Λόγος ΝΣΤ'
Περί του ότι συμφερόντως συνεχώρησεν ο Θεός την ψυχήν δεκτικήν είναι των παθών, εν ω και περί ασκητικών εργασιών.

Συγγραφέας:


Το εν τινι συμπτώματι της αμαρτίας ολισθαίνειν δηλωτιν εστί της φυσικής ασθενείας. Διότι συμφερόντως συνεχώρησεν ο Θεός την ψυχήν δεκτικήν αυτήν είναι των παθών ου γαρ συνείδεν ανωτέραν τούτων αυτήν καθιστάναι προ της δευτέρας παλιγγενεσίας. Το δεκτικήν είναι των παθών ωφέλιμον προς την της συνειδησεως κατακέντησιν.Το μέντοι διαμείναι εν τούτοις αναιδές και αναίσχυντον. Τρεις τρόποι εισί, δι’ών πάσα ψυχή λογική τω Θεώ προσεγγίσαι δύναται ή δια θερμότητος πίστεως ή δια φόβου ή δια παιδείας Κυρίου. Ουδείς δε δύναται προσεγγίσαι τη του Θεού αγάπη, ει μη προηγήσηται εις των τριών τρόπων τούτων.

Ώσπερ από της γαστριμαργίας τίκτεται η ταραχη των λογισμών, ούτω και από πολυλογίας και αταξίας των συντυχιών η άγνοια και η του νου έκστασις. Η των βιωτικών πραγμάτων μέριμνα ταράσσει την ψυχήν, και το υπό τούτων συμφύρεσθαι τον νουν συμφύρει και της γαλήνης εκβάλλει.

Πρέπει τω παραδεδωκότι εαυτόν μοναχώ τη επουρανίω γεωργία, αεί και δια παντός πάσης βιωτικης φροντίδος εκτός είναι, ίνα, εν εαυτώ γενόμενος, μηδέν όλως εν εαυτώ εύρη του παρόντος αιώνος. Εκ γαρ των τοιούτων αργός γενόμενος, απερισπάστως δύναται μελετάν εν τω νόμω του Κυρίου ημέρας και νυκτός. Οι σωματικοί κόποι άνευ της του νου καθαρότητος, ως άτεκνος μήτρα και μαστοί κατάξηροι τη γαρ του Θεού γνώσει προσεγγίσαι ου δύνανται. Και το μεν σώμα κατάκοπον ποιούσιν, εκριζούν δε τα πάθη εκ του νοός ου φροντίζουσί δια τούτο θεριούσι ουδέν.

Ώσπερ ο σπείρων επ’ ακάνθαις ουδέν δύναται θερίσαι, ούτως ο τη μνησικακία εαυτόν αφανίζων και τη φιλοκτημοσύνη ουδέν δύναται ανύσαι, αλλά στένει επί της κοίτης αυτού εκ της πολλης αγρυπνίας και αποχής των πραγμάτων. Και μαρτυρεί η Γραφή η λέγουσα’ «ως λαός εργαζόμενος δικαιοσύνην, και ως μηδεμιάς των εντολών Κυρίου αμελήσας, ζητούσι την παρ’ εμού δικαιοσύνην και αλήθειαν, και βούλονται προσεγγίσαι μοι τω Θεώ, λέγοντες ίνα τι ενηστεύσαμεν, και ουκ είδες; και εαυτούς εταπεινώσαμεν, και ουκ έγνω; εν γαρ ταίς ημέραις των νηστειών υμών ποιείτε τα θεληματα υμών, λέγω δη, τάς πονηράς ενθυμήσεις υμών». Και ως ειδώλοις ολοκαρπώσεις προσφέρετε αυτάς, και τους χαλεπούς διαλογισμούς, ουςως Θεόν ελογίσασθε εν αυτοίς, το υμέτερον αυτοίς θυσιάζοντεςσώμα, το πάντων θυμιαμάτων τιμιώτερον, όπερ εμοί αφιερώσαι έχρην υμάς δια της υμών αγαθοεργίας και καθαράς συνειδήσεως.

Εύθετος γη εστίν η ευφραίνουσα τον εαυτής γεωργόν τη μέχρις εκατόν καρποφορία ψυχή η στιλβωθείσα τη του Θεού μνήμη και τη ακοιμήτω αγρυπνία νυκτός και ημέρας. Εκεί οικοδομεί ο Κύριος επί την ασφάλειαν αυτής νεφέλην σκέπουσαν αυτήν εν ημέρα και φωτί πυρός διαυγάσας την νύκτα. Έσωθεν του γνόφου αυτής φως λάμψει.

