Λόγος ΜΣΤ'
Περί των ειδών των διαφόρων πειρασμών και πόσην έχουσιν ηδύτητα οι πειρασμοί, οι υπέρ της αληθείας γινόμενοι και υπομενόμενοι. Και βαθμοί και τάξεις, εν αις ο άνθρωπος ο συνετός πορεύεται.

Συγγραφέας:


Αι αρεταί αλλήλας διαδέχονται, δια το μη γίνεσθαι την οδόν της αρετής επαχθή και βαρείαν και δια το κατά τάξιν αυτάς κατορθούσθαι και ούτω προυσφιλή έσεσθαι τα δυσχερή τα υπέρ του αγαθού, ως τα αγαθά. Ουδείς γαρ δύναται κτήσασθαι την ακτημοσύνην εν αληθεία, ει μη πείση εαυτόν και ετοιμάση εαυτόν υπομείναι τους πειρασμούς μετά χαράς. Και ουδείς δύναται υπομείναι τους πειρασμούς, ει μη ο πιστεύσας, ότι εστί τι υπερέχον την σωματικην ανάπαυσιν, αντί των θλίψεων, ου η μετοχή γενέσθαι παρεσκεύασεν εαυτόν υποδέξασθαι.

Πας ούν ο τη ακτημοσύνη εαυτόν ετοιμάσας, πρώτον μεν η αγάπη των θλίψεων κινείται εν αυτώ, και τότε επέρχεται αυτώ λογισμός του ακτημονείν των του κόσμου τούτου. Και πάς ο εγγίζων τη θλίψει, πρώτον μεν δια πίστεως στερεούται, και τότε προσεγγίζει ταίς θλίψεσιν. Όστις στέρηση εαυτόν της ενεργείας των αισθήσεων, οράσεως λέγω και ακοής, διπλήν θλίψιν προυξένησεν εαυτώ και διπλασίως ταλαιπωρήσει και θλιβήσεται. Μάλλον δε, τι όφελος στερηθήναι των αισθητών πραγμάτων και δια των αισθησεων ενηδύνεσθαι εν αυτοίς; το αυτό γαρ πάσχει εκ των εν αυτοίς παθών, όπερ έπασχε πρώην πρακτικώς διότι η μνήμη της συνηθείας αυτών ουκ αφίσταται της διανοίας αυτού. Ει γαρ αί φαντασίαι αυτών νοητώς γινόμεναι οδύνην τω ανθρώπω παρέχουσιν άνευ των πραγμάτων αυτών, τι εχομεν ειπείν περί της συνυπάρξεως της εγγιζούσης;

Λοιπόν καλή η αναχώρησις, λίαν γαρ συνεργεί. Τους γαρ λογισμούς γενναίως καταπραΰνει και δύναμιν εν τη δια­τριβύ εντίθησι και υπομονήν και μεγάλην διδάσκει τον άνθρωπον των επερχομένων αύτω αναγκαίως θλίψεων.

Μη ζητήσης λαβείν βουλήν παρά τίνος, μη όντος εν τη διαγωγή σου, καν λίαν σοφός υπάρχη. Ανάθου δε μάλλον τον λογισμόν σου ιδιώτη εν πείρα γεγονότι των πραγμάτων, ηπερ φιλοσοφώ λογίω ομιλούντι εκ της εξετάσεως, άνευ της πείρας των πραγμάτων.

Τι δε εστί πείρα; Η πείρα εστίν, ουχί το εισελθείν τίνα καικατασκοπεύσαι τίνα των πραγμάτων, μήπω λαβόντα την γνώσιν αυτών εις εαυτόν, αλλά το αισθηθήναι της πείρας της ωφελείας αυτών και της ζημίας ενεργώς δια το χρονίσαι εν αυτοίς. Και γαρ πολλάκις φαίνεται πράγμα ζημίαν έχον, ένδον δε αυτού ευρίσκεται πασά πραγματεία γέμουσα ωφελείας. Τον αυτόν δε τρόπον νοεί και εν τω εναντίω τούτον τουτέστι, πολλά­κις φαίνεται πράγμα ωφέλειαν έχον, έσωθεν δε εστί μεμεστωμένον ζημίας. Διό και πολλοί των ανθρώπων πάλιν εκ των φαινομένων επικερδών πραγμάτων ζημίαν ευρίσκουσι. Και ουδέ εκ τούτων η μαρτυρία της γνώσεως αληθινη εστίν.

