Λόγος ΞΣΤ'
Περί άλλων τρόπων και εννοιών της διαφοράς της γνώσεως.

Συγγραφέας:


Η γνώσις αναστρεφομένη εν τοις ορατοίς, η εν ταίς αισθήσεσι δεχόμενη την διδαχήν αυτών, φυσική ονομάζεται, η δε εν τη δυνάμει των νοητών και έσωθεν εαυτής εν ταίς φύσεσι των ασωμάτων, πνευματική ονομάζεται, διότι την αίσθησιν εν τω πνεύματι δέχεται και ουκ εν ταίς αισθήσεσι. Και ταύταις ταίς δυσί γνώσεσιν έξωθεν γίνονται τη ψυχή είς κατανόησιν αυτών. Η δε εν τη θεία γενομένη υπέρ την φυσιν ονομάζεται και άγνωστος μάλλον και ανωτέρα της γνώσεως.

Ταυτής δε θεωρίαν ουκ εν ύλη τη έξωθεν αυτής κατά τάς πρώτας δέχεται η ψυχή, αλλ’ αύλως εαυτής έσωθεν εν δωρεά ευθέως και ανελπίστως φανερούται, και αποκαλύπτεται εκ των ένδον, διότι «η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστί»’ και ουκ εστίν εν τόπω ελπιζομένη, «ουδέ εν παρατηρήσει έρχεται», κατά τον λόγον του Χριστού, αλλ’ έσωθεν της εικόνος της διανοίας της κρυπτής αποκαλύπτεται αναιτίως, χωρίς της υπέρ αυτής μελέτης. Διότι ουχ ευρίσκει εν αυτή ύλην η διάνοια.

Ερμηνείαι αυτών. Η πρώτη γνώσις εκ της διηνεκούς μελέτης και εκ της σπουδής της μαθήσεως εγγίνεται, η δευτέρα δε εκ της αγαθής πολιτείας και της πίστεως της διανοίας η τρίτη δε τη πίστει και μόνη κεκλήρωται, διότι εν αυτή καταργείται η γνώσις και τα έργα περαίωσιν λαμβάνει και αί αισθήσεις γίνονται περισσοί εις χρείαν. Όσον ουν εκ τούτου του όρου η γνώσις κατέρχεται, τιμάται, και καθ’ όσον κατέρχεται, πλέον τιμάται μάλλον. Και όταν φθάση την γήν και τα γήϊνα, ή γνώσις εστίν ή δεσπόζουσα των πάντων και έκτος αυτής έκαστον πράγμα χωλόν εστί και αργόν. Ότε δε υψώσει η ψυχή την θεωρίαν αυτής άνω και απλώσει τάς εννοίας αυτής εν τοις επουρανίοις και επιθυμήσει τα μη τοις του σώματος οφθαλμοίς δρώμενα και ων ουκ εν εξουσία η σαρξ, τότε εν τη πίστει συνίστανται πάντα.

Ήν και δωρήσαιτο ημίν ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο ων ευλογητός εις τους αιώνας. Αμήν.