Λόγος ΝΔ'
Περί του τετάρτου τρόπου, προς τους δοκίμους.

Συγγραφέας:


Λοιπόν τούτο μόνον υπελείφθη αυτώ διότι συγγένειαν έχει η φύσις προς αυτό και δια τούτο εξαιρέτως εκδέχεται ποιήσασθαι τον αφανιμόν του ανθρώπου εν αυτώ. Ποίον δε εστί το μηχάνημα; Τούτο εστίν το προβάλλειν τω ανθρώπω εν ταίς φυσικαίς χρείαις αυτού. Πολλάκις γαρ τυφλούται ο νους του αθλητού εκ της οράσεως και του πλησιασμού των αισθητών πραγμάτων, και ευχερώς εν τω αγώνι ηττάται, όταν πλησίον αυτών γένηται, πολύ δε μάλλον, όταν ευρεθώσι κατέναντι των οφθαλμών αυτού.

Εν γνώσει γαρ και πείρα χρήται τη μεθόδω ταύτη ο διάβολος ο δεινός ήγουν εκ της πείρας της μετά των πολλών αγωνιστών και ισχυρών και δυνατών, των εν τούτοις εκπεσόντων, και τούτο σοφιστικώς ποιών. Καν γαρ μη δυνηθή πρακτικώς ποιήσαι τον άνθρωπον ενεργήσαι, δια την ασφάλειαν της ησυχίας αυτού και δια την άποχην της κατοικήσεως αυτού εκ των αφορμών και αιτιών, όμως αγωνίζεται φαντάσαι τον νουν αυτών, γαργαλίζων αυτούς, κινήσεις κινών εν αυτοίς του διαλογίζεσθαι αυτούς εν τοις αισχροίς λογισμοίς και συγκατατίθεσθαι και γενέσθαι υπευθύνους, ώστε αποστήναι απ’ αυτών τον βοηθόν αυτών.

Επίσταται γαρ, ότι η νίκη του ανθρώπου και η ήττα αυτού και ο θησαυρός αυτού και η αντίληψις αυτού και πάντα τα του ασκητού εν τω λογισμώ αυτού συνίστανται και εν μικρώ νεύματι γίνεται, ίνα μόνον ο λογισμός εκ του τόπου κινηθή και προαιρέσει δείξει ροπή νεύματος την συγκατάθεση και εξ εκείνου του ύψους εις την γην κατέλθη, ως συνέβη πολλοίς των αγίων εν φαντασίαις κάλλους γυναικών. Πολλάκις δε και τους πλησιάζοντας κόσμω, ως από μιλίου ή δύο ή και διαστήματος ημέρας, αυτάς τάς γυναίκας εν αληθεία ετροπεύσατο αγαγείν προς αυτούς. Τους δε απέχοντας εκ του κόσμου επεί ου δύναται παγιδεύσαι, εν φαντασίαις δεικνύει αυτοίς το κάλλος των γυναικών, ποτέ μεν εν καλλώπισμώ ιματίων και θεωρία ασελγείας, ποτέ δε εν σχήματι γυμνής γυναικός δεικνύων αυτοίς απρεπώς. Δια γαρ τούτων και των τοιούτων, τους μεν ενίκησεν εις αυτό το πράγμα, οι δε εν φαντασίαις ενεπαίχθησαν δια την ραθυμίαν των λογισμών αυτών, ώστε εις απογνώσεως βυθόν ελθείν αυτούς, και προς τον κόσμον εξέκλιναν και της επουρανίου ελπίδος εξέπεσον αι ψυχαί αυτών.

Άλλοι δε ισχυρότεροι αυτών και υπό της χάριτος πεφωτισμένοι, ενίκησαν αυτόν και τάς φαντασίας αυτού και επάτησαν τάς του σώματος ηδονάς και ευρέθησαν δόκιμοι εν τη αγάπη του Θεού. Και πολλάκις φαντασίας χρυσίου και τιμίων πραγμάτων και θησαυρούς χρυσούς εφάντασεν αυτούς, και εστίν ότε εν αληθεία υπέδειξεν αυτοίς ταύτα, ίνα δια των τοιού­των διαφόρων φαντασιών, ίσως δυνηθή εμποδίσαι τινά εξ αυτών εκ του δρόμου αυτού και υποσκελίσαι αυτόν δια μιας των παγίδων και των δικτύων αυτού.

Αλλά Κύριε, Κύριε, μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμούς τοιούτους, ο γινώσκων την ασθένειαν ημών, εξ ων μόλις δυνατοί και δόκιμοι εξέρχονται εκ της τοιαύτης πλάνης νική­σαντες.

Και ταύτα όλα παραχωρείται ο πειράζων διάβολος πολεμήσαι προς τους αγίους εν πειρασμοίς, ίνα δοκιμασθή η αγάπη του Θεού η εν αυτοίς εν τοις τοιούτοις πειρασμοίς, εάν δια την αποχήν των τοιούτων πραγμάτων και αναχώρησιν και στέρησιν και απορίαν αυτών φιλόθεοι υπάρχωσι και εμμένωσιν εν τη αγάπη του Θεού και εξ αληθείας τον Θεόν αγαπώσι, και καν πλησιάσωσι τοις πράγμασι τούτοις, αγωνίζονται καταφρονήσαι και εξουθενήσαι αυτά δια την αγάπην του Θεού. Κολακευόμενοι ύπ’ αυτών, ούχ ηττώνται υπ’ αυτών, και ούτω πειράζονται, ουχί δια τούτο μόνον ίνα γνωσθώσι τω Θεώ, αλλά και αυτώ τω διαβόλω. Ότι επιποθεί πολλά πειράσαι και δοκιμάσαι πάντας, ει ενεδέχετο και εξαιτήσασθαι αυτούς παρά του Θεού του πειράσαι αυτούς, ώσπερ τον δίκαιον Ιώβ εξητήσατο.