Ώσπερ νέφος καλύπτει το φως της σελήνης, ούτως οι ατμοί της γαστρός διώκουσι την σοφίαν του Θεού εκ της ψυχής. Και καθάπερ πυρός φλόξ εν ξηροίς ξύλοις, ούτω και το σώμα γαστρός εμπιπλαμένης. Και καθάπερ ύλη παρά ύλης αύξει την φλόγα του πυρός, ούτως η ποικιλία των βρωμάτων την του σώματος κίνησιν.

Εν σώματι φιληδόνω η γνώσις του Θεού ουκ οικεί, και ο αγαπών το ίδιον σώμα της του Θεού χάριτος ουκ επιτεύξεται. Ώσπέρ από ωδίνων τίκτεται καρπός ευφραίνων την τετοκυίαν, ούτως εκ του κόπου του λαιμού τίκτεται εν τη ψυχή καρπός, η γνώσις των μυστηρίων του Θεού, τοις δε οκνηροίς και φιληδόνοις αισχύνης καρπός.Ώσπερ πατήρ κήδεται τέκνου, ούτω και ο Χριστός κήδεται σώματος κακοπαθούντος δι αυτόν, και πλησίον εστί του στόματος αυτού διαπαντός. Της εν σοφία εργασίας ατίμητον το κτήμα.

Ξένος εστίν ο κατά διάνοιαν έξω γενόμενος πάντων των βιωτικών. Πενθικός εστίν ο εν πείνη και δίψη διάγων πάσας τάς ημέρας της ζωής αυτού, δια την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Μοναχός εστίν ο έξωθεν του κόσμου καθήμενος και αεί δεόμενος του Θεού τυχείν των μελλόντων αγαθών. Πλούτος μοναχού εστίν η παράκλησις η γενομένη εκ του πένθους και η χαρά η εκ πίστεως η εν τοις ταμείοις της διανοίαςλάμπουσα. Ελεήμων εστίν ο μη διακρίνων κατά διάνοιαν τίνααπό τίνος, αλλά πάντας ελεών.

Παρθένος εστίν, ούχ ο το σώμα αυτού φυλάξας από της συνουσίας αμόλυντον, αλλ’ ό αιδούμενος εαυτού, όταν κατ’ ιδίαν γένηται. Ει αγαπάς την σωφροσύνην, δίωξον τους αισχρούς λογισμούς εν τε τη μελέτη της αναγνώσεως και τη εκτεταμένη προσευχή, και τότε προς τάς αίτιας της φύσεως καθοπλισθήση. Χωρίς δε τούτων αγνείαν ιδείν εν τη ψυχή αδύνατον.

Ει θέλεις κτήσασθαι την ελεημοσύνην, πρώτον έθιζε σαυτόν καταφρονείν πάντων, ίνα μη τω βάρει τούτων ο νους ελκυσθή και των ιδίων όρων εκτός γένηται. Της γαρ ελεημοσύνης η ακρίβεια εν τη του αδικείσθαι αιρουμένου υπομονή δείκνυται. Της ταπεινώσεως η τελειότης εστί το φέρειν μετά χα­ράς τάς ψευδείς κατηγορίας. Ει εν αληθεια ελεήμων ει, όταν αφαιρεθής τα σα αδίκως, μη θλιβής έσωθεν, μηδέ την ζημίαν τοις έξω διηγού. Καταποθήτω δε μάλλον η ζημία των ηδικηκότων σε τη ση ελεημοσύνη, ώσπερ η αυστηρία του οίνου τη του ύδατος πληθυνότητι. Και επίδειξαι το πλήθος της ελεημο­σύνης σου εν οίς αγαθοίς αμείβη τους αδικήσαντάς σε. Καθώς και ο μακάριος Ελισσαίος εποίησε τοις εχθροίς αυτού, αιχμαλωτίσαι αυτόν βουλομένοις ότε γαρ προσηύξατο και απετύφλωσεν αυτούς τη αχλύι, επεδείξατο την εν αυτώ ούσαν δύναμιν, ότε δε βρώσιν και πόσιν δεδωκώς αυτοίς είασεν απέρχεσθαι, την εν αυτώ ελημοσύνην επεδείξατο.