Εκείνω ούν συμβούλω χρήσαι, τω επισταμένω δοκιμάσαι εν υπομονή τα πράγματα της διακρίσεως. Διά τούτο ουχί έκαστος εστίν αξιόπιστος του δούναι βουλήν, ει μη όστις πρώτος καλώς την ελευθερίαν αυτού εκυβέρνησε και ου φοβείται κατηγορίας και συκοφαντίας.

Όταν γαρ εύρης ειρήνην εν τη οδώ σου αναλλοίωτον, τότε φοβήθητι. Διότι μακράν απέχεις εκ της ευθείας τρίβου της πατουμένης υπό των μοχθηρών ποδών των αγίων. Όσον γαρ διαβαίνεις εν τη οδώ της πόλεως της βασιλείας και τη του Θεού πόλει πλησιάζεις, τούτο έστω σοι το σημείον η ισχύς των πειρασμών απαντά σοι. Και όσον πλησιάζεις και προκόπτεις, τοσούτον οι πειρασμοί πληθύνονται κατά σου. Όταν ούν αίσθη εν τη ψυχή σου διαφόρους και ισχυροτέρους πειρασμούς εν τη οδώ σου, γνώθι ότι εν τοις καιροίς εκείνοις όντως εδέξατο η ψυχή σου βαθμόν εν τω κρυπτώ άλλον υψηλόν και προσετέθη αύτη χάρις εν τη καταστάσει, εν η ίστατο εν αύτη.

Κατά γαρ το μέτρον της χάριτος, κατά τοσούτον εις την θλίψιν των πειρασμών εισφέρει ο Θεός την ψυχήν. Ουχί είς τους πειρασμούς τους κοσμικούς, οίτινες γίνονται τισι διά το χαλινώσαι την κακίαν και τα φανερά πράγματα, μηδέ σώματικάς ταραχάς νόει τούτους, αλλά πειρασμούς αρμόζοντας μοναχοίς εν τη ησυχία αυτών, ους περ ύστερον μέλλομεν διαιρείν. Εάν δε έχη η ψυχή ασθένειαν και ούχ ικανοί προς τους πειρασμούς τους μεγάλους και αιτήσαι μη εισελθείν εις αυτούς και εισακούση αυτής ο Θεός, γνώθι σαφώς, ότι καθ όσον ανικανοί προς τους μεγάλους πειρασμούς, κατά τοσούτον και προς τα μεγάλα χαρίσματα. Ου δίδωσι γαρ ο Θεός χάρισμα μέγα, χωρίς μεγάλου πειρασμού. Κατά γαρ τους πειρασμούς και τα χαρίσματα ωρίσθησαν υπό του Θεού, κατά την σοφίαν αυτού, ην ου καταλαμβάνουσι οι δημιουργηθέντες υπ’ αυτού. Λοιπόν εκ των δυσχερών θλίψεων των συμβαινουσών σοι υπό της προνοίας του Θεού, καταλαμβάνεις πόσην εδέξατο η ψυχή σου εκ της με-γαλωσύνης αυτού τιμήν. Κατά γαρ την λύπην, και η παράκλησις.