Και ηνίκα μικρά παραχώρησις του Θεού γένηται, προσεγγίζει πειράζων ο διάβολος σφοδρώς, κατά την αναλογίαν της ποσότητος της δυνάμεως των πειραζομένων υπ’ αυτού, και ου προσβάλλει ο άνομος διάβολος κατά την επιθυμίαν αυτού. Και εκ τούτου δοκιμάζονται οι αληθινοί και βέβαιοι εν τη του Θεού αγάπη, ει όλων τούτων καταφρονούσι και ως ουδέν λογίζονται ταύτα κατέναντι των οφθαλμών αυτών προς σύγκρισιν της αγάπης του Θεού. Και ταπεινούντες εαυτούς αεί και τω εις πάντα συνεργούντι αυτοίς και αιτίω της νίκης αυτών αποδίδοντες την δόξαν και εις τάς χείρας αυτού παραδίδοντες εαυτούς εν τω αγώνι, λέγοντες τω Θεώ, ότι, Σύ ει ο δυνατός, Κύριε, και σος εστίν ο αγών, πολέμησον και νίκησον εν αυτώ, Κύριε, υπέρ ημών, τότε δοκιμάζονται ως χρυσός εν χωνευτηρίω ούτοι.

Οίτίνες δε είσι κίβδηλοι, εν τοις τοιούτοις πειρασμοίς δοκιμάζονται και γνωρίζονται και πίπτουσιν εκ του Θεού ως σκύβαλα, δεδωκότες χωράν τω εχθρώ αυτών και εξέρχονται υπεύθυνοι δια την ραθυμίαν της διανοίας αυτών η δια την υπερηφανίαν αυτών ότι ουκ ηξιώθησαν δέξασθαι την δύναμιν, ήνπερ είχον οι άγιοι ενεργούσαν εν αυτοίς, διότι ούχ ηττάται η δύναμις η συνεργούσα ημίν. Εστί γαρ και παντοδύναμος ο Κύριος και ισχυρότερος πάντων και εν παντί καιρώ νικητής εν τω σώματι τω θνητώ, όταν συγκατέλθη αυτοίς εν τω πολεμώ. Εάν δε και νικηθώσι, δήλον ότι εκτός αυτού νικώνται.

Ούτοι είσιν οι γυμνούντες εαυτούς τη προαιρέσει αυτών εξ αυτού δια την αγνωμοσύνην αυτών, ότι ουκ ηξιώθησαν της δυνάμεως της αντιλαμβανόμενης των νικητών, αλλά και αυτής της δυνάμεως αυτών της συνήθως και ιδίας, ης είχον εν τοις καιροίς των πολέμων αυτών των σφοδρών, αισθάνονται εαυτούς κενούς είναι εξ αυτής. Πώς δε αισθάνονται; θεωρούσι την πτώσιν αυτών ηδείαν και γλυκείαν εν οφθαλμοίς αυτών και ότι δύσκολον εστίν υπομείναι αυτούς την δυσχέρειαν του αγώνος του εχθρού αυτών, ην ενίκων έκπαλαι καθαρώς μετά ζηλου εκ της ορμής της κινήσεως της φύσεως, ης είχον εν τω καιρώ εκείνω μετά θερμότητος και οξύτητος. Και ταύτα εν τη ψυχή αυτών νυν ούχ ευρίσκουσι.

Και οι μεν εν ταίς αρχαίς αυτών ράθυμοι και χαύνοι υπάρχοντες, ου μόνον εκ των αγώνων τούτων και των τοιούτων, αλλά και από ήχου φύλλου δένδρου δειλιώσι και ταράσσονται και από μικράς ανάγκης της από της χρείας του λιμού και από μικράς ασθενείας νικώνται και απαρνούνται και εις τα οπίσω στρέφονται. Οι δε αληθινοί και δόκιμοι ουδέ εκ του χόρτου και του λάχανου χορτάζονται, ουδέ διαιτώμενοι ρίζαις βοτάνων ξηρών προ της νενομισμένης ώρας της τροφής καταδέχονται τίνος γεύσασθαι, αλλά και χαμευνούσιν εν ατονία όντες του σώματος και αμβλυωπούσιν οι οφθαλμοί αυτών εκ της άγαν κενώσεως του σώματος καν δε εκ της ανάγκης εγγίση εξελθείν εκ του σώματος, ουδέ ούτω χείρα δίδουσιν ηττηθήναι και πεσείν εκ της ερρωμένης προαιρέσεως. Ποθούσι γαρ και εφίενται του βιάσασθαι εαυτούς δια την αγάπην του Θεού και κοπιών υπέρ της αρετής αιρούνται ή την πρόσκαιρον ζωήν έχειν και πάσαν ανάπαυσιν την εν αυτή. Και όταν επέλθωσιν αυτοίς οι πειρασμοί, μάλλον ευφραίνονται και έτι εν αυτοίς τέλειοι γίνονται. Αλλ’ ουδέ εκ των μοχθηρών κόπων των γινομένων αυτοίς διστάζουσιν εν τη αγάπη του Χριστού, άλλ’ έως αν εκλείψωσιν εκ της ζωής, προθυμούνται δέξασθαι γενναίως τάς επηρείας και ουκ αναχωρούσιν, ότι εν αυτοίς τέλειοι γίνονται.

Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.