Λόγος ΟΖ'
Περί ετέρου γέροντος.

Συγγραφέας:


Απήλθον ποτέ είς κελλίον τινός των πατέρων. Ουκ ήνοιγε δε ούτος ο άγιος τινι συχνώς. Ως δε είδε με από της θυρίδος, ότι αυτός εγώ είμι, είπε μοι ‘Βούλει εισελθείν; Καγώ αντέφην ‘Ναί, τίμιε πάτερ. Μετά δε το εισελθείν με και εύξασθαι και καθίσαι και ομιλίαν πολλήν κινηθήναι,

Έσχατον ηρώτησα αυτόν:

Τι ποιήσαι έχω, πάτερ, ότι τίνες έρχονται προς με και ούτε κερδαίνω ούτε ωφελούμαι εκ της συντυχίας αυτών; Αι­δούμαι δε αυτοίς ειπείν, μη ελθείν. Αλλά και από των συνήθων κανόνων εμποδίζουσι με πολλάκις. Και δια τούτο θλίβομαι. Προς ταύτα ανταπεκρίθη μοι ο μακάριος εκείνος γέρων.

Ηνίκα τοιούτοι τίνες προς σε έλθωσιν αγαπώντες την αργίαν, όταν καθίσωσι μικρόν, ποίησον σεαυτόν ότι θέλεις ανίστασθαι εις προσευχήν και είπε τω ευρισκομένω μετά μετανοίας.

Αδελφέ, δεύρο προσευξώμεθα, ότι ο καιρός του κανόνος μου ήδη έφθασε και ου δύναμαι διαβήναι αυτόν, διότι βάρος μοι εγγίνεται, βουλομένω εις άλλην ώραν τούτον πληρώσαι, και γίνεται μοι αιτία ταραχής, και άνευ αναγκαίου τινός ου δύναμαι εάσαι αυτόν. Νυνί δε ουκ εστίν επάναγκες καταργήσαι την προσευχήν μου.

Και μη εάσης αυτόν του μη εύξασθαι μετά σου. Εάν δε είπη, Πρόσευξαι συ καγώ απέρχομαι, ποίησον αυτώ μετάνοιαν και ειπέ’ ‘Διά την αγάπην καν την μίαν ταυτήν ευχήν ποίησον μετ’ εμου, ίνα ωφεληθώ εκ της ευχής σου’. Και όταν αναστήτε, μάκρυνον σου την ευχήν και υπέρ ο είωθας ποιείν. Εάν γαρ ούτω ποίησης αυτοίς καθώς προς σε παραγένωνται μαθόντες ότι ουχ ομογνωμονείς αυτοίς ούτε αγαπάς την αργίαν, όπου αν ακούσωσιν ότι εκεί εί, ου μη προσεγγίσωσι.

Βλέπε ουν μη πρόσωπον λαμβάνων ανθρώπου, καταλύσης το έργον του Θεού. Εάν δε ευρεθή τις των πατέρων ή ξένος κεκοπιακώς, αντί μεγίστης σου ευχής κρίνεται το μετά τοιούτου στήναι. Και εάν ο ξένος εκ των αγαπώντων τάς ματαιολογίας ή, το κατά δυναμιν ανάπαυσον αυτόν και απόλυσον εν ειρήνη.

Είπε τις των πατέρων θαυμάζω ότι ακήκοα τινας ποιούντας εν ταίς κέλλαις αυτών εργόχειρον και δυναμένους ανελλιπώς ποιήσαι και τον κανόνα αυτών και μη ταράσσεσθαι. Έφη δε λόγον θαύματος άξιον Εν αληθεία λέγω, ότι, εάν απέλθω προς ύδωρ, ταράσσομαι από της συνήθειας μου και τάξεως αυτής, και εμποδίζομαι της τελειώσεως του διακριτικού μου.