Ο ταπεινόφρων εν αληθεία, αδικούμενος ου ταράσσεται, ουδέ απολογίαν ποιεί υπέρ του πράγματος, ου ηδικήθη, αλλά δέχεται τάς συκοφαντίας ως αλήθειαν και ου μέριμνα πείσαι τους ανθρώπους, ότι εσυκοφαντήθη, αλλά συγχώρησιν αιτείται. Τινές γαρ το όνομα της ακολασίας εαυτοίς επεσπάσαντο εκουσίως, μη όντες ούτως, έτεροι δε το της μοιχείας, πόρρω τούτου όντες, υπέμενον, και επικαρπίαν αμαρτίας, ην ουκ ειργάσαντο, δια των δακρύων εαυτούς επεφόρτιζον, συγχώρησιν ανομίας, ην ουκ ειργάσαντο, μετά κλαυθμού παρά των ηδικηκότων εξητούντο, πάση καθαρότητι και αγνεία όντες εστεφανωμένοι την ψυχήν. Άλλοι δε, ίνα μη δοξασθώσιν εν τη εναρέτω αυτών καταστάσει, τη ούση εν αυτοίς κεκρυμμένη, εν σχήματι παραπλήγων εαυτούς εδείκνυον, τω θείω αλάτι ηρτυμένοι όντες και τη γαλήνη πάγιοι, ώστε εκ της άκρας αυτών τελειότητος τους αγίους Αγγέλους έχειν κήρυκας των ιδίων ανδραγαθημάτων.

Σύ μεν ταπείνωσιν νομίζεις έχειν, άλλοι δε εαυτών κατηγόρουν συ δε ουδέ υπό άλλων κατηγορούμενος φέρεις, και ταπεινόφρονα εαυτόν ψηφίζεις. Ει ταπεινόφρων ει, δόκιμασον σεαυτόν εν τούτοις, εάν ου ταράσση αδικούμενος.

Πολλάς μονάς ο Σωτήρ του Πατρός καλεί τα μέτρα της διανοίας των εν τη χώρα εκείνη αυλιζομένων, λέγω δη τάς διακρίσεις και διαφοράς των πνευματικών χαρισμάτων, εν οίς κατά διάνοιαν εντρυφώσιν. Ου γαρ διαφορά τόπων, αλλά τάξει χαρισμάτων, πολλάς μονάς είρηκε. Καθάπερ έκαστος του αισθητού ηλίου κατά την καθαρότητα της οπτικής δυνάμεως τε και αντιλήψεως κατατρυφά. Και καθάπερ ενός λύχνου εν ενί οίκω διαυγάζοντος, διάφορος η αυγή γίνεται, του φωτός μη μεριζομένου εις πολλάς λαμπηδόνας, ούτως εν τω μέλλοντι αιώνι οι δίκαιοι πάντες αυλίζονται εν μια χώρα αδιαιρέτως. Έκαστος δε κατά το εαυτού μέτρον εξ ενός νοητού ηλίου διαυγάζεται και την ευφροσύνην, ως εξ ενός αέρος και τόπου και καθέδρας και θεωρίας και σχηματος.

Και ου θεωρεί τις τα μέτρα του εταίρου αυτού, ούτε του υπερέχοντος, ούτε του υποδεεστέρου, ίνα μη, ορών την υπερβάλλουσαν χάριν του εταίρου αυτού και το εαυτού υστέρημα, γένηται αυτώ ταύτα λύπης και αδημονίας αίτια. Μη γένοιτο τούτο είναι, όπου ουκ έστι λύπη, ουδέ στεναγμός, αλλ’ έκαστος κατά την δοθείσαν αυτώ χάριν, κατά το μέτρον αυτού, έσω εν αυτού ευφραίνεται. Μία δε η θεωρία η έξωθεν των πάντων εστί, και μία η χαρά, και χωρίς των δύο τούτων τάξεων ουκ εστίν άλλη μεσιτεύουσα τάξις. Λέγω δη μίαν μεν την άνω, ετέραν δε την κάτω, μέση δε τούτων η ποικιλία της διαφοράς των αμοιβών.

Ει δε αληθές τούτο, καθώς και αληθές εστί, τι αφρονέστερον ή ανοητότερον των λεγόντων ότι άρκετόν μοι της γεέννης διαφυγείν, του δε εις την βασιλείαν εισελθείν ου μέλει μοι; Το γαρ διαφυγείν της γεέννης, αυτό τούτο εστί το εισελθείν εις την βασιλείαν, ώσπερ και το ταύτης εκπίπτειν εις την γέενναν εισελθείν εστίν. Ου γαρ εδίδαξεν ημάς η Γραφή τρεις χώρας, αλλά τι; «Όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και στήση τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων». Ουδέ γαρ τρία τάγματα είπεν, αλλά δύο, εν εκ δεξιών και εν εξ ευωνύμων. Και διεχώρισε τα όρια των διαφορών των κατασκηνωμάτων αυτών, ειπών ότι, «απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αίώνιον», δηλονότι οι αμαρτωλοί «οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον εκλάμψουσιν ως ο ήλιος». Και πάλιν «ήξουσιν από ανατολών και δυσμών, και ανακληθήσονται εν τοις κόλποις Αβραάμ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον, όπου ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων».Όπερ εστί παντός πυρός φοβερώτατον.