Ερώτησις. Τι ούν λοιπόν; πρώτον ο πειρασμός, και τότε το χάρισμα; ή το χάρισμα πρώτον, και ούτως οπίσω αυτού ο πειρασμός;

Απόκρισις. Ουκ έρχεται ο πειρασμός, ει μη πρώτον δέξεται η ψυχή εν τω κρυπτώ μέγεθος υπέρ το μέτρον αυτής, και το πνεύμα της χάριτος, όπερ εδέξατο πρώτον. Και μαρτυρεί περί τούτου ο πειρασμός του Κυρίου, ομοίως και οι πειρασμοί των Αποστόλων. Ου γαρ παρεχωρήθησαν ευσελθείν εις πειρα­σμούς, έως αν εδέξαντο τον Παράκλητον. Οι γαρ κοινωνούντες τοις αγαθοίς, αρμόζει αυτοίς υπομείναι τους πειρασμούς αυτών ότι μετά του αγαθού η θλίψις αυτών. Ούτω γαρ ήρεσε τω σοφώ Θεώ εν πάσι ποιείν. Και ει τούτο ούτω, τουτέστιν η χάρις προ του πειρασμού, άλλ’ όμως πάντως προηγήσατο η αίσθησις των πειρασμών της αισθήσεως της χάριτος, δια την δοκιμήν της ελευθερίας. Ουδέποτε γαρ η χάρις προλαμβάνει εις τίνα, προ του γεύσασθαι των πειρασμών. Προηγείται μεν ούν η χάρις εν τω νοΐ, εν δε τη αισθήσει βραδύνει.

Λοιπόν πρέπει ημάς εν τοις καιροίς τούτων των πειρασμών έχειν δύο τινά εναντία αλλήλοις και κατά μηδέν ομοιούντα. Ταύτα δε είσι χαρά και φόβος. Χαρά μεν, ότι εν τη οδώ τη πατηθείση υπό των αγίων, μάλλον δε υπό του ζωοποιούντος τα πάντα, ευρέθης βαδίζων. Και τούτο δήλον εκ της διαγνώσεως των πειρασμών. Τον φόβον δε οφείλομεν έχειν, ότι μήπως εκ της αίτιας της υπερηφανίας πειραζόμεθα εν τού­τοις. Όμως σοφίζονται υπό της χάριτος οι ταπεινόφρονες του δύνασθαι ταύτα πάντα διακρίναι και γνώναι τις εστίν ο πειρασμός ο εκ του καρπού της υπερηφανίας, και τις ο εκ των ραπι­σμάτων των τυπτομένων εκ της αγάπης διακέκρινται γαρ οι πειρασμοί του εκβιβασμού και της αυξήσεως της πολιτείας εν τω αγαθώ εκ των πειρασμών της παραχωρήσεως της εις παιδείαν δια την υπερηφανίαν της καρδίας.

Οι πειρασμοί των φίλων του Θεού, οίτινές εισιν οι ταπεινόφρονες.

Οι υπό της πνευματικής ράβδου εις προκοπήν και αύξησιν της ψυχής γινόμενοι πειρασμοί, εν οις γυμνάζεται και δοκιμάζεται η ψυχή και αγωνίζεται, είσιν ούτοι η οκνηρία, βάρος του σώματος, η χαύνωσις των μελών, η ακηδία, η σύγχυσις της διανοίας, υπόνοια ασθενείας του σώματος, το κόψαι την ελπίδα προς ώραν, η σκότωσις των λογισμών, η έκλειψις της ανθρωπίνης βοηθείας, η ένδεια της σωματικης χρείας, και τα όμοια τούτων. Εκ τούτων των πειρασμών κτάται ο άνθρωπος ψυχήν μεμονωμένην και απροστάτευτον και καρδίαν νενεκρωμένην και ταπείνωσιν, και εκ τούτου δοκιμάζεται τις ελθείν εις επιθυμίαν του κτίσαντος. Και ταύτα προς την δύναμιν ο προνοητής οικονομεί και προς την χρείαν των υποδεχόμενων αυτά. Τούτοις συγκέκραται η παράκλησις και αί επιφοραί, το φως και το σκότος, οι πόλεμοι και αί αντιληψεις, και συντόμως ειπείν,στένωσις και πλατυσμός. Και τούτο εστί το σημείον της προκο­πής του ανθρώπου δια της βοηθείας του Θεού.

