Θηβαίος, ο θησαυρός των αρετών, η πηγή της προφητείας, άρα εν τοις σωματικοίς άναπαυων τους αδελφούς έσωθεν του εγκλειστηρίου αυτού ευηρέστησε τω Θεώ, η εν προσευχή και ησυχία; Ότι μεν γαρ και εν εκείνοις πολλοί πάλιν ευηρέστησαν αυτώ, ουκ αντιλέγω’ αλλ’ ενδεέστερον των δια προσευχής και της των πάντων καταλείψεως. Η γαρ βοήθεια των εν ησυχία διαγόντων και ευδοκιμούντων τοις ιδίοις αδελφοίς, φανερά τις εστί, λέγω δη το βοηθήσαι ημίν λόγω εν καιρώ ανάγκης, ή το προσφέρειν υπέρ ημών έντευξεις.

Εκτός γαρ τούτων, μνήμη ή μέριμνα τίνος ένεκεν των βιωτικών, εάν καθεύδη εν καρδία των εν ησυχία καθημένων, ουκ εστί της πνευματικής σοφίας. Το γαρ «απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ», και τα του πλησίον και τα τω Θεώ τα οντά αυτών εκάστω, ου τοις ησυχάζουσιν είρηται, αλλά τοις έξω πολιτευομένοις. Τοις γαρ τη αγγελική τάξει αναστρεφομένοις λέγω δη τη της ψυχής μερίμνη, εν τοις βιωτικοίς ευαρεστείν αυτώ ουκ εντέταλται, τουτέστι φροντίζειν εργοχείρου ή λαβείν από τίνος και δούναι ετέρω. Ώστε ου δει τον μοναχόν έχειν μέριμναν τίνος κινούντος και καταβιβάζοντος τον νουν αυτού από της στάσεως αυτού της πρό προσώπου του Θεού.

Εαν δε τις, αντιλέγων, μνημονεύση του θείου Παύλου του Αποστόλου, ως ότι εκείνος ειργάζετο ταίς ιδίαις χερσί και εποίει ελεημοσύνας, ερούμεν αυτώ, ότι ο Παύλος και μόνος ηδύνατο πάντα, άλλον δε Παύλον ουκ οίδαμεν γενόμενον και δυνάμενον προς πάντα κατ’ εκείνον. Δείξον γαρ μοι συ έτερον τοιούτον Παύλον, καγώ σοι πείθομαι. Λοιπόν τα οικονομικώς γινόμενα μη αγάγης εν τω μέσω των καθολικών πραγμάτων. Έτερον γαρ εστί το έργον του ευαγγελίου, και ετέρα η πράξις της ησυχίας.

Συ δε, εί βούλει κρατήσαι της ησυχίας, γενού ως τα Χερουβίμ, τα μηδενός φροντίζοντα βιωτικού και μη ήγου τίνα είναι άλλον εν τη γη, πλην σου και του Θεού, ου φροντίζεις, ως εδιδάχθης υπό των πατέρων σου των προ σου γεγονότων. Εάν γαρ μη σκληρύνη τις την ιδίαν καρδίαν και βεβαίως συνέχη το έλεος αυτού, ίνα γένηται μακράν από της πάντων μερίμνης των κάτω, ήγουν της τε δια τον Θεόν και δια τι βιωτικόν, και εν τη προσευχή και μόνη εν τοις ωρισμένοις αυτώ καιροίς εμμένη, ελευερωθήναι της ταραχής και της μερίμνης και εν ησυχία γενέσθαι ου δύναται.

Όταν ούν έλθη σοι ενθύμησις του φροντίζειν τινός λόγω αρετής, ώστε σκεδάσαι από σου την ούσαν σοι γαλήνην εν τη καρδία, είπε αυτή ‘Καλή εστίν η της αγάπης οδός και το δια Θεόν έλεος, αλλά καγώ δια τον Θεόν ου θέλω αυτήν.

Στήθι μοι, πάτερ, έφησε τις μοναχός, ότι δια τον Θεόν τρέχω οπίσω σου. Κακείνος αντέφη Καγώ δια τον Θεόν φεύγω εκ σου. Ο αββάς Αρσένιος ούτε προς ωφέλειαν ούτε προς άλλο τι δια τον Θεόν υπήντα τινί. Άλλος δια τον Θεόν όλην την ημέραν ελάλει και πάντας τους ερχομένους ξενικούς εδέχετο. Εκείνος δε αντί τούτου εξελέξατο την σιγήν και την ησυχίαν, και δια τούτο μετά του θείου Πνεύματος εν μέσω της θαλάσσης του παρελθόντος βίου ελάλει, και μετά γαλήνης μεγίστης διέπλει εν τω πλοίω της ησυχίας, ως φανερώς ωράθη τοις αγωνισταίς, τοις εξερευνήσασι παρά του Θεού περί τούτου.

Και γαρ ο της ησυχίας όρος ούτος εστί* σιωπή από πάντων. Εάν δε εν τη ησυχία ευρέθης πεπληρωμένος ταραχής και εν τοις έργοις των χειρών θορυβήσης το σώμα και την ψυχήν εν φροντίδι τινών, ποίαν ησυχίαν τηνικαύτα άγεις, φροντίζων πολλών, ίνα αρέσης τω Θεώ; Κρίνον συ. Άνευ γαρ της των πάντων καταλείψεως και του μακρυσμού από πάσης φροντίδας, την πολιτείαν της ησυχίας κατορθώσασθαι επονείδιστον ημίν ειπείν εστί.

Τω δε Θεώ ημών είη δόξα.