Άρα ούν ου συνήκας έκ τούτων, ότι η εναντία της άνω τάξεως στάσις, αύτη εστίν η γέεννα η βασανίζουσα; Καλόν ούν εστί το διδάξαι τους ανθρώπους το αγαθόν του Θεού και επισπάσασθαι αυτούς εν τη διαμονή της προνοίας του Θεού και εκ της πλάνης εις την επίγνωσιν της αληθείας μετενεγκείν. Ούτος γαρ ην ο του Χριστού και των Αποστόλων τρόπος, και εστίν υψηλός πάνυ. Εάν δε ο άνθρωπος αισθάνηται εαυτού εκ της διαγωγης ταύτης και της συνεχούς κοινωνίας, ότι ασθενεί η συνείδησις αυτού εν τη θεωρία και ταράσσεται η γαληνη αυτού και η γνώσις σκοτίζεται, διότι άκμην η διάνοια αυτού δέεται φυλακής και της των αισθήσεων υποταγής και εν τω θέλειν άλλους θεραπεύειν την ιδίαν υγείαν αυτού απόλλυσι και εξέρχεται εκ της ιδίας ελευθερίας του ιδίου βουλήματος εις την ταραχήν του νοός, ο τοιούτος μνημονεύτω του αποστολικού ρητού παραινούντος και λέγοντος, «των τελειότερων είναι την στερεάν τροφην», και εις τουπίσω στραφήτω, ίνα μη ακούση παρ’ αυτού, ως εν υποδείγματι, «ιατρέ, θεράπευον σεαυτόν» και εαυτόν κατακρινέτω, και την ιδίαν ευεξίαν φυλαξάτω και αντί των αισθητών αυτού λόγων η αγαθή αυτού πολιτεία διακονείτω, και αντί των φωνών του στόματος αυτού η πράξις αυτού διδασκέτω. Και ηνίκα αν εν υγεία την ψυχήν αυτού γνώ, τότε και άλλους ωφελείτω, και εν τη υγεία αυτού θεραπευέτω. Όταν γαρ ευρεθή μακράν των ανθρώπων, μάλλον δύναται αυτούς ευεργετήσαι εν τω ζήλω των αγαθών έργων ήπερ εν λόγοις, άρρωστος υπάρχων και αυτός και χρήζων της ιατρείας πλείον αυτών. «Τυφλός γαρ τυφλόν εάν οδηγή, είς βόθυνον εμπεσούνται».

Των υγιαινόντων γαρ εστίν η στερεά τροφη, των τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εχόντων και δυναμένων δέξασθαι πάσαν τροφήν λέγω δη, τάς προβολάς πασών των αισθήσεων, και μη βλαβήναι την καρδίαν εκ πάντων των συναντημάτων, δια την γυμνασίαν της τελειώσεως.

Όταν θελήση ο διάβολος των τοιούτων μολύναι τον νουν εν τη της πορνείας μνήμη, πρώτον τη φιλία της κενοδοξίας δοκιμάζει την υπομονήν αυτών, και η προκάταρξις του λογισμού τούτου ου δοκεί πάθος είναι ούτω ποιείν είωθε τοις τον νουν παραφυλαττομένοις, οίς ου δυνατόν τάχιστα εγκαταβαλείν άτοπον ενθύμησιν. Ηνίκα δ’ αν εκβάλη αυτόν εκ του οχυρώματος αυτού και άρξηται τω προτέρω συνδιαλέγεσθαι λογισμώ και μακρύνειν αυτόν εκείθεν, τηνικαύτα προσυπαντά αυτώ εν τη ύλη της πορνείας και διαστρέφει τον νουν εις τα της ακολασίας πράγματα.

Και πρώτον ταράσσεται εν τη αιφνιδίω αυτών προβολή,δια την προϋπάρξασαν σωφροσύνην των λογισμών, την προϋπαντήσασαν τοις πράγμασιν, ων τίνων της θεωρίας ο κυβερνήτης νους ην απεσχοινισμένος. Και γαρ καν παντελώς μη μολυνθή, αλλ’ ούν της προτέρας αξίας αυτόν κατέβαλεν. Εάν δε στραφή εις τα οπίσω και προκαταβάλη την προτέραν των λογισμών προσβολήν, ήτις εστίν αιτία της των δευτέρων επαγωγής, τότε δύναται ευκόλως συν Θεώ κατακρατήσαι του πάθους.