Οι πειρασμοί των εχθρών τον Θεόν, οίτινες είσιν οι υπερήφανοι.

Οι δε πειρασμοί, οι γινόμενοι εκ της παραχωρήσεως του Θεού κατά των αναισχυντούντων και επαιρομένων εν ταίς διανοίαις αυτών ενώπιον της αγαθότητος του Θεού και αδικούντων την αγαθότητα του Θεού εν τη υπερηφανία αυτών, εισίν ούτοι οι πειρασμοί οι φανεροί των δαιμόνων, οι και υπέρ τον όρον της δυνάμεως υπάρχοντες της ψυχής, η στέρησις των δυνάμεων της σοφίας της ούσης εν αυτοίς, αίσθησις δριμεία της εννοίας της πορνείας της παραχωρούμενης κατ’ αυτών εις ταπείνωσιν της επάρσεως αυτών, το θυμούσθαι ταχέως, το θέλειν στησαι το ίδιον θέλημα, το φιλονεικείν εν λόγοις, το επιτιμήσαι, η καταφρόνησις της καρδίας, πλάνη του νου τελεία, βλασφημία κατά του ονόματος του Θεού, έννοιαι μωραί πεπληρωμέναι γέλωτος, μάλλον δε κλαυθμού, το καταφρονείσθαι υπό των ανθρώπων και αφανίζεσθαι την τιμήν αυτών, το γενέσθαι αισχύνη και όνειδος υπό των δαιμόνων εν πολλοίς τρόποις κρυπτώς και φανερώς, επιθυμία του μιγήναι και συναστραφήναι τω κόσμω, το λαλείν και ληρείν αφρόνως πάντοτε, το ευρείν εαυτώ καινισμόν αεί συν ψευδοπροφητεία, το επαγγέλλεσθαι πολλά υπέρ την δύναμιν αυτού. Και ταύτα μεν τα ψυχικά.

Εν δε τοις σωματικοίς, συμβαίνουσιν αύτω συμβάσεις οδυνηραί, διαμένουσαι αεί συμπεπλεγμέναι και δύσλυτοι, απαντήσεις κακώς αεί και αθέων ανθρώπων, το εμπεσείν εις χείρας θλιβόντων ανθρώπων, το κινείσθαι την καρδίαν αυτού αεί αναιτίως υπό του θείου φόβου εξαίφνης, το πολλάκις πάσχειν αυτούς πτώματα μεγάλα εκ πετρών και από υψηλών τό­πων και των ομοίων τούτοις των γινομένων εις συντριβήν του σώματος. Και τέλος ένδεια των αντιλαμβανόμενων την καρδίαν υπό της θεϊκής δυνάμεως και της ελπίδος της πίστεως αυτών, και συντόμως ειπείν, όσα αδύνατα και υπέρ δύναμιν επάγονται αυτοίς συν τοις εαυτών. Ταύτα γαρ πάντα όσα ετάξαμεν και ηριθμήσαμεν είσιν εκ των τρόπων των πειρασμών της υπερηφανίας.

Φαίνεται δε η αρχη τούτων εν τω άνθρώπω, όταν τις άρξηται έχειν σοφόν εαυτόν εν οφθαλμοίς αυτού, και ούτος μετακινείται εν πάσι τοις κακοίς τούτοις κατά το μέτρον της υποδοχής των τοιούτων λογισμών της υπερηφανίας. Λοιπόν εκ των ειδών των πειρασμών σου καταλάμβανε τάς οδούς της λεπτότητος της διανοίας σου. Εάν δε ίδης τινάς τούτων των πει­ρασμών μεμιγμένους μετά των προ τούτων των είρημένων πειρασμών, γνώθι ότι καθ’ όσον έχεις εκ τούτων, κατά τοσούτον η υπερηφανία εν σοι ενέσκηψεν.