Κρείσσον εν τη μνήμη των αρετών υποκλέπτειν τα πάθη, η τη αντιστάσει. Διότι τα πάθη, όταν εκ της οικείας χώρας εξέλθη και κινηθή προς πόλεμον, τότε σχήματα και είδωλα εντυποί εν τω νοΐ. Επικράτειαν γαρ πολλήν κέκτηται ο πόλεμος ούτος κατά του νοός σφόδρα, τάς ενθυμήσεις εκταράσσων και θορυβών. Κατά μέντοι τον πρότερον όρον, όν έφαμεν, ουδέ ίχνος παθών εμφαίνεται εν τω νοΐ μετά την τούτων αποδίωξιν.

Ο σωματικός κόπος και η μελέτη των θείων Γραφών φυλάσσει την καθαρότητα, τον δε κόπον βεβαιοί η ελπίς και ο φόβος, την δε ελπίδα και τον φόβον συνιστά εν τη διανοία ο μακρυσμός των ανθρώπων και η αδιάλειπτος προσευχή.Έως ού δέξηται άνθρωπος τον Παράκλητον, δέεται των θείων Γραφών, ίνα η μνήμη των αγαθών εντυπωθή εν τη διανοία αυτού και εκ της αδιαλείπτου αναγνώσεως ανακαινισθή εν αυτώ η προς το αγαθόν κίνησις και φυλάξη την ψυχήν αυτού εκ της λεπτότητος των οδών της αμαρτίας. Διότι ούπω εκτήσατο την δύναμιν του Πνεύματος, την μακρύνουσαν την πλάνην, την αιχμαλωτίζουσαν τάς ψυχωφελείς μνήμας και προσεγγίζουσαν τη εν τω σκορπισμώ του νου ψυχρότητι.

Όταν γαρ η δύναμις του Πνεύματος επιβή επί την ψυχική δύναμιν την ενεργούσαν εν αυτώ, τότε, αντί του νόμου των Γραφών, ριζούνται αι εντολαί του Πνεύματος εν τη καρδία, και τότε κρυπτώς εκ του Πνεύματος μανθάνει, και ου δέεται της βοηθείας της εκ της αισθητής ύλης. Εν όσω γαρ η καρδία της ύλης μανθάνει, ακολούθως έπεται τη μαθήσει η πλάνη και η λήθη, όταν δε η διδασκαλία υπό του Πνεύματος η, τότε η μνήμη αβλαβής φυλάττεται.

Εισί λογισμοί αγαθοί και εστί θελήματα αγαθά εισί δε λογισμοί πονηροί και καρδία πονηρά. Η πρώτη τάξις κίνησις εστί διαβαίνουσα εν τω νοί, ως ο εν τη θαλάσση διεγειρόμενος άνεμος και μετεωρίζων τα κύματα, η δε δευτέρα τάξις εστίν η κρηπίς και το θεμέλιον, και κατά τον της κρηπίδος όρον γίνεται η αμοιβή των αγαθών και των φαύλων, και ουκατά την των λογισμών κίνησιν. Η ψυχή εκ της κινήσεως τωντρεπτών λογισμών ου γαληνιά. Εάν δε εκάστω τούτων αμοιβήν δώς, κρηπίδα κάτω εν τη καρδία μη έχουσαν, πλησίον ειλοιπόν συ του μυριάκις καθ’ ημέραν αλλοιώσαι τα τε αγαθάσου τα τε εναντία.

Όρνις άπτερος εστί νους νεωστί εξεληλυθώς εκ της συμπλοκής αγωνιζόμενος υψωθήναι εκ των γηινων πραγμάτων και μη δυνάμενος, άλλ’ άκμην επί πρόσωπον της γης έρπων, πετασθήναι έτι μη εξισχύων πλην συνάγων τάς ενθυμήσεις αυτού εν τη αναγνώσει και εν τη εργασία και τω φόβω και τη φροντίδι της ποικιλίας των αρετών, παρεκτός γαρ τούτων γνώναί τι ου δύναται. Και ταύτα μεν, προς βραχύν καιρόν φυλάττουσιν αμόλυντον τον νουν, ύστερον δε επέρχονται αί μνήμαι, και εκταράττουσι και μολύνουσι την καρδίαν. Ούπω γαρ ήσθετο του ησύχου της ελευθερίας, προς όν δια της άμνηστιας των πραγμάτων μετά μικρόν χρόνον συνάγει τον νουν.Διότι ακμήν σωματικάς τάς πτέρυγας κέκτηται, λέγω δη τάς αρετάς, αίτινες φανερώς εκτελούνται. Τάς μέντοι αρετάς της θεωρίας ούπω εθεάσατο, ουδέ της τούτων αισθήσεως ηξιώθη αίτινες εισί πτέρυγες του νοός, δι’ ων προσεγγίζει τις τοις επουρανίοις και απέχεται των γηίνων.