Περί υπομονής

Άκουσον δε πάλιν και τρόπον άλλον. Πάσαι αι περιστάσεις και αι θλίψεις αι μη μετέχουσαι υπομονής, διπλή εστίν η βάσανος αυτών. Υπομονή γαρ ανθρώπου αποβάλλει τάς συμ­φοράς αυτού. Μικροψυχία δε μήτηρ εστί της κολάσεως. Ύπομονή εστί μήτηρ της παρακλήσεως και δύναμίς τις, ήτις εκ της ευρυχωρίας της καρδίας αποτίκτεσθαι πέφυκεν, ην τίνα δύναμιν δυσχερές τον άνθρωπον ευρείν εν ταίς θλίψεσιν αυτού, εκτός του θείου χαρίσματος, του εκ της καταδιώξεως της ευχής και της εκχύσεως των δακρύων ευρισκομένου.

Περί μικροψυχίας

Όταν βουληθή ο Θεός έπι πλείον θλίψαι άνθρωπον, παραχωρεί αυτόν εισελθείν εις τάς χείρας της μικροψυχίας. Και αύτη τίκτει εν αυτώ κραταιάν δύναμιν της ακηδίας, εν η γεύεται του ψυχικού πνιγμού, όπερ εστί γεύσις της γεέννης. Και εκ τούτου επάγεται το πνεύμα της εκστάσεως, εξ ου πηγάζουσιν οι μύριοι πειρασμοί η σύγχυσις, ο θυμός, η βλασφημία, η μεμψιμοιρία, οι διεστραμμένοι λογισμοί, η από χώρας εις χώραν μετάστασις, και τα όμοια τούτοις. Εάν δε είπης, η αίτια τούτων τις εστί; λέγω σοι, ότι η ση αμέλεια. Ου γαρ εμερίμνησας εκζητήσαι την ιατρείαν αυτών. Η ιατρεία γαρ τούτων πάν­των μία εστίν, εν η εν τη χειρί αυτής ευρίσκει τις παράκλησιν εν τη ψυχή αυτού ευθέως. Και τις εστίν αύτη; η ταπεινοφροσύνη της καρδίας, και εκτός ταύτης καταλύσαι τον φραγμόν των κακιών τούτων ου δύναται τις, αλλά μάλλον ευρίσκει αυτάς υπερισχύουσας κατ’αυτού.

Μη θυμωθης κατ’ εμού, ότι λέγω σοι την αλήθειαν. Ουκ εζήτησας ταύτην εν όλη σου τη ψυχή ποτέ. Εάν δε θέλης, γενού εν τη χώρα αυτής και όψει πώς δώσει σοι την λύσιν της κακίας σου. Προς γαρ το μέτρον της ταπεινοφροσύνης δίδοταί σοι και υπομονή εν ταίς συμφοραίς σου, και κατά την υπομονήν σου ελαφρύνεται το βάρος των θλίψεων σου και της παρακλήσεως τεύξη. Κατά δε την παράκλησιν σου, μεγαλύνεται η προς Θεόν αγάπη σου, και κατά την αγάπην σου, μεγαλύνεται η χαρά σου εν τω Πνεύματι τω αγίω.Των δε εν αληθεία υιών όντων ο οικτίρμων, ότε ευδοκήσει έκβασιν ποιήσασθαι των πειρασμών αυτών, ουχί λήψει λαμβάνει τους πειρασμούς εξ αυτών, άλλ’ υπομονήν παρέχει αυτοίς εν τοις πειρασμοίς αυτών, και ταύτα πάντα τα αγαθά εν τη χειρί της υπομονής αυτών δέχονται προς τελειότητα των ψυχών αυτών.

Αξιώσαι δε ημάς Χριστός ό Θεός εν τη χάριτι αυτού υπομένειν τα κακά δια την αγάπην αυτού εν ευχαριστία της καρδίας. Αμήν.