Εν όσω τοις αισθητοίς πράγμασιν υπηρετεί τις τω Κυρίω, οι τύποι τούτων των πραγμάτων εγχαράττονται εν τοις διαλογισμοίς αυτού, και εν σωματικοίς σχήμασι διαλογίζεται τα θεία. Ηνίκα δ’ αν αίσθησιν λάβη των όντων έσωθεν των πραγμάτων, τηνικαύτα κατά το μέτρον της αισθήσεως αυτού έσται ο νους υψηλότερος των σχημάτων των πραγμάτων κατά καιρόν και καιρόν.

Οφθαλμοί Κυρίου επί τους ταπεινούς τη καρδία, και ώτα αυτού εις δέησιν αυτών». Προσευχή ταπεινόφρονος, ως εκ στόματος προς ώτα. Εν τω καιρώ της ησυχίας σου βόησον εν έργοις αγαθοίς της ταπεινώσεως’ Κύριε ο Θεός μου, συ φωτιείς το σκότος μου.

Όταν η ψυχή σου εγγίση εξελθείν εκ του σκότους, τούτο το σημείον έστω σοι καίεται η καρδία σου και διαθερμαίνεται ως το πυρ νυκτός και ημέρας, ώστε όλον τον κόσμον ηγείσθαί σε σκύβαλα και σποδόν, και ουδέ της τροφης ορέγεθαι εκ της γλυκύτητος των λογισμών των καινών και διαπύρων, των κινουμένων αεί εν τη ψυχή σου. Και εξαίφνης δίδοταί σοι πηγή δακρύων, ως χείμαρρος ρέων χωρίς βίας, μεμιγμένος εν πάσι τοις έργοις σου, εν τε τη αναγνώσει σου, φημί, και ευχή σου, εν τε τη μελέτη σου και βρώσει σου και πόσει σου, και εν παντί έργω σου τα δάκρυα σου κεκερασμένα εν αυτώ ευρίσκεται.

Και όταν ίδης ταύτα εν τη ψυχή σου, ευθαρσής γενού, ότι την θάλασσαν διεπέρασας, και ούτω πρόσθες εν τοις έργοις σου και καλώς κράτησον την φυλακήν, όπως αν η χάρις ημέραν καθ’ ημέραν πληθυνθή εν σοι. Έως δε τούτοις ουκ απαντήσης, ακμήν ουκ ετελείωσας την οδόν σου, του φθάσαι εις το όρος του Θεού. Ει δε και μετά το ευρείν σε και λαβείν την χάριν των δακρύων παύσονται, και η θέρμη σου ψυχρανθή άνευ αλλοιώσεως ετέρου πράγματος, ήγουν σωματικής ασθενείας, ουαί σοι τι απώλεσας! Η γαρ εις οίησιν ήλθες η εις αμέλειαν ή και εις χαυνότητα. Τι δε επακολουθεί τοις δάκρυσι μετά το λαβείν αυτά και τι μετά ταύτα απαντήσει αυτώ, ύστερον εν άλλω τόπω μέλλομεν γράψαι, εν τοις περί προνοίας κεφαλαίοις, ως υπό των πατέρων και των γραφών εφωτίσθημεν, των πιστευθέντων τα τοιαύτα μυστήρια.

Εάν έργα μη έχης, μη λαλήσης περί αρετών. Τίμιαι εναντίον Κυρίου αι θλίψεις αι υπέρ αυτού και δι’ αυτόν, υπέρ πάσαν εύχην και θυσίαν. Και οσμή ιδρώτος αυτών υπέρ πάντα τα αρώματα. Εκάστην αρετήν χωρίς κόπου σωματικού γινομένην, ως έκτρωμα άψυχον ηγού. Προσφορά δικαίων, δάκρυα οφθαλμών αυτών. Και θυσία αυτών δεκτή, οι εν αγρυπνίαις στεναγμοί αυτών. Κεκράξονται προς Κύριον οι δίκαιοι τω βάρει του σώματος στενούμενοι, και εν οδύνη τάς ικεσίας εκπέμψουσι προς Θεόν, και επί τη κραυγή της φωνής αυτών τα άγια τάγματα προς βοήθειαν αυτών παραγίνεται του θαρσοποιήσαι αυτούς τη ελπίδι και παραμυθήσασθαι. Κοινωνοί γαρ είσιν οι άγιοι Άγγελοι των παθών και των θλίψεων των αγίων τη προς αυτούς εγγύτητι.

Η καλή εργασία και ταπεινοφροσύνη Θεόν ποιεί τον άνθρωπον επί της γης, η δε πίστις και η ελεημοσύνη προς την καθαρότητα ταχέως προσπελάσαι ποιεί. Την θέρμην και την σνντριβήν της καρδίας εν μιά ψυχή γενέσθαι αδύνατον, ως ουδέ τοις εν μέθη των λογισμών η επικράτεια. Όταν γαρ δοθή τη ψυχή αυτη η θέρμη, επαίρεται η συντριβή του πένθους. Ό μεν οίνος εις ιλαρότητα, η δε θέρμη προς ευφροσύνην της ψυχής δεδώρηται. Εκείνος το σώμα θερμαίνει, ο δε του Θεού λόγος την διάνοιαν. Οι τη θέρμη πυρπολούμενοι τη μελέτη της ελπίδος αρπάζονται και απαρτίζουσι την διάνοιαν προς τον αιώνα τον μέλλοντα. Καθάπερ γαρ οι μεθυσκόμενοι οίνω είδωλα τίνα φαντάζονται ενηλλαγμένα, ούτω και οι εν τη ελπίδι μεθυσκόμενοι και θερμαινόμενοι ούτε θλίψιν επίστανται ούτε τι κοσμικόν. Ταύτα συμβαίνει τοις απλουστέροις τη καρδία και θερμοτέροις τη ελπίδι, και άλλα τοιαύτα, μετά την επίμονον εργασίαν και καθαρότητα, άτινα ητοίμασται τοις εν τη τρίβω των αρετών πορευομένοις. Ταύτα γίνονται εν τη αρχή της οδού δια της πίστεως της ψυχής. Πάντα γαρ όσα θέλει ο Κύριος ποιεί.

Μακάριοι περιζωσάμενοι τάς οσφύας αυτών προς την θλίψεων θάλασσαν εν απλότητι και ανεξετάστω τρόπω, χάριν της προς Θεόν αγάπης, και μη δόντες νώτα. Ούτοι ταχέως προς λιμένα της βασιλείας διασώζονται, και αναπαύονται εν σκηνώμασι των καλώς κοπιασάντων και ψυχαγωγούνται εκ της ταλαιπωρίας αυτών και αγάλλονται εν τη ευφροσύνη της ελπίδος αυτών. Οι επ’ ελπίδι τρέχοντες προς το σκολιόν της οδού ουκ επιστρέφουσιν, ουδέ επιμένουσι διερευνάν περί τού­του, αλλ’ όταν διαπερώσι την θάλασσαν, τότε το σκολιόν καθορώντες, τω Θεώ την ευχαριστίαν προσφέρουσι πώς ερρύσατο αυτούς εκ των στενωπών και κρημνών και της τοιαύτης τραχύτητος, αυτών μη ειδότων. Οι δε πολλούς διαλογισμούς διανοούμενοι και θέλοντες σφόδρα είναι σοφοί και παραδίδοντες εαυτούς ταίς αναστροφαίς και των λογισμών τη δειλία και προευτρεπιζόμενοι και προβλέπειν βουλόμενοι τάς βλαπτικάς αιτίας, οι πλείστοι τούτων επί θύραις των εαυτών οίκων διαπαντός καθήμενοι ευρίσκονται.

Οκνηρός εις οδόν αποσταλείς, ερεί «Λέων κατά την οδόν και φονίσκοι κατά της πλατείας». Και ως οι ειπόντες’ «οίους γιγάντων εωράκαμεν εκεί, και ήμεν ενώπιον αυτών,ωσεί ακρίδες». Ούτοι εισίν οι εν τω καιρώ της τελευτής αυτών ευρισκόμενοι εν τη οδώ, οι αεί θέλοντες είναι σοφοί, βαλείν δε αρχήν παντελώς μη βουλόμενοι. Ό δε ιδιώτης νηχόμενος διαπερά εν τη πρώτη θέρμη, φροντίδα του σώματος παντελώς μη ποιούμενος, μηδέ διαλογιζόμενος εν εαυτώ, ει άρα ανύει τι εκ της αυτού πραγματείας ή ου.

Μη σοι γένηται το πολύ της σοφίας ολίσθημα τη ψυχή και παγίς προ προσώπου σου, αλλ επί τω Θεώ πεποιθώς, εν ανδρεία βάλε αρχήν της αίματος πεπληρωμένης οδού, ίνα μη ευρέθης αεί επίδεης και γυμνός της του Θεού γνώσεως. «Ό γαρ δεδιώς ή περιμένων τους ανέμους, ου σπερεί». Κρείσσον θάνατος υπέρ του Θεού, ή ζωή μετ’ αισχύνης και οκνηρίας. Όταν θέλης βαλείν αρχήν εις έργον του Θεού, πρώτον διαθήκην ποίησον, ως μη έχων έτι ζωήν εν τωδε τω βίω και ώσπερ τις προευτρεπισθείς εις θάνατον, και απελπίσας της παρούσης ζωής, ως φθάσας της σης προθεσμίας τον καιρόν. Και τούτο έχε εν αληθεία εν τη ση διανοία, εις το μη εμποδισθήναι σε τη ελπίδι της παρούσης ζωής εις το αγωνίσασθαι και νικήσαι. Η γαρ ελπίς της ζωής ταύτης χαυνοί την διάνοιαν. Δια τούτο μη σοφίζον περισσά παντελώς, αλλά δός τόπον τη πίστει εν τη διανοία σου και μνημόνευε των ημερών των πολλών των οπί­σω και ανεκδιηγήτων αιώνων των μετά θάνατον και κρίσιν, και ου μη εισέλθη ποτέ χαυνότης επί σε, κατά τον λέγοντα σοφόν, ότι «χίλια έτη του νυν αιώνος, ουκ είσιν ως ημέρα μία εν τω αιώνι των δικαίων».

Εν ανδρεία άρξαι παντός έργου αγαθού και μη εν διψυχία προσέλθης αυτοίς και μη διστάσης εν τη καρδία σου εις την ελπίδα του Θεού, ίνα μη ο κόπος σου γένηται ανόνητος και επιβαρής η εργασία της γεωργίας σου, αλλά πίστευε εν τη καρδία σου, ότι ελεήμων ο Κύριος και τοις εκζητούσιν αυτόν δίδωσι την χάριν ως μισθαποδότης, ου κατά την ημετέραν εργασίαν, αλλά κατά την προθυμίαν των ημετέρων ψυχών και την πίστιν. Φησί γαρ, «ως επίστευσας, γενηθήτω σοι.

Αι δε εργασίαι των κατά Θεόν πολιτευόμενων είσιν αύται. Ό μεν ραπίζει την κορυφην αυτού όλην την ημέραν και αντί των συνάξεων των ωρών, ούτω διατελεί. Και άλλος τη γονυκλισία προσκαρτερών και διαμένων συνάπτει τον αριθμόν των ευχών αυτού. Άλλος τω πλήθει των δακρύων αυτού αναπληροί τον τόπον των συνάξεων αυτού και αρκείται εν αυτοίς. Άλλος σπουδάζει εν τη μελέτη της εννοίας και συνάπτει τον κανόνα τον ορισθέντα αυτώ. Άλλος βασανίζει την ψυχήν αυτού εν τη πείνη, ώστε μη δύνασθαι αυτόν τελειώσαι τας συνάξεις αυτού. Και άλλος τη διαπύρω μελέτη των ψαλμών διαμένων, αυτήν ποιείται την σύναξιν αδιάλειπτον. Άλλος σχολάζει εις ανάγνωσιν και θερμαίνεται η καρδία αυτού. Άλλος αιχμαλωτίζεται κατανοών τα θεία νοήματα των θείων Γραφών. Άλλος εκπληττόμενος εκ των θαυμάτων των στίχων, κωλύεται υπό της συνήθους μελέτης και σιωπής κρατούμενος. Και άλλος γευσάμενος τούτων απάντων και κορεσθείς, εστράφη εις τα οπίσω, και έμεινεν άπρακτος. Και άλλος μικρόν τι εξ αυτών εγεύσατο μόνον, και τυφωθείς, επλανήθη. Και άλλος υπό της πολλής νόσου και αδυναμίας αυτού εκωλύθη φυλάξαι τον κανόνα αυτού. Και άλλος υπό εθισμού τίνος ή επιθυμίας κρατούμενος, ή φιλαρχίας ή κενοδοξίας ή πλεονεξίας ή του συνάξαι ύλην. Και άλλος προσέκοψε και ανέστη και ουκ έστρεψε τον νώτον αυτού, έως ου έλαβε τον μαργαρίτην τον πολύτιμον.

Συ ούν μετά χαράς και προθυμίας αεί βάλε αρχήν εις το έργον του Θεού. Και εάν καθαρός η εκ των παθών και του δισταγμού της καρδίας, ο Θεός αυτός αναβιβάσει σε εις την κορυφήν και βοηθεί σοι και σοφίζει σε κατά το θέλημα αυτού, και εν θαύματι λαμβάνεις την τελειότητα.

Αυτώ